ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ;
Τοῦ Γιώργου Νικολακάκου
Η περιόδος πού άρχίζει ἀπό τήν ἀναρριχησι του Ανδρέα στήν ἐξουσία χαρακτηρίζεται ἀπό ἄκρατον εὐδαιμονισμό ἀλλά καί ἀπό ἕνα ίδεολογικό κενό. Εῖναι μιά περίδιος κενή ἀπό ίδεώδη καί ἀξίες. Οἰ ἰδεολογίες δέν λειτουργοῦν σάν ἐπνευστικές δυνάμεις. Εχομε φθάσει σέ μιά ἔποχή πού ἡ κριτική δέν ἀποτελεῖ ἔκφρασι ἀντιθέσεως πρός τήν ὑφισταμένην κοινωνικήν τάξι. Αντίθετα, ἡ κοινωνική καί πολιτική κριτική ἐξακολουθεῖ νά ἐντάσσεται στά παλαιά καλούπια τῆς ἀριστερᾶς πού συνίσταται στό νά ὑπενθυμίζη παλιές «αμαρτίες»
τῆς Δεξιᾶς.Φυσικά ἡ σοσιαλιστική καί μαρξιστική ἰδεολογία ἔχουν ὑποστῆ σοβαρά ρήγματα. Καί ὄμως διατηροῦν τήν τάσιν ἀδιαλλαξίας, χαρακτηριστική τῆς ἰδεολογίας τους, καί ἐξακολουθοῦν νά πιστεύουν ὄτι εἶναι θεματοφύλακες τοῦ ἤθους, οἱ ἐκφραστές τῆς προοεδευτικῆς σκέψεως καί οἱ φορεῖς τῆς συνείδησεως τῆς ἐργατικῆς τάξεως. Οἰ φιλελεὐθεροι καί οἱ συντηρητικοί, ἀντιθέτως, ασχολοῦνται μέ τά κοινωνικά προβλήματα κατά τρόπον ἀποσπασματικό. Πιστεύουν ὄτι τά προβλήματα μποροῦν νά λυθοῦν μέ τήν ἐφαρμογή
εἰδικῶν γνώσεων καί δέν ἀσχολοῦνται μέ τό κύριο κοινωνικό ρεῦμα, τό ὀποῖον ἀφήνουν νά άκολουθήση τήν ροή του. Ετσι δημιουργεῖται ἕνα κοινωνικό καί πολιτικό κλίμα πού ἐκτρέπει τά μέλη τῆς κοινωνίας ἀπό κάθε ζωτική προσπάθεια καί καταλήγουν νά χαιρετίζουν μέ μεγαλύτερον ζῆλο τά ὑλικά προϊόντα τοῦ πολιτισμοῦ παρά τά πνευματικά ἔργα.
Ὄταν ἐκλείπουν οἱ ἰδεατοί σκοποί τά ἄτομα γίνονται δεκτικά τῶν νοημάτων ἐκείνων πού συγκροτούν τήν εἰκόνα πού περισσότερο ταιρίαζει στόν χαρακτῆρα τοῦ μαζανθρώπου. Καί ὄταν οἰ ταγοί μιᾶς ίδεολογίας μετατρέπουν τά μέσα ἐνημερώσεως πού ἐλέγχουν ἥ πού πρόσκεινται πρός αὐτούς σέ ἕνα ἐργαστήριο πού ἐπεξέργαζεται σέ ἕνα σύνολον πεποιθήσεων καί ἀπόψεων γιά νά τό κατευθύνουν στό μαζικό ἀκροατήριο, δηλαδή ἀναλάμβάνουν νά παραπέμψουν τήν μάζα σέ ἐκεῖνα τά νοήματα πού ὑπαγορεύει ἡ ίδεολογία, ἡ χειραγώγησις τῆς
σκέψεως καί τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῶν τῶν ἀτόμων γίνεται καταπληκτικά εὔκολη. Τίς διαστάσεις αυτοῦ τοῦ προβλήματος τίς δίνει ὁ καθηγητής Βασίλης Καραποστόλης μέ τόν πιό ἐναργή τρόπο.
Τὀ μεγάλο πολιτικό καί κοινωνικό γεγονός τῆς ἐποχῆς τοῦ 70 καί 80 ἤταν τό μαζικό κίνημα τοῦ Πασοκ πού ἔθεσε τήν ἀνεξίτηλη σφραγίδα του στήν πολιτική ζωή τῆς χῶρας. Τὀ Πασοκ καλλίεργησε ἔνα ἤθος πού εἶναι ἀντίθετο μέ τό πνεῦμα από τό ὀποῖον ἐμφορεῖτο ὀ λαός γιά πολλούς αἰῶνες. Τό μαζικό κίνημα τοῦ Πασοκ συνοδεύθη κατ’άρχήν, ἀπό ἕναν «ἐπαναστατικόν» ἄνεμον, Οἰ διεκδικήσεις τῶν σοσιαλιστῶν πού ἀδρανοῦσαν στήνΕλλάδα ἀναδύθηκαν σάν παρορμητικά ὄνειρα πού ζητούσαν τήν ἄμεση ἰκανοποίησιν τους. Δέν εἶναι
τυχαῖο τό σύνθημα τοῦ Πασόκ «»εδῶ καί τῶρα». Τό Πασόκ γνώριζε ὄτι ἡ ἰκανοποίησις κάθε ἀπαιτήσεως ἔπρεπε νά ἀναβληθῆ, τουλάχιστον γιά ορακτικούς λόγους, ἀλλά δέν μποροῦσε καί νά συστήση στούς ὀπαδούς του νά δείξουν μετριοπάθεια. Αν καί ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται παραξενο, γιά νά χαλιναγωγήση τά πλήθη του, χρησιμοποίησε συνθήματα πού, στήν πραγματικότητα δίνουν ἔναυσμα στίς διεκδικήσεις τῶν μαζῶν.Αὐτό, ὄμως, ἀποτελοῦσε μέρος μελετημένου σχεδίου διότι δημιουργοῦσε τήν αἴσθησιν ὄτι ὀσονούπω οἱ διεκδηκήσεις θἀ
ἰκανοποιηθοῦν.Τὀ γεγονός ὄτι ἡ ἰκανοποίησις αὐτῶν τῶν διεκδικήσεων καθιστεροῦσε, δέν δημιούργησε σοβαρό πρόβλήμα στό Πασόκ διότι κατόρθωσε νά κρατά ζωντανές τίς προσδοκίες τῶν ὀπαδῶν του. Ἡ λαϊκίστικη ρητορική, οἱ νεφελώδεις ὑποσχέσεις, ἡ ἀναπραγωγή εἰκόνων ἀπό μία ὀδυνηρή ἐποχή, ἡ καλλίεργει στό ἔπακρον τῶν πελατειακῶν σχέσεων, καί πολλές ἄλλες μέθοδοι πού χρησιμοποίησε τό Πασόκ,ἀπέτρεψαν τίς ὄποιεσδήποτε ἀθετήσεις νά μετατραποῦν σέ ἔντονη δυσφορία.
Ή ήγεσία τοῦ Πασόκ γνώριζε ὄτι ὁ ἐπαναστάτης σήμερα δέν ξεσηκώνεται ἀπό ἀγανάκτησιν γιά τίς συνθῆκες τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Πρῶτον, ὁ σημερινός ψηφοφόρος εἶναι ἀνίκανος νά συλλάβη καί νά θέση σάν στόχο μιά ἐναλλακτική λύσι καί νά χαράξη τήν πορεῖα πού θά ὀδηγῆ σέ αὐτήν τήν λύσιν. Αν ἔχη λόγους νά δυσφορῆ, δυσφορεῖ διότι, σέ ὄτι ἀφορά τήν κάθε εκδήλωσιν τῆς ζωῆς μας, οἱ ἀλήθειες στίς ὀποῖες πίστευε ἔχουν άποσυντεθῆ τελείως, διχως, ὄμως νά ἔχουν διατυπωθῆ καινούριες πού νά χρησιμεύουν σάν ἀξιολογικά κριτήρια
γιά τήν έπικύρωσιν καί δικαίωσιν τῶν πράξεων του καί τῆς δράσεως του. Παρόμοιες διαπιστώσεις εἶχε κάνει πρίν άπό ἀρκετά χρόνια καί ὁ C. Wright. Mills ὁ ὀποῖος ἔγραφε ὄτι «ἥ δέν ἐπιυθμοῦν ἥ δέν ἔχουν τήν ἰκανότητα νά μοχθοῦν γιά νά άποκτήσουν τήν λογική πού προϋποθέτει ἡ ἐλευθερία», καί κατ’ ἐπέκτασιν, ἡ κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, πολύ περισσότεον μιά ἐπανάστασις. Ὀ ἔνθρωπος ἐξεγείρεται ἀπλῶν καί μόνον γιατί βρίσκεται σέ ἕνα ἠθικό ἀδιέξοδο. Αφοῦ τὀ ἄτομο ἔχασε τήν πίστιν του στίς ἀξίες πού πιστεύει καί
αφοῦ δέν ἔχει τήν ἰκανότητα νά δημιουργήση νέες, βρίσκεται σέ μιά σύγχυσι πού συχνά τό ὀδηγεῖ σέ κάποια «ἐξέγερσι».
Τό πρόβλήμα τοῦ καιροῦ μας δέν ἔγκειται μόνον στό ὄτι οἱ μάζες δέν μποροῦν νά συλλάβουν τήν ἀπειλή κατά τῶν ἀξιῶ, ἀλλά ἡ ἔλλειψις ἠγετῶν στήν πολιτική πού νά θέλουν καί νά μποροῦν νά χρησιμοποιοῦν ἀξιολογικά κριτήρια γιά τήν ἀξιολόγησιν τῶν πρωτεραιοτήτων τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων. Στήν πολιτική δεσπόζουν αὐτοί πού δέν διαθέτουν τήν ἀπαιτούμενην διορατικότητα καί πού κατέχουν τήν πναυματικήν δύναμιν ἡ ὀποῖα εἶναι ἀναγκαῖα γιά νά ἀντισταθοῦν στό ρεῦμα πού ἀπειλεῖ νά παρασύρη καί νά καταστήση τό ἄτομο
ἔρμαιον τῆς κάθε καταστροφικῆς δυνάμεως πού ἀπειλεῖ τήν κοινωνία. Ἁλλά δέν ὑπάρχουν καί πνευματικοί ἄνθρωποι πού νά κατέχουν αὐτά τά προσόντα. Αν ὑπάρχη κάποιος πνευματικός ἄνθρωπος πού δείχνει ἐνδιαφέρον γιά τά κοινωνικά προβλήματα, ἡ μελέτη του τῶν κοινωνικῶν φαινομένων συνίσταται συνήθως στήν ἐπεξεργασία ἐννοιῶν καί κατηγοριῶν in abstraction ὧστε οἱ ἔννοιες, αυτές νά μήν μποροῦν νά ὑπηρετήσουν κανέναν πρακτικόν καί κοινωνιολογικόν σκοπό.
Ἔνας ἄλλος διαπρεπής μελετητῆς τῶν κοινωνικῶν φαινομένων ὁ David Riesman, ἔχει κάνει παρόμοιες διαπιστώσεις γιά τόν χαρακτῆρα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει σκιαγραφήσει ἕνα πορταίτο τοῦ ἀτόμου πού φέρει ἔντονα τά χαρακτηρηστικά τοῦ μαζανθρώπου τοῦ Ortega y Gasset. Στήν κοινωνία συναντάμε δῦο τύπους: τόν ἐσωκατευθυνόμενον καί τόν ἐτεροκατευθυνόμενον, ὄπως τούς ἀποκαλεῖ. Ὁ ἐσωκατευθυνόμενος εἶναι ὁ τῦπος πού ἔχει ἐπίγνωσιν τοῦ σκοποῦ, ἀντλεῖ τίς ἀξίες του ἀπό τήν παράδοσιν, ἀπό τήν ἐμπειρία, καί ἀντιμετωπίζει
τά κοινωνικά προβλήματα μέ άνάλογον τρόπο. Ὀ δε ἐτεροκατευθυνόμενος, εἶναι ὀ τῦπος πού συντάσσεται μέ τήν μάζα καί συμορφώνεται μέ τίς ἐμφανεῖς ἀξίες τῶν ἀτόμων μέ ὀποῖα ἔρχεται σέ ἐπικοινωνία. Αὐτός ὁ τῦπος προσανατολίζεται πρός τήν κατανάλωσιν. Γιά αὐτόν, ἡ ἰκανοποιησις πού αἰσθάνεται γιά τό κάθε του κατόρθωμα εἶναι ἀνευ σημασίαςΕχει χάσει τήν αὐτονομία του καί δέν ἐνδιαφέρεται νά ἀρθῆ πάνω ἀπό τό ἐπίπεδο τῆς μάζας ἡ νά διαμορφώση ἕνα δικό του πρότυπο ζωῆς γιατί ἡ σκέψις του δέν μπορεῖ νά ὑπερβῆ τά
δεδομένα τῆς ὑπαρχούσης καταστάσεως. Ἡ δημιουργία ἑνός προτύπου ζωῆς προϋποθέτει τήν άμφισβήτησιν τοῦ βασικοῦ πλαισίου τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος καί αὐτό ὑπερβαίνει τήν πνευματική καί διανοητική του ἐμβέλεια. Στήν μεταπολιτευτική περίοδο, καί πιό συγκεκριμένα μέ τήν ἐμφανισιν του Πασοκικοῦ κινήματος , ἄρχισε νά διαμορφώνεται ὁ τῦπος τοῦ ετεροκατευθυνόμενου ἀνθρώπου καί ἔφθασε νά κυριαρχίση στήν ἐλληνική κοινωνία. Εως ὄτου διαπλαστεῖ ὀ ἐσωκατευθυνόμενος τῦπος, ὀ ἐλληνικός λαός δέν θά ἐπιδιώξη νά
βγεῖ ἀπό τό ἠθικό τέλμα καί θα διολισθαίνει πιό πολύ πρός τόν ήθικόν ἐκφυλισμὀ