Ας ήμουν τυχερός (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ)
ας ήμουν τυχερός
σε κάποια μάχη
για μια Θερμοπύλα
να ’βρισκα τάφο
για κάπου κει˙
σιμά στο Μαραθώνα
ή να πνιγόμουν
στα νερά μιας Σαλαμίνας,
να μην έβλεπα, Θε μου,
το κατάντημα της Πατρίδας…
ότι ήρθαν εκείνοι·
που δεν κοιμήθηκαν
ολάκερη τη νύχτα
σοφιζόμενοι το κακό
της επόμενης μέρας…
που λένε δίκιο τ’ άδικο
κι αληθινό το ψέμα
κι έκαναν ολοκαύτωμα
το πρόσωπο του δίκιου
και τη γλυκιά Πατρίδα μου
μια χώρα πεμπτοκοσμική
με τα παιδιά να τριγυρνούν
στους δρόμους πεινασμένα…
*****
χουγιάζουνε τον κότσυφα
βουβαίνουνε τ’ αηδόνι
βυσσοδομούν κι αλλάζουνε
το αίμα με χρυσάφι
και πίνουνε για πρωινό
τα ματωμένα όνειρα
ζυγιάζοντας στο χέρι τους
πάλι και πάλι το πουγγί
και ξαναγκάζουν τη ζωή
να χώνεται βαθύτερα
για μια χαμένη παντοχή
στο παγερό κιβούρι
και δίκιο τους ψελλίζουνε
πως τάχα τους εντόλεψαν
δυο τρεις ξένοι βρικόλακες
για το κακό που κάνουν…
και παρακεί σπαράζοντας
ένας κυφός γερο-παππούς
κουρέλια τυλιγμένος
στη μαύρη δίνη των καιρών
γιομίζοντας με δάκρυα
την αδειανή παλάμη του
κρύβεται πέρα, απόμερα,
μην τον ιδεί τ’ αγγόνι…
ότι φοβάται ο παππούς
το βλέμμα τ’ αγγονιού του
μην του γυρέψει λιχουδιές,
καλούδια και παιγνίδια…
και συλλαβίζει απόκρυφα
τη λευτεριά, το δίκιο
κι εκείνα που δε δύνεται
να ξεστομίσει στόμα
καλοτυχίζοντας αυτούς
τους τυχερούς προγόνους
που μπήκαν πρωτυτερινά
στης Μάνας Γης τον κόρφο…
*****
μα…ξάφνου φτάνει χλαλοή
χλαπαταγή κι αντάρα
απ’ τα κορμιά που πέσανε
για να ’χει φως η μέρα!
…ξεθάβουνε τη νιότη τους
ζώνουνται για σπαθί τους,
το ξαναμμένο δίκιο τους
για λάβαρο σηκώνουν
και κράζουν ολοτρόγυρα
στους ζωντανούς εκείνους
που χώνουνται βαθύτερα
στου φόβου το λαγούμι
το βήμα να ταχύνουνε,
τραγούδι ν’ αρχινίσουν
τραγούδι του ξεσηκωμού,
να στεργιωθεί το δίκιο…
ένας έλληνας