ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Αφού τελείωσε και φέτος η «παρέλαση» των πολιτικών αρχηγών στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το μόνο που όλοι περίμεναν ήταν μια πικρή γεύση «από τα ίδια», με μόνη αλλαγή στους ρόλους «κερδισμένων» και «χαμένων». Παρ’ όλα αυτά, η φετινή έκθεση απετέλεσε ήδη αφετηρία πολιτικών εξελίξεων με την κατάθεση συγκεκριμένης προγραμματικής πρότασης από την αξιωματική αντιπολίτευση. Και αυτό, από μόνο του, είναι ένα πολύ θετικό γεγονός που χαιρετίζεται, αφού πλέον ο διάλογος και η αντιπαράθεση μπορεί να γίνεται επί του συγκεκριμένου και όχι συνθηματολογικά, με καταστροφολογίες, αφορισμούς και δίκες προθέσεων.
Συγκεκριμένα, τα κόμματα της συγκυβέρνησης δια του φερόμενου ως πρωθυπουργού Σαμαρά, αλλά και του αντιπροέδρου του Βενιζέλου, συναγωνίστηκαν να πείσουν για την αγωνία που τα διακατέχει να διατηρηθούν με κάθε τρόπο και μέσο στην εξουσία, «σώζοντας» τη χώρα για πολλοστή φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια. Παντελώς γυμνοί από αξιοπιστία, αλλά και από στοιχειώδη δυνατότητα προσαρμογής της πολιτικής τους, αρκέστηκαν να κλείσουν το μάτι σε τμήματα του πληθυσμού, που θεωρούν δική τους εκλογική πελατεία, υποσχόμενοι αορίστως τα ελάχιστα που θα μπορούσε ενδεχομένως να συμφωνηθούν με την τρόικα. Κατά τα άλλα καταστροφολογία, χωρίς κανένα νέο στοιχείο, παρά μόνο, ότι «δεν θα μείνει ευρώ στις τράπεζες» αν πάψει ο «θεόπεμπτος» Σαμαράς να μας παριστάνει τον «ντούρο» πρωθυπουργό.
Αντίθετα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, δια του προέδρου του κ. Τσίπρα, επιδόθηκε σε μια επιτυχημένη πράγματι επικοινωνιακά προσπάθεια να πείσει, ότι αφουγκράζεται τα προβλήματα, τους πόθους, αλλά και τις ελπίδες αυτού του λαού και αποτελεί τη «μοναδική» λύση για αλλαγή πορείας. Προχώρησε έτσι, στη διατύπωση μιας προγραμματικής πρότασης, αναπτύσσοντας τα διάφορα μέτρα που όντως «ακουμπούν» τις ελπίδες μεγάλων τμημάτων του λαού και γι’ αυτό, κατ’ αρχήν, βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση, στο βαθμό, τουλάχιστον, που παραμείνουμε στην επιφάνεια, γιατί αν εμβαθύνουμε, τότε μόνο απορίες και προβληματισμοί δημιουργούνται.
Έτσι, μπορούμε να πούμε, ότι ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισαν τις εντυπώσεις με την κατάθεση της πρότασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έφεραν τη συγκυβέρνηση σε θέση άμυνας, σχεδόν απελπισίας, επιταχύνοντας στο εσωτερικό της τον εκφυλισμό και τη διάλυση. Είναι φανερό πλέον σε όλους, ότι στην περίπτωση εκλογών, που καθίστανται ολοένα και πιο πιθανές, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας πλέον την πρωτοβουλία των κινήσεων, θα είναι ο αδιαφιλονίκητος κερδισμένος, που θα κληθεί να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Οι ευθύνες του όμως έτσι αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Επανερχόμενοι στις προτάσεις που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, εμείς που από την αρχή επιμέναμε σε ένα διάλογο επί του συγκεκριμένου, διακρίνουμε τη δυνατότητα τώρα. Γιατί όντως μέχρι σήμερα, μόνο οι δανειστές μας είχαν ολοκληρωμένο σχέδιο και πρόγραμμα, που εκτελούσαν με θρησκευτική ευλάβεια οι κυβερνώντες και συνεργάτες τους. Από την άλλη, προκαλούσε, ένθεν κακείθεν, τρόμο η οποιαδήποτε συζήτηση με βάση τις συγκεκριμένες προτάσεις του Ε.ΠΑ.Μ. για να ξεφύγουμε οριστικά από τα αδιέξοδα, είτε με την αγνόηση, είτε με την απόρριψη χωρίς συζήτηση και με το ακαταμάχητο επιχείρημα, ότι δήθεν «καλά είναι αυτά, αλλά δεν γίνονται». Με τους αντιπολιτευόμενους παντός χρώματος, να αρκούνται μόνο σε αντικαπιταλιστικές πομφόλυγες από τη μια, ή αντιμνημονιακές κορώνες από την άλλη.
Πράγματι, μετά το Ε.ΠΑ.Μ., που ήδη από πέρσι κατέθεσε ολοκληρωμένο πρόγραμμα, με σαφείς τους στόχους και πολύ συγκεκριμένες δέσμες μέτρων για την κατάκτησή τους, μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ τόλμησε, ή κατάφερε να αρθρώσει έναν σχετικά σαφή προγραμματικό λόγο, προτείνοντας συγκεκριμένες δέσμες μέτρων, υλοποιήσιμες άμεσα, αν και διαφορετικής φιλοσοφίας από αυτές του Ε.ΠΑ.Μ., δίνοντας όμως έτσι, τη δυνατότητα ανοίγματος ουσιαστικής συζήτησης και κριτικής.
Μιας συζήτησης και ενός διαλόγου, που τόσο λείπει από τη δημόσια ζωή στη χώρα μας κι αν θα μπορούσε να υπάρξει ανταπόκριση και να εξελιχθεί καλόπιστα -και εδώ η εμπειρία μας οδηγεί να κρατάμε πολύ μικρό καλάθι- θα μπορούσε να οδηγήσει όχι απλά σε βελτιώσεις, αλλά σε μια ελάχιστη πολιτική συμφωνία με την ενεργό στήριξη ευρύτερων δυνάμεων, αλλά και της πλειοψηφίας του λαού, ενωμένης σε ένα κίνημα ανατροπής με αυτοπεποίθηση, που θα σάρωνε τα πάντα και όχι απλά να αποτελέσει ο ΣΥΡΙΖΑ παθητική αποδοχή έσχατης λύσης, με αμφίβολη κατάληξη. Για το λόγο αυτό, δεν θα ασχοληθούμε με τα άλλα κόμματα, που κι αυτά «παρέλασαν» από τη ΔΕΘ, αφού τίποτα δεν είχαν να μας πουν, παρά μόνο γενικόλογες διακηρύξεις και ισοπεδωτικούς αφορισμούς και θα επικεντρωθούμε αποκλειστικά στην κατατεθειμένη προγραμματική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού αυτή πλέον είναι το «επίδικο».
Κατ’ αρχήν θεωρούμε, ότι η συλλήβδην καταγγελία των προτάσεων Τσίπρα, ένθεν κακείθεν του πολιτικού φάσματος, χωρίς εμβάθυνση και κατανόηση, για το τι σημαίνουν αυτές στον πυρήνα τους, τίποτα δεν προσφέρει. Από την άλλη, η καταγγελία, χωρίς να τίθεται μια ξεκάθαρη εναλλακτική πρόταση πάνω στην οποία θα μπορούσε από σήμερα να οικοδομηθεί μια πλατύτατη ανοιχτή συνεργασία στη βάση άμεσων προταγμάτων και αιτημάτων, που θα μπορούσαν εδώ και τώρα να ανακουφίσουν την πλειοψηφία του λαού, δουλεύει αποκλειστικά υπέρ της καταρρέουσας συγκυβέρνησης. Προσφέροντας έτσι, χείρα βοηθείας, ανεξαρτήτως προθέσεων και προφάσεων και καταγγέλλουμε απερίφραστα τέτοιες αφοριστικές στάσεις και πρακτικές.
1. Το αδιέξοδο.
Μακριά από εμάς, λοιπόν, η όποια ισοπεδωτική κριτική, χωρίς ουσιαστικό επιχείρημα, αλλά εδώ γεννάται το μέγα θέμα. Αφού, πέραν της εντυπωσιοθηρίας -συνηθισμένης, ως ένα βαθμό, για ένα κόμμα που βρίσκεται στα πρόθυρα να αναλάβει τις ευθύνες της διακυβέρνησης του τόπου- ο σοβαρά πλέον διεκδικητής της εξουσίας κ. Τσίπρας, με την εξαγγελία αυτής της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, ακολούθησε και ενίσχυσε, μάλιστα, το πνεύμα των «μειωμένων προσδοκιών» από αυτή τη νέα εξουσία, όπως του καταλογίζουν αρκετοί επικριτές του.
Εμείς δεν θα μείνουμε εκεί, αλλά όντως, τα μέτρα που εξήγγειλε, παρά τον φαινομενικό -και ως ένα βαθμό πραγματικό- φιλολαϊκό τους χαρακτήρα, εξωραΐζουν επί της ουσίας το υφιστάμενο κατοχικό καθεστώς και απέχουν από το πνεύμα μιας μετρημένης πολιτικής, σταδιακής έστω, απεμπλοκής από αυτό. Σε κάθε περίπτωση οι εξαγγελίες δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να υποτιμά τις ανάγκες των καιρών, υποδαυλίζοντας την παθητικοποίηση και το χαμήλωμα, όσο το δυνατό, της λαϊκής απαίτησης για ουσιαστικές αλλαγές. Και αυτό γιατί πέραν από τον επιτυχημένο επικοινωνιακό χαρακτήρα των εξαγγελιών, η πρόταση πολλά απέχει από το να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ριζικών αλλαγών, εφαρμογής ενός απολύτως συγκεκριμένου και επεξεργασμένου σε βάθος Σχεδίου.
Ήδη από την πρώτη ανάγνωση φαίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ να αποδέχεται τους όρους του «παιγνιδιού» όπως αυτό έχει στηθεί από το καθεστώς. Δεν φαίνεται να προχωρά στην εκπόνηση ενός πραγματικού ριζοσπαστικού προγράμματος. Με βάση τις γενικότερες τοποθετήσεις του, αλλά και τις συγκεκριμένες προτάσεις που κατέθεσε, φαίνεται να μην μπορεί να ξεφύγει από έναν συναγωνισμό εντυπώσεων με τη συγκυβέρνηση, στηριγμένο στη «φιλάνθρωπη» και «ελεήμονα» διάθεση παροχής αντίδωρων των απανταχού «αρχόντων» στους υπηκόους τους, που ιστορικά αποδεικνύεται, ότι χορηγούνταν εξ ανάγκης και μόνο για να μην ξεσηκώνονται οι δεύτεροι. Αυτό όμως αποτελεί την πεμπτουσία μιας κατ’ εξοχήν πατερναλιστικής και αφ’ υψηλού αντίληψης για την εξουσία, που δεν αναγνωρίζει δικαιώματα, παρά μόνο «παροχές» ανακούφισης, συντηρώντας απλά τους φτωχούς μέσα σε ένα πλαίσιο εκμετάλλευσης, γενικότερης φτωχοποίησης και εξωγενούς καταναγκασμού, που δεν αμφισβητείται σε καμιά περίπτωση με τις εξαγγελίες Τσίπρα, αλλά και από την εν γένει πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Επειδή, στην κατάσταση που έχει βρεθεί η χώρα και ο λαός, ένα τέτοιο ζητούμενο πρόγραμμα, χωρίς τα πατερναλιστικά αυτά χαρακτηριστικά, που θα το υπονόμευαν στην καρδιά του, δεν μπορεί παρά να είναι στον αντίποδα ορισμένων από τις εξαγγελίες και να προχωρά πολύ πέραν των υπολοίπων. Ένα πρόγραμμα τέτοιο απαιτεί συγκεκριμένο στρατηγικό στόχο και σαφή περιγραφή των ενδιάμεσων σταδίων για την υλοποίησή του, ανάλογα με το τι θεωρεί κανείς εφικτό, ότι μπορεί να πραγματοποιήσει κάθε φορά και με εναλλακτικές στην περίπτωση που κάποια πρόβλεψη αποδειχθεί στη πράξη λανθασμένη, ή μη εφαρμόσιμη, λόγω π.χ. αλλαγής συνθηκών. Η απαίτηση λαϊκής εντολής για «ισχυρή διαπραγμάτευση» δεν αποτελεί πρόγραμμα διεξόδου, ούτε στόχο, αλλά βούληση για διεκδίκηση και τίποτε περισσότερο, αφού προφανώς, τα πάντα εξαρτώνται από το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης, όσο καλές προθέσεις και να διαθέτει αυτός που την επιδιώκει. Και αυτό δείχνει το αδιέξοδο και το κοντόφθαλμο συνάμα των πολιτικών στοχεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ, που εγκλωβίζεται ολοένα και πιο πολύ στις καθεστωτικές λογικές.
2. Λείπει ο στρατηγικός στόχος και το όραμα.
Ας δούμε λοιπόν ποιος είναι ο στόχος μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ποια θα είναι η Ελλάδα και προς τα πού θα βαδίζει υπό τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ;
Θα είναι μια χώρα ελεύθερη, ανεξάρτητη, δημοκρατική και θα κατακτά μέρα με την μέρα την ευημερία, με απολύτως κατοχυρωμένο το δικαίωμα του ελληνικού λαού στην αυτοδιάθεσή του, όπως σαφώς αναφέρεται και περιγράφεται αναλυτικά στο αντίστοιχο πρόγραμμα του Ε.ΠΑ.Μ., που καταθέσαμε πέρσι, αναπτύσσοντας και τις συγκεκριμένες δέσμες μέτρων, που θα θέσουν σε τροχιά κατάκτησης έναν τέτοιο εθνικό στόχο;
Κι αν μια τέτοια Ελλάδα έχει στο μυαλό του ο κ. Τσίπρας, αν μια τέτοια ελεύθερη και ευημερούσα χώρα είναι το όραμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ποια είναι η δική της εκδοχή γι’ αυτό, ποια τα ενδιάμεσα στάδια για την κατάκτησή του πέραν κάποιων μέτρων ανακούφισης των πλέον εξαθλιωμένων Ελλήνων, μέσα στο υπάρχον πλαίσιο; Γιατί δεν αναφέρει τίποτα περί αυτών; Μετά την, έστω και με τον τρόπο που προτείνεται, ανακούφιση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων από τα τρία εκατομμύρια και περισσοτέρων Ελλήνων που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, αλλά και των άλλων τόσων, ίσως και πολύ περισσότερων που φυτοζωούν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, τι θα επακολουθήσει;
Ή μήπως, θα είναι μια Ελλάδα εξαρτώμενη πλήρως, ή έστω μερικώς -και σε ποιο βαθμό μπορεί να γίνεται αυτό αποδεκτό από τον ΣΥΡΙΖΑ-, από υπερεθνικούς θεσμούς, υποταγμένη στις βουλήσεις των ισχυρών της Ευρώπης, με μόνο δικαίωμα αυτό μιας ατέρμονης «διαπραγμάτευσης»;
Πόσο συμβατές είναι οι έννοιες της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της αυτοδιάθεσης, με το -πέραν των μνημονίων- πλαίσιο δημοσιονομικού συμφώνου σταθερότητας που επιβλήθηκε στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε.; Αν δεν σημαίνει κατάθεση διαπιστευτηρίων υποταγής, τι σηματοδοτεί, αλήθεια, ο ορισμός της Ελλάδας ως «υπεύθυνης ευρωπαϊκής δύναμης», πέραν από τη μόχλευση του φαντασιακού χαχόλων οπαδών που δεν σκέπτονται;
Όσο οι στόχοι δεν ξεκαθαρίζονται, όσο οι ορισμοί παραμένουν θολοί, όσο τα ερωτηματικά δεν απαντώνται, τόσο δικαιούμαστε, αλλά και υποχρεωνόμαστε, να είμαστε τουλάχιστον επιφυλακτικοί απέναντι στις εξαγγελίες Τσίπρα και τον καλούμε να διευκρινίσει με σαφήνεια και συγκεκριμένα, καταθέτοντας τις εκτιμήσεις μας απέναντί του.
3. Πρόκριμα ο διχαστικός λόγος.
Πριν μπούμε, όμως, στην ουσία των μέτρων οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ότι ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται το ίδιο διχαστικός, όπως και τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Αν και για πρώτη φορά ο κ. Τσίπρας απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί σε κυβέρνηση της «αριστεράς» και αυτό είναι θετικό γεγονός γι’ εμάς, ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητα της παράλειψης, φαίνεται καθαρά για τον ΣΥΡΙΖΑ ποια είναι η διαχωριστική γραμμή. Με βάση το όλο σκεπτικό όπως παρουσιάστηκε, η διαχωριστική γραμμή και η κυρίαρχη αντίθεση δεν είναι μεταξύ της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και των δυνάμεων, ντόπιων και ξένων που έχουν επιβάλλει, στηρίζουν και υπηρετούν το κατοχικό καθεστώς. Αλλά ανάμεσα στον ίδιο και τη δεξιά εκπροσωπούμενη από τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Ή αυτός τελικά, ή κανείς άλλος, δηλαδή το χάος. Βοηθάει έτσι στο διχασμό του λαού θέτοντας με την ίδια ευκολία, που το καθεστώς επιχειρεί, εκβιαστικά διλήμματα, έστω και αντίστροφα. Ή ο ΣΥΡΙΖΑ και η «σωτηρία», ή η συνέχιση της ίδιας καταστροφικής πολιτικής και ο ανδραποδισμός του λαού.
Από πότε όμως οι επιλογές ενός ολόκληρου λαού περιορίζονται σε δυο κόμματα, ή παρατάξεις, που η κάθε μια για τον εαυτό της διεκδικεί τον ρόλο του «σωτήρα»; Πότε λειτούργησε κάτι τέτοιο υπέρ του λαού για να λειτουργήσει και σήμερα; Είναι δυνατό να ξεχνάμε ότι με τέτοια διλλήματα σχεδόν σ’ ολόκληρη τη μεταπολίτευση στήθηκε η δικομματική εναλλαγή, από τα κόμματα που σήμερα συγκυβερνούν, οδηγώντας τη χώρα στη χρεοκοπία και την αποικιακή κατοχή;
Και εδώ γεννάται ένα επί πλέον ερώτημα: Κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει τι; Τελειώσαμε και είμαστε υποχρεωμένοι να σκύψουμε το κεφάλι υφιστάμενοι τις συνέπειες της αποτυχίας και του «θριάμβου» του δωσιλογισμού; Ποια η προσπάθεια ανάπτυξης χειραφετημένου λαϊκού κινήματος που θα μπορέσει κατ’ αρχήν να εγγυηθεί την ίδια την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που παρουσιάζεται στη συγκυρία ως πλειοψηφούσα δύναμη, αλλά και τη συνέχεια, αν αυτός αποτύχει;
Και αυτό δεν είναι καθόλου θεωρητικό, έχει κριθεί και κρίνεται καθημερινά στην πράξη με ευθύνη κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, αφού το ΚΚΕ έτσι κι αλλιώς έχει επιλέξει από πιο παλιά τον αναχωρητισμό και την απομόνωση στην ιδεολογικοπολιτική του αυτάρκεια. Επειδή είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που επέλεξε να εγκλωβίσει κάθε αντίδραση και αντίσταση του λαού στο γνωστό από παλιά δικομματικό παιγνίδι στη Βουλή, με νέους πρωταγωνιστές αυτή τη φορά, παραμένοντας και νομιμοποιώντας έτσι αυτό το, στα όρια της ελεγχόμενης ηθικής, αλλά και της απολύτου φαιδρότητας κοινοβούλιο, που μόνο ως πρωτοκολλητής της τρόικας λειτουργεί, νομιμοποιώντας τα αλλεπάλληλα κυβερνητικά πραξικοπήματα.
Όποιος όμως καλλιεργεί τον διχασμό θέλοντας να φτιάξει κομματικούς στρατούς για τη νομή και την κατοχή της εξουσίας και όχι να συσπειρώσει τον λαό για να λύσει προβλήματα, τέτοια εκβιαστικά διλήμματα χρησιμοποιεί και τέτοιες πολιτικές υποβάθμισης του λαϊκού παράγοντα προωθεί.
Εμείς εργαζόμαστε για την ενότητα ολόκληρου του ελληνικού λαού, που πλήττεται βάναυσα από το κατοχικό καθεστώς και τις πολιτικές του και έχοντας δώσει απτά δείγματα γραφής, αγωνιζόμαστε για την οργάνωσή του σε ένα πλατύ μέτωπο αντίστασης και ανατροπής αυτού του καθεστώτος.
4. Η αντίληψη περί Εθνικής Ανεξαρτησίας και η αμφισβήτησή της στην πράξη.
Η επόμενη παρατήρηση αφορά στην απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην Εθνική μας Ανεξαρτησία, η οποία έχει πληγεί βαθύτατα, αν δεν έχει καταργηθεί πλήρως, από τις εθελόδουλες κυβερνήσεις και αμφισβητείται άμεσα και απροκάλυπτα από τους επικυρίαρχους «εταίρους» και ταυτόχρονα δανειστές μας.
Ολόκληρη η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται σαν να ζούμε σε συνθήκες, σχετικής τουλάχιστον, ομαλότητας, με μόνη την ανάγκη απομάκρυνσης της «κακής» συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, που δεν ξέρει, ή δεν θέλει, από κάποιο ενδεχόμενο βίτσιο προφανώς, να διαπραγματευτεί και που ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς πλέγματα και εξαρτήσεις, γνωρίζει και θέλει. Το γεγονός, ότι βρισκόμαστε υπό καθεστώς αποικιοκρατικής επιτροπείας, όπου καμιά απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της τρόικας και των υπολοίπων τοποτηρητών τύπου Φούχτελ και Ράιχενμπαχ, φαίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ να το αγνοεί, ή να μην το αξιολογεί ως ένα από τα πλέον σημαντικά.
Οι συγκεκριμένοι γκαουλάιτερ και τα επιτελεία τους θα απομακρυνθούν ως ανεπιθύμητοι από τη χώρα με την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ; Δεν ακούσαμε κάτι. Γιατί; Εκτός κι αν το θεωρεί αυτονόητο και τότε συμφωνούμε, αλλά γιατί δεν μας το λέει, για να μη βάζουμε κι εμείς «πονηρές» σκέψεις στο μυαλό μας; Δεν το λέει για να μην προκαλέσει αντιδράσεις; Από ποιους άραγε; Από τον Άδωνη; Ποιος σοβαρός μπορεί να αντιδράσει σε μια κίνηση στοιχειώδους αποκατάστασης της αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού; Ή μήπως η αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού είναι κι αυτή θέμα διαπραγμάτευσης;
Ίσως, όμως, γιατί στο φαντασιακό του ΣΥΡΙΖΑ η έννοια της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας, είναι μια ξεπερασμένη υπόθεση και απασχολεί μόνον κάποιους ιδεοληπτικούς «εθνικιστές».
Το πράγμα όμως γίνεται ακόμα πιο σοβαρό και αποκτά επικινδυνότητα, όταν ο κ. Τσίπρας αναφερόμενος στη Βόρεια Ελλάδα αναφέρει: «…σε ένα περιβάλλον διεθνούς αναστάτωσης, αβεβαιότητας και ρευστότητας, έχουμε ανάγκη η Θεσσαλονίκη, η Βόρειος Ελλάδα να γίνει το επίκεντρο ενός νέου περιφερειακού πόλου συνανάπτυξης και σταθερότητας, μακριά από τις παρωχημένες εθνικιστικές ιδεοληπτικές συμπεριφορές που τόσο πολύ ταλαιπώρησαν τα Βαλκάνια στο πρόσφατο παρελθόν. Σ’ ένα τέτοιο διεθνή περίγυρο, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να συμπεριφέρεται ως υπεύθυνη ευρωπαϊκή δύναμη, αλλά με ρόλο αξιόπιστου συνομιλητή διεθνώς….». Εδώ, ενώ αναγνωρίζει, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απολύτως ρευστό περιβάλλον με κυρίαρχη την αβεβαιότητα, που εγκυμονεί κινδύνους ειδικά για τη Βόρεια Ελλάδα, με τη Θράκη έρμαιο των τουρκικών επιδιώξεων και τη Μακεδονία στο μάτι του σκοπιανού αλυτρωτισμού, με αμφίσημη τουλάχιστον τη στάση των «εταίρων» και «συμμάχων» μας, δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτά.
Αντίθετα και ενώ σε μια περίοδο όπου επίσημα οι δανειστές και οι κυβερνώντες εφαρμόζουν σχέδια διάσπασης της εθνικής επικράτειας και κατακερματισμού του ενιαίου και αδιαίρετου χαρακτήρα της, σε περιφέρειες και ειδικές οικονομικές ζώνες με αμφισβητούμενη την εθνική κυριαρχία, προς χάριν ενός απίθανου κερδοσκοπικού τζόγου και διακριτών δια γυμνού οφθαλμού γεωπολιτικών επιδιώξεων, ο κ. Τσίπρας φαίνεται να υιοθετεί πλήρως αυτή τη λογική θέλοντας τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα να γίνει «επίκεντρο ενός νέου περιφερειακού πόλου συνανάπτυξης».
Αγνοεί, ή παραλείπει σκόπιμα, να αναφερθεί στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που ήταν αυτά που ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν τα Βαλκάνια χρησιμοποιώντας τους εθνικισμούς, τις κάθε είδους επεκτατικές βλέψεις και τους αλυτρωτισμούς, για την προώθηση των δικών τους αποικιοκρατικών συμφερόντων (π.χ. Κόσσοβο, Σκόπια κτλ.). Μιλά για πόλους και περιφέρειες, παραβλέποντας το ενιαίο της ελληνικής επικράτειας και τους κινδύνους που δημιουργούνται με την αποδοχή τέτοιων αντιλήψεων περί διακρατικών, ή διεδαφικών περιφερειών, που μόνο τα ιμπεριαλιστικά κέντρα εξυπηρετούν σε βάρος της κυριαρχίας των εθνικών κρατών. Φροντίζει μάλιστα από πριν, να ενοχοποιήσει τις όποιες αντιδράσεις σε μια τέτοια προοπτική αποκοπής από τον εθνικό κορμό, ή έστω μειωμένης κυριαρχίας, όλης, ή τμήματος της Β. Ελλάδας, ως «εθνικιστικές».
Επισημαίνουμε, ότι η συνεργασία διεθνώς, άρα και στα Βαλκάνια, δεν γίνεται διαμέσου περιφερειών, αλλά ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη και λαούς. Αν φυσικά μιλάμε για συνεργασία ειρήνης και αμοιβαίου οφέλους. Αν φυσικά επιδιώκουμε μια ανεξάρτητη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και δεν γινόμαστε οι πρόθυμοι ηλίθιοι στην εμπροσθοφυλακή των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, όπως αυτά σήμερα εκφράζονται από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Ουκρανία και με λογική επέκταση της γεωπολιτικής σύγκρουσης στα Βαλκάνια. Δυστυχώς ο κ. Τσίπρας δεν φαίνεται να κατανοεί τι συμβαίνει, προτείνοντας «περιφερειακή συνανάπτυξη», ταυτίζοντας τη λογική, αν όχι και το ίδιο το Διεθνές Δίκαιο που κατοχυρώνει το ενιαίο, την εδαφική ακεραιότητα και το αυτεξούσιο των χωρών, με τον «εθνικισμό».
Καταργώντας όμως το αυτεξούσιο της χώρας με την αναγωγή της σε «υπεύθυνη ευρωπαϊκή δύναμη», με «ρόλο αξιόπιστου συνομιλητή διεθνώς» που ως τέτοια ενδεχομένως μπορεί, ή πρέπει να αποδέχεται τη ρευστοποίηση ολόκληρων τμημάτων της στο όνομα της περιφερειακής «συνανάπτυξης», δεν αμφισβητεί άμεσα το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού και το ενιαίο της ελληνικής επικράτειας; Ποια τελικά, η διαφορά μεταξύ περιφερειακού πόλου «συνανάπτυξης» από τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες του εθελόδουλου Σαμαρά;
Τι άραγε να σημαίνει αξιόπιστος συνομιλητής διεθνώς; Και πως ο ρόλος αυτός καταχτιέται; Με αποδοχή των τετελεσμένων στη Κύπρο και τη συνηγορία στο κατάπτυστο νέο σχέδιο «Ανάν»; Με αποδοχή των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο; Με διευκόλυνση του τουρκικού επεκτατισμού στη Δ. Θράκη; Με αγνόηση του αλυτρωτισμού των σκοπιανών; Ή με όλα αυτά μαζί, στο όνομα μιας θολής «συνανάπτυξης», αρχικά στη Βόρειο Ελλάδα, γιατί όχι και στο Αιγαίο αύριο κ.ο.κ., αφού έτσι εξυπηρετούνται τα σχέδια των αποικιοκρατών της Δύσης, που τυχαίνει να είναι ταυτόχρονα σύμμαχοι, εταίροι και δανειστές μας και εν τέλει πολιτικοί καθοδηγητές και πάτρωνές μας, ορίζοντας αυτοί και μόνον, τόσο τα εσωτερικά μας ζητήματα, αλλά και την εξωτερική μας πολιτική; Με βάση ποια «διεθνιστική» αντίληψη μπορούμε να αποδεχτούμε τέτοιες ανιστόρητες και πατριδοκτόνες λογικές, στο όνομα μιας «υπεύθυνης» ευρωπαϊκής στάσης; Για να μην χαρακτηριστούμε «εθνικιστές»;
Δεν μας ενδιαφέρουν και δεν μας αφορούν οι χαρακτηρισμοί και απλά θα θυμίσουμε αυτούς που έχουν κοντή μνήμη και ποτέ δεν μαθαίνουν από την ιστορία, ότι όποτε η Ελλάδα έπαιξε αυτόν τον ρόλο, δηλαδή της «υπεύθυνης ευρωπαϊκής δύναμης», οδηγήθηκε σε εθνικές τραγωδίες και καταστροφές. Γι’ αυτό και το Ε.ΠΑ.Μ. θα αντισταθεί με κάθε μέσο και τρόπο να μην περάσουν τέτοιες απαράδεκτες λογικές, που μόνο σε εθνικές περιπέτειες μπορούν να οδηγήσουν.
Ο αγώνας μας είναι εθνικοαπελευθερωτικός και θα συνεχίσει να είναι, μέχρι την τελική δικαίωση και την, με ακέραιη την Πατρίδα, αποκατάσταση της Εθνικής μας κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα!
5. Πολιτική αναγνώρισης και ανάκτησης δικαιωμάτων, ή μέτρα κρατικής «ελεημοσύνης»;
Ας δούμε όμως περιληπτικά το σύνολο των μέτρων που εξαγγέλθηκαν για την ανακούφιση των πληττομένων στρωμάτων του πληθυσμού και αποτελούν μαζί με την διαπραγμάτευση για το χρέος την πεμπτουσία της προγραμματικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ.
Προκειμένου να αντιμετωπισθεί η «ανθρωπιστική κρίση», όπως χαρακτηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, τις επιπτώσεις των βάρβαρων μνημονιακών πολιτικών στον λαό, -ωσάν αυτές οι επιπτώσεις να είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής καταστροφής και όχι απόρροια του καθεστώτος κατοχής που επιβλήθηκε στη χώρα και των πολιτικών που υλοποιεί-, δεν προτάσσει την ανατροπή αυτών των πολιτικών, αλλά προτείνει μέτρα, που είναι έτσι κι αλλιώς ανεπαρκή, αφού δεν απέχουν πολύ από τον να εμπλέξουν τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ σε έναν «ανταγωνισμό» με τις ΜΚΟ, την εκκλησία, ακόμα και την ΧΑ, ή την συγκυβέρνηση, σε ένα πλειστηριασμό «ελεημοσύνης» και «φιλανθρωπίας», στο όνομα μιας θολής εν πολλοίς αλληλεγγύης. Γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνουν τα κουπόνια συσσιτίου;
Τα μέτρα αυτά θα έλθουν, σε πολλές περιπτώσεις, να σκεπάσουν τα προβλήματα και όχι να τα επιλύσουν, όπως π.χ. το δωρεάν ρεύμα στα φτωχά νοικοκυριά, τα κουπόνια σίτισης που αναφερθήκαμε, ή οι δωρεάν κάρτες για τις αστικές συγκοινωνίες.
Αλήθεια, από πότε τα συσσίτια αποτελούν προοδευτική, φιλολαϊκή απάντηση στην εξαθλίωση; Από πότε το να ποδοπατάς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το να μετατρέπεις τους πιο αναξιοπαθούντες σε υποχείρια κυκλωμάτων φιλανθρωπίας και του κράτους στέλνοντάς τους στις ουρές των συσσιτίων, συνιστά ότι καλύτερο μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση που υποτίθεται ότι θέλει να αντιστρέψει τη σημερινή κατάσταση υπέρ του λαού;
Από πότε μια υπεύθυνη πολιτική ανασυγκρότησης έχει ως κεντρικό της πυρήνα τη «φιλανθρωπία», ή την ελεημοσύνη και όχι την ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων με το ξεπέρασμα και την οριστική κατάργηση των αιτιών που τα προκαλούν;
Κι αν τα μέτρα αυτά είναι απολύτως προσωρινά με μοναδικό σκοπό την ανακούφιση, δεκτό κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες έκτακτης ανάγκης, αλλά όχι κι έτσι και από την άλλη, ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα που θα ξεδιπλωθεί το πραγματικό πρόγραμμα επίλυσης των προβλημάτων και ποιο άραγε είναι αυτό το πρόγραμμα; Μέσα σε πιο πλαίσιο δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών για παραγωγικές επενδύσεις, και όχι αεριτζίδικων τοποθετήσεων κερδοσκοπικού χαρακτήρα, θα συμβεί η πολυπόθητη και πολύπαθη συνάμα ανάκαμψη της οικονομίας σε στέρεη βάση και η παραγωγική ανασυγκρότηση της;
Η δημιουργία 300.000 θέσεων εργασίας πως θα επιτευχθεί, όταν χρειάζεται μια τεράστια κινητοποίηση δυνάμεων και απαιτούνται εξωφρενικοί ρυθμοί ανάπτυξης; Αρκούν κάποια ψίχουλα από το ΕΣΠΑ και επιδοτήσεις ιδιωτών για δύο χρόνια; Και σε τι διαφέρει αυτή η προσέγγιση από ανάλογες υποσχέσεις που είχαμε στα διάφορα «Ζάππεια» του Σαμαρά;
Σε ποια κατεστραμμένη εσωτερική αγορά που τη λυμαίνονται μερικές δεκάδες μονοπώλια, ή πολυεθνικές, θα μπορούσαν να υπάρξουν τεράστιου μεγέθους παραγωγικές επενδύσεις ανάκτησής της μέσα στο υπάρχον ευρωζωνικό πλαίσιο, για να υπάρξουν πραγματικές θέσεις εργασίας και ουσιαστικό χτύπημα της ανεργίας;
Σε τι βάθος χρόνου μπορούν να γίνουν όλα αυτά, χωρίς να αλλάξει ολόκληρο το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται παγιδευμένη και έρμαιο ενός εξοντωτικού καταναγκασμού συνολικά η οικονομία; Ποια τα εργαλεία χρηματοδότησης της τιτάνιας προσπάθειας που απαιτείται; Αρκούν κάποιες επιδοτήσεις, τα ΕΣΠΑ που ήδη αναφέραμε και τα διάφορα άλλα που ακούγονται; Ή μήπως απαιτείται ριζική αλλαγή αυτού του περιβάλλοντος και αποτίναξης του καταναγκασμού; Και σε ποια κατεύθυνση; Γιατί τι άλλο μας προτείνει ο κ. Τσίπρας πέραν των νέων δανείων που θα διεκδικήσει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, για να παραμένει έτσι η χώρα εσαεί χειροπόδαρα δεμένη στο καθεστώς χρεοκρατίας που της έχει επιβληθεί;
Αλλά, αυτός ο αριθμός 300.000 χιλιάδες φαίνεται να είναι «μαγικός» και να στοιχειώνει το πολιτικό σύστημα εδώ και χρόνια. 300.000 νέες θέσεις εργασίες υπόσχονταν ο Παπανδρέου, πριν τις εκλογές του 2009. Τον ίδιο αριθμό υπόσχεται ο κ. Τσίπρας σήμερα, καθώς και 300.000 δωρεάν ρευματοδοτήσεις, 300.000 κουπόνια σίτισης κ.ο.κ. Αν τυχόν και περισσεύεις και είσαι το νούμερο 300.001 «καίγεσαι»! Φαίνεται κάτι ήξερε ο Σαμαράς που εξήγγειλε 700.000 θέσεις απασχόλησης, σε αυτόν τον απίθανο ανταγωνισμό παροχολογίας…..
Το πρόβλημα όμως δεν έγκειται στα μέτρα αυτά καθ’ αυτά, αλλά στη μη-λογική που τα συνέχει, στην προχειρότητα της επεξεργασίας που έτυχαν, καθώς και στο πλαίσιο που αυτά εντάσσονται. Γιατί αν η πολιτική, κατά πολλούς, είναι η τέχνη του εφικτού, ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον τρόπο που εξαγγέλλει τα μέτρα, προσπαθεί να μας πείσει για το ανέφικτο της ίδιας της πολιτικής, αφού τα πάντα οφείλουμε μοιρολατρικά να αποδεχόμαστε, με μόνη δυνατότητα κάποιες ανεπαίσθητες και πάντα επιφανειακές παραλλαγές στα προτεινόμενα και αυτό μάλιστα να ονομάζεται ρήξη, ανατροπή, αλλαγή πορείας, διέξοδος από την κρίση και όλα τα συμπαρομαρτούντα ηχηρά χωρίς περιεχόμενο.
Γι’ αυτό αντιμετωπίζει -και αυτή είναι η ουσία- τα θέματα «πατερναλιστικά» με κάποια δόση πελατειακής αντίληψης και υποτιθέμενης αλληλέγγυας διάθεσης και όχι ως αποκατάσταση τρωθέντων δικαιωμάτων, τα οποία και σε καμιά περίπτωση τα εξαγγελθέντα μέτρα δεν έρχονται να αποκαταστήσουν και να κατοχυρώσουν, ή τουλάχιστον να δρομολογήσουν σε βάθος εύλογου χρόνου την αποκατάστασή τους. Κι αν οι προθέσεις είναι να αποκατασταθούν τα τρωθέντα δικαιώματα, σταδιακά σε όποιο βάθος χρόνου κρίνει αναγκαίο, γιατί δεν μας το λέει ευθαρσώς; Μόνο ο κατώτατος μισθός αποτελεί δικαίωμα και αυτός υπό αίρεση; Όλα τα άλλα;
Φαίνεται, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά το «ενός κακού μύρια έπονται», αδυνατώντας να επεξεργαστεί ένα εντελώς νέο παραγωγικό μοντέλο, απαλλαγμένο από τα βάρη και της μέχρι τώρα δουλείες, όλο και πιο πολύ απομακρύνεται από την ιδέα των συλλογικών και ατομικών δικαιωμάτων και την αντίστοιχη οριστική κατοχύρωσή τους και τα αναγάγει στη σφαίρα της παροχής, αν όχι αυτής καθ’ αυτής της ελεημοσύνης. Μιας παροχής αφ’ υψηλού, που χωρίς να αποκλείει φαινόμενα πελατειασμού, που στην ουσία υποθάλπει, χορηγείται επιλεκτικά, ανάλογα με τη βούληση του κάθε φορά ασκούντος την εξουσία και με τα κριτήρια που αυτός αποφασίζει.
Αυτό όμως δεν αποτελεί τη βάση της κορπορατικής εκδοχής για το κράτος και την εξουσία και τι σχέση μπορεί να έχει με τη δημοκρατία ένα κόμμα που αυτοχαρακτηρίζεται ως «αριστερό» και δημοκρατικό, όταν διολισθαίνει σε τέτοιες οιονεί φασίζουσες αντιλήψεις;
Μίλησε ο κ. Τσίπρας για νέα «Σεισάχθεια» και το μόνο που μας είπε είναι ρυθμίσεις αποπληρωμής με ευνοϊκότερους όρους και σε 84 δόσεις (γιατί όχι άραγε σε 48, ή 100;). Είναι αυτό αλήθεια «Σεισάχθεια»;
ως λοιπόν να μην αντιδράσουμε και να δεχτούμε αδιαμαρτύρητα την στρέβλωση λέξεων και εννοιών, όταν η εξαγγελία (κοστολογημένη) αναφέρεται σε μόλις 2 δις ευρώ ελάφρυνση από ένα συσσωρευμένο χρέος, προς το κράτος, των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων που ξεπερνάει ήδη τα 35 δις;
Πώς να μην τον κατηγορήσουμε για εντυπωσιοθηρία, αφού λέξη δεν μας είπε για οριστική διαγραφή των χρεών των νοικοκυριών, ή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών που προέκυψαν από την ληστρική και βάρβαρη υπερφορολόγηση, παρά μόνο κάτι ακούστηκε για τους εντελώς κατεστραμμένους από αυτές τις πολιτικές; Αλλά, αναγνωρίζοντας τις επιπτώσεις από τις μνημονιακές πολιτικές και με την προσδοκία ύπαρξη εσόδων έστω και με διάφορου τύπου ρυθμίσεις και εξωδικαστικούς συμβιβασμούς, δεν κατανοεί ότι αυτό ακριβώς αποτελεί, επί της ουσίας, αναγνώριση και αποδοχή αυτών των ίδιων των μνημονιακών πολιτικών;
Η μόνη λύση, κατά τη γνώμη μας, είναι η άμεση διαγραφή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων, που προήλθαν από τις εξοντωτικές μνημονιακές πολιτικές, αφού μάλιστα αποδεικνύεται με στοιχεία, ότι καμιά δημοσιονομική επιβάρυνση δεν δημιουργείται με αυτή τη διαγραφή. Το γεγονός, ότι η κατοχική συγκυβέρνηση δεν προχωρά σε μια τέτοια ρύθμιση, οφείλεται προφανώς επειδή βρίσκεται έξω από τη λογική της, αλλά πολύ περισσότερο για να κρατά όλους σε ομηρεία και να γίνει ευκολότερη η εκποίηση ιδιωτικών περιουσιών που επίκειται, αν τους αφήσουμε βεβαίως. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως οφείλει να επιλέξει κι εδώ τη ριζική λύση στο πρόβλημα και όχι με μεσοβέζικα μέτρα να συμβάλει στη διαιώνισή του.
Υποσχέθηκε κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, αλλά καθόλου δεν ασχολήθηκε με το τι θα γίνει μέχρι τότε και με το χρέος που θα επιβαρυνθούν τα νοικοκυριά που δεν έχουν να πληρώσουν, ή πως θα αποζημιωθούν αυτοί που θα πληρώσουν από το υστέρημά τους, ένα κατ’ εξοχήν παράνομο και καταχρηστικό φόρο. Το ίδιο θολή η εικόνα και για τα χρέη προς τις τράπεζες, όπου σε καμιά περίπτωση δεν θίγεται στον πυρήνα του, το ήδη δρομολογημένο πλαίσιο.
Για τον ΕΝΦΙΑ, μια μόνο δήλωση, όπως έκανε ήδη το Ε.ΠΑ.Μ., ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνωρίζει το ληστρικό φόρο και καλεί τους πολίτες να μην τον πληρώσουν, αρκούσε. Θα ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων από τους μνημονιακούς; Βεβαίως, αλλά χωρίς να σπάσεις αυγά δεν γίνεται ομελέτα!
Εμείς καλούμε τους πολίτες να μην τον πληρώσουν, άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσει τουλάχιστον σε επίπεδο βάσης;
Ούτε καν διανοήθηκε να ασχοληθεί με την καταστροφή των μικροομολογιούχων, των ασφαλιστικών ταμείων και των άλλων ιδρυμάτων από το, εξωφρενικό στη σύλληψή του, PSI. Στην ίδια λογική παροχής και όχι κατοχύρωσης του δικαιώματος, εξήγγειλε αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και του δώρου των Χριστουγέννων μέχρι τα 700 ευρώ, χωρίς να πει λέξη για τα υπόλοιπα, αποδεχόμενος έτσι στην πράξη μέρος τουλάχιστον των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης που ακολουθήθηκαν από το 2010 και μετά και την συντριβή κάθε ατομικού και συλλογικού δικαιώματος. Όμως, θυμίζουμε, για πάνω από έναν αιώνα το κατοχυρωμένο δικαίωμα όλων των εργαζομένων και των απομάχων της εργασίας συνταξιούχων ήταν 14 μισθοί, ή συντάξεις. Γι’ αυτό το αφαιρεμένο από το κατοχικό καθεστώς δικαίωμα λέξη δυστυχώς δεν ακούστηκε, πέραν της, υπό τύπον «ελεημοσύνης» και καθαρά ως προεκλογική παροχή, αποκατάστασης ενός μικρού μέρους του, στους απόλυτα εξαθλιωμένους χαμηλοσυνταξιούχους των κάτω των 700 ευρώ.
Αλλά και πως θα εφαρμόσει στην πράξη τον κατώτατο μισθό των 751 ευρώ, σε μια αγορά που μαστίζεται από πλέον του 30% πραγματική ανεργία, μια κατάσταση απελπισίας, που απαιτεί μια χωρίς προηγούμενο δέσμη μέτρων έκτακτης ανάγκης και ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει τη σιγή «ιχθύος»; Δεν θα ήταν καθόλου κακό για τους οικονομολόγους του ΣΥΡΙΖΑ να ρίξουν μια ματιά στο πρόγραμμα του Ε.ΠΑ.Μ., μολονότι όντως αυτό είναι εντελώς διαφορετικής λογικής και φιλοσοφίας. Γιατί τότε θα κατανοούσαν, τρέμοντας, ότι η πολιτική είναι σοβαρότερη υπόθεση και έχει περισσότερα ρίσκα, απ’ ό,τι πιστεύουν, και η οικονομία το ίδιο, και απαιτούνται γνώσεις, σταθερός προσανατολισμός και ρηξικέλευθες αποφάσεις. Δεν αρκούν οι επαφές με τους κάθε λογής εκπροσώπους των επικυρίαρχων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αυτοί έχουν κάθε λόγο να τους ακούν με «κατανόηση», όταν αντιλαμβάνονται ότι στερεύουν οι δικές τους εναλλακτικές και ψάχνουν για νέα «ψάρια» με καινούργια δολώματα. Ούτε αρκεί η προχειρότητα με μόνο σκοπό το κλείσιμο του ματιού στους «πονεμένους». Ούτε επίσης φτάνει η όπως-όπως παρουσίαση μιας τόσο αμφίσημης πρότασης, που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καλλιεργεί προσδοκίες και φρούδες ελπίδες, ικανές μεν, ίσως, να δώσουν την πρωτιά και το «χρίσμα» της διακυβέρνησης, αφού οι άλλοι παρασάπισαν, χωρίς όμως να λύνουν τα προβλήματα, αλλά αυτά να μεγεθύνονται πολλαπλασιαζόμενα. Αλλά, απαιτείται απόφαση για λύση, μελέτη σε βάθος, με ξεκάθαρους τους στόχους, που πρέπει να επιτευχθούν προς όφελος του λαού και του τόπου και ενδεχομένως -και γι’ εμάς απολύτως σίγουρα- αμφισβήτηση και απομάκρυνση από τα θέσφατα, τους μονοδρόμους και την απαλλαγή από τις ευρωλάγνες ονειρώξεις του οποιουδήποτε αρνείται να κατανοήσει τι πραγματικά συμβαίνει γύρω του.
Ο κ. Τσίπρας μας λέει ότι αντιστρατεύεται τις νεοφιλελεύθερες λογικές των επιτελείων της ευρωζώνης, όμως, όπως προτείνει -και όχι γιατί το λέμε εμείς-, η χρηματοδότηση του προγράμματος του, θα γίνει πουλώντας κρατικά ομόλογα στην ΕΚΤ και αποσπώντας δάνεια για επενδύσεις από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Με άλλα λόγια εναποθέτει τις ελπίδες του σε νέο δανεισμό και μάλιστα από τους κεντρικούς τραπεζίτες της ευρωζώνης που έκαναν τα αδύνατα δυνατά, προκειμένου να επιβάλουν καθεστώς αποικιακής κηδεμονίας στην Ελλάδα.
6. Ξεπουλήματος συνέχεια….
Βέβαια, για τα ασφαλιστικά ταμεία, ο κ. Τσίπρας ανέφερε την πρόθεση παραχώρησης μέρους της δημόσιας περιουσίας, που έχει μεταβιβαστεί στο ΤΑΙΠΕΔ και αυτό σίγουρα αποτελεί μια μορφή αποζημίωσης για τα κλαπέντα αποθεματικά, αλλά με τη σειρά τους τα ταμεία τι θα κάνουν αυτή την περιουσία; Δεν θα είναι αναγκασμένα να την ξεπουλήσουν όσο-όσο, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους; Συνεπώς, με τέτοιες εμβαλωματικές λύσεις το ξεπούλημα θα συνεχιστεί, έστω και με διαφορετική μορφή και αιτιολογία.
Από την άλλη, ό,τι έχει εκποιηθεί μέχρι σήμερα, από δημόσιους οργανισμούς, ή ακίνητη περιουσία, παραπέμφθηκε στην κατά περίπτωση εξέταση από το Κοινοβούλιο, για το ποιες από τις περιπτώσεις αυτές ήταν επωφελείς για το Δημόσιο, με ανατροπή, υποτίθεται, αυτών που θα κριθούν μη επωφελείς. Αν αυτό δεν αποτελεί παραπομπή και μάλιστα ευθεία στις «ελληνικές καλένδες», τότε περί τίνος πραγματικά πρόκειται; Γιατί δεν δηλώνει καθαρά και από τώρα, ότι δεν αναγνωρίζει καμιά συναλλαγή του κατοχικού καθεστώτος με τον οποιονδήποτε που αφορά σε δημόσια περιουσία, η οποία και θα κατασχεθεί άμεσα υπέρ του Δημοσίου χωρίς αποζημίωση; Θα κρώξουν τα απανταχού κοράκια, ότι χαλάει το «επενδυτικό» κλίμα; Θα στενοχωρηθεί ο ΣΕΒ, οι εφοπλιστές και η Μέρκελ; Και λοιπόν; Ή έχεις το θάρρος να πεις την αλήθεια για τη ληστεία που γίνεται και αποφασίζεις να την σταματήσεις μια κι έξω, ή κάτσε στην άκρη γιατί γίνεσαι επικίνδυνος και οιονεί συνεργός!
Αναγνωρίζει άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ νόμιμες και επωφελείς για το Δημόσιο τέτοιες πράξεις, που έγιναν πολλές; Η στάση του όμως, δημιουργεί εύλογες υπόνοιες, ότι απλά θα προσπαθήσει να τις «ξεπλύνει» κοινοβουλευτικά και τίποτε περισσότερο. Χαράς ευαγγέλια λοιπόν για κάθε λωποδύτη που έβαλε χέρι στη δημόσια περιουσία, για κάθε μιζαδόρο του ΤΑΙΠΕΔ, ή της κυβέρνησης, που τα βρήκε μαζί του, να κριθούν οι πράξεις τους επωφελείς και νόμιμες από ένα «φρέσκο» και «αριστερόστροφο» μάλιστα κοινοβούλιο…..
Κι αν το ξεπούλημα κριθεί «επωφελές», έστω εν μέρει κι έμμεσα δια της κοινοβουλευτικής σφραγίδας, γιατί να μη συνεχιστεί; Εξ άλλου υπάρχει ακόμα πολύ και εκλεκτό «πράγμα» για πώληση, έτσι θα το αφήσουν οι εταίροι και οι πιστωτές μας και οι «γύπες», εγχώριοι και ξένοι, που στοιχίζονται από πίσω, τώρα που τους έχει ανοίξει η όρεξη; Κι ας τον Τσίπρα να «διαπραγματεύεται» όσο τραβάει η ψυχή του, η δουλειά να γίνεται….!
Τα προαναφερόμενα είναι μόνο μερικά από αυτά που λείπουν από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αντιμετωπίζονται, ή που αντιμετωπίζονται πλημμελώς, στρεβλά, στο μινιμάλ και με πατερναλιστική λογική, που ήδη αναφερθήκαμε και οι περισσότεροι μένοντας στις εντυπώσεις τα ξεχνούν και δεν ασχολούνται.
7. Αποκατάσταση της Δικαιοσύνης και θεσμική ανατροπή, ή εξωραϊσμός για να μη θιγούν τα «κακώς κείμενα»;
Από την άλλη, εγκλωβίζοντας ο ΣΥΡΙΖΑ τις πολιτικές του στο πλαίσιο της μιντιακής επικυριαρχίας και του αντίστοιχου σαθρού κοινοβουλευτικού εποικοδομήματος, καθόλου δεν ασχολήθηκε στη πρότασή του, πέραν γενικών διακηρύξεων, με την αποκατάσταση των βαριά τραυματισμένων θεσμών και πρώτα και κύρια της ίδιας της Δικαιοσύνης. Αρνείται να συνειδητοποιήσει, ότι χωρίς την αποκατάσταση του κοινού «περί δικαίου αισθήματος» και την παραδειγματική τιμωρία όλων των ενόχων εθνικής μειοδοσίας και των συνεργατών τους που οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή κατάντια και την καταστροφή, δεν είναι δυνατό να υπάρξει η οποιαδήποτε προοπτική. Και αυτό δεν γίνεται με εξεταστικές επιτροπές στη Βουλή.
Επίσης, ουδόλως αναφέρθηκε στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από τους εταίρους μας, λόγω των δεινών και των καταστροφών που έχει υποστεί η χώρα και ο ελληνικός λαός, από τις πολιτικές που επιβλήθηκαν με τα πάσης φύσεως μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, με βάση το ψήφισμα της 14ης Μαρτίου 2014 του ίδιου του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, αλλά και ενός συνόλου διεθνών συνθηκών και δικαιικών αποφάσεων. Ένα κατ’ εξοχήν κομβικό ζήτημα, που ήδη το Ε.ΠΑ.Μ. ανέδειξε με την πρωτοβουλία που πήρε με την επίδοση της γνωστής διακοίνωσης σε όλους τους πρέσβεις των ευρωπαϊκών χωρών τον περασμένο Μάρτιο. Το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, δεν το εξετάζουμε, υποτίθεται -και το θεωρούμε αυτονόητο- ότι βρίσκεται σε εκκρεμότητα και παραμένει η βούληση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων για τη συστηματική διεκδίκησή τους, μολονότι δεν αναφέρθηκε καθόλου.
Ουδεμία αναφορά υπήρξε επίσης, στην ανάγκη θεσμικής ανατροπής και της σύνταξης νέου Καταστατικού Χάρτη της χώρας (νέο Σύνταγμα). Μερεμετίσματα μέσω αναθεώρησης με διευκόλυνση των δημοψηφισμάτων και την κατάργηση του κατάπτυστου άρθρου 86 του υφιστάμενου Συντάγματος, δεν αποτελούν προοδευτική πρόταση ικανή να αγκαλιαστεί από την κοινωνία των πολιτών.
Πέραν των γενικών και αορίστων διακηρύξεων και ευχών ουδεμία αναφορά υπάρχει στις προγραμματικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και κανένα συγκεκριμένο μέτρο δεν προτείνεται, για το θεσμικό ρόλο του κράτους και των δημοσίων υπηρεσιών, που αποτελούν δυνάστη για τον πολίτη και εργαλείο διαφθοράς για τις παρασιτικές τάξεις του ελληνικού κοτζαμπασίδικου καπιταλισμού. Πως όλο αυτό το εκτρωματικό οικοδόμημα αλλάζει, με τι ρυθμούς και σε τι βάθος χρόνου; Μοχλός της ανάπτυξης το κράτος, εμείς κι αν συμφωνούμε, που μιλάμε ανοικτά για εθνικοποιήσεις, αλλά ποιο κράτος; Το «μεταρρυθμισμένο» καχεκτικό του Κυριάκου Μητσοτάκη του σήμερα, ή το «αμεταρρύθμιστο» υδροκέφαλο του χθες; Το ίδιο μαφιόζικο και καταπιεστικό ως προς τον πολίτη όμως και χθες και σήμερα, στην υπηρεσία των κομματαρχών και των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών. Ένα λεπτομερέστατο σχέδιο ουσιαστικής αναδιάρθρωσης του κράτους και των υπηρεσιών του, απαιτείται άμεσα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης θεσμικής μεταβολής, και τέτοια προοπτική δεν διακρίναμε στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά μόνο μια θολή υπόσχεση επιστροφής στο παρελθόν….
Και κάτι τελευταίο, αλλά εξ ίσου σημαντικό: Με τις αυθαιρεσίες των, υποτίθεται, «ανεξάρτητων» αρχών, τι προβλέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει; Θα εξακολουθήσουν ανεξέλεγκτες, ή θα καταργηθούν και θα αντικατασταθούν με πραγματικούς δημοκρατικούς θεσμούς κοινωνικού ελέγχου;
8. Το σχέδιο που έχει ανάγκη η πατρίδα και που ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά να ξεχάσουμε.
Το ίδιο όμως ανεπαρκή και έωλα είναι όλα τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στην κατεύθυνση της ουσιαστικής αλλαγής πορείας προς μια πραγματική κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας και της ελληνικής κοινωνίας. Μια τέτοια διαφορετική πορεία, με αυτές τις εξαγγελίες και εφ’ όσον οι συγκυρίες ευνοήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει, ή να συγκυβερνήσει, οφείλουμε να ξεχάσουμε.
Επειδή όλα αυτά που υπόσχονται, αν και σε καμιά περίπτωση δεν ισχυριζόμαστε ότι επικοινωνιακά είναι σε λάθος κατεύθυνση, γι’ αυτό και «χαϊδεύουν τα αυτιά» των πολλών, είναι φανερό, ότι αποτελούν μια αποσπασματική προσπάθεια απάντησης στην κρίση, χωρίς να εντάσσονται σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αλλαγής κατεύθυνσης της χώρας και απαλλαγής από τα δεσμά της. Γι’ αυτό και είναι καταδικασμένα να μην εφαρμοστούν ποτέ, ή όσα από αυτά, πολύ λίγα, γίνει κατορθωτό να εφαρμοστούν, να μην έχουν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για τον κόσμο και να χαθούν μέσα σε ένα σύνολο άλλων αντισταθμίσεων που οι ξένοι επικυρίαρχοι έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν, είτε με την τρόικα, είτε χωρίς αυτήν.
Ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σχέδιο έχει ανάγκη αυτή την ώρα η πατρίδα. Ένα σχέδιο που θα απαντά πρώτα και κύρια στο πως οποιαδήποτε επί μέρους μέτρα ανακούφισης του λαού και ανασυγκρότησης της οικονομίας και της παραγωγικής βάσης είναι δυνατό να υλοποιηθούν. Αν είναι δυνατόν ένα τέτοιο σχέδιο να ευοδωθεί στο υπονομευμένο πεδίο της Ε.Ε., ή όχι.
9. Τα παιχνίδια επικυριαρχίας στην Ευρώπη και η «διαπραγμάτευση» για το χρέος.
Σε αυτό το κυρίαρχο ζήτημα ο κ. Τσίπρας δεν απάντησε. Άφησε τα πάντα στη διαπραγματευτική του δεινότητα και σε μια αόριστη κατανόηση της ανάγκης αλλαγής πολιτικής από την πλευρά της «Ευρώπης», που όμως μόνο ο ίδιος αντιλαμβάνεται. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν δείχνει να αγνοεί, ή να παραβλέπει, ότι μόλις πριν ελάχιστες εβδομάδες, ο υπουργός επί των Οικονομικών της Γαλλίας εκπαραθυρώθηκε νύκτα, επειδή ψέλλισε κάτι εναντίον της πολιτικής της λιτότητας. Το ίδιο και για την πολιτική της Ε.Ε. στην Ουκρανία, που δεν δίστασε με τις παρεμβάσεις της στα εσωτερικά της χώρας και την άμεση υποστήριξη των νεοναζιστών, να προκαλέσει έναν αιματηρότατο εμφύλιο, που την κατάληξή του δεν έχουμε δει ακόμα. Τέτοια είναι η κατανόηση για αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη.
Ωστόσο ο κ. Τσίπρας έχει εν μέρει δίκιο. Υπάρχουν πολλοί τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στο εσωτερικό της Ε.Ε., που θα ήθελαν να δουν να «πριονίζεται» η αλαζονεία της Γερμανίας. Τμήματα των αρχουσών ελίτ τόσο στην Γαλλία, την Ιταλία, αλλά και σε άλλες χώρες, που διατηρούν τις επαφές, τις σχέσεις και πολλά από τα συμφέροντά τους με την πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη, δεν βλέπουν με καλό μάτι την ακάθεκτη επέκταση και την επικυριαρχία της Γερμανίας στο πλαίσιο ενός 4ου Ράιχ. Εδώ και καιρό είναι εμφανής η προσπάθεια να συνασπιστούν, ώστε να αποτρέψουν την περίπτωση να καταστεί αναπόφευκτη η καταστροφή του ευρωενωσιακού οικοδομήματος εξ αιτίας της γερμανικής βουλιμίας. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου, ότι είναι διαφορετικής λογικής και ότι ενδιαφέρονται λιγότερο για τις τράπεζες και περισσότερο για τους λαούς, ούτε ότι τρέφουν φιλικά αισθήματα προς την Ελλάδα και συμπονούν τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Αντίθετα μάλιστα, τα δικά τους συμφέροντα φροντίζουν να κατοχυρώσουν, απέναντι στον γερμανικό επεκτατισμό. Έτσι, προφανώς και με τον δρόμο που παίρνουν τα πράγματα στην Ελλάδα, όπου η γερμανόδουλη συγκυβέρνηση εξαντλεί τα τελευταία της αποθέματα και τις εφεδρείες, διακρίνουν την ευκαιρία να προχωρήσουν, στο μέτρο του δυνατού, σε ένα πλήγμα σε βάρος του γερμανικού μεγαλοϊδεατισμού με όχημα και εργαλείο για μια ακόμα φορά το πειραματόζωο Ελλάς. Σε αυτό το «παίγνιο» επικυριαρχίας μεταξύ των δυνάμεων και της όξυνσης της αντίθεσης μεταξύ διαφορετικών κέντρων εξουσίας στο εσωτερικό της Ε.Ε., τίθεται για μια ακόμα φορά η χώρα μας στην «πρέσα», ως δοκίμιο αντοχής της γερμανικής επικυριαρχίας πια, και ο κ. Τσίπρας παρουσιάζεται στη συγκυρία, να είναι ο ιδανικός διεκπεραιωτής του «πειράματος», οριστικής «θραύσης» της χώρας μας, είτε η «δοκιμή» φέρει αποτέλεσμα για την μια πλευρά, είτε η Γερμανία αποδειχθεί, για ακόμα μια φορά, ιδιαίτερα ανθεκτική σε τέτοιου είδους «δοκιμασίες».
Πράγματι, του κ. Τσίπρα αρκούν οι «υψηλές» επαφές και το γεγονός ότι ο κ. Ντράγκι δεν τον πέταξε έξω από το γραφείο του, όταν ο ίδιος του εξέθετε τις απόψεις του. Και ως απόδειξη της υποτιθέμενης αλλαγής στην Ευρώπη φέρει τα πρόσφατα μέτρα που έλαβε η ΕΚΤ για μηδενισμό των επιτοκίων και νομισματική χαλάρωση, χωρίς να αντιλαμβάνεται, ότι η μόνη φροντίδα αφορά στην απρόσκοπτη συνέχιση της κερδοφορίας των τραπεζών σε συνθήκες αποπληθωρισμού, που τώρα επίσης ο κ. Τσίπρας διαπιστώνει, και καμιά σχέση δεν έχει με πολιτικές ελάφρυνσης της λιτότητας, ιδίως για χώρες ενταγμένες σε «πρόγραμμα» δηλαδή σε νεοαποικιακό καθεστώς όπως η Ελλάδα, όπου η «χαλάρωση» κανένα πρακτικό αποτέλεσμα δεν έχει να προσφέρει, ακόμα και στην περίπτωση που η Γερμανία φανεί πιο ευέλικτη από όσο παρουσιάζεται μέχρι σήμερα.
Έτσι, μιλάει για διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, στα πλαίσια που οι ίδιοι οι δανειστές έχουν διαμορφώσει, μιλάει για νέα σχέδια «Μάρσαλ» και ρήτρες ανάπτυξης, καθώς και άλλα ηχηρά, αλλά δεν μας λέει πώς αυτά θα μπορέσει να τα υλοποιήσει και ποιο θα είναι το πρακτικό αποτέλεσμα τέτοιων ρυθμίσεων στην κατεύθυνση οριστικής απαλλαγής της χώρας από τη χρεοκρατία! Γιατί τι προτείνει τελικά, πέραν των νέων δανείων για την «ανάπτυξη» αυτή τη φορά και την «επιμήκυνση» των παλαιών, που ήδη περιγράφεται ως αποδεκτή λύση, σε μια «ευτυχή» κατάληξη της «διαπραγμάτευσης», ερχόμενος έτσι σε πλήρη ευθυγράμμιση με τους Σαμαρά και Βενιζέλο;
Βεβαίως το θέμα της αποδοχής της «επιμήκυνσης», έναντι του «κουρέματος» προέκυψε αμέσως μετά τις εξαγγελίες Τσίπρα στην ΔΕΘ, με τις δηλώσεις Σταθάκη – Παππά και μας «μπέρδεψε» περισσότερο. Που οφείλονται οι παλινωδίες και τι ισχύει κατά τον ΣΥΡΙΖΑ τελικά; Ή μήπως αυτά είναι «ψιλά γράμματα» που δεν πρέπει να απασχολούν τους υπηκόους, που οφείλουν να έχουν τυφλή εμπιστοσύνη στους «αρχόντους»;
Στην ομιλία του ο κ. Τσίπρας σχολίασε τη στάση της χώρας μας στο τελευταίο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, χρεώνοντας περίπου μειοδοσία στους Σαμαρά – Βενιζέλο και έχει δίκιο. Ωστόσο, καλόπιστα ερωτούμε: Ποιες από τις αρχές του ψηφίσματος αποδέχεται ο ίδιος και το κόμμα του στην αντιμετώπιση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας; Αποδέχεται, π.χ., ότι η αναδιάρθρωση και διαγραφή του χρέους είναι κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους και δεν μπορεί να εμποδίζεται από κανέναν ιδιώτη δανειστή, ή άλλο κράτος; Αποδέχεται ότι η «βιωσιμότητα» του χρέους εξαρτάται από το αν μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς να θίγεται ο πυρήνας των ανθρώπινων, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων ενός λαού; Αυτά λέει το ψήφισμα, γι’ αυτό και η Ελλάδα των Σαμαροβενιζέλων απείχε. Ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούν αυτές τις αρχές;
Λυπούμαστε, αλλά δεν μας προκύπτει. Διότι πολύ απλά, έχει αποκλείσει τις μονομερείς ενέργειες απέναντι στους δανειστές. Κάτι που το ψήφισμα θεωρεί ως κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους για την αναδιάρθρωση του χρέους του. Ο κ. Τσίπρας ελπίζει σε μια ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη, που άγνωστο πώς, πότε και γιατί, θα διαγράψει το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών χρεών και ανάμεσά τους και του ελληνικού. Ενώ τη «βιωσιμότητα» του χρέους την εναποθέτει στην «ρήτρα ανάπτυξης» για την αποπληρωμή του υπολοίπου, «έτσι ώστε να εξυπηρετείται από την ανάπτυξη και όχι από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού». Φαίνεται να αγνοούν παντελώς τα βασικά.
Επειδή, το δημόσιο χρέος πληρώνεται πάντα από το δημόσιο ταμείο. Όχι από την ανάπτυξη. Η ανάπτυξη δεν πληρώνει χρέη. Απλά η νεοφιλελεύθερη λογική, που υιοθετεί φαίνεται και ο κ. Τσίπρας, λέει ότι όσο υπάρχει «ανάπτυξη», τόσο αυξάνουν τα έσοδα του κράτους κι έτσι δημιουργώντας πλεόνασμα στον προϋπολογισμό, μπορεί να πληρώνει το κράτος τα χρέη του. Επομένως, η αποπληρωμή του χρέους, είτε θα γίνει με ένα ατέρμονο κυνήγι του, περίφημου πια, πρωτογενούς πλεονάσματος, όπως συμβαίνει και σήμερα. Είτε με αναχρηματοδότηση μέσω νέου δανεισμού, αυξάνοντας με μαθηματική ακρίβεια την επιβάρυνση του χρέους. Τώρα όποιος θέλει να πιστέψει, ότι θα πετύχει περικοπή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους συναινετικά με «ευρωπαϊκή διάσκεψη», μετά από επίσης ένα συναινετικό «μορατόριουμ», ας το πιστέψει. Μπορεί να είναι δωρεάν για τον ίδιο, αλλά πολύ ακριβό για τον ελληνικό λαό, δυστυχώς.
Γιατί όμως, αυτή η επιμονή σε αδιέξοδες λύσεις, που θα οδηγήσουν τη χώρα με μαθηματική βεβαιότητα σε έναν νέο φαύλο κύκλο δανεισμού και χρέους, από τους ίδιους, μάλιστα, που έχουν οδηγήσει ήδη τη χώρα σε ελεγχόμενη χρεοκοπία;
Ίσως γιατί λύσεις δεν υπάρχουν, αν δεν είσαι αποφασισμένος για ρήξεις και μονομερείς ενέργειες και αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο, προσπαθείς να πιαστείς από τα μαλλιά σου, αν δεν έχεις ήδη αποφασίσει απολύτως συνειδητά, να τεθείς οριστικά και αμετάκλητα στο υπηρετικό προσωπικό των ξένων δανειστών και επικυρίαρχων μας, σε μια «αλλαγή βάρδιας» με τους σαμαροβενιζέλους, στον δικό τους ρόλο. Το συμπέρασμα όμως είναι, ότι αποδεκτή λύση για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο αυτή που προϋποθέτει τη, με οποιοδήποτε τρόπο, συναίνεση των δανειστών, εξ ου και οι αναφορές σε μορατόρια κτλ.
Όμως, πέραν μιας αδιόρατης εντύπωσης ότι μπορούν να δημιουργηθούν ευνοϊκές συμμαχίες για τη χώρα μας, -άραγε με ποιους, με τον κ. Ρέντζι, τον Ραχόι, ή με αυτόν που ο ίδιος αποκάλεσε «Ολανδρέου»- ο κ. Τσίπρας δεν αναφέρθηκε καθόλου σε τι συνίσταται αυτό που θα αποδειχθεί επαρκές για να μιλήσει με ίσους όρους με τους «εταίρους» και δανειστές μας, ώστε να καταφέρει να επιβάλει μια διαφορετική πολιτική, εθνικής, κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης, στο βαθμό που γίνει κατορθωτή μια διαπραγμάτευση επί της ουσίας.
Ποια είναι τα περιθώρια ελιγμών που διαθέτει, όταν ακόμα και αυτό το δειλό του 2012 «καμιά θυσία για το ευρώ», αντικαταστάθηκε με το εντελώς ανιστόρητο «το ευρώ είναι το εθνικό μας νόμισμα» και ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί απειλή για την Ευρώπη», που προσπάθησε να πείσει μόλις πρόσφατα στο Φόρουμ του Ιδρύματος Αμπροζέτι; Επειδή, φυσικά, όπως πολύ σωστά του επισημάνθηκε, δεν αναφέρθηκε ούτε στην Ευρώπη ως γεωγραφική περιοχή, ούτε σε αυτή με την πολιτιστική και την ιστορική της έννοια, αλλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους μηχανισμούς της. Από πού και ως που όμως ταυτίζεται η Ε.Ε. με την Ευρώπη;
Ο κ. Τσίπρας, αποκλείοντας, κατηγορηματικά, οποιαδήποτε προοπτική ρήξης μέσω μονομερών ενεργειών, δείχνει να θεωρεί την πολιτική ως αποτέλεσμα ορθών, ή λάθος αντιλήψεων, σωστών, ή λανθασμένων χειρισμών, που ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να αλλάξουν και να θεραπεύσουν πείθοντας και διαμορφώνοντας έτσι κατάλληλους συσχετισμούς στην Ευρώπη, αλλά τι θα γίνει μέχρι τότε, δεν απαντά. Δείχνει όμως με αυτόν τον τρόπο, να αγνοεί τα συμφέροντα, γεωπολιτικά, εθνικά, ταξικά.
Παραγνωρίζει, ότι είναι ακριβώς αυτά τα συμφέροντα που διαμορφώνουν τις αντιλήψεις, τους συσχετισμούς δύναμης, επιβάλλουν τις πολιτικές και σχηματοποιούν τους χειρισμούς.
Και επειδή ο «δρόμος για την κόλαση», ως γνωστόν, είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, τις οποίες και ουδόλως αμφισβητούμε, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι απολύτως σαφές:
Έχετε συνειδητοποιήσει ποιανού τα συμφέροντα καλείστε να υπηρετήσετε κύριε Τσίπρα και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ;
Συνεπώς, μέχρι που είστε διατεθειμένοι και προετοιμασμένοι να φτάσετε και προς ποια κατεύθυνση;
Τα ερωτήματα αυτά μην σπεύσουν κάποιοι να τα χαρακτηρίσουν. Είναι ειλικρινά ερωτήματα που προκύπτουν από την ανάλυση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτές εκτέθηκαν, αλλά συνηγορούνται και επιτείνονται από τις γενικότερες τοποθετήσεις των στελεχών του. Είναι βαθιά πολιτικά και επί της ουσίας. Από την απάντησή τους εξαρτάται, εν πολλοίς, η πορεία της χώρας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από εδώ και εμπρός, πολύ περισσότερο αν ο ΣΥΡΙΖΑ κληθεί να αναλάβει τα «ινία» της διακυβέρνησης!
10. Η ελάχιστη πολιτική συμφωνία που απαιτείται.
Ο ελληνικός λαός χρειάζεται εδώ και τώρα καθαρές απαντήσεις που οδηγούν σε ρεαλιστικές λύσεις και όχι πομφόλυγες εντυπωσιασμού και αμφισημίες αποπροσανατολισμού. Η εξαγγελία μέτρων ανακουφιστικού καθαρά χαρακτήρα, ως παροχή του κράτους «πατερούλη», που θα έλθει ενδεχομένως να υποκαταστήσει το κράτος «δυνάστη», πιθανώς σε μια διαδικασία εναλλασσόμενων ρόλων και όχι ως αποκατάσταση συλλογικού και ατομικού δικαιώματος και ταυτόχρονα, χωρίς να θίγεται στην καρδιά της η κυρίαρχη πολιτική και το ίδιο το κατοχικό καθεστώς, δεν είναι καθαρή απάντηση, δεν οδηγεί σε λύση και δεν αποτελεί πρόγραμμα και πολύ περισσότερο πρόταγμα για τον ελληνικό λαό.
Κανείς δεν μπορεί να παίζει, ή να πειραματίζεται ανέξοδα με τα προβλήματα, τις αγωνίες, τους πόθους, αλλά και τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού, ούτε οι ιδεοληπτικές εμμονές του οποιουδήποτε να καθορίζουν τις τύχες του.
Σίγουρα, στη προσπάθεια για ανακούφιση του ελληνικού λαού δεν είναι σε πρώτη προτεραιότητα η ρήξη με τους υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Το έχουμε τονίσει επανειλημμένα και το επαναλαμβάνουμε, προέχει η ανακούφιση του κόσμου. Αλλά, η πλήρης υποταγή, ή η αυταπάτη για ισότιμη συμμετοχή σε τέτοια υπερεθνικά κέντρα, που βρίσκονται πολύ μακριά για να νοιάζονται στοιχειωδώς για τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της πατρίδας μας, τίποτε δεν προσφέρει στην εξεύρεση του σωστού τρόπου και του σωστού δρόμου. Χωρίς στοιχειώδη αμφισβήτηση της επικυριαρχίας των κέντρων αυτών, με προσαρμογή των εξαγγελθέντων μέτρων ακριβώς στη δική τους λογική, ξεπλύματος πρώτα και κύρια των δικών τους μέχρι τώρα ευθυνών, όπως αυτές καταγράφηκαν, έστω μερικώς, στο ψήφισμα του ευρωκοινοβουλίου τον Μάρτη του 2014, δεν συνιστά τομή στα δεδομένα. Ούτε προοιωνίζει για οτιδήποτε καλό, παρά τη συνέχιση της ίδιας καταστροφικής πολιτικής με άλλον μανδύα.
Το Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μην εξαπατηθεί για ακόμα μια φορά ο ελληνικός λαός, έστω και αθέλητα. Παραμένοντας ανοικτοί στο διάλογο και την κριτική, πάντα δημόσια και μπροστά στον ελληνικό λαό, ζητούμε απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουμε και τοποθετήσεις επί της ουσίας.
Έτσι, κι επειδή, μόνο με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αποκατάστασης της Εθνικής Ανεξαρτησίας, της Λαϊκής Κυριαρχίας και της απόλυτης διασφάλισης του ενιαίου της ελληνικής επικράτειας, με την ταυτόχρονη εφαρμογή ενός ρεαλιστικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, που προϋποθέτουν, κατά τη γνώμη μας, απόφαση για ρήξη και ανατροπή του καθεστώτος με έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε., μπορεί να υπάρξει στοιχειώδης προοπτική για τη χώρα και για το λαό μας και για το οποίο κανείς, μέχρι στιγμής, δεν μας έχει αποδείξει και πείσει για το αντίθετο, ή διαφορετικό. Η επιμονή σε τέτοιες ρήξεις δεν αποτελεί ανέξοδο «παλληκαρισμό», ούτε η ανάγκη τους προκύπτει από κάποια ιδεοληπτική εμμονή, παρά μόνο ως απόρροια μιας ψύχραιμης επιστημονικής ανάλυσης των δεδομένων και στη βάση της σχέσης κόστους οφέλους για κάθε μια επιλογή ξεχωριστά.
Ένα τέτοιο σχέδιο, απολύτως τεκμηριωμένο, που προφανώς περιλαμβάνει, αρχικά, μέτρα ανακούφισης και αποκατάστασης των δικαιωμάτων, εντασσόμενα πλήρως στις στρατηγικές επιλογές μιας προς όφελος του λαού και της δημοκρατίας πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας, καθώς και τη βούληση για την εφαρμογή του, διαθέτει το Ε.ΠΑ.Μ. και αγωνίζεται για την δημιουργία των προϋποθέσεων και των όρων υλοποίησής του.
Το Ε.ΠΑ.Μ. ως αυθεντικό λαϊκό κίνημα από τα κάτω, που έχει την ευχέρεια και την δυνατότητα, να εμβαθύνει, να αναλύει και να συνθέτει, τεκμηριώνοντας επιστημονικά τις προτάσεις του, χωρίς δεσμεύσεις και εξαρτήσεις από οπουδήποτε, δεν νιώθει καμιά απολύτως «ανασφάλεια» ως προς την ορθότητα της πολιτικής επιλογής του. Προς επίρρωση μάλιστα αυτής της βεβαιότητας και προς χάριν της διευκόλυνσης ενός ανοικτού και γνήσιου δημοκρατικού διαλόγου, χωρίς «στεγανά» και ενώπιον του ελληνικού λαού, με τρόπο που να γίνει κοινωνός όλων ανεξαιρέτως των απόψεων (κάτι το οποίο αποτελεί αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση), θα μπορούσε ενδεχομένως να τεθεί ως βάση συζήτησης -σ’ ό,τι αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα- η συνολική ρήξη με το ευρωσύστημα να υιοθετηθεί ως πολιτική επιλογή, έστω και στην περίπτωση μόνο που αυτό καταστεί αναγκαίο. Και εν τέλει, ο ίδιος ο λαός αυτοπροσώπως, να είναι εκείνος που θα αποφασίσει για το «τι», το «πώς», το «πότε» και το «γιατί».
Για το λόγο αυτό, η κατάθεση της προγραμματικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί αφορμή και αφήνει μια χαραμάδα έστω, για ουσιαστικό διάλογο που οφείλει να ανοίξει άμεσα, χωρίς προαπαιτούμενα, με ελεύθερη παράθεση κάθε άποψης με ουσιαστικά επιχειρήματα γύρω από τα κομβικά αυτά ζητήματα για τη χώρα και το λαό. Στην αδήριτη αυτή ανάγκη των καιρών, το Ε.ΠΑ.Μ. σπεύδει πρώτο να ανταποκριθεί.
Ένας τέτοιος διάλογος μόνο θετικά θα επιδρούσε σε όλους και θα βοηθούσε αποφασιστικά στη δημιουργία κλίματος για μια ελάχιστη πολιτική συμφωνία, που αποτελεί αίτημα του λαού και εκφράζεται με το απλό «βρείτε τα». Μια τέτοια ελάχιστη συμφωνία στα βασικά, θα έδινε νέο αέρα στη δημιουργία ενός ακαταμάχητου πλειοψηφικού λαϊκού ρεύματος με αυτοπεποίθηση, που θα οδηγούσε πιο γρήγορα στην έξοδο από την κρίση, και με πιο ασφαλή αποτελέσματα, τόσο για τη χώρα, όσο και για τον χειμαζόμενο ελληνικό λαό, δίνοντας παράλληλα ένα ανεπανάληπτο μάθημα δημοκρατίας προς όλους.
Η κατάσταση του λαού και της πατρίδας βρίσκεται σε εξαιρετικά κρίσιμο σημείο και δεν χωρούν μικροκομματικοί υπολογισμοί, ιδεοληπτικές συμπεριφορές, ισχυρογνωμοσύνες και αίσθηση αυτάρκειας και παντογνωσίας. Πολύ περισσότερο δεν χωρά η προχειρότητα. Το γεγονός, ότι διαφαίνεται σταδιακά η αποδοχή μιας κυβερνητικής λύσης υπό τον ΣΥΡΙΖΑ από μια πλειάδα κέντρων στο εξωτερικό, δεν σημαίνει οπωσδήποτε κάτι καλό για τον λαό και τη χώρα. Μπορεί να σημαίνει παγίδευση, ή ακόμα χειρότερα ανομολόγητες δεσμεύσεις παρασκηνίου σε βάρος της χώρας και του λαού.
Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε, ότι οι προκλήσεις βρίσκονται μπροστά και η κατάρρευση της συγκυβέρνησης που φαίνεται ότι επέρχεται νομοτελειακά, απαιτεί την εγρήγορση όλων και πρώτα και κύρια του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του, για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και ακριβώς σε αυτόν τον στίβο και σε αυτήν την πορεία κανείς δεν πρόκειται να βρεθεί στο απυρόβλητο. Θα κριθούν αμείλικτα και απόψεις και πολιτικές και προθέσεις. Και πρόσωπα και πράξεις και παραλήψεις. Όλοι και όλα.
Στην κατεύθυνση αυτή, ήδη έχουμε καλέσει πρόσφατα και για ακόμα μια φορά, τους πάντες, που δηλώνουν δημοκράτες και «αντιμνημονιακοί» στην πιο πλατιά συσπείρωση για τη δημιουργία ενός νέου εθνικοαπελευθερωτικού πόλου δημοκρατικού διεμβολισμού του συστήματος με στόχο την ανατροπή του και την απελευθέρωση της χώρας από τα δεσμά των ξένων επικυρίαρχων και των ντόπιων συνεργατών τους, με βάση, χωρίς να αποτελεί προαπαιτούμενο, το ολοκληρωμένο σχέδιο που ήδη έχουμε προτείνει και έχουμε θέσει σε δημόσιο διάλογο. Αναμένουμε!
Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 2014
Η Πολιτική Γραμματεία του Ε.ΠΑ.Μ.