Ομορφάντρας, ασίκης και μπεσαλής ο φίλος μου ο Λεωνίδας. Αρχοντας σκέτος.
Οπως όλος ο κόσμος είχε κι αυτός μια γυναίκα και ένα παιδί.
Είχε και περιουσία και μέγκλα μεροκάματο.
Κάθε πρωί ξεκινούσε για τη δουλειά, καλή δουλειά κιμπάρικη, είπαμε. Η κυρά , μόλις έκλεινε η πόρτα πίσω του ορμούσε στο τηλέφωνο και κάλαγε κόσμο και ντουνιά, για την μπιρίμπα. Πνευματικό παιχνίδι η μπιρίμπα, σ΄αφήνει να χρησιμοποιείς και τη γλώσσα σου συγχρόνως, να τηνε κάνεις
φτυάρι και να παριστάνεις τον αθώο νεκροθάφτη όσων ζωντανών δεν γουστάρεις.
Κυλάγανε τα χρόνια μαζί με την ανία της ρουτίνας ώσπου κάποιος διαβολάκος σκέφτηκε να κάνει λίγη πλάκα στο κουρασμένο ζευγάρι.
Ερριξε στα πόδια του Λεωνίδα ένα ζουμερό θηλυκό απ΄αυτά που ονειρεύονται όσοι ξέρουν να εκτιμήσουν το γυναικείο φύλο.
Τσιμπάει ο δικός μου, δεν κρατιέται, ορμάει κατά πώς πρέπει και…φουσκώνει για τα καλά την κοιλίτσα της ωραίας μας.
Που θα του πει νέτα-σκέτα πως “δεν το ρίχνει”.
Ο Λεωνίδας τρέχει στη συμβία του:
– Το και το, γυναίκα. Αμάρτησα, δεν στο κρύβω, έλα να βρούμε μαζί τη λύση!
– Εντάξει, άντρα μου. Περασμένα -ξεχασμένα. Αλλά, για να μην έχουνε απαιτήσεις στην περιουσία μας – το “μας” του μεγαλείου, αφού η κυρία ποτέ δε δούλεψε μήτε για να σηκώσει το πιάτο της από το τραπέζι – πάμε στον δικηγόρο, να μας πει τι να κάνουμε.
Πήγαν, τα είπαν, τον καθησύχασαν και, φεύγοντας, ό,τι είχε ο Λεωνίδας ήταν πια γραμμένο στ΄όνομα της κυράς του.
Γυρίζοντας σπίτι, βγάζει ο Λεωνίδας τα κλειδιά ν΄ανοίξει την πόρτα, τ΄αρπάζει η γυναίκα του;
– Πού πας, ρε;
Αστεγος ο Λεωνίδας το επόμενο δευτερόλεπτο και για πολύν καιρό. Πείνασε, εξευτελίστηκε στις δίκες, πάλεψε, στάθηκε ξανά στα πόδια του και, λίγα χρόνια αργότερα συναντάει τη γυναίκα της ζωής του.
Ετσι μούπε.
Χάρηκα ‘ γω κι έκανα στην πάντα, να χαρεί το φιλαράκι μου την ευτυχία του.
Προχθές, μαθαίνω άξαφνα ότι ο Λεωνίδας μας άφησε χρόνους, σ΄ένα δωμάτιο φτηνού γηροκομείου, πεταμένος.
Κακούργα κενωνία, άτιμα θηλυκά.
Δύσπιστος