Γράφει ο Δημήτρης Νατσιος
Δάσκαλος, Κιλκίς
Είναι ξέσπασμα πατριωτισμού ή εκτόνωση της λαϊκής απελπισίας και ϕρίκης που προκαλούν η δυστυχία και οι οικονομικοπολιτικές αχρειότητες των κυβερνήντων; «Ελλάς! ολέ! ολέ! Δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ! Ελλάς ολέ! ολέ!», τραγουδά, εν χορώ, η πιτσιρικαρία στις γειτονιές. Και οι γονείς τους «ψήλωσαν ένα μπόι» εξ αιτίας του θριάμβου της εθνικής ομάδας ποδοσϕαίρου. Και το 2004 πάλι «μεγάλες στιγμές» βιώναμε. Ξεδιπλώθηκαν σημαίες στα μπαλκόνια, αποτυπώθηκε το σύμβολο σε μπλουζάκια, ζούσαμε το «έπος» της Πορτογαλίας. Το ερώτημα
παραμένει: Είναι υγιής η ταύτιση της ποδοσϕαιρικής ομάδας με το έθνος; Είναι «ξέσπασμα» ή παραλήρημα οι ϕρενήρεις ενθουσιασμοί;
Πέρασε «στα ψιλά» η δήλωση μεγαλοστελέχους αϕρικανικής ομάδας ότι όλα γίνονται για τηλεοπτικές διαϕημίσεις. Ξεγελάστηκε ο αϕελής από Άγγλους δημοσιογράϕους και έβγαλε τα άπλυτα στη ϕόρα, είπε τις κρυμμένες αλήθειες.
Πριν από δέκα περίπου χρόνια είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο σε τοπική εϕημερίδα του Κιλκίς με τίτλο «όλο το μυαλό μας πήγε στα πόδια του… Ροναλντίνιο». Το παραθέτω, απλώς στη θέση του παλαίμαχου Βραζιλιάνου ποδοσϕαιριστή, μπορούμε να βάλουμε άλλο όνομα, Μέσι, Σουάρεζ και λοιπά πάμπλουτα, κακομαθημένα παιδάκια…
«Αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το ποδόσϕαιρο εμϕανίστηκε στην Αγγλία, το σωστό είναι πως το παιχνίδι της μπάλας πρωτοεμϕανίζεται στην ελληνική αρχαιότητα. Ήταν το «ϕούλικλον» ή ϕαινίνδα», η «σϕαίρα» και το «αρπαστόν». («Το δε καλούμενον διά της σϕαίρας αρπαστόν ϕαινίνδα εκαλείτο», γράϕει ο Αθήναιος στον Δειπνοσοϕιστή του). Αποτελούσε ομαδική γυμναστική και όχι αγώνισμα για ανάδειξη νικητών. Δεν έλειψαν όμως και κατά την αρχαιότητα οι υπερβάσεις και οι σωματικές ταλαιπωρίες. Το αγώνισμα της «μπάλας» χαρακτηρίζεται από την Αθήναιο ορμητικό και κοπιαστικό, αλλά και επικίνδυνο εξαιτίας των βίαιων τραχηλικών κινήσεων. («Κατά τους τραχηλισμούς ρωμαλέον»).
Στην Αγγλία εμϕανίστηκε τον 14ο αιώνα. Στην αρχή έκανε χειρίστη εντύπωση. Ο Άγγλος λόγιος Τ. Έλιοτ χαρακτήριζε το ποδόσϕαιρο «κτηνώδη μανία και ακραία μορϕή βίας». Ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί την ϕράση «ταπεινέ ποδοσϕαιριστή» ως ύβριν. Το 1350 περίπου απαγορεύθηκε η ποδοσϕαιρική παιδεία, επειδή έτεινε να εκτοπίσει την τοξοβολία, που γύμναζε τους πολεμιστές. Επανεμϕανίζεται και επικρατεί από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξαπλώνεται σ’ όλον τον κόσμο, κατέχοντας «βασιλική» θέση. Σήμερα είναι «το όπιο του λαού». Ο Όργουελ σε μία συνάντευξή του το 1950 στον Ουμπέρτο Έκο, και αναϕερόμενος στο ποδόσϕαιρο, θα πει: «Είναι αναγκαστικά ταυτισμένο με τη ζήλια, το μίσος, τον ϕανϕαρονισμό και την σαδιστική ηδονή του βίαιου θεάματος. Με άλλα λόγια είναι ένας πόλεμος χωρίς πυροβολισμούς».
Άκουσα πρόσϕατα κάποιον βετεράνο ποδοσϕαιριστή να λέει πως είναι αϕύσικο οι σημερινοί ποδοσϕαιριστές να παίζουν τόσα παιχνίδια, είναι υπεράνθρωπο. Στηλίτευσε ακόμη τον εκ του πονηρού ποδοσϕαιρικό κατακλυσμό. Κάθε βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι, υπάρχει στην τηλεόραση ένας ποδοϕαιρικός αγώνας. Η πρώτη παρατήρηση είναι ευεξήγητη. Είναι γνωστό πως σήμερα για τους περισσότερους αθλητές-και ποδοσϕαιριστές-το ξεπέρασμα των δυνατοτήτων τους, με τοξικές ουσίες και αναβολικά, αποτελεί όχι μόνο ϕιλοδοξία, αλλά και πρόβλημα διαβίωσης. Ο αθλητισμός γενικά έχει εξελιχθεί σε ένα είδος τεχνολογίας και οι αθλητές σε εργαλεία. Χωρίς υπερβάσεις, πρωταθλήματα και ρεκόρ, αποστερούνται αμοιβών, διακρίσεων στα τηλεοπτικά μέσα, λαϊκών πανηγυρισμών και χρυσοπλήρωτων μεταγραϕών. (Το να έχουμε αγοραπωλησίες ποδοσϕαιριστών με ποσά που ξεπερνούν τον προϋπολογισμό ϕτωχών κρατών, αποδεικνύει περιτράνως την ξεϕτίλα, την υποκρισία, την αναισχυντία του δήθεν «πολιτισμένου» κόσμου. Στα καθ’ ημάς η οδυνηρή περιπέτεια με τους Κεντέρη-Θάνου αποκάλυψε πως κάτω από το προσωπείο του «μεγάλου» αθλητή, κρύβονταν δύο άπληστα για χρήμα και μανιακά για ϕήμη υποκείμενα). Το να μιλήσεις σήμερα στην Ελλάδα για την αχρειότητα των επαγγελματικών, πρωτα-αθλητικών και ποδοσϕαιρικών, εταιρειών συνιστά παραβίαση ανοιχτών θυρών. Η όλη διάρθρωση του ποδοσϕαίρου στην Ελλάδα παραπέμπει στις γκανγκστερικές συμμορίες, που αποτύπωσε αριστοτεχνικά στην μεγάλη οθόνη ο Κόπολα με τον «Νονό» του.
Η δεύτερη παρατήρηση, για τις αυξημένες «δόσεις» ποδοσϕαίρου στον «κυρίαρχο» λαό, προκαλεί εντύπωση. Αντί σχολιασμού, παραθέτω ένα χαρακτηριστικό ποίημα του Α.Πανσέληνου, καυστικότατο, με τίτλο «Το ποδοσϕαιρικό ματς»:
«Εικοσιδυό λεβέντες και μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς και της σχόλη μας
με «ιδανικά» τις γέμισαν μεγάλα-
να ϕτιάξουν, λέει, το μέλλον της ϕυλής μας!
Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια
κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια.
Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη
όλο το μυαλό τους πήγε στα πόδια
και λες κλωτσάν πια τ’ άδειο τους κεϕάλι
και ζουν αυτοί και ο λαός μια καταδίκη
ανάμεσα στην ήττα και στην νίκη.
Νοικοκυραίοι, ϕτωχοί, μαγαζατόροι,
κινούν νωρίς τ’ απόγευμα σαν λύκοι
της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν το αλκοολίκι-
και κλειούν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή και την συντέλεια!
Στείρα καρδιά και δύναμη τυϕλού
παράγουν «ήρωες» μαζικά στους τόπους
Ω! κι αν βρισκόνταν δύο άνθρωποι δειλοί
να σώσουν απ’ τους ήρωες τους ανθρώπους,
που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη
για να ξεσυνηθίζουν την ειρήνη»!
Κοινωνική παρακμή αποτελεί η ϕανατική προσκόλληση πολιτών σε ποδοσϕαιρικές ομάδες –όπως και στις ϕαυλεπίϕαυλες κομματικές εξουσίες. Κάποιος θα αντιτάξει το επιχείρημα πως το ποδόσϕαιρο μας χαρίζει χαρά, διασκεδάζουμε. Πέρυσι το καλοκαίρι (2004), είχαμε και εθνική ανάταση. Μα αυτό ακριβώς επιθυμεί η εξουσία, να ασχολείται με ϕανατισμό «το ζαλισμένο κοπάδι» με το ποδόσϕαιρο. Ο ποδοσϕαιρικός αγώνας, ιδίως για τους αϕιονισμένους ϕανατικούς οπαδούς, είναι το παραισθησιογόνο τους-η βία, η λυτρωτική τους εκτόνωση. Πότε οι εθνικά υπερήϕανοι ϕίλαθλοι και οι λοιποί καναπεδόβιοι των καϕενείων (ή μάλλον κηϕηνείων), ξεχύθηκαν στους δρόμους για να καταγγείλουν τις αυθαιρεσίες της εξουσίας, την κοινωνική αδικία, την ασυδοσία των ισχυρών και τους εθνικούς εξευτελισμούς; Η εξουσία προτιμά τις συγκρούσεις ή τους πανηγυρισμούς για τα γκολ, παρά διαδηλώσεις εναντίον των ανισοτήτων και της πολιτικής διαϕθοράς. Υποδέχεται με συγκατάβαση τα παράϕορα ή παρανοϊκά ξεσπάσματα των «αγαθών» Ελλήνων. Αρκεί να μην στρέϕονται εναντίον της. Όσο η κοινωνία είναι εκχαυνωμένη «ποδοσϕαιρικώς», όσο τα «οργισμένα νιάτα» ξεσπούν στα γήπεδα και στα «πέριξ» καταστήματα, όλα είναι καλά. Ανενόχλητοι οι παρακεντέδες της εξουσίας-κομματικοί και αθλητικοί-ροκανίζουν το δημόσιο χρήμα. (Κανείς δεν αντιδρά για το κουκούλωμα της χρηματιστηριακής απατεωνιάς. Αδιάϕοροι «οι εγκλωβισμένοι» χάσκουν με τους θεατρινισμούς του δισεκατομμυριούχου Ροναλντίνιο. Τον κάλεσε και η ΕΠΑΕ, μαθαίνουμε, για να κάνει την κλήρωση των ελληνικών πρωταθλημάτων, με αμοιβή 300.000 ευρώ. Με λεϕτά του δημοσίου οι τζιτζιϕιόγκοι, οι κομπλεξικοί…). Όπως είπε και ο ποιητής «το μυαλό μας όλο πήγε στα πόδια». Τίποτε , νομίζω, δεν άλλαξε ως τα σήμερα…