Του Πασχάλη Τσολάκη
(Βελτιωμένη αναδημοσίευση του 2009)
Ήταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό. Στην πεδιάδα, τα κόκκινα άνθη φάνταζαν σαν αιμάτινες σταλαγματιές πάνω στο χαλί της γης. Πέρα, μακριά, στην πλαγιά ενός λόφου, ανηφόριζαν ένα τσούρμο άνθρωποι, σαν ποτάμι που κυλούσε ανάποδα.
Στις μέρες μας γίνονται και τέτοια σωτήρια πολιτικά θαύματα! (Ξεροπόταμοι στα ξαφνικά πλημμυρίζουν στις οθόνες των Μ.Μ.Ε)
Μα που πάνε; Αναλογίστηκε; Ξανάνοιξε η αγορά για τους δούλους!
Άλλοι χλεύαζαν, άλλοι έκλαιγαν, άλλοι έβριζαν, κι άλλοι μοιρολογούσαν.
Ο άγνωστος επιτάχυνε το βηματισμό του και τράβηξε κατά εκεί. Σαν σίμωσε είδε στη μέση αυτής της ανθρώπινης αγέλης, έναν νέο άντρα με μακριά μαλλιά.
Μα τι είναι αυτό που κουβαλάει στην πλάτη του; αναρωτήθηκε. Ξάφνου τα μάτια του έγιναν πελώρια. Θεέ μου! Έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό! Μα τότε ναι! Ναι! Σίγουρα είναι ο Ιησούς. Αυτόν που καταδίκασαν οι Αρχιερείς με την κατηγορία ότι προσπαθεί να καταλύσει τους νόμους και τα μνημόνια των Φαρισαίων.
Ναι! Ήταν αυτός, ο «τρομοκράτης», που πάνοπλοι στρατιώτες, με συντονισμένο σχέδιο, κατόρθωσαν την σύλληψη του. Ήταν αυτός που καταδόθηκε με ένα φιλί κι έκτοτε η προδοσία απέκτησε όνομα!
Στον κήπο του ελαιώνα, έγινε η προδοσία και η σύλληψη. Τώρα ο ελαιώνας ονομάζεται ελιά για να μην υπάρξουν συνειρμοί….
Ήταν αυτός ο επικίνδυνος «ανατροπέας» της τάξης, που συνελήφθη και βρέθηκε άοπλος! Ήταν αυτός που τις βόμβες τις είχε στα χείλη του και τους πυροκροτητές στην καρδιά του! Ήταν αυτός που χαρακτήρισε τους ισχυρούς «υποκριτές και Φαρισαίους»!
Ναι! Ήταν αυτός για τον οποίο ο Ρωμαίος ύπατος Πόντιος Πιλάτος δήλωσε: «Νίπτω τας χείρας μου». Έκτοτε σε όλα τα εγκλήματα η εξουσία δηλώνει αμέτοχη, νίπτει τας χείρας της και λυπάται. Κι ας είναι η ίδια που ευθύνεται για όλες τις σταυρώσεις και όλους τους θανάτους.
Ήταν αυτός που ο όχλος, με την καθοδήγηση πάντα της εξουσίας, κραύγασε: «Άρον – άρον, σταύρωσον αυτόν». ¨Έκτοτε η εξουσία, εν ονόματι του όχλου σταυρώνει την άλλη άποψη, αυτήν που δεν την βολεύει και αθωώνει, τον Βαραβά, τον ένοπλο επαναστάτη! Ξέρει ότι από αυτόν κινδυνεύει λιγότερο.
Το «Ιδιώνυμο» το εφάρμοζε η εξουσία από τότε. Όποιος υπονόμευε και διασάλευε την έννομη τάξη, και την κατοχή των ρωμαίων, συλλαμβάνονταν ως εχθρός της ομαλότητας.
(Το ιδιώνυμο το εφάρμοσε ο Βενιζέλος – ο παλιός- στους κομουνιστές και στα συνδικάτα!)
Σήμερα όποιος υπονομεύει τα μνημόνια και την κατοχή των μνημονιακών και τροϊκανών, θεωρείται εξίσου επικίνδυνος με τον Ιησού!
Ανακατεύτηκε κι αυτός, ο άγνωστος, μέσα στο μπουλούκι κι ακολουθούσε τον ανήφορο του Γολγοθά.
Η παρουσία της εξουσίας αισθητή. Σιδερόφραχτοι στρατιώτες, με τις λόγχες παρατεταμένες! Επιβλητική πάντα η παρουσία της εξουσίας.
Το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Πολλές ήταν οι μαυροφόρες αλλά εκείνος κοιτούσε εκείνη.
Ναι! Αυτή είναι η μάνα του. Ξεχωρίζει από τον πόνο που αυλακώνει το κορμί της και φτάνει ως τα μύχια της ψυχής της.
Να! Τώρα τον ανεβάζουν στον σταυρό. Τώρα ακούγεται στο λόφο το χτύπημα των καρφιών. Γκάπ – Γκούπ. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου..».
Μάνα! Τόσα καρφιά στην ψυχή σου πως τα αντέχεις! Ω! Μάνα! Που έβλεπες τον θάνατο να γυροφέρνει το παλικάρι σου.
Ω! Μάνα! Ουρλιαχτό η φωνή σου στο χάροντα, να πάρει εσένα αντί εκείνον. Μα δεν σ’ άκουσε μάνα. Πολύ ακριβό το χατίρι σου! Κι η κραυγή σου ταξίδεψε στα καταπράσινα λιβάδια με τα κόκκινα άνθη.
Η ίδια κραυγή μιας μάνας που γεννάει. Μιας μάνας που νικάει το θάνατο γεννώντας τη ζωή!
Ο ήλιος έγερνε στη δύση. Αυτή η μέρα, αυτή η Παρασκευή, ήταν πολύ Μεγάλη!
Ένα βαθύ κόκκινο χρώμα είχε τυλίξει γύρα – γύρα τον ορίζοντα κι έμοιαζε με ένα αιμάτινο παρτέρι περιμετρικά του ουρανού.
Στο τελείωμα της μέρας, Μάνα, άκουσες τον τελευταίο ψίθυρο του γιου σου. «Τετέλεστε»!
Πέθανε Μάνα σταυρωμένος κι έμαθε στην ανθρωπότητα να μη φοβάται τον θάνατο «Θάνατον Πατήσας».
Ναι! Ναι! Μάνα. Σαν τα πουλιά, που σαν είναι να πεθάνουν, καρφώνονται πάνω στ’ αγκάθι και κελαηδούνε το πιο όμορφο τραγούδι.
Κι ο γιος σου, Μάνα, με το αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι, τραγούδησε για τους ανθρώπους όλου του κόσμου, το τελευταίο, μα το γλυκύτερο τραγούδι. «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών» και γιόμισαν τα λιβάδια με ολόλευκα κρίνα. Φωτίστηκε ο ουρανός και το παρτέρι του έγινε ολόλευκο, σαν τη ψυχή ενός παιδιού την ώρα που γεννιέται.
«Ω! Γλυκύ μου έαρ – γλυκύτατο μου τέκνο – που έδυε το κάλος σου».
Στο σημείο της σταύρωσης, μπροστά στα βασιλεμένα μάτια του Ιησού, οι εντολοδόχοι της εξουσίας διαμοίραζαν τα ιμάτιά του!
Λίγο πιο μακριά ο Ιούδας κρέμονταν σε ένα δέντρο, με τα τριάκοντα αργύρια σκορπισμένα στη γης.
Στην απόλυτη ησυχία του Γολγοθά ακούγονταν τώρα μόνο η φωνή του ντελάλη.
Τα αργύρια κάντε τα ευρώ, αλλιώς δεν περνάνε…..!!!!