Θέκλα, η γυναίκα με το μούσι
‘’Περάστε κόσμε, το τσίρκο ήλθε απόψε στην πόλη σας. Κοιτάξτε και θαυμάστε! Ακούστε και ψηφίστε! Σπουδαίοι καλλιτέχνες πήραν τους δρόμους για να σας διασκεδάσουν, να σας προβληματίσουν, να σας απειλήσουν!
Πάρε κόσμε, τώρα που γυρίζει, λέμε! Η ατραξιόν μας περιλαμβάνει όντα και τάσεις για όλα τα γούστα!’’
Οι διαπεραστικές φωνές των τελάληδων ξεχύνονταν στην πόλη, απλώνονταν πάνω στα ρημαγμένα νοικοκυριά, εισχωρούσαν στα κλειδαμπαρωμένα μαγαζιά, έπαιρναν το κατόπι τις ουρές των συσσιτίων και υπόσχονταν, και τι δεν υπόσχονταν!
Οι κάτοικοι ξαφνιασμένοι από αυτόν τον ορυμαγδό δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν από τα σπίτια τους. Φοβούνταν μην τους την πέσει πάλι κανένας υποψήφιος με το μπιλιετάκι στο χέρι και τις λύσεις για κάθε πρόβλημα, στο τσεπάκι.
Αλλά και η τηλεόραση πια, φάνταζε απειλητική, αποκρουστική για όποιον τολμούσε να την ανοίξει. Από μέσα ξεχύνονταν φωνασκούσες σκιές, σκιές που τον υπόλοιπο καιρό ζουν στο ημίφως, τώρα έβγαιναν μπροστά και έλεγαν, και έταζαν και τι δεν έταζαν!
Ήταν λες και μας έκαναν επίθεση, σαν να πήραν σάρκα και οστά όλες οι φιγούρες του Αρκά, μαζωμένες. Κι ο Αρκάς κρατώντας το πενάκι του στα χέρια, κρυμμένος στην ανωνυμία του, να γελά με σημασία, δικαιωμένος από την επικαιρότητα που ζωντάνεψε τους ήρωές του.
Δικαιωμένος και ο μεγάλος μας Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος μέσα από τα βιβλία του, στον ‘’Καπετάν Μιχάλη’’ εν προκειμένω, αναφέρεται με αγάπη για τις μαυρομουστακαλούδες γυναίκες της εποχής εκείνης, τις τόσο ερωτεύσιμες και σέξι, μπορούμε να πούμε.
Που να ήξερε ότι το μούσι θα γινόταν ‘’must’’ και στην δική μας εποχή. Μούσι στα καλλιτεχνικά, μούσι και στα πολιτικά δρώμενα. Οποία ευτυχία!
Την Θέκλα, την γυναίκα με το μούσι, την καμαρώσαμε ψες το βράδυ όταν πήρε το βραβείο που της έδωσαν οι προοδευμένοι Ευρωπαίοι, οι οποίοι τώρα προωθούν ένα άφυλο, ερμαφρόδιτο ον, το οποίο θα αντιτάξει τα στήθη του –και το μούσι του- απέναντι στις ορδές των νταβραντισμένων αφρικανοασιατών που εποικίζουν με όλο και αυξανόμενο ρυθμό την ήπειρό μας.
Μια Ευρώπη ουδετέρου γένους, στέρφα, που δεν θα μπορεί να αναπαραχθεί και να ανανεώσει τον πληθυσμό της θα γίνει έτσι εύκολη βορά στους εποίκους, οι οποίοι αναπαράγονται με γρήγορους ρυθμούς.
Στα καθ’ ημάς τώρα, τα μούσια τα τρώμε στην μάπα και τα επιβραβεύουμε μάλιστα, εδώ και πολλά χρόνια. Οι πολιτικοί μας, είτε διαθέτουν το μούσι τους σαν φερετζέ, είτε το ξαμολάνε λεκτικώς και όποιον πάρει ο χάρος, το αποτέλεσμα είναι ότι δυστυχώς υπάρχουν πάντα κάποιοι που τους πιστεύουν και τους ψηφίζουν.
Ιδίως σε αυτές τις εκλογές, τα πράγματα έχουν τόσο περιπλεχτεί που δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν διαβάζουμε τα κόμικς του Αρκά, ή αν όντως έχουμε κρίσιμες εκλογές οι οποίες θα αναδείξουν τους σοβαρούς πολιτικούς που είναι κατάλληλοι να αντιμετωπίσουν τα δυσεπίλυτα προβλήματα που μας απασχολούν.
Ποιος αλήθεια δεν αναγνωρίζει το φίλαυτο, φιλήδονο, αρχομανές γουρούνι –από το γνωστό κόμικ,- που βγαίνει με περισσό θράσος και βερμπαλισμό να κομπάζει για την επιτυχία του χαρατσιού του, και να μας απειλεί ότι αν δεν παραμείνουμε στον ελώδη και όχι ελαιώδη κόσμο του, όπως αυτάρεσκα αποκαλεί τον βούρκο που κατοικοεδρεύει, θα επέλθει χάος και χάρβαλο.
Από την άλλη έχουμε και τον κόκορα, -πάλι από το γνωστό κόμικ,-που το παίζει λειράτος και πλεονασματικός, αρέσκεται να πιστεύει ότι κυβερνά ο ίδιος το κοτέτσι του και ότι οι κλώσες της άφιλης και άφυλης Ευρώπης τον εκτιμούν και τον υπολήπτονται. Με τα κακαρίσματά του προσπαθεί να πείσει τις κότες της αυλής του ότι οσονούπω βγαίνουμε από το μνημόνιο, αλλά όπως λέει και η παροιμία : ‘’πολύ κοκό και από ομελέτα τίποτα.’’Εξάλλου όπως φαίνεται, οι κότες αρχίζουν να το σκάνε από το κοτέτσι, έτσι:’’ αλλού τακακαρίσματα κι αλλού γενούν οι κότες.’’
Τώρα τελευταία επανέκαμψε από τας διακοπάς της και η ασώματος κεφαλή- αθάνατε Αρκά, όλους τους έχεις σκιτσογραφίσει,- η οποία αφού ξέμεινε από σώμα-κόμμα, προσπαθεί να προσκολληθεί σε άλλο σώμα, φτιαγμένο από πηλό –που λέει και ο Νότης στο άσμα,- ίνα σχηματίσουν το ΠΑΠΑΡ – που λέει και ο Μπαλούρδος-. Ένα κόμμα-σώμα πασπαρτού, που χωρά σε όλες τις τρύπες, στηρίζει όλες τις ανώμαλες καταστάσεις και ψηφίζει όλα τα τύπου ‘’Κοντσίτα’’, νομοσχέδια.
Στο τέλος όμως θα φάνε τους φερετζέδες τους, ή τα μουστάκια τους –που λέει και ο λαός-.
Προσφάτως στην πολιτική μας κόμικ σκηνή, προέκυψε μια νέα φιγούρα, ονόματι Χλέμπουρας, ακούει όμως και στο όνομα Σταύρος. Διαπλέει κανάλια και ποτάμια, κουβαλώντας στην πλάτη του ένα μυστηριώδες σακίδιο, με άγνωστο περιεχόμενο. Φορά ένα μπαλωμένο τζιν και απευθύνεται στο κοινό με το ψευτοφιλοσοφικό, θολοκουλτουρέ ύφος που συνηθίζουν οι Χλέμπουρες. Νομίζει ότι ο λαός είναι μια αλυσοδεμένη αρκούδα, που μπορεί εύκολα να την χειραγωγήσει, να την ρυμουλκήσει στο ποτάμι, όπως κάνουν με τα κούτσουρα οι υλοτόμοι, βαρώντας απλώς το ξεχαρβαλωμένο ντέφι του, δώρο σπουδαίων κατασκευαστών. Ο λαός όταν τον ρωτούν κάνει φυσικά ότι πάει με τα νερά του, στην πραγματικότητα όμως προσπαθεί να αποτινάξει τον χαλκά από την μύτη, που του έχουν περάσει οι αρκουδιαρέοι της πολιτικής, εδώ και χρόνια.
Στο βάθος της σκηνής εμφανίζεται αραιά και που και ο κουρασμένος Καστράτο, ξαπλωμένος στην παραλία, ή απλωμένος στις καρέκλες των χασαποταβερνών, να χωνεύει τα κοκορέτσια και τις γαρδούμπες, ή να λέει ‘’ναι σε όλα’’ για ένα ακόμη γύρο γιαγλίδικης κραιπάλης. Οι οπαδοί του, περιπαθείς σαν την Λουκρητία, ματαίως προσπαθούν να τον ξεκολλήσουν από τον καναπέ, ίνα αναλάβει δράση και πάλι, αλλά αυτός ευνουχισμένος από τις καταστάσεις,αποστασιοποιημένος, προτιμά να ρεύεται ξένοιαστος, απολαμβάνοντας τους καρπούς του μόχθου του.
Καθώς συνεχίζουμε την εντρύφηση στον μαγικό κόσμο των κόμικς, στο κεφάλαιο με τους ανάρμοστους έρωτες, δρέπουμε και τον καρπό-καρικατούρα που ακούει στο όνομα Κυριάκος. Λόγω των γουρλωτών οφθαλμών του ασκεί το επάγγελμα του γητευτή φιδιών. Το φίδι που τον βοηθά στο επάγγελμά του αυτό, ονομάζεται χαϊδευτικά Ρίτα και έχει μια σχεδόν μητρική, προστατευτική σχέση με τον Κυριάκο. Γενικά οι φιδοοικογένειες έχουν πολύ δεμένες σχέσεις μεταξύ τους, που φθάνουν μέχρι τον θάνατο, που σπάνια βέβαια έως καθόλου, τους χτυπά την πόρτα.
Από την άλλη, την δική μας πόρτα κτυπούν ένα σωρό ποντικάκια, μικρά κομματίδια μιας χρήσης, τύποι σαν τον Μοντεχρήστο, που εισχωρούν στο κελί που μας έχουν κλείσει ισοβίως άλλοι μεγάλοι ποντίκαροι, και με μαλαγανιές θέλουν να μας αρπάξουν ότι λιγοστό περίσσευμα μας έχει απομείνει. Οι Ισοβίτες εύπιστοι πάντα, και αυτή την φορά θα πιαστούν από τις ψεύτικες ελπίδες που τους πουλάν οι Μοντεχρήστοι, θα γίνουν οι χρήσιμοι ηλίθιοι που διασώζουν με την ψήφο τους από τον καταποντισμό τους άχρηστους ποντίκαρους.
Η αρτηριοσκληρωτική τώρα , απόμαχος της ζωής και του αγώνα, συνταξιούχος χήρα συνταγματάρχη, αρκείται να παίζει τα εμβατήρια στο πιάνο, κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Αναπαυόμενη στις δάφνες που κέρδισε ο συνταγματάρχης άντρας της, σε αλλοτινές εποχές, κουφή στις εκκλήσεις για συμπαράσταση, το μόνο που κάνει είναι να ταΐζει τους κηφήνες Καστράτους και να άγεται και να φέρεται από την επιρρεπή στις ηδονές, Λουκρητία.
Στον ουρανό του σκιτσογραφημένου κόσμου του Αρκά όμως, ζει και πετά ελεύθερος και ο ανένταχτος και απροσάρμοστος σπουργίτης. Ασφυκτιά κάτω από την πατρική εξουσία και παρόλο που τον κατηγορούν για αλητάκο , αυτός το μόνο που θέλει είναι να πετά ελεύθερος. Παρορμητικός και ζωηρός, κρίνει και κατακρίνει, αμφισβητεί και σατιρίζει τον κόσμο των μεγάλων, οι οποίοι χαλκεύουν δεσμά και κλουβιά να φυλακίσουν τα όνειρά του.
Το αν τα καταφέρει να ζήσει ελεύθερα, είναι κάτι που θα το δούμε στα επόμενα επεισόδια.
Με εκτίμηση,
Αγγελική. Π.