Η θέση του δημάρχου Πειραιά θα έπρεπε να αποτελεί κοινή, εθνική συνισταμένη κυβερνησης και αντιπολίτευσης, αντί να θεωρείται “φωτεινή εξαίρεση”.
Απο την αποφραδα ημέρα του Καστελοριζου, όπου πριν απο 4 χρόνια ο ολετήρας Παπανδρέου εισήγαγε την συνταγματική εκτροπή ως πολιτειακή τάξη, η οικονομία έχει καταστεί όμηρος εφαρμοσμενου ολοκληρωτισμού αποικιακού τύπου. Εκτός απο την παράνοια της επικοινωνιακής
προώθησης μέτρων υπό τον μανδύα του “μονοδρομου”, όταν οικονομικοί μονόδρομοι υπήρχαν μόνο σε φασιστικά ή σοβιετικά καθεστώτα, υπάρχει και η εξόφθαλμα ασύμφορη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας.
Αυτή η κερκόπορτα βέβαια είχε ανοίξει απο τον ευεργέτη του Παπανδρεου, τον Σημιτη, με την περιβόητη μετοχοποίηση των ασημικών. Διαδικασία που ευνόησε ΚΡΑΤΙΚΟΥΣ γερμανικούς (κυρίως) οργανισμούς, να συμβάλλουν στα ντόπια “ασημικά” με την πρόφαση της …αποκρατικοποίησης!
Ο μόνος που αντέδρασε απο την πρώτη στιγμή κατακρίνοντας αυτή την λαίλαπα απο την ρίζα της, ειναι ο δήμαρχος Πειραιά, Βασίλης Μιχαλολιάκος. Όχι βεβαίως με κραυγολογία, αλλά με εθνικά υπεύθυνη λύση που τον φέρνει σε σύγκρουση και με την παρούσα κυβέρνηση, η οποία εξαγγέλλει αποκρατικοποίηση του λιμανιού, χωρίς τον ξενοδόχο.
Η πρόταση λοιπόν που εχει υποβάλλει ο Β. Μιχαλολιάκος και εχει διαμηνύσει ότι θα εφαρμόσει ακόμα και με λαϊκή κινητοποίηση, ειναι αυτή που εφαρμόζεται στις προηγμένες οικονομίες, στα εθνικά κυρίαρχα κράτη.
Κύριος των μετοχών του λιμανιού, θα ειναι ο δήμος Πειραιά. Τόσο απλά, τόσο κοινωνικά, τόσο αναπτυξιακά. Άλλωστε ο δήμος Πειραιά απέδειξε πως όταν υπάρχει η πολιτική αποφασιστικότητα, η αυτοδιοίκηση μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, χωρίς μνημόνια, χωρίς θαλασσοδάνεια, χωρίς εθνικούς εργολάβους. Και σε αυτή την πολιτική, δεν υπάρχει ούτε τεχνοκρατικός, ούτε ιδεολογικός αντίλογος. Αντίθετα, μια πραγματική αστική κυβέρνηση εξασφαλίζει την τεχνογνωσία για την κερδοφόρο διαχείριση ενός κρατικού οργανισμού, ενώ η αριστερή προσέγγιση επιτάσσει τον διαμοιρασμό του δημοσίου πλούτου υπέρ της κοινωνίας.
Η θέση λοιπόν του δημάρχου Πειραιά θα έπρεπε να αποτελεί κοινή συνισταμένη κυβερνησης και αντιπολίτευσης, αντί να θεωρείται “φωτεινή εξαίρεση”.