Δημοσιεύουμε σήμερα άλλο ένα άρθρο από Έλληνες μηχανικούς, που ασχολούνται πολλά χρόνια με το λιγνίτη και γνωρίζουν τα πράγματα “από μέσα”:
Να διαλύσουμε δυο μύθους που λέγονται σε βάρος του λιγνίτη
Χρήστος Γ. Παπαγεωργίου (*), Χρήστος Ι. Κολοβός (**)
Είδαμε το τελευταίο διάστημα να δημοσιεύονται απόψεις ότι «ο λιγνίτης τελειώνει» ή «δεν έχουμε αποθέματα» ή ότι «η ποιότητα του λιγνίτη είναι πιο φτωχή». Πουθενά δεν είδαμε αυτές οι απόψεις να συνοδεύονται από την ανάλογη τεκμηρίωση. Αντίθετα, είδαμε να συνοδεύονται από προτάσεις να πάμε σε ΑΠΕ ή σε λιθάνθρακα. Τα πράγματα είναι απλά, καλό είναι όσοι δημοσιεύουν απόψεις να τις τεκμηριώνουν κιόλας.
Μύθος πρώτος: έχει χαλάσει η ποιότητα του λιγνίτη.
Τα μεγάλα κοιτάσματα λιγνίτη της Δυτικής Μακεδονίας, στα οποία έχει στηριχτεί η ανάπτυξη της χώρας τα τελευταία 60 χρόνια, σχηματίστηκαν σε …
ενιαίο γεωλογικό χώρο και χρόνο. Οι συνθήκες δημιουργίας ήταν παντού ίδιες ή σχεδόν ίδιες, ενώ τα γεωλογικά ρήγματα, που δημιουργήθηκαν αργότερα, επηρέασαν τη μορφή του κοιτάσματος, τη θέση του ως προς τη φυσική επιφάνεια αλλά όχι την ποιότητα.
Η εκμετάλλευση ξεκίνησε απ’ τα πιο ευνοϊκά κοιτάσματα, δηλ. από τα πλησιέστερα προς την επιφάνεια του φυσικού εδάφους τμήματα του κοιτάσματος και σταδιακά προχωρεί σε μεγαλύτερα βάθη. Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα μεταλλεύματα παντού στον κόσμο, η Ελλάδα ή ο λιγνίτης δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν λοιπόν έχει χαλάσει η ποιότητα του λιγνίτη που καίγεται στους Ατμοηλεκτρικούς σταθμούς (ΑΗΣ), γι’ αυτό ο μόνος που δεν ευθύνεται είναι ο λιγνίτης, ευθύνονται σαφώς οι άνθρωποι.
Όταν ξεκίνησε η εκμετάλλευση του λιγνίτη στα μεγάλα ορυχεία, ξεκίνησε με συγκεκριμένη τεχνολογία, τους ειδικούς μεγάλους καδοφόρους εκσκαφείς, όπως γίνεται στα αντίστοιχα γερμανικά κοιτάσματα και σε πολλές άλλες χώρες στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η ποσότητα λιγνίτη που εξορύσσεται με καδοφόρους εκσκαφείς συνεχώς μειώνεται (το 2000 ήταν το 100% της τροφοδοσίας των ΑΗΣ, ενώ το 2013 μόλις το 60%), λόγω της μη πλήρους επάνδρωσης και της μειούμενης αξιοποίησης των καδοφόρων εκσκαφέων. Παράλληλα, αυξάνεται αντίστοιχα η ποσότητα λιγνίτη που εξορύσσεται με άλλα μηχανήματα, τις λεγόμενες «τσάπες», τα οποία δεν είναι σήμερα τα πλέον κατάλληλα για τα συγκεκριμένα κοιτάσματα, παρά μόνο για πολύ μικρούς ρυθμούς εκμετάλλευσης.
Τα ελληνικά κοιτάσματα λιγνίτη είναι κατά κανόνα πολυστρωματικά, αποτελούνται δηλ. από εναλλαγές στρωμάτων λιγνίτη με άγονα. Για να γίνει σωστά η εξόρυξη πρέπει να γίνει με διαχωρισμό των στρωμάτων του λιγνίτη από τα άγονα. Αυτό είναι που δεν γίνεται σωστά τα τελευταία χρόνια, μόνο και μόνο επειδή ο λιγνίτης δεν εξορύσσεται πια με τον κατάλληλο εξοπλισμό, με τον κατάλληλο τρόπο: σύμφωνα με μετρήσεις, η χειροτέρευση της ποιότητας (μείωση του θερμιδικού περιεχόμενου) μπορεί με τον τρόπο αυτό να φθάσει και το 45%. Χαρακτηριστικά παραδείγματα του μη ορθού τρόπου εξόρυξης, που εφαρμόζεται όλο και περισσότερο τα τελευταία 8 χρόνια, μπορεί εύκολα να βρει κανείς στο διαδίκτυο (ενδεικτικά στη διεύθυνση www.youtube.com/watch?v=UdGYN9H9nVM). Δεν είναι συνεπώς ορθολογικό να καταστρατηγούνται οι αρχές της σωστής και αποδοτικής εκλεκτικής εξόρυξης με μη κατάλληλα μηχανήματα, κι έπειτα να φορτώνουμε τα προβλήματα στη χαμηλή ποιότητα του εξορυσσόμενου λιγνίτη. Σημειώνεται ότι πιο χαμηλή ποιότητα λιγνίτη τροφοδοσίας των ΑΗΣ σημαίνει απώλειες στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι απαιτείται μεγαλύτερη ποσότητα λιγνίτη για την παραγωγή μιας κιλοβατώρας.
Για όσους ανησυχούν ότι η χαμηλή ποιότητα δεν θα είναι εκμεταλλεύσιμη, θυμίζουμε ότι επί 45 χρόνια εκμεταλλευόμαστε τον πολύ φτωχής ποιότητας λιγνίτη στη Μεγαλόπολη.
Μύθος δεύτερος: δεν έχουμε πολύ λιγνίτη.
Λιγνίτη έχουμε πολύ, ακόμα. Ίσως, δεν έχουμε τα εύκολα κοιτάσματα του παρελθόντος, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα, πουθενά στον κόσμο, σε κανένα μετάλλευμα δεν υπάρχουν τα μεγάλα και πλούσια κοιτάσματα του παρελθόντος. Κάθε μια γενιά που περνάει απ’ αυτό τον πλανήτη, ανάλογα με το επίπεδο της τεχνολογίας που έχει αναπτύξει, παίρνει το δικό της μερίδιο απ’ τους πόρους που μπορεί να αξιοποιήσει για να καλύψει τις ανάγκες της.
Ειδικά για τα κοιτάσματα λιγνίτη της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, που βρίσκονται σε εκμετάλλευση, η ΔΕΗ έχει κατ’ επανάληψη γνωστοποιήσει αναλυτικά στο ευρύ κοινό και προς κάθε ενδιαφερόμενο τα αποθέματα που διαθέτει. Είχε δημοσιεύσει αναλυτικά στοιχεία το 2007, όταν αποφασίστηκε η κατασκευή των μονάδων Πτολεμαΐδα 5 και Μελίτη 2 και έχει παρουσιάσει κατ’ επανάληψη σε ημερίδες επικαιροποιημένα στοιχεία. Πρόσφατα, επίσης, δημοσίευσε ξανά σχετικά στοιχεία σε δυο ημερίδες τον περασμένο Νοέμβριο.
Τα αποθέματα αυτά, λοιπόν, για τα μεγάλα κοιτάσματα της Δυτικής Μακεδονίας, φαίνονται στον πιο κάτω πίνακα:
Το πολύ σημαντικό κοίτασμα Προαστείου αποτελεί την προς Β συνέχεια του ορυχείου Μαυροπηγής, έχει ήδη αρχική διάνοιξη και η εκμετάλλευσή του μπορεί να ξεκινήσει άμεσα, με σημαντικά πλεονεκτήματα. Προϋπόθεση είναι να γίνουν κάποιες απαραίτητες μελέτες.
Στη Δυτική Μακεδονία υπάρχουν κι άλλα μικρότερα κοιτάσματα και ορυχεία, σε λειτουργία (Προσήλιο και Λάβα Σερβίων), σε αδράνεια (Βεγόρα Αμυνταίου), καθώς και το κοίτασμα λεκάνης Κοζάνης-Σερβίων, που δεν περιλαμβάνονται στον πιο πάνω πίνακα.
Τα αποθέματα στη Μεγαλόπολη, στη στάθμη 1.1.2013, φαίνονται στον επόμενο πίνακα:
Τα αποθέματα στα μεγάλα κοιτάσματα Ελασσόνας και Δράμας φαίνονται στον ακόλουθο πίνακα:
Υπάρχουν, επίσης, το πολύ σημαντικό κοίτασμα τύρφης και λιγνίτη των Φιλίππων, (περί τα 5 δισεκατομμύρια τόνους), και πολλά μικρότερα κοιτάσματα, διάσπαρτα στον Ελληνικό χώρο, όπως ενδεικτικά στις περιοχές Έβρου, Γρεβενών, Ηλείας, Μεσσηνίας, Λακωνίας, κλπ., τα αποθέματα των οποίων αθροιστικά είναι σημαντικά.
Ένα κοίτασμα, που επιδέχεται επιφανειακή εκμετάλλευση και στο οποίο δεν έχουν ξεκινήσει ποτέ εργασίες εκμετάλλευσης, μπορεί να αφεθεί για τις επόμενες γενιές, αρκεί να μη χτίσουμε πάνω του χωριά, πόλεις ή τεχνικά έργα. Αντίθετα, σε ένα κοίτασμα, στο οποίο έχει ξεκινήσει η εκμετάλλευση, πρέπει αυτή να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί, για λόγους που σχετίζονται με την ιδιότητα του λιγνίτη να αυταναφλέγεται όταν έρχεται σε επαφή επί μακρό χρονικό διάστημα με τον ατμοσφαιρικό αέρα, λόγους αποκατάστασης των χώρων εκσκαφής και απόθεσης αγόνων υλικών των ορυχείων, αξιοποίησης επενδύσεων σε γη και εξοπλισμό, διατήρηση απασχόλησης, κλπ.
Εκείνο, ωστόσο, που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι ότι πλέον, με τις πολιτικές που έχουν δρομολογηθεί, από 1.1.2016 ο ρυθμός καύσης λιγνίτη στους ΑΗΣ της Δυτικής Μακεδονίας μειώνεται σημαντικά κι οδηγεί είτε σε σημαντική παράταση του χρόνου ζωής κάποιων κοιτασμάτων είτε σε παντελή αδυναμία εκμετάλλευσης κοιτασμάτων στα ήδη υπάρχοντα ορυχεία και οριστική απαξίωση τους. Πράγματα που έχουμε επισημάνει ήδη από το 2010, όταν έγιναν γνωστές οι πολιτικές.
Λιγνίτης λοιπόν υπάρχει και τα κοιτάσματα είναι στην ποιότητα που ήταν πάντα. Το μόνο που χρειάζεται είναι ο προγραμματισμός της ορθολογικής αξιοποίησης των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων λιγνίτη της χώρας, όπως γινόταν παλαιότερα, (βλ. MINE MASTER PLAN-1995 & FLORINA MINING PROJECT-1996).
(*) Μηχανικός Μεταλλείων – Μεταλλουργός Μηχανικός ΕΜΠ, τ.Διευθυντής Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας ΔΕΗ ΑΕ
(**) Μηχανικός Μεταλλείων – Μεταλλουργός Μηχανικός ΕΜΠ, Διδάκτωρ Μηχανικός ΕΜΠ στην Τεχνολογία Εκμετάλλευσης Υπαίθριων Λιγνιτωρυχείων
Η ανάρτησή μας βρίσκεται στο http://greeklignite.blogspot.gr/2014/04/blog-post_16.html και στο Facebook, στη διεύθυνση Greeklignite!