του Γιώργου Καραμπελιά
Από τις Εκλογές του Ιουνίου 2012 και μετά, τα εγχώρια και τα ξένα συμφέροντα επιχειρούν συστηματικά να ελέγξουν τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, κατ’ εξοχήν μέσω του ελέγχου του νέου –πρόσκαιρου ή μονιμότερου– πόλου εξουσίας, που ανεδείχθη από εκείνες τις εκλογές, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ.
Βασικός μοχλός, για την υλοποίηση της επιδίωξης των συστημικών δυνάμεων και των μεγάλων συμφερόντων, είναι η αποτελεσματική χρησιμοποίηση της ψαλίδας που υπάρχει ανάμεσα στη στενή οργανωτική βάση του ΣΥΡΙΖΑ και την πολύ ευρύτερη εκλογική του απεύθυνση. Αυτή η ψαλίδα οδηγεί αναπόφευκτα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια στρατηγική διεύρυνσης, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει τα μεγέθη και τις δυνατότητες διαχείρισης της εξουσίας. Και γύρω από τον χαρακτήρα αυτής της διεύρυνσης παίζεται και το μέλλον αυτού του κόμματος.
Οι εγχώριοι και διεθνείς «ρυθμιστές» της κοινωνικής και πολιτικής ζωής παρεμβαίνουν αποφασιστικά σε αυτό το πεδίο. Το κύριο όπλο που διαθέτουν είναι ο λεγόμενος χώρος της κεντροαριστεράς και του εκσυγχρονισμού, ο οποίος, τα προηγούμενα χρόνια, εκφραζόταν κατ’ εξοχήν με το ΠΑΣΟΚ, αλλά διατηρούσε εκλεκτικές συγγένειες, στο πεδίο της ιδεολογίας, και με την ανανεωτική Αριστερά, ακόμα και ένα κομμάτι της άκρας αριστεράς (χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του «Ιού» της παλιάς Ελευθεροτυπίας). Η λεγόμενη κεντροαριστερά αποτελεί τον κεντρικό ιδεολογικό μοχλό ελέγχου της εξουσίας στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Με τα συγκροτήματα Τύπου που ελέγχει (βλέπε Νέα, Βήμα, Έθνος, παλιότερα Ελευθεροτυπία, Μega κ.λπ.). Με τον έλεγχο των πανεπιστημιακών και ακαδημαϊκών ελίτ, καθώς και της πνευματικής και πολιτιστικής ελίτ. Με την ηγεμονία στο ίδιο το φαντασιακό και τις συμπεριφορές των νεώτερων γενεών. Γι’ αυτό εξάλλου, όπως έχουμε τονίσει πάρα πολλές φορές, η ύστερη μεταπολίτευση σφραγίστηκε αποφασιστικά από την ιδεολογία του εκσυγχρονισμού και εθνομηδενισμού.
Το μεγάλο στοίχημα αυτών των συμφερόντων ήταν πώς θα κατορθώσουν να ελέγξουν τον ελληνικό λαό σε μια στιγμή κρίσης του κυρίαρχου μοντέλου, όπως διαμορφώθηκε μετά το 2010. Και το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν έμοιαζε με τον «τετραγωνισμό του κύκλου». Πώς να αποφύγουν την κατάρρευση της ιδεολογικής τους ηγεμονίας, τη στιγμή που κατέρρεαν τα εκλογικά ποσοστά και η ισχύς της «επίσημης» κεντροαριστεράς, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ. Ιδιαίτερα στην περίοδο που διανύουμε, κατά την οποία το σύστημα δεν έχει κατορθώσει να σταθεροποιηθεί και η φτωχοποίηση και η οικονομική καταστροφή συνεχίζουν να απειλούν τη μεγάλη μάζα των Ελλήνων, έπρεπε να διασφαλιστεί η σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Τη μία πλευρά του συστήματος εξουσίας, τη Ν.Δ. και τη δεξιά, κατόρθωσαν να την ελέγξουν εν τέλει, παρά τις αντιμνημονιακές κορώνες του Σαμαρά μετά το 2011, και την μετέβαλαν στον βασικό πυλώνα του συστήματος, μαζί με το καταρρέον ΠΑΣΟΚ.
Το ερώτημα, λοιπόν, ήταν πώς η «κεντροαριστερά» θα επιτύγχανε τον άθλο να ελέγξει ταυτόχρονα και τον αντιπολιτευτικό και «αντιμνημονιακό» πόλο, που έτεινε να αναδειχθεί, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ.
Προϋπόθεση αυτού του ελέγχου είναι κατ’ αρχήν η συγκράτησή του σε τέτοια επίπεδα απήχησης και επιρροής ώστε να είναι υποχρεωμένο, αν θέλει να πάρει την εξουσία, να κάνει «συμμαχίες» που εν τέλει θα καθορίσουν και τη φυσιογνωμία του. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μπροστά του δύο δυνατότητες. Είτε να ανοιχθεί στην κοινωνία ιδεολογικά και οργανωτικά, ώστε να δημιουργήσει ένα αυθεντικό πλειοψηφικό ρεύμα, που θα συμπαρέσυρε όλων των ειδών τα αναχώματα –όπως, τηρουμένων των αναλογιών, είχε συμβεί στη δεκαετία του ’70 με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου– είτε, για να διατηρήσει τον στενό ιδεολογικό και οργανωτικό έλεγχο η ηγετική του ομάδα, να αυτοπεριοριστεί, και επομένως να είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει συμμαχίες στο εσωτερικό του συστήματος, ώστε να μπορεί να αποκτήσει ακόμα και εκλογική πλειοψηφία.
Στην πρώτη περίπτωση, θα έπρεπε να επιχειρήσει μια ιδεολογική και οργανωτική «επανάσταση», ενσωματώνοντας τις αντιλήψεις και τη φυσική παρουσία των λαϊκών στρωμάτων. Θα έπρεπε, δηλαδή, να μεταβληθεί σε ένα πατριωτικό μέτωπο, απαραίτητο για την κατάκτηση της πλειοψηφίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου –έστω υποκριτικά–, στη δεκαετία του ’70, είχε επιχειρήσει το ανάλογο εγχείρημα, με συνθήματα όπως «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», «Σοσιαλισμός», και ταυτόχρονα είχε κάνει ένα τεράστιο οργανωτικό άνοιγμα, μέσω του συνθήματος της αυτο-οργάνωσης, που το οδήγησε σε ένα κόμμα τριακοσίων χιλιάδων μελών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίστροφα, κράτησε κλειστές τις οργανώσεις του, μετά την εκλογική του εκτίναξη του Ιουλίου του 2012, και έμεινε ένα κόμμα των είκοσι ή τριάντα χιλιάδων μελών, και στην πραγματικότητα μερικών χιλιάδων στελεχών. Παράλληλα δε, αντί να επιχειρήσει ένα άνοιγμα προς το πατριωτικό αίσθημα του ελληνικού λαού, που μόνο αυτό εξασφαλίζει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά σε μια χώρα με πρόβλημα εθνικής κυριαρχίας, επέλεξε εν τέλει την πρόσδεσή του στη μειοψηφική εθνομηδενιστική ιδεολογία του στενού ηγετικού του πυρήνα.
Έτσι, όμως, ήταν υποχρεωμένο να αναζητήσει συμμαχίες. Και η κατεύθυνση αυτών των συμμαχιών διεφάνη πολύ σύντομα. Ένα μεγάλο μέρος της «αριστεράς» του σημιτισμού (Τσουκαλάς, Λιάκος, Αναγνωστοπούλου, Χριστόπουλος, Κούλογλου και αναρίθμητοι άλλοι) προσεχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ για να «τσιμεντώσει» τον απειλούμενο, από την πιθανή πλημμυρίδα του πατριωτικού ελληνικού λαού, ηγετικό πυρήνα του κόμματος. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έμεινε μόνο εκεί. Και στο επίπεδο πολιτικών στελεχών και συμβούλων, προχώρησε στην ενσωμάτωση ή τη διασύνδεση με το παπανδρεϊκό (του ΓΑΠ) τμήμα του ΠΑΣΟΚ, όπως την Κατσέλη, τον Κρίτωνα Αρσένη, τον Βουδούρη, τον Βαρουφάκη, τον Χριστόπουλο και τόσους και τόσους άλλους. Έφθασε μάλιστα να φιλοξενεί ακόμα και συνεντεύξεις και άρθρα του ανεκδιήγητου Δρούτσα στο Κόκκινο και την Αυγή. Ενώ προσέλαβε τον Ρουμπάτη ως σύμβουλο της εκλογικής του στρατηγικής και διεξάγει την εκλογική του εκστρατεία με τον επίσης σημιτογεωργακικό Τζιώτη. Τέλος αλλά όχι ελάχιστο, η Ρεπούση στήριξε ανοικτά τον Δρίτσα στον Πειραιά.
Ακόμα και το αριστερό ρεύμα του Λαφαζάνη, ο οποίος εμφορείται θεωρητικά από πατριωτικές αντιλήψεις, αυτοπαγιδεύτηκε στην εσωκομματική συμμαχία με την τροτσκιστική συνιστώσα της ΔΕΑ του Αντώνη Νταβανέλου, με αποτέλεσμα η συχνά ορθή κριτική του στα οπορτουνιστικά ανοίγματα του Τσίπρα να αυτοακυρώνεται. Αυτά στο εσωτερικό του.
Όμως, το σχέδιο του ελέγχου των εξελίξεων δεν περιορίζεται σε αυτά. Πρέπει να διαμορφωθούν και οι κατάλληλοι «σύμμαχοι» έξω από το κόμμα. Μετά το 2012, με την ανάδειξη των ΑΝΕΛ σε πιθανό κυβερνητικό εταίρο του ΣΥΡΙΖΑ, έπεσε κυριολεκτικά τρόμος στους «νταβατζήδες» (κατά Καμένο), τους εθνικούς εργολάβους και τις πρεσβείες διότι οι ΑΝΕΛ αποτελούν έναν εν πολλοίς ανεξέλεγκτο παράγοντα, καθώς και –αν βρισκόταν σε κυβέρνηση– πιθανό παράγοντα ανάσχεσης του εθνομηδενισμού σε κεντρικές επιλογές της παγκοσμιοποίησης, όπως το μεταναστευτικό και οι υποχωρήσεις στα εθνικά ζητήματα (Κύπρος κ.λπ). Κατά συνέπεια, έπρεπε να εφευρεθεί ένας άλλος δυνητικός σύμμαχος του ΣΥΡΙΖΑ, σε πιθανή εκλογική του νίκη. Το πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση ήταν η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ και του Κουβέλη από την κυβερνητική συμμαχία. Το δεύτερο ήταν η σταδιακή μετακίνηση της πτέρυγας Παπανδρέου προς τη ΔΗΜΑΡ και προς τον ΣΥΡΙΖΑ, μέσω της αμφισβήτησης των επιλογών Βενιζέλου και, τέλος, το τρίτο ήταν η δημιουργία εκ του μηδενός ενός νέου εθνομηδενιστικού σχηματισμού, με τις ευλογίες του Μπόμπολα, του Αναστασιάδη και του… Στέλιου Ράμφου, όπως το ΠΟΤΑΜΙ, που δηλώνει ανοικτά ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί είτε με τον Σαμαρά είτε με τον Τσίπρα – ανάλογα με το ποιος «θα πάρει κεφάλι».
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η εθνομηδενιστική συστημική κεντροαριστερά θα τείνει και πάλι να καταστεί το όργανο για τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων. Από οποιαδήποτε πλευρά. Και στην απίθανη μεν περίπτωση που ο Σαμαράς θα κέρδιζε τις εκλογές, έχοντας στείλει τη λαϊκή δεξιά στη Χ.Α., διαιωνίζουν τη συμμαχία με τους «νταβατζήδες» και τους εκφραστές τους, στη δε αντίθετη περίπτωση, ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ και κατάρρευσης του παρόντος κυβερνητικού σχήματος, να μπορούν να εξασφαλίσουν –τόσο μέσα από τις εσωτερικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ όσο και κυρίως μέσα από τους πιθανούς συμμάχους– ότι και αυτός θα μείνει πιστός στις βασικές συστημικές κατευθύνσεις.
Αρκετοί φίλοι, μετά τον Μάη του 2012, συντάχθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας και υποθέτοντας πως θα επηρεάσουν από το εσωτερικό του τις εξελίξεις, έτσι ώστε η εισροή των λαϊκών πατριωτικών δυνάμεων στο εκλογικό επίπεδο να μεταφραστεί και σε αλλαγή στο οργανωτικό και ιδεολογικό πεδίο. Με τις εξελίξεις που παρατηρήθηκαν στη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής περιόδου, αποδείχθηκε για άλλη μια φορά το πόσο εσφαλμένη είναι αυτή η προσδοκία. Ο σκληρός κομματικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ προτιμά μικρότερη πολιτική εμβέλεια και απήχηση του κόμματος αλλά έλεγχο στις βασικές του κατευθύνσεις και, επομένως, επιλέγει συμμαχίες κατ’ εξοχήν με το εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο, περιθωριοποιώντας αντίθετα κάθε πατριωτική αντισυστημική φωνή (την οποία φροντίζει να διατηρεί, πάντα μειοψηφική, ως άλλοθι).
Αυτό κατέστη προφανές κυρίως με τη σύνθεση του ευρωψηφοδελτίου, όπου κυριάρχησαν απολύτως οι εθνομηδενιστές, μετά και τον ανοίκειο αποκλεισμό της Σαμπιχά Σουλεϊμάν, υπακούοντας ανοικτά στα κελεύσματα του τουρκικού προξενείου. Αλλά και στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές έγιναν επίσης οι ανάλογες επιλογές (βλέπε και το φιάσκο Καρυπίδη στη Δ. Μακεδονία και την αποτυχημένη επιμονή στον Βουδούρη στην Πελοπόννησο, οπαδού του Γιωργάκη Παπανδρέου, και αρκετές άλλες περιπτώσεις) .
Όπως τονίζουμε εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, δεν μπορεί κανείς να επηρεάσει αποφασιστικά την κυρίαρχη παγκοσμιοποιητική και εθνομηδενιστική ιδεολογία παρά μόνο αν διαμορφώσει έναν αυθεντικό δημοκρατικό πατριωτικό πόλο και, όσο αυτός δεν υπάρχει, ο πατριωτισμός θα ταυτίζεται με τη Χ.Α. ή με διάφορες αστείες φιγούρες πολιτικάντηδων, ενώ η αριστερά θα ηγεμονεύεται από τις παγκοσμιοποιητικές και εθνομηδενιστικές αντιλήψεις: Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, ειδικότερα στην Ελλάδα, δεν μπορεί να παραμένει κανείς αντισυστημικός και ενάντια στα μεγάλα συμφέροντα, παρά μόνο αν στρέφεται ενάντια στον εθνομηδενισμό. Σε μια μικρή χώρα, απόφυση της Δύσης και απειλούμενη στην ίδια της την εθνική υπόσταση, το σύστημα, τα μεγάλα συμφέροντα και όλες οι συστημικές ελίτ έχουν ως μεγαλύτερο αντίπαλό τους τον πατριωτισμό.
Κατά συνέπεια, λοιπόν, όσο και όσοι δεν συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός τέτοιου πολιτικού και ιδεολογικού πόλου αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, την «πατριωτική ρόδα» ενός οχήματος που κατευθύνεται ή θα κατευθυνθεί αναπόφευκτα στις ράγες της παγκοσμιοποίησης και του εθνομηδενισμού. Όλα τα υπόλοιπα είναι είτε προφάσεις εν αμαρτίαις είτε λογικές μικροσυμφερόντων είτε, για κάποιους – στην καλύτερη περίπτωση–, αφέλειες.
Κατά τον ίδιο τρόπο που, στην Ελλάδα, ο πατριωτισμός δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατικός και αντιολιγαρχικός, διαφορετικά θα εξαφανισθεί, αργά η γρήγορα (ας θυμηθούμε το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ ή τον… Σαμαρά), έτσι και ο εθνομηδενισμός δεν μπορεί ποτέ να είναι αντισυστημικός, ούτε καν αυθεντικά αντιμνημονιακός. Αποτελεί τον κεντρικό ομφάλιο λώρο που συνδέει κόμματα και ιδεολογίες με το σύστημα. Έστω και αν κάποιοι πετάγανε πέτρες στο Πολυτεχνείο ή, ακόμα περισσότερο, στα Εξάρχεια. Πολλούς «εξτρεμιστές» των Εξαρχείων, εξάλλου, κατάπιε το σύστημα, αρκεί να στρέφονται ενάντια στην πατρίδα τους.
Υ.Γ. Έχω και προσωπική εμπειρία του ζητήματος. Όταν κάποτε με κατέγραφαν –ψευδώς– ως «αναρχικό», ή ακόμα και «τρομοκράτη», ήταν πολύ μικρότερες οι επιθέσεις και η απομόνωση που αντιμετώπιζα από το σύστημα, παρά όταν, μετά το 1990 και την άνοδο της παγκοσμιοποίησης, άρχισαν να με χαρακτηρίζουν «εθνικιστή». Γι’ αυτό ίσως και αρκετοί φίλοι μας, «ολίγον» πατριώτες, φροντίζουν να έχουν καλυμμένα τα νώτα τους σε κάποιο εθνομηδενιστικό κόμμα!
πηγή: Άρδην-Ρήξη