Του Πασχάλη Τσολάκη
Κι έτσι ανεβαίνει ο καπνός, απ’ το βωμό, μασώντας μια προσευχή και μια κραυγή – λησμονημένων τόπων
Αυτή τη μέρα, ένας ολάκερος λαός θυμάται, πως πριν από 80 χρόνια, οι ισχυροί της γης – οι διαχειριστές της εξουσίας – που διέπουν και καθορίζουν τα πεπρωμένα των κοινωνιών και των εθνών – άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου και σήκωσαν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας, που άρπαξαν και πέταξαν τον ελληνισμό της Ανατολής, πληγωμένο ναυαγό ,
στην ξέρα της Μητροπολιτικής Ελλάδας.
Από τότε που ο άνθρωπος αποδιωγμένος εγκατέλειπε την Εδέμ, ξεκίνησε ένα μακρύ, κοπιαστικό ταξίδι. Άνθρωποι , φυλές, λαοί, σε συνεχή περιπλάνηση. Οι μεταναστεύσεις αυτές είναι οι ρίζες της ιστορίας.
Με το διωγμό του 1922, όμως, άρχισε αυτό που δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πιο μακρύ το πιο θεαματικό οδοιπορικό στην ιστορία. Δραματικό όμως και οδυνηρό, για όσους το έζησαν και το βίωσαν.
Πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 1900, ο ελληνισμός έσφυζε στις περιοχές της Ανατολής και σε όλα τα παράλια του Ευξείνου Πόντου.
Και ξαφνικά – λες και κάποιος κατέβασε τον διακόπτη – σκοτείνιασε η Ανατολή. Ποτάμι το αίμα- θαρρείς και σφάζονταν η καρδιά της γης. Ο Ελληνισμός, τρισχιλιόχρονος και πλέον ,νεκρός ,σαβανωμένος.
Κι οι πρόσφυγες Σκοτωμένοι χωρίς οίκτο – πεταμένοι σε λάκκους και χαντάκια – άταφοι – ούτε καν σε ανώνυμα κοιμητήρια. Η φρίκη απλωμένη παντού. Μια πλατιά γραμμή αίματος σκιάζει τον ορίζοντα.
Το κοπάδι της προσφυγιάς οδεύει. Για πού λοιπόν. Τα καράβια με τους πρόσφυγες φεύγουν. Ο θρήνος ράγισε την ασημένια θάλασσα.
Το καράβι με τους πρόσφυγες χάθηκε μέσα στην νύχτα του πόνου. Οι μάνες τυλίχτηκαν το θρήνο και σώπασαν. Που να πήγαιναν άραγε;
Χρόνια του διωγμού και της εξορίας. Χρόνια της ταπείνωσης. Και τα δάκρυά σου κυλούσαν από τις ραγισμένες πέτρες σου, σπίτι της Ανατολής, για τα χιλιάδες παιδιά σου, που γύριζαν μονάχα στους δρόμους του κόσμου. Δρόμοι της μοναξιάς. Και τυλιγόσουν την νύχτα σου για να μην βλέπει ο τούρκος τα δάκρυά σου που ανάβλυζαν από τα έγκατά σου. Να μη ακούει την κραυγή που τα ξεσχίζει. Το καράβι με τους πρόσφυγες χάθηκε. Δεν σε είδαν σπίτι της Ανατολής, που έτρεξες πίσω τους φλεγόμενο από τον πόνο και τον πόθο να τους φτάσεις. Κι όμως κανείς δεν σε είδε. Κανείς δεν σε άκουσε. Και στοίχειωσες μέσα στη νύχτα του πόνου του ατελεύτητου. Μέσα στη νοσταλγία την αγιάτρευτη.
Η σημερινή ημέρα είναι ημέρα μνήμης και μνημόσυνου. Μέρα χρέους , τιμής και αναπόλησης – σε εκείνους που ξεριζώθηκαν – πόνεσαν – ταπεινώθηκαν και εξευτελίστηκαν. Σε εκείνον τον ελληνισμό που πληγώθηκε ολόισια στην καρδιά του και άντεξε. Όχι! Σε εκείνους τους τραντέλληνες δεν έγινε μεταμόσχευση καρδιάς. Έγινε μεταμόσχευση πατρίδας.
Σε εκείνους που πήραν τους δρόμους της προσφυγιάς κρατώντας ένα μπόγο στο χέρι κι ένα εικόνισμα στο μέρος της καρδιάς. Παρά ταύτα όμως το φορτίο που κουβαλούσαν ήταν βαρύ. Κουβαλούσαν μια πατρίδα σκοτωμένη. Μια πατρίδα βέβηλα και άγρια ξεκομμένη από τον τρούλο της Παντάνασσας. Κι αυτοί στα ξαφνικά εξόριστοι από την Εδέμ.
Με τα μωρά στις αγκαλιές βρέθηκαν στον άγριο ανεμοστρόβιλο που σάρωνε την Ανατολή απ’ άκρου, σ’ άκρο.
Σε κάθε βήμα το βλέμμα γυρνούσε πίσω – θαρρείς και κάποιος τους φώναζε. Όλα είχαν φωνή. Τα σπίτια – τα δέντρα – τα νερά – τα ζωντανά.
Όλη η φύση φώναζε – τους αποχαιρετούσαν- Έχετε για…έχετε για…αα
Κι ο γερό πρόσφυγας, ο ασπρομάλλης γύρισε, λες και ήξερε τι θα συμβεί, άλλωστε η πείρα τον είχε διδάξει ότι ο άνθρωπος είναι ευάλωτος στη λήθη, γύρισε λοιπόν και κραύγασε.
Ανθίστεν δεντρά αν θέλετεν
Κι αν θέλετεν μαραθέστεν
Αν θέλετεν πείστεν καρπόν
Κι αν θέλετεν αρνηθέστεν
Εμείς για πάντα φεβομε
Αφήνουμε χαιρετίας
Εσύ πατρίδα μ’ ανασπάλτς
Κράτμας αροθυμίας.
Τα δάκρυα πέτρωσαν, μαρμάρωσαν στη γη του Πόντου και της Ανατολής. Οι ξεριζωμένοι ανατολίτες, στους ματωμένους δρόμους ήταν από τους τυχερούς της τραγωδίας, γιατί χιλιάδες σαν και αυτούς δεν γύρισαν πίσω. Έμειναν άταφοι στα χώματα που τους γέννησαν. Για πολύ καιρό οι άγιοι μάζευαν πτώματα και εικόνες.
Σ’ αυτούς λοιπόν αφιερωμένη αυτή η μέρα – Στον πατέρα εκείνο που καταδικάστηκε από τα ειδικά δικαστήρια μαζί με το γιο του σε θάνατο με απαγχονισμό, κι είδε το γιο του , το βλαστάρι του – το αγόρι του, να το κρεμάνε – κι αυτόν να τον ξεχνάνε – έκανε ένα βήμα μπροστά και φώναξε – Ιωάννης Αβανταζόγλου – Είμαι και εγώ για την κρεμάλα – με ξεχάσατε !
Σε κάποιο γράμμα, σωσμένο από εκείνη την αντάρα διαβάζουμε « Αγαπητή μου σύζυγε Κλειώ.. Σήμερα κάναμε λειτουργία και κοινωνήσαμε όλοι, εκατόν πενήντα τον αριθμό. Πενήντα απαγχονίζονται την ημέρα. Αύριο είναι η σειρά μου. Να μου φιλήσεις τα παιδιά
Να λοιπόν τι μνημονεύουμε σήμερα. Όλους εκείνους, και τον Απόστολο που … αχά οι τσετέδες σιμώνε. Αν έκουαν το μωρόν όλον το χωρίον θε εδέβαζανατο σο μασαίρ. Τα’ αχαρον Πα εκείνο την κλαίει κι αφήν. Ο απόστολον επέρεν το μωρόν κι εξέβεν ασήν σπηλιάν. Επίεν σο πατάμ. Τα λαλίας σιμώνε. Θεέμ, σχώρα τον αμαρτωλός, αβάπτιγον Πα εν. Τερεί το μωρόν, φωταχτέρ, άμον άγγελος. Έσκωσεν το μωρόν απάν ασό νερόν.
Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού άγγελος , εις το όνομα του πατρός και του υιού και τυ Αγίου Πνεύματος. Ύστερα εσέγκενα αφκά ασον νερόν. Η λαλία θε εχαμήλενεν κι ύστερα επίκεν κουγ . κουγ. Εκείνο κι έτον λαλία, γιοκ, κι ετον κλαίει. Η ψή πε επέταξεν έτονε. Αμα τα χρόνια επέρασαν κι ο κόσμος ενέσπαλεν . Μόνον ο Απόστολον κι ενέσπαλεν κι ους να αποθάνεν η καλατσίας έτον μόνον κουγ. Κουγ.
Όλους εκείνους μνημονεύουμε σήμερα και όλες εκείνες τις πατρίδες που χάθηκαν, μονάχα όμως, ως γεωγραφικοί χώροι.
Γι΄ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε . Γι’ αυτό πρέπει να μνημονεύουμε – για να θυμόμαστε τι έγινε και να απαιτούμε την δικαίωσή τους. Ο φονιάς δεν είναι ανώνυμος. Έχει όνομα. Προσπάθησαν αυτήν την σφαγή να την παρουσιάσουν να ένα απλό αστυνομικό, ανεξιχνίαστο έγκλημα, που μουχλιάζει στα αρχεία με την ένδειξη. Έκλεισε.
Όχι, η ιστορία, όσο κι αν βιάζεται για να μην καταγράψει, την ιστορία της Ανατολής, εμείς πρέπει να επιμένουμε και σήμερα και αύριο και πάντα. Γιατί η ιστορία ενός έθνους ενός λαού δεν είναι τα χαραγμένα ορόσημα πάνω στους χάρτες που σχεδιάζουν οι φρακοφόροι, που ονομάζουν την μοιρασιά της γης και των λαών συνδιάσκεψη ειρήνης.
Η πατρίδα ενός λαού είναι η γλώσσα του, η ιστορία του, η παράδοσή του κι αυτά δεν εκπορθούνται που σημαίνει δεν εκπατρίζονται.
Όμως οι ισχυροί της γης επιβάλλουν πως για να έχεις πατρίδα χρειάζεσαι τίτλο κυριότητας τον οποίοι οι ίδιοι παραχωρούν ή αφαιρούν με μια μόνο κονδυλιά. Κι ύστερα η ιστορία, οι ιστορικοί και οι μελετητές αποτιμούν τους νεκρούς και το οικονομικό κόστος, τις ζημιές και τα οφέλη. Ισολογισμοί αίματος.
Τούτο το αίμα πρέπει να σώσουμε . Το αίμα της μνήμης. Είναι το πιο καθάριο αίμα της ελληνικότητάς μας, είναι η ταυτότητα του πνεύματος. Είναι η ιστορική δικαίωση. Τούτο το «σημείο επαφής» με τη μνήμη πρέπει να μη χαθεί. Γιατί εμείς οι πρόσφυγες ήμαστε από εκείνους τους ωραίους της Ιωνίας που δημιούργησαν τον πολιτισμό της Ανατολής, από εκείνους που στην ίδια γλώσσα με την δική μας, μας είπαν. « Και γω νυν ειμί, φυγάς θεόθεν και αλήτης» όταν αλήτης έχει την έννοια του εξόριστου και του περιπλανώμενου εγκόσμια.
συνεχίζονται. Η Ελληνική πολιτεία ποτέ δεν απαίτησε από τον φονιά και βιαστή, τον γενοκτόνο και τον σφαγέα του Πόντου, Της Μ. Ασίας της Αν. Θράκης ,δεν απαίτησε την μετάνοια και την συγνώμη.
Βιαστής και θύμα στο ίδιο τραπέζι, επί ίσοις όροις, χωρίς ποτέ ο βιαστής να έχει αποδεχτεί την πράξη του, αντί να αποκαλείται ξεπεσμός και ευτελισμός, αποκαλείται φιλία. Πάνω που στοιχειοθετείται και οικοδομείται! Η φιλία προϋποθέτει αθωότητα ή τουλάχιστον εξωραϊσμό του αμαρτήματος που επέρχεται μέσα από την ομολογία και την συγνώμη.
Όσο παραμένουν σκοτεινά τα σημεία της καταστροφής και όσο δεν δικαιώνεται εκείνη η γενιά, όσο δεν αναγνωρίζεται και δεν καταγράφεται διεθνώς η γενοκτονία και η σφαγή του ελληνισμού της Ανατολής, οι πολιτικοί θα έπρεπε μόνο να σιωπούν ή να απολογούνται.
Γιατί……Σπαρμένα τα βουνά της Ανατολής από χριστιανικά κόκαλα. Αθώα πλάσματα της γης που τέρατα της βίας και δράκοι άνομων συμφερόντων σκότωσαν την ψυχή τους.
Θεέ μη σιγήσεις και μην ησυχάσεις ποτέ!
Οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες, στο όνομα της απόλυτης ελευθερίας και δημοκρατίας, έννοιες που εκπορεύτηκαν από αυτήν την χώρα, έχουν το δικαίωμα να ασχημονούν και να ψεύδονται.
Οι λαοί όμως δεν έχουν το δικαίωμα να λησμονούν και να ανέχονται.
Γιατί τότε τους ξεχνάει η ιστορία και τότε δεν υπάρχει σημείο αναφοράς. Δεν υπάρχει ρίζα.
Περπατητής στους δρόμους του κόσμου με το δισάκι φορτωμένο στους ώμους. Στάχτη και κόκαλα αγιασμένα από τον πανάρχαιο πόντο που πυρπολήθηκε μπροστά στα μάτια των πολιτισμένων λαών! Πανάρχαια ιστορία, ζωντανοί θρύλοι, πολιτισμός, τέχνες , γράμματα, επιστήμες, στην πυρά των συμφερόντων και της σκοπιμότητας.
Άρχοντες, Βασιλιάδες, Κυβερνήτες του Κόσμου Καμαρώστε.
Ο πόντος ένα δισάκι στάχτη και αποκαίδια. Ο πόντος και η Μικρασία ένα ποτάμι κόκκινο αίμα. Αυτό το δισάκι είναι η ιστορία. Αυτό το δισάκι θα πλουτίσει την ιστορία. Περπατητής στους δρόμους του κόσμου κραυγάζω το δικαίωμα της μνήμης και της δικαίωσης.
Σταθήκατε μικροί στην καταστροφή, σταθείτε μεγάλοι στο χρέος.
Ο Πόντος ήταν και είναι Ιστορία. Να γραφεί έμεινε. Να γραφεί και να προσκυνήσουν ταπεινά οι εκτελεστές ζητώντας μετάνοια και συγγνώμη από το κόκκινο ποτάμι της μνήμης. Ιστορικό , πολιτισμικό, ηθικό, ανθρώπινο το χρέος να το πράξουν. Περπατητής στους δρόμους του κόσμου ψάχνω την ιστορία να κρεμάσω το πολύτιμο δισάκι μου.
Να ησυχάσουν εκείνοι οι σφαγμένοι, οι κρεμασμένοι παπάδες, οι βιασμένες παρθένες οι ξεκοιλιασμένες γυναίκες, τα άταφα αγγελούδια. Για κείνους λοιπόν το μνημόσυνο και το χρέος και για τους πρόσφυγες που το σώμα τους θάφτηκε εδώ αλλά η ψυχή τους είναι θαμμένη εκεί. Τόξεραν οι πρόσφυγες όταν ξεριζώνονταν πως δεν θα ταφούν στα χώματα που γεννήθηκαν και πως ούτε μια χούφτα χώμα θα βρεθεί να συμπληρώσει την ταφή. Πως σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, ο καθένας όπου βρεθεί, σαν θα πεθάνει θα ταφή. Εδώ δεν μιλά κανείς , μόνο σωπαίνει.
Άραγε να υπάρχει στον απάνω κόσμο ένα σβόλος γης σου, πατρίδα του πόντου και της Μικρασίας . Θα μπορούσε να χωρέσει ολόκληρη την προσφυγιά σου. Όλους αυτούς πρέπει να τους δικαιώσουμε και να τους καταχωρίσουμε στην ιστορία διαφορετικά Την οργή των νεκρών να φοβάστε , είπε ο ποιητής.
Τι να πούμε τώρα εμείς σπίτι της Ανατολής. Εγώ με το λόγο μου κι εσύ με την σιωπή σου. Ο λόγος μου φτωχός και η σιωπή σου πέτρινη.
Μα πρέπει να σώσουμε την μνήμη. Είναι η αξιοπρέπειά μας αυτή.