Να καταργηθεί ο ΕΝΦΙΑ και να καταρτιστεί νέος νόμος για την φορολογία ακινήτων, ζήτησε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων (ΚΕΕ) και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Ο κ. Μίχαλος υπογράμμισε ότι ο νέος νόμος που θα καταρτιστεί θα πρέπει να βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία και να
μην είναι καταστροφικός για την κτηματαγορά, τις επιχειρήσεις και γενικότερα την οικονομία.
Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο, ο ΕΝΦΙΑ, ειδικά για τα βιομηχανικά και βιοτεχνικά ακίνητα, είναι υπέρογκος και στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν και σ’ αυτή τη φορολογική τους υποχρέωση. Μάλιστα υποστήριξε ότι οι όποιες τροποποιήσεις επιχειρούνται δεν πρόκειται να επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές, αφού θα περιορίζονται σε κάποιες διορθώσεις λαθών ή σε παράταση της προθεσμίας πληρωμής του φόρου.
Όπως τόνισε τα πραγματικά προβλήματα αφορούν τις αντικειμενικές αξίες που επιβάλλεται ο ΕΝΦΙΑ και οι οποίες είναι κατά πολύ υψηλότερες από τις πραγματικές αγοραίες άξιες που, λόγω της οικονομικής κρίσης, ισχύουν σήμερα.
Κατά τον πρόεδρο του ΚΕΕ η πρόθεση του υπουργείου Οικονομικών να προχωρήσει στην κατάρτιση νέων πινάκων αντικειμενικών αξιών, δεν πρόκειται να επιλύσει άμεσα το πρόβλημα, καθώς είναι μια διαδικασία χρονοβόρα, και τουλάχιστον για δυο ακόμη φορολογικές χρήσεις οι επιχειρήσεις αλλά και τα φυσικά πρόσωπα θα καλούνται να πληρώσουν εξωπραγματικά υψηλούς φόρους για την ακίνητη περιουσία τους.
Πάντως, όπως ξεκαθάρισε, η διαδικασία της αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών που ισχύουν σήμερα θα πρέπει να προχωρήσει, καθώς αυτές υπερβαίνουν σημαντικά τις εμπορικές αξίες των ακινήτων, γεγονός που οδηγεί σε τεχνητή υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας και σε περαιτέρω, μη ορθολογική πλέον, συμπίεση των πραγματικών αξιών τους.
Μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, ο κ. Μίχαλος εκτιμά ότι θα ήταν ίσως προτιμότερο να συνεχιστεί η επιβολή με νέους μειωμένους συντελεστές ενός φόρου τύπου ΕΕΤΗΔΕ, αν και η φιλοσοφία και αυτού του φόρου ήταν να επιβληθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με στόχο την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
«Η κυβέρνηση θα πρέπει να δει το ζήτημα με την αναπτυξιακή του κατεύθυνση και όχι μόνο με εισπρακτικά κριτήρια, καθώς η φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης έχει επιτείνει την ύφεση στην αγορά ακινήτων και έχει αποθαρρύνει σημαντικά την παραγωγική διαδικασία και τη ζήτηση.
«Στο πλαίσιο αυτό, το επιθυμητό θα ήταν να μην επιβάλλεται φόρος ακινήτων στα βιομηχανικά και βιοτεχνικά κτίσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση, αν επιβληθεί ο φόρος αυτός, δε θα πρέπει να ξεπερνά το 0,5% επί των νέων πραγματικών αντικειμενικών αξιών για τις ιδιοχρησιμοποιούμενες βιομηχανικές, βιοτεχνικές και γενικότερα επαγγελματικές επιχειρήσεις, ενώ ο συντελεστής θα πρέπει να πέφτει στο 0,3% για κτίσματα οικοδομής που ανεγείρονται αν ηλεκτροδοτούνται και να απαλλάσσονται του φόρου τα ημιτελή κτίρια εφόσον δεν ηλεκτροδοτούνται και δεν αποφέρουν τεκμαρτό ή πραγματικό εισόδημα», υπογράμμισε ο κ. Μίχαλος.