4 του Μάη, 1944. Ο Βαλής φόρεσε τη μαύρη γραβάτα του, ντύθηκα κι εγώ στα μαύρα και βγήκαμε όξω να συναντήσουμε κανά φίλο να μοιραστούμε τον πόνο μας. Στην πλατεία Κολωνακίου πέσαμε πάνω σε κάτι γνωστούς.
– «Γιατί μαυροντυμένοι; Τι σας συμβαίνει;» ρώτησαν ανήσυχοι.
– «Διακόσιοι Έλληνες τουφεκίστηκαν σήμερα και μας ρωτάτε τι μας συμβαίνει; Σήμερα όλοι οι Έλληνες έπρεπε να μαυροντυθούμε».
«΄Αγγελε, δεν είσαι με τα καλά σου. Δεν ξέρετε, λοιπόν, ότι όλοι αυτοί ήτανε κομμουνισταί;»
Παγώσαμε. «Δεν ξέρω κι ούτε μ’ ενδιαφέρει. Έλληνες ήταν και πολεμούσαν τον εχθρό. Και σαν Έλληνες έχουμε το χρέος να τους πενθούμε!»
– «Άγγελε, πρόσεξε, στραβό δρόμο πήρες, όλοι αυτοί θέλουν να πιουν το αίμα μας».
– «Τους Γερμανούς, θέλετε να πείτε…»
– «Άσ’ τους Γερμανούς, πόλεμο κάνουν οι άνθρωποι. Τους άλλους, αυτούς που πενθείτε σήμερα, αυτούς να φοβάστε. Αυτοί μια μέρα θα μας πάρουνε το βιος μας, αυτοί. Άκουσε καλά αυτό που σου λέμε. Άσε τους ρομαντισμούς και σκέψου πιο ρεαλιστικά».
Ο Βαλής τούς κεραυνοβόλησε με κείνο το αυστηρό και ντρέτο βλέμμα του και δίχως μιλιά τούς γυρίσαμε την πλάτη. «Πάμε πίσω στο σπίτι μας, Λητώ…»
Με τους γονείς μας, το ίδιο θλιμμένοι, τα λέγαμε στο σαλόνι.
«Σήμερα, πατέρα, δεχτήκαμε με τη Λητώ διπλό χτύπημα. Η εκτέλεση των παλικαριών στην Καισαριανή και η εκτέλεση μιας μερίδας της κοινωνίας μας. Αυτής που συναναστρεφόμαστε. Και να φανταστεί κανείς ότι είναι άνθρωποι αξίας, έντιμοι, αξιοπρεπείς. Μπροστά στο φόβο, όμως, μιας υλικής καταστροφής, χάσανε μεμιάς την ανθρωπιά τους».
Λητώ Κατακουζηνού « Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βαλής μου»
εκδόσεις Μικρή Άρκτος
Misha