Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι
Και εσύ λαέ !
Να μασάει ο χοντρός είναι η δουλειά του,
γουργουρίζει η πατρίδα στην κοιλιά του!
Νόμος-ο πού προδίνει κι απατά,
όλο και ψηλότερα πατά!
Και σύ,Λαέ,
με την καμένη ανάσα,
πότε θα κόψεις του χοντρού τη μάσα;
Ό,τι ν’ακούω με το δεξιό μου αυτί,
με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νούς να στοχαστεί,
οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι.
Βάρναλης
Theodore