-Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι’ εφυσούσαν

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

wpid 20140706122931

Ήταν ημέρες τέτοιες, του 1821, που λίστα μαύρη σύνταξε ο Κιουτσιούκ Μεχμέτ Αγάς. «Να φύγει και ετούτος, να πάει και εκείνος», έγραφε κι όλο έγραφε τα άτομα εκείνα, που, κατά την κρίση του, έπρεπε να εξαλειφθούν. Να εξοντωθούν, διότι: «Σουλτάνε θα εξεγερθούν όπως οι Έλληνες και τότε τι χαμπάρια με την Αυτοκρατορία;». Και σκέφτηκε ο σουλτάνος: «Άραγε έχει δίκαιο ο αγάς; Αν σφάξουμε τους προτεινόμενους, έτσι θα ησυχάσουμε από τους Γκιαούρηδες;». Το θέμα, κυρίως, ήταν η περιουσία εκείνων της μαύρης λίστας, των 486, στους οποίους περιλαμβάνονταν προύχοντες και δημογέροντες, επίσκοποι και δεσποτάδες, παπάδες και διακόνοι, πλούσιοι και έμποροι, η αφρόκρεμα των ρωμιών της Κύπρου.
Τον μαύρο εκείνο Ιούλιο του 1821, 486 άτομα καρατομήθηκαν. Ο μαύρος Ιούλης που συνεχίζει να κατατρέχει την Κυπριακή επικράτεια μέχρι τις μέρες μας, η αιματηρή 9η Ιουλίου του κυπριακού ημερολογίου των σφαγών-θυσιών, γράφει το όνομά του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, των τεσσάρων δεσποτάδων και των υπόλοιπων προκρίτων της εποχής.
Μπορείτε να συλλάβετε το μέγεθος του βάρους τής αβάσταχτης σκλαβιάς οκτώ εκατοντάδων χρόνων; Κι όμως στους οκτώ τούτους αιώνες ό Ελληνισμός δεν δείχνει μια παθητική αντοχή. Ούτε είναι ο μυριοσκλαβωμένος ραγιάς ένας μαραζωμένος, πού κλαίει τη μοίρα του. Ζει περήφανα μ’ ένα τρόπο δυναμικό, με έντονο το εθνικό φρόνημα, άγρυπνη την εθνική συνείδηση.
Τι κι αν έζησε ολότελα αποκομμένος από τον κορμό του Ελληνισμού, μόνος, κατάμονος, ριγμένος πάνω στον βράχο του, πού τον σιγογλύφει αιώνες τώρα το υγρό στοιχείο. ‘Εδώ ό Ελληνισμός είναι μια αναβίωση του μυθικού Προμηθέα – Δεσμώτου, πού αλυσοδεμένος στον βράχο του σαρκάζει τους κατακτητές, πού του κατατρώγουν λαίμαργα τα σωθικά.
Δεν θα περιγράψω το συγκλονιστικό δράμα, θα σταθώ μονάχα σε κάποιους στίχους του ποιήματος «9η Ιουλίου 1821», πού περιγράφουν εκείνο το δραματικό γεγονός. Γράφοντας το ποίημα ο Βασίλης Μιχαηλίδης, που έζησε τη μισή ζωή του κάτω από τον σουλτανικό ζυγό και την άλλη μισή κάτω από τον αποικιοκρατικό των “Άγγλων, δίνει με κάθε παραστατικό τρόπο το διάλογο και τα διαμειφθέντα. Στη συνείδηση του υπάρχει ζωντανή ή στυγνή τυραννία δυο κατακτητών, ενός Ασιάτη και ενός Ευρωπαίου.
-Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι’ εφυσούσαν
τζι’ αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυνεφκιάζη
τζιαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν’ αρτζιεύκη να στοιβάζη,
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι’ η Τζιύπρου το κρυφόν της
μεσ’ στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της.
Τζι’ αντάν εφάνην η στραπή εις του Μοριά τα μέρη
τζι’ εξάπλωσεν τζι’ ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζι’ ούλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαι θάλασσα τζιαι ξέρη
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι’ η Τζιύπρου τα κακά της.
Μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν Δευτερογιούνην,
νύχταν Παρασιευκόνυχταν, που τ’ άστρα μιλιούνια
ελάμπασιν που πανωθκιόν τζι’ εν έυρισκες ρουθούνιν
μέσα στης Χώρας τα στενά, στης Χώρας τα καντούνια,
σιανεμιά, εν άκουες δεντρούδιν να ταράξη
μήτε του σιύλλου λάξιμον, με πετεινόν να κράξη.
‘Ητουν μια νύχτα μουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη,
που θάρειες πως χώνεται που του Θεού την κρίσην.
Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι Τούρτζιοι βαδωμένοι
μεσ’ στο Σαράγιον είχασιν μιάλον μετζιηλίσιν
Πόσο θρασύς αιμοβόρος και αιμοσταγής μπορεί να ήταν ο Αγαρηνός κατακτητής διοικητής, ώστε να θέλει να εξαλείψει από προσώπου γης κάθε ρωμιό, αποτυπώνονται στα λόγια απέναντι στο Κυπριανό.
Κομπαστικός, θρασύς, ιταμός λόγος.
Πίσκοπε, γιώ τήγ γνωμημ μου ποτέ δεν την άλλάσσω τζι όσα τζι αν πεις, μέθ’ θαρρευτεϊς πώς έν να σου πιστέψω.
“Έχω στον νουν μου, Πίσκοπε, νά σφάξω, νά κρεμάσω, τζι’ άν ημπορώ πού τούς ρωμιούς τήν Τζύπρον νά παστρέψω,
τζ’ ακόμα, άν ήμπόρηα. τον κόσμον να γυρίσω, έθεν να σφάξω τούς ρωμηούς, ψυσιήν να μέν αφήσω! –
Να όμως και ή απάντηση τής Ελληνικής ψυχής: Του Αρχιεπισκόπου, πού ηγείται ενός λαού ψυχικά και πνευματικά ανώτερου, γενναιότερου από τον Τούρκο. Απειλείς σφαγή κι αφανισμό; “Άκουσε λοιπόν:
«Ή Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνότζαιρη του κόσμου.
Κανένας δέν εύρέθητζεν για νά την ήξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την “πού τ’ άψη ό θεός μου.
Ή Ρωμιοσύνη έν νά χαθή, οντας ό κόσμος λείψη!
Σφάζε μας οΰλλους τζι’ άς γενεί τά γαίμαν μας αύλάτζιν
κάμε τόν κόσμον ματζιελλιόν τζιαι τούς ρωμιούς τραούλια,
άμμά ‘ξερε πώς ΰλαντρον οντας κοπεί καβάτζιν,
τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Τό ‘νιν άντάν νά τρώ’ τήγ γήν, τρώει τήγ γήν θαρκέται,
μά πάντα τζείνον τρώεται τζιαΐ τζείνον καταλύεται».
Τούτους τούς στίχους θα τούς ζήλευε κι ο Σολωμός. Γιατί εκφράζουν την αθανασία και το μεγαλείο της Φυλής μας με τρόπο μοναδικό και άφθαστο λυρισμό. Ό Ελληνισμός στην Μητέρα Πατρίδα έδινε κιόλας σκληρό αγώνα ζωής και θανάτου. Ό ακρίτας της Ανατολικής λεκάνης της Ελληνικής Μεσογείου άοπλος, μόνος, κατάμονος, αποκομμένος από την υπόλοιπη ‘Ελλάδα ταπεινώνει με τον δικό του τρόπο τον δυνάστη. Ό μεγάλος και ασκλάβωτος λαός της θαλασσοδαρμένης Κύπρου, κάτω από το βάρος τής τυραννίας, των επιδρομών, των σφαγών και τής σκλαβιάς Περσών, Ρωμαίων, Σαρακηνών, Αράβων, Σταυροφόρων, Ναϊτών, Λουζινιανών, Ενετών, Τούρκων, “Άγγλων στέκει ορθός κι αλύγιστος διαλαλώντας την αθανασία τής Φυλής. Στα λόγια του Έθνομάρτυρος Κυπριανού περικλείεται ή εθνική περηφάνια και τό αδούλωτο φρόνημα τής «ασκλάβωτης σκλάβας».
Συγκαιρινό, σύγχρονο του κόσμου, ονομάζει τον Ελληνισμό ο Κυπριανός. Πάνω του έχει στραμμένο το βλέμμα του και τον παρακολουθεί στοργικά σε κάθε βήμα του ο Θεός. Ζει το δράμα του γενναία. Κι όταν κάποτε κάποιο τμήμα του γονατίσει, προσωρινό θεωρεί το γονάτισμα. “Έστω κι αν οι κατακτητές διαδέχονται ό ένας τον άλλο και ο καθένας, αγριότερος από τον προηγούμενο, συνεχίζει να αυλακώνει βαθύτερα το σώμα του.
Ή Φυλή μας θα σβήσει, όταν θα χαθεί ό κόσμος. Μαζί του πρωτοφανερώθει μαζί του θα σβήσει. Όποιος αυλακώνει το σώμα του Ελληνισμού, «προς κέντρα» λακτίζει. Απατάται, αν νομίζει, πώς την αδυνατίζει στην ουσία εξαντλείται ολοένα εκείνος, ώσπου στο τέλος υποχωρεί ντροπιασμένος. Ό δυναμισμός τής Φυλής μας μοιάζει με την παχύκορμη, τη γεμάτη ζωτικότητα λυγερή λεύκα. Την κόβεις, την ξανακόβεις αλλά σε κάθε κτύπημα του τσεκουριού και κόψιμο του κορμιού της πετιούνται τριγύρω της τριακόσια νέα βλαστάρια. “Άσβεστη, άείφλογη ή δάδα τής ελπίδος για την αναμενόμενη ελευθερία του αύριο, δίνει, πάντα ακατάσχετο δυναμισμό, ξανανιώνει τη λυγερή κορμοστασιά του “Έθνους, την τρέφει με ζωτικούς χυμούς. Έστω κι αν το Έθνος τυλίγεται κάθε φορά στον αίματόβαφτο χιτώνα των ηρωικών αγώνων του.
Ντίνος Ορφανός Τριμίκλινη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ