στο παραγώνι των καιρών
εξαίφνης ξεπετάγεται
γαλάζια φλόγα απόκοσμη
από τις Φαιδριάδες
τρεμίζοντας το χάλκωμα
της ιερής κορφής
με τ’ άλλο χέρι της μεριάει
της Ιστορίας τη χόβολη
και οργισμένη χύνεται
στης Φημονόης τη λαλιά
που θαλπωρεύει ατέλευτα
το δελφικό κονάκι…
η μαντοσύνη της γριάς
με τη μεγάλη πίκρα
τριζοβολάει την οργή
στ’ άδικο που ζυγώνει
κι αναπολεί τα παλαιά
στοχάζοντας βαρύθυμα
μελλούμενα δεινά…
η γερασμένη μάντιδα
σιγάζει κι αφουγκράζεται
στην οργισμένη φλόγα
ό,τι λαξεύει ο Φοίβος
στην καυτερή παλάμη της
με λόγο αινιγματικό
κι ανάερες φιγούρες:
«ταχιά θενά ’ρθουνε ξανά
οι λειψεροί κι οι λίγοι
να ξενιτέψουν τη ζωή
στις έρημες πλατέες
να ξεστρατίσουν τ’ όνειρο
στο χαλασμό της μέρας
πομπεύοντας ανέντροπα
το λαβωμένο δίκιο…
να ξενιτέψουν το παιδί
απ’ της αυγής το βλέφαρο
φράζοντας ανοιξιάτικα
μ’ αγκάθια και παλιούρια
το δρομολόγι τ’ όνειρου
και στο τραπέζι το λερό
γελώντας θ’ αποθέσουνε
τραγούδημα παράφωνο
για λίγα παλιοκέρματα
προδώνοντας το ηλιοφώς!
κρυφά θα βγει σερνάμενη
κι η μικρομάνα η άραχλη
με το βυζί της τ’ αδειανό
χωρίς σταλιά ζωή
και κλαίγοντας ξοπίσω της
τα λιμασμένα της παιδιά
να διακονεύουν τρέμοντας
μια πλοχεριά σκουλήκια
και τ’ άγριο ροδοχάραμα
στο κάλεσμα του…φίλου,
θενά ουρλιάξει το σκυλί
τρομάζοντας στο χάδι…
κι η φλόγα να τριζοβολάει
στην άκρη κληματόβεργας
φυσώντας ξεφυσώντας
τον κορεσμό του άδικου…
και σαν φεγγίσει το πρωί
-στο πάρκο με τις σύριγγες-
η εξουσία του κακού
θα γνέψει καταφατικά
στου άδικου το νεύμα
στο δρόμο ξεπουλώντας
τη λιγοστή χαμοζωή
σκυλεύοντας με βιάση
δυο ξυλιασμένα πτώματα
-πικρή δόση θανάτου-
με κοστολόγηση λειψή
για την καλή πραμάτεια
στου μεταπράτη γνέψιμο
για μια τιμή όσο κι όσο…
και η βελόνα απόνετα
θενά περνάει το θάνατο
από την τσέπη δικαστή
και χέρι δεσμοφύλακα
στο λογισμό του έφηβου
για νά ’βρει ευκολότερα
της άνοιξης τη φλέβα
και θα ξεράσει η νιότη
το λιγοστό της έρωτα
κι εκείνον γελασμένο·
στην κλίνη της απόγνωσης
αγάπη εκπορνεύοντας…
κι η μάνα η ανέγνωρη
ίδια πραμάτεια λειψερή
στην αγορά των αξιών
γι’ αμάρτημα του γιου της…
πιο κει καμιόνια ξέχειλα
έφηβους οργισμένους
με τα λιγνά τους όνειρα
και το βαθύ παράπονο
θ’ ανηφορίζουν έρποντας
το γερασμένο δρόμο
για κοιμητήρι σκοτεινό
που καρτερεί αχόρταγο…
κι οι μεταπράτες γελαστοί
στη νέα τη σοδειά τους
κρεμάζουνε στην άνοιξη
τα πιο κατάμαυρα πανιά
να κρύψουνε πασχίζοντας
τη μαύρη τους αλήθεια…
οι δικαστάδες βλοσυροί
με τ’ άδικο στη γλώσσα
και την ακεραιότητα
στο πέτο κρεμασμένη˙
θα βγούνε χαχανίζοντας
διατιμητές των άγουρων
που χάθηκαν παράταιρα,
πριχού γευτούνε τη χαρά,
στην πιο βαθιά τη γλίτσα
μιας δικιοσύνης άδικης
μα,…καλοστιλβωμένης!!!
θα στιγματίσουνε -ως δει-
με το λερό τους δάχτυλο
και τη λειψή συνείδηση
που με το στόμα δικαστή
το δίκιο βάναυσα αδικεί
στ’ ανύπνωτα τα νιάτα…
κι απέ·
θα κρύψουν…ευπρεπώς
μ’ ένα λευκό ρινόμακτρον
την αποτρόπαιη όψη τους
σκεπάζοντας τον άδικο
-στην εύτακτή μας εποχή-
κι αποσπερνά το βραδινό
κουκουλοφόροι διαλεκτοί
με το…δικό τους δίκιο
θα χτίσουνε με βιάση
κιβούρι σ’ άφεγγο καιρό
να χώσουνε τους άγουρους
θάβοντας την ελπίδα
στην ύβρη κράτος δίνοντας
και στ’ άδικο μαστίγι…
να μαστιγώσουν τη χαρά
και να χουγιάξουν τ’ όνειρο
στα τρυπημένα βλέφαρα
του λαβωμένου δίκιου…
*****
θα φευγατίσουν βιαστικά
τη νιότη την απείθαρχη
σε μια γραμμή προς θάνατο
προτού προκάνει η άνοιξη
να φιληθεί, ν’ αγαπηθεί
να παίξει, να γελάσει!!»
ένας Έλληνας