ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: ΔΥΟ ΕΡΑΣΙΘΑΝΑΤΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τοῦ Γιώργου Νικολακάκου
Εάν σήμερα δέν ἔχομε καταρρεύσει τελείως πνευματικά αύτό ὀφείλεται σέ αὐτά ποῦ μᾶς κληροδήτησαν ποιητές, λόγιοι καί φιλόσοφοι προηγούμενων γενεῶν. Μεγάλες παρακαταθῆκες μᾶς ἄφησαν οἰ λόγιοι, οἰ φιλόσοφοι καί οἰ ἀγωνιστές τοῦ 19ου αἰῶνα. Ἕνας ἀπό αὐτούς ὑπῆρξε ο Μαβίλης ὁ ὀποῖος ἤταν καί ἤρωας , λόγιος καί φιλόσοφος, καί φέρει κάποιες ὀμοιότητες μέ ἕναν σύγχρονον λόγιο καί φιλόσοφο. Θεώρησα σκόπιμο νά συγκρίνω τόν Μαβίλη μέ ἕναν σύγχρονον, μέ τόν ὀποῖον, ὄπως …
εἶπα φέρει κάποιες ὀμοιότητες. Αυτός εἶναι ὀ
Δημήτρης Λιαντίνης (Νικολακάκος)
Ὁ Λορέντζος Μαβίλης ἤταν ἓνας ποιητής, μέγας πατριώτης καί πολεμιστής, ὁ ὀποῖος ἔχει παραγνωριστεῖ σήμερα παρ’ ότι η καλλιτεχνική του ἀξία εῖναι ἐπίσης μεγάλη ἀφοῦ ἤταν ἓνας ἀριστοτέχνης τοῦ σονέτου. Ἡ ἀνωτάτη πράξις τοῦ βίου του ὄμως ὑπῆρξε ὁ θάνατός του στό πεδίον τῆς μάχης. Ὑπάρχει μιά φωτογραφία με τόν ποιητή να κεῖται στο χῶμα καί γύρω του, σκυφτοί, να τόν φροντίζουν οἰ συμπολεμιστές του.Ο θάνατος του ἤταν ἠρωικός θάνατος με στύλ ομηρικό! Τήν δύναμιν του τήν ἀπέδειξε πολεμῶντας μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς
του.Ο Μαβίλης κόσμησε τίς σελίδες τῆς λογοτεχνίας μας καί τό Πάνθεον τῶν Ηρώων τῆς Ιστορίας μας.
Η ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, ἡ Μυρτιώτισσα, αναφέρει για την τελευταία τους συνάντηση, «… Ζητούσε μες στα ιδανικά την απολύτρωση κι αναζητώντας στάθηκε στο μεγαλύτερο: την Πατρίδα. Έγινε πατριδολάτρης μέχρι μανίας. Από εκεί άντλησε το τελευταίο, το υπέρτατο ιδανικό του: το θάνατο. Η λατρεία της Πατρίδας και του θανάτου! Ν’ αγκαλιάσει το θάνατο πολεμώντας για την Πατρίδα! Κι άδραξε την ευκαιρία, μιαν ακόμη φορά, γιατί καθώς ξέρουμε κι άλλες φορές είχε πολεμήσει για την Πατρίδα του με την ίδια πάντα λαχτάρα. Κείνο τον καιρό
είχε χαθεί ένας απ’ τους πρώτους αεροπόρους μας, ένα αξέχαστο παλικάρι, ο Καραμανλάκης. Ο Μαβίλης που πάντα ζήλευε ένα τέτοιο τέλος, σαν το έμαθε σκυθρώπιασε και είπε: ‘Ο Καραμανλάκης πέθανε κι εμείς ειμάστενε ακόμα εδώ;’ Τέτοιος πόθος του θανάτου τον κρατούσε. Όταν ο Ρώμας τον ζήτησε για συμπολεμιστή δέχτηκε με χαρά και περηφάνια. Ήρθε να μας αποχαιρετήσει το βράδυ. Φορούσε την κόκκινη στολή του Γαριβαλδινού. Δεν κάθισε καθόλου, σεργιανούσε πάνω κάτω σαν τ’ ανυπόμονο τ’ άτι που βιάζεται να ορμήσει. Απ’ τα λόγια του
νιώθαμε πως δεν πίστευε κι ούτε που το ‘θελε να γυρίσει πίσω…….Η ψυχή μας ήταν πολύ βαριά. Σηκώθηκε να φύγει, βιαζόταν γιατί θα ξεκινούσαν χαράματα. Μας αποχαιρέτησε έναν, έναν. Φαινόταν ανέκφραστα ευτυχισμένος. Μες απ’ το παραθύρι τον κοιτάζαμε αμίλητοι ώσπου χάθηκε. Κάτω απ’ το φως του φαναριού ο πορφυρός του χιτώνας φάνταζε σαν αίμα, σύμβολο του θανάτου προς τον οποίο βάδιζε με τόσο καμάρι! Σε λίγες μέρες αρχίσαμε να λαβαίνουμε δελτάρια που μας έστελνε απ’ τα διάφορα μέρη που περνούσαν, απ’ το Βόλο πρώτα, έπειτα απ’ τον
Τύρναβο, απ’ τη Σιάτιστα, απ’ τα Γρεβενά.»ι’
Ο Μαβίλης δέν ἤταν ὁ ποιητῆς καί ὁ φιλόσοφος τοῦ γραφείου. Η Ελλάδα ποῦ ζεῖ με τήν μεγάλη ἰδέα τὀν περίμενε. Φθάνει στήν Κέρκυρα καί δέν δέχεται καμία θέσι ἀπό ὄσες τοῦ προσφέρονται γιά νά μήν παραβῆ τίς ἠθικές του ἀρχές. «ό,τι κατορθώσω είς τήν ζωήν μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής, χωρίς νά ἀπαρνηθῶ οῦτε μία πράξιν, οῦτε μία μόνον στιγμή τῆς περασμένης μου ζωῆς, ἥ ἀλλιῶς δέν θα κατορθώσω τίποτε», ἔγραψε σε στενόν του φίλο. Ὄταν κηρύχθηκαν οί Βαλκανικοί πόλεμοι σε ἠλικία 52 ἑτῶν ζητᾶ να καταταγῆ στρατιώτης
ἀλλά δέν γίνεται δεκτός λόγω ἠλικίας. Ἔτσι,ἐπίμονος καθῶς ἤταν βρίσκει ἄλλη λύσιν. Κατατάσσεται στό Γαριβαλδινό Σῶμα τοῦ Ρώμα μέ τόν βαθμό τοῦ λοχαγοῦ. Πολεμάει γενναῖα καί ἡρωικά ὄπως ἄλλωστε καί στό παρελθόν, νοιώθοντας πῶς στόν πόλεμο γιά τήν πατρίδα ἡ ζωή του βρίσκει δικαίωσιν. Αύτός ἤταν ο Λορέντζος Μαβίλης. Ἕνα ήρωικό παιδί, ἕνα ἀπό τά ἠρωικά παιδιά ποῦ γνωρίζει να γεννά ἡ πατρίδα Ελλάδα καί να τά τοποθετῆ σάν πυραμίδα στήν ἔνδοξη ίστορία της. Αυτός ἤτα ὁ πατριδολάτρης ποιητῆς ποῦ ἡ ἀγάπη του καί ὀ
θαυμασμός του γιά τήν ὀμορφιά της , έγραψε το θαυμάσιο ποιήμα «Εἰς τήν Πατρίδα».
Γιά τόν Μαβίλη ὄλα τά αίνίγματα καί τά μυστήρια τῆς ζωῆς, τῆς φύσεως, τοῦ Κόσμου εἶχαν μία λύσιν, μία κατάληξιν, μία διέξοδο: τόν ἠρωικόν θάνατο ποῦ δέν ἤταν ἄλλος ἀπό τόν θάνατο γιά τήν πατρίδα. Ο ήρωικός θάνατος ἤταν ούσιαστικά ἡ «ολοκλήρωσις» τῆς ζωῆς, ἡ ἀποθέωσις της: ἡ ζωή χωρίς τον άγῶνα γιά τήν πατρίδα δέν εῖχε νόημα, φάνταζε μάταιη, ἔνα ταξίδι πρός τό τέλος, στό ὀποῖο ταξίδι οί χαρές εῖναι μικρές καί ἀπατηλές, ἔνα ταξίδι με πολλούς πόνους καί χρωματισμένο ἀπό τήν θλίψιν τοῦ ἐπερχόμενου καί ἀναπόφευκτου
τέλους. Ὅταν ὄμως το «ταξίδι» έχει ως στόχο τον καθημερινό ἀγῶνα γιά τήν πατρίδα καί ἐπιθυμητό τέλος τόν τιμημένο θάνατο γιά αῦτήν τότε ὄλα ἀλλάζουν: ἡ ζωή εἶναι ὡραῖα, φωτισμένη ἀπό τήν λάμψι της ύστάτης ἠρωικῆς στιγμῆς, τρέχει πρός τόν Θάνατον μαγεμένη ἀπό τήν Ομορφιά του και σάν γυναῖκα τοῦ παραδίδεται.
Ο Μαβίλης σκοτώθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1912 στον Δρίσκο, τυχερός ἀφοῦ ἀξιώθηκε τόν θάνατον ποῦ πόθησε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο στήν ζωήν του, στό πεδίον τῆς μάχης γιά τά ἰδανικά. Ἔτσι περνάει πλέον στήν αἰωνιότητα κερδίζοντας «δῶρα ἃγια τρία: ΘΑΝΑΤΟ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ,» ἔτσι ὄπως τό ἤθελε. Ο Μαβίλης κέρδισε τήν άθανασία πολεμῶντας γιά τό ὑπέρτατο ίδανικό.Κέρδισε τήν ἀθανασία στήν ὀποῖα δέν πίστευε ὀ Λιαντίνης καί ἴσως γιά αυτό δέν πολέμησε γιά κάποιο ἰδανικό.
Τό ποιήμα τοῦ Μαβίλη ποῦ ἀποτυπώνει μέ τόν καλλίτερον τρόπον τήν φιλοσοφία του γιά τόν θάνατον εἶναι «η Λήθη». «Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει, μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νᾶναι. Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει, ἂς στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε. Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται. Διαβαίνοντας λειβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι, πόνους παλιούς, ποὺ
μέσα τους κοιμοῦνται. Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι, τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν: Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν».
Τὀ ποιήμα ποῦ ἐκφράζει τήν τάσι καί τήν επιθυμία γιά θάνατο εἶναι ἠ «Ελιά». Τό ποιήμα αὐτό χαρακτηρίζει ἠ ὡραιολογία εἰς ὄλες τίς ἀποχρώσεις. Ὄλο τό ποιήμα βασίζεται στήν τύχην μιᾶς ἐτοιμοθάνατης γέρικης ἐλιάς τήν ὀποῖαν τυλίγει ἠ πρασινάδα—σωστό νεκροσάβανο.Ο Μαβίλης ἐνθυμεῖται τά τοπία τῆς πατρίδος του στίς ὡραιότερες στιγμές των, τίς στιγμές τοῦ φυσικοῦ ἀνοιξιάτικου ἐορτασμοῦ. Η ὀμορφιά τῆς ἀνοίξεως τοῦ προκαλεῖ ἓνα ζωηρό ἄισθημα νοσταλγίας γιά τήν πατρίδα του καί τάσσει ὡς τάμα τήν εἰς αὐτήν
ἐπιστροφή του γιά νά προσκυνήση. Στά ποιήματα του περιγράφει τόν ίδανικόν ἔρωτα, ἐνῶ ἀφιερώνει ίδιαίτερα ποιήματα σε φίλους καί συνεργάτες του. Η ἀπαισιοδοξία του, ποῦ εἶναιἀ ἀποτέλεσμα τῶν επιδράσεων τοῦ Σοπεγχάουερ καί τῆς ἰνδικῆς φιλοσοφίας, δέν μπόρεσε να μαράνη τη θέρμην και τη δροσιά της ποιήσεως του.
Ὁ Μαβίλης ἕναν ἠθικόν νόμο ἐγνώριζε και σ’ αυτόν εἶχε προσαρμόσει τον τρόπον ζωῆς του: τήν ἀφοσίωσιν στό καθῆκον καί γιά αὐτόν τό ὑπέρτατο καθῆκον ἤταν ὁ ἀγῶνας γιά τήν Ἑλλάδα. Απέδειξε στήν πράξιν ὄτι ὑπεράνω ὄλων ἤταν γιά αύτόν ή πατρίδα γιά τήν ὀποῖα πίστευε ὄτι ἔπρεπε να ξαναγίνη μεγάλη γιά να ἐκπληρώση ἔτσι τήν διαχρονική ἀποστολήν της :νά δίνει τά φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ στόν κόσμο ὄλον. Χαρακτηριστικός τῆς φιλοπατρίας τοῦ Μαβίλη εῖναι ὁ λὀγος ποῦ ἐξαφώνησε τό 1910 ὄταν ἐξελέγη βουλευτής μέ τό κόμμα τῶν
Φιλελευθέρων τοῦ Ελευθέριου Βενιζέλου στήν ἀναθεωρητικήν Βουλήν. «Αφέτε κύριοι ελευθερίαν, μόνον ἐλευθερίαν ζητούμεν, εις τα διάφορα ρεύματα ἰδεών. Εκ τῆς συγκρούσεως αὐτών θέλει γεννηθεί ο σπινθήρ, ο οποίος βαθμηδόν μεγενθυνόμενος θα είναι ο ποιητής της φυλής, ο συνενών εν εαυτώ πάσαν την θερμότητα και όλον το φως του παρελθόντος τῆς φυλῆς. Καί δι’ αυτής της θερμότητος και δι’ αὐτού τοῦ φωτός θά καταυγάση καί θα θερμάνη τήν φυλήν εἰς τόν δρόμον της πρός τόν πανύψιστον προορισμόν της».Γιά τόν Μαβίλη ὁ Ελληνισμός
ἤταν προορισμένος νά ἐκτέλεση μία μεγάλη ἀποστολἠ καί οἰ ἐκτελεστές αυτῆς τής ἀποστολῆς ἤταν φιλόσοφοι καί ἤρωες ποῦ θά συνέβαλλαν στήν ἀναγέννησιν τοῦ λαοῦ. Αντίθετα, γιά τόν Λιαντίνη ὀ σκοπός τοῦ φιλοσόφου εἶναι νά ἐντρυφῆ στήν φιλοσοφία τοῦ θανάτου.Ὄμως, θά ἀντέτεινα, ὁ σκοπός τῆς Φιλοσοφίας πρέπει νά εἶναι αὐτός ποῦ ὥρισε ὁ Πλάτων, δηλαδή, σκοπός τῆς φιλοσοφίας καί τῆς γνώσεως εῖναι ἡ ἠθικο-πολιτική ἀναγέννησις τῆς κοινωνίας. Ο Πλάτων θεωρεῖ βασική τήν άνάγκην ἀναγεννήσεως τοῦ κόσμου με βάσι μιά
τάξιν θεμελιωμένη στίς ἀξίες ποῦ μόνον ὀ φιλόσοφος εῖναι είς θέσιν να ἀντιληφθῆ. Συνεπῶς ὁ Λιαντίνης δέν επέλεξε τόν δρόμο πού θά πρέπη νά ἀκολουθήση ἔνας πραγματικός φιλόσοφος.
Καί ο Λιαντίνης ὑπῆρξε φυσιολάτρης ἀλλά ὄχι ὁραματιστής, μαχητικός, οῦτε κήρυκας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Λιαντίνης ἤταν φυγόδικος. Δέν θέλησε νά ἀγωνιστῆ γιά τήν ἀναγέννησιν τοῦ Ἑληνισμοῦ. Λοιδόρησε τόν νεοέλληνα περισσότερο καί ἀπό τόν Νίκο Δημου καί τήν Ρεπούση. Δέν ἐπεδίωξε νά ἀναδείξη τήν γνήσιαν Ελληνικότητα, ὄπως αὐτή πηγάζει από τήν Ελληνική φύσιν. Ὁ Λιαντίνης ἐκήρυττε ὄτι ὁ νεοέλληνας δέν εῖχε καμιά φυλετική συγγένεια μέ τούς αρχαίους καί ὁ σημερινός Ἑλληνας εἶναι ἀνικάνος γιά τήν
δημιουργία πολιτισμοῦ.
Ὁ Λιαντίνης γνώριζε μὀνον νἀ οἰκτίρη τόν Εξαρχόπουλο γιατί ἔδωσε ἔμφασι στήν διδασκαλία τῆς «επιθετικῆς μετοχής, τοῦ τελικοῦ ἀπαρεμφαντου», γιατί φὀρεσε τήν «στολάρα μέ τήν φοῦντα καί τό λοφίο» καί ἔγινε ὁ κύριος καθηγητής, ἡ αὐθεντία, «τά ράσα τοῦ παπά» καί δέν ἐδίδαξε τούς μαθητές τίς φράσεις τοῦ Πλάτωνα, «η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου»• τον στίχο του Ομήρου, «πεθαίνουμε και χανόμαστε μιά για πάντα σαν τα φύλλα των δέντρων»• ή το «φοβερό δίλεκτο» του Αισχύλου, «θα μάθεις σαν πάθεις». Ο Λιαντίνης ἤθελε να
δημοσιοποιῆ σέ κάθε εὐκαιρία τήν ἐπιθυμία του νά πεθάνη καί νά θέλης νά το δημοσιοποιήσης, να τό κάνης μυστήριο, δείχνει διαστροφή καί ἀσθένεια ψυχική καί ὄχι ήρωική πράξιν.Αυτό ποῦ ἐπιθυμοῦσε ὁ Λιαντίνης ἤταν ἐντελῶς ἠττοπαθές, πολύ νοσηρό καί καθόλου συμπαθές ἥ ἠρωικό. «Ο τᾶφος, ἡ ταφόπλακα, τό σκοτάδι, τίποτε πιά, καί ὄλα σου τά ὑπάρχοντα μπροστά στήν πράξιν μου καί τήν επιλογή μου μένουν ἐμβρόντητα και χάσκουν». Τι ἐγωπάθεια! Πόσο ἀνόητο! Αὐτἠ ἡ πράξις μόνο φόβο, δειλία και νοσηρότητα ἔκφράζει. Ἁλλοῦ εῖναι
ἡ γοητεῖα!.Γιά τόν Μαβίλη ἡ γοητεία ἤταν νά πεθάνη γιά την ἀπελευθέρωσιν τῆς Πατρίδος.. Ἡ θανατοφοβία ἡ ὀποῖα, κατά τόν Λιαντίνη κατέχει τόν ἄνθρωπον, ὄσον καί ἡ θανατολαγνεία πού κατεῖχε τόν Λιαντίνη, ἀποτελοῦν τήν ἄλλη πλευρά τῆς ίδίας φοβίας• γι’ αυτό το μοναδικό ποῦ γνωρίζομε: τήν ζωή. Αυτοκτονεῖς γιά νά προσφέρης ἀπλόχερα τόν πόνο καί τήν θλίψιν (σου) στούς ἄλλους, ὄταν αύτοκτονῆς. Γιά να τούς τιμωρήσης, να τούς έκδικηθῆς. Ισως καί γιατί δέν μπόρεσες νά νοιώσης σημαντικός καί ἤθελες ἔτσι ἀπό κόμπλεξ με τόν
θάνατον να καλύψης τήν ἀδυναμία γιά μιάν «φιλοσοφία ζωῆς».
• Ἡ αυτοκτονία τοῦ Λιαντίνη δέν εἶχε κάν τό στοιχεῖο τοῦ ἠρωισμοῦ ἥ κάτι τό γοητευτικό. Δέν εἶχε καμίαν σύγκρισιν μέ τόν Μαβίλη. Δέν μπορεῖ νά βρῆ κανεῖς καθόλου γοητευτική καί ποιητική τήν αὐτοκτονία κάποιου πού «ἤθελε ο θάνατος να είναι δική του ἐπιλογή καί όχι του Χάρου». Αποτελεῖ ἀσέβεια άπέναντι σέ έκείνους πού δίνουν μάχη γιά νἀ παρατείνουν ἔστω καί μία μέρα τήν ζωή• να ζήσουν ἔντονα τήν κάθε στιγμή. Εἶναι σεβαστή ἀκόμη καί αὐτή ἡ ἀκραῖα προσωπική επιλογή. Ὅταν ὄμως ντύνεται με φιλοσοφία και επιζητά τη
δημοσιότητα, μοιάζει μέ προτροπή καί αποτελεῖ δειλία γιά αύτόν πού θέλει μιάν ίδεολογία, μιά φιλοσοφία, γιά να βαφτίση τήν δειλία του ἠρωισμό.
Τά τελευταῖα λόγια τοῦ Μαβίλη ἤταν: «Επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, ἀλλά ὄχι καί τήν τιμή να θυσιάσω τήν ζωή μου γιά τήν Ελλάδα μου». Θά ἦταν ἀσυμπλήρωτος ἡ ἀπελευθέρωσις τής πατρίδος εάν ἕνας ἐκλεκτός ποιητής δέν ἔχυνε το αῖμα του διά αὐτήν. Ἡ Ἤπειρος, τήν ὀποῖαν ὕμνησεν σέ ἕνα θαυμάσιον σονέττον δημοσιευμένο σέ Αλεξανδρινόν περιοδικόν, ἡ Ἤπειρος πού ἐπότισε το πνεῦμα του καί τήν ψυχή του με τίς ὡραῖες της παραδόσεις καί τήν ἔνδοξον ίστορίαν της, δέν μποροῦσε παρά νά τόν δεχθῆ στήν ἀγκάλιά της,
ὡς σύμβολον τής ἐλευθερίας καί τῆς ὀμορφιᾶς. Ἐπάνω στόν τάφον του ἐχαράχθησαν οί στίχοι τούς ὀποίους συνέθεσε μόνος του.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ