του Πέτρου Μηλιαράκη*
Οι ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου εγείρουν το ζήτημα της δυσαρμονίας της παρούσας Βουλής σε αναφορά με την ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. Τα κόμματα δε της συγκυβέρνησης και το «όλον σύστημα στήριξης» σε διάταξη διαχείρισης της ήττας επιχειρούν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι (δήθεν) δεν τίθεται ζήτημα διάστασης μεταξύ του κυρίαρχου εκλογικού σώματος και της «λειτουργίας» της παρούσας Βουλής. «Αντιλαμβάνονται» δε σκοπίμως (!) την εκλογή των ευρωβουλευτών σε «εποχή Μνημονίων» και υπό το κράτος της Συνθήκης της Λισαβόνας ως απλή μετάβαση και επιστροφή «από και προς Βρυξέλλες -Στρασβούργο», ως εάν «τα ζητήματα που τίθενται» δεν αφορούν ευθέως και αμέσως στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες διακυβέρνησης της χώρας. Και επειδή το παρόν κείμενο (γενικώς) αφορά στη λειτουργικότητα του πολιτικού μας συστήματος, ίσως είναι χρήσιμο να επισημανθούν τα παρακάτω:
• Η νομιμοποίηση και η λειτουργία του Ελληνικού και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
1) Η Βουλή ασφαλώς και είναι κυρίαρχο όργανο της Ελληνικής Πολιτείας – κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία κατά κύριο λόγο εκφράζεται και υλοποιείται η λαϊκή κυριαρχία. «Στην ουσία η Βουλή δρα για λογαριασμό και εν ονόματι του Εκλογικού Σώματος, από την ψήφο του οποίου και αναδεικνύεται» (1).
2) Η Βουλή αποτελείται από την εθνική αντιπροσωπεία, από βουλευτές, δηλαδή, οι οποίοι εκλέγονται με άμεση, καθολική, ελεύθερη και μυστική ψηφοφορία (2). Βασικές δε αρμοδιότητες της Βουλής είναι: α) η νομοθετική λειτουργία, β) ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της κυβέρνησης, γ) η ανάδειξη ορισμένων κρατικών οργάνων (π.χ. του Προέδρου της Δημοκρατίας) και δ) ο δημόσιος διάλογος.
Ο βουλευτής δρα στο πλαίσιο της Αρχής της Ελεύθερης Εντολής (3) και θεσπίζει κανόνες δικαίου έχοντας απεριόριστο το δικαίωμα της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου (4).
3) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι άμεσο θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5) και «απαρτίζεται από αντιπροσώπους των πολιτών της ‘Ενωσης» (6) και οι ευρωβουλευτές επίσης εκλέγονται από το οικείο εκλογικό σώμα με άμεση, καθολική, ελεύθερη και μυστική ψηφοφορία (7).
Με τούτα τα δεδομένα προκύπτει μια κοινή νομιμοποίηση από το οικείο εκλογικό σώμα, το οποίο εκφράζει κυριαρχικώς τη βούληση του. Έτσι τηρούνται οι αξιώσεις της Δημοκρατικής Αρχής, που αποτελεί κοινή Αρχή και νομικοπολιτική Αξία τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης (8).
• Η «ανάλογη» σχέση Εθνικών Κοινοβουλίων και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ζητήματα κοινών πολιτικών
1) Από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη έως και τη Συνθήκη της Λισαβόνας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνώρισε διάφορα στάδια εξελίξεων: από τη «διαδικασία συνεργασίας» και την καθιέρωση της «διπλής ανάγνωσης» των νομοθετικών προτάσεων μέχρι τη «διαδικασία συναπόφασης». Ήδη δε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασκεί «από κοινού με το Συμβούλιο νομοθετικά και δημοσιονομικά καθήκοντα» (9).
2) Η πορεία αυτή έχει μιαν ιστορικότητα. Την ιστορικότητα των διεργασιών της Διάσκεψης των Κοινοβουλίων (Αssisses)) και το σχετικό «Πρωτόκολλο» που προσαρτάται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ενώ από τη Διάσκεψη των Εθνικών Κοινοβουλίων (COSAC) του Νοεμβρίου του 1989 καθιερώνεται η στενότερη σχέση Εθνικών Κοινοβουλίων και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
3) Υπό το κράτος όμως της Συνθήκης της Λισαβόνας θεσμοθετείται πρωτογενώς και η συνεργασία των Εθνικών Κοινοβουλίων (10) στην ενωσιακή πολιτική, με σημαντικότερη αναφορά στην Αρχή της Επικουρικότητας (11) και στον έλεγχο Θεσμών και Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ. Europol, Eurojust). Το Εθνικό, δε, Κοινοβούλιο «εμπλέκεται» και σε περαιτέρω κρίσιμα ζητήματα, όπως η ενημέρωση για την προσχώρηση νέων κρατών-μελών και η διαδικασία για την αναθεώρηση των Συνθηκών!
Τα προαναφερόμενα αποδεικνύουν ότι και για το Εθνικό Κοινοβούλιο και για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υφίσταται η αυτή νομιμοποίηση, ενώ σε πολλούς τομείς των δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το Εθνικό Κοινοβούλιο έχει λόγο και έργο και πρέπει να σέβεται τις αντίστοιχες θέσεις του κυρίαρχου οργάνου που το νομιμοποιεί, του εκλογικού σώματος δηλαδή.
• Το ζήτημα της δυσαρμονίας
Σύμφωνα με την παρ. 1 του προϊσχύοντος άρθρου 41 του Συντάγματος, «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να διαλύσει τη Βουλή μετά από γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, εάν αυτή ευρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία προς το λαϊκό αίσθημα…».
Η διάταξη αυτή ορθώς καταργήθηκε, αφού κυρίως πρώτη η επιστήμη (12) αντέταξε σοβαρό λόγο, καθόσον το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας αποκτούσε απαραδέκτως προεδρικό περιεχόμενο. Παρά όμως την ακύρωση – κατάργηση της προνομίας αυτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασφαλώς και είναι «ο ρυθμιστής του πολιτεύματος» (13). Άλλωστε: «Είναι ευνόητο ότι ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας με ιδιαίτερο κύρος και διεθνή αναγνώριση μπορεί, εμμέσως, να επηρεάσει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων σχετικών τόσο με ζητήματα εσωτερικής όσο και εξωτερικής πολιτικής» (14). Σε κάθε περίπτωση δε «το Σύνταγμα είναι ένας νόμος, ένα σύστημα κανόνων δικαίου, κατεξοχήν ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ» (15).
Πέραν των προαναφερομένων, αδιαμφισβήτητο είναι ότι η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος που αφορά στη σύνθεση της εθνικής αντιπροσωπείας στην παρούσα Βουλή ευρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με την ετυμηγορία για τη νομιμοποίηση της ελληνικής αντιπροσωπείας για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι δύο αυτές παράλληλες νομιμοποιήσεις αποκλίνουν σοβαρά, αν και αφορούν σε ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής με κυρίως αναφορά στις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας και στις πολιτικές της Ελληνικής Δημοκρατίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
• Η αδυναμία άσκησης νομοθετικού έργου και ευρωπαϊκών πολιτικών αντίθετων με την ετυμηγορία της 25ης Μαΐου
Οι βουλευτές της παρούσας Βουλής κυρίως ως προς το νομοθετικό τους έργο, δεν μπορούν, υποκύπτοντας (μερικοί δε εξ αυτών και παρά τη συνείδηση τους) στις αξιώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Εurogroup, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και των δεσμεύσεων της συγκυβέρνησης, να θεσπίζουν κανόνες που ως αντικείμενα θα αντιτίθενται στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού της 25ης Μαΐου.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική της συγκυβέρνησης στο σύνολο της και ειδικώς ως προς τη «μνημονιακή σχέση της» με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ευθέως αποδοκιμασθεί από τον ελληνικό λαό. Συνεπώς, η συγκυβέρνηση δεν έχει το πολιτικό, νομικό και ηθικό δικαίωμα να υποτάξει περαιτέρω τη χώρα σε μακροχρόνιες δεσμεύσεις, αλλά ούτε και με από καθέδρας αποφάσεις να προβεί στον ορισμό οργάνων που αφορούν ευθέως και αμέσως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και ο Επίτροπος. Μια τέτοια εξέλιξη εξ αντικειμένου θα ευρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με την ετυμηγορία της 25ης Μάιου και θα προσκρούει στο σκληρό πυρήνα της συνταγματικής τάξης.
Ως εκ τούτου, η μόνη επιβαλλόμενη λύση είναι η προσφυγή στο εκλογικό σώμα – και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν. Και προς την κατεύθυνση αυτή οφείλουν να πολιτευθούν με ομαλό τρόπο όλα τα όργανα της Πολιτείας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Δ. Τσάτσος, Σννταγματικό Δίκαιο, Ια, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 1982, σελ. 299, αλλά και επ. Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Δίκαιο και Οικονομία, 2014, σελ. 635 και επ., Μ. Εlliot and R. Thomas Public Law Oxford University Press 2011, σελ. 162 και επ., S.A de Smith, Constitutional and Administrative Law, ed Brazier, 5th edn, Penguin 1985 και Η. W. R. Wade and A. W. Bradley Constitutional and Administrative Law, 10th edn, Longman , 1985.
2. Βλ. παρ. 3 του άρθρου 51 του Συντάγματος.
3. Βλ. παρ. 2 του άρθρου 51του Συντάγματος, δυνάμει του οποίου ο βουλευτής ως εκπρόσωπος του Έθνους αποδεσμεύεται από τον εκλογέα και την εκλογική του περιφέρεια.
4. Βλ. παρ. 1 του άρθρου 60του Συντάγματος.
5. Βλ. παρ. 1 του άρθρου 13 ΣΕΕ.
6. Βλ. παρ. 2 του άρθρου 14 ΣΕΕ.
7. Βλ. παρ. 3 του άρθρου 14 ΣΕΕ.
8. Βλ. παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 του Συντάγματος, καθώς και τα άρθρα2, 10 και 2β του άρθρου 21 ΣΕΕ.
9. Βλ. παρ. 1 του άρθρου 14 ΣΕΕ.
10. Βλ. άρθρο 12 ΣΕΕ.
11. Βλ. παρ. 3 του άρθρου 5 ΣΕΕ και Πρωτόκολλο αριθμ. 2.
12. Βλ. αντί πολλών Α. Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, 1980, σελ. 594 και κυρίως 609 και επ.
13. Βλ. παρ. 1 του άρθρου 30 του Συντάγματος.
14. Βλ. Κ. Μαυριάς, όπ.π., σελ. 499.
15. Βλ. Δ. Τσάτσος, όπ.π., σελ. 34.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα ανώτατα Ακυρωτικά δικαστήρια της Ελλάδος και στα Ευρωπαικά δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου
Επίκαιρα