Στη διευκρίνιση ότι ο έλεγχος των δικαιολογητικών κατά την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων για την μετατροπή συμβάσεων σε αορίστου χρόνου δεν αμφισβητεί τα κριτήρια του ΠΔ Παυλόπουλου προχώρησε το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Επίσης, σημειώνεται ότι ο
έλεγχος σύντομα θα επεκταθεί και σε άλλους φορείς και υπηρεσίες του Δημοσίου, πλην των δέκα δήμων που εξετάστηκαν πρώτοι εξαιτίας του μεγάλου αριθμού μονιμοποιήσεων.
Στο ενημερωτικό σημείωμα του υπουργείου τονίζεται ότι με βάση το ΠΔ 164/2004 -με το οποίο συμμορφώθηκε η χώρα με κοινοτική οδηγία- μονιμοποιήθηκαν συνολικά 35.200 συμβασιούχοι από τους 75.000 που είχαν υποβάλει σχετική αίτηση.
Η πλειονότητα αυτών πληρούσε όλους τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη μονιμοποίηση. Σημειώνει, ωστόσο, ότι αρκετοί συμβασιούχοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία αυτή με δόλιο τρόπο, για να διοριστούν μόνιμα στο δημόσιο, παρ’ ότι δεν το δικαιούνταν.
Κατά το υπουργείο, ο επανέλεγχος διεξάγεται για να εντοπιστούν και να αποκατασταθούν παραβιάσεις της νομιμότητας κατά τη μονιμοποίηση συμβασιούχων, καθώς υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για μετατροπές που έγιναν με χρήση πλαστών δικαιολογητικών.
Επισημαίνει δε ότι ο επανέλεγχος γίνεται βάσει των ίδιων ακριβώς κριτηρίων που προέβλεπε το Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο, όπως σημειώνει το υπουργείο, δεν τίθεται σε αμφισβήτηση.
Ο επανέλεγχος ξεκίνησε από δέκα δήμους, διότι πρόκειται για τους δήμους με τον μεγαλύτερο αριθμό μονιμοποιήσεων συμβασιούχων, όπως αναφέρει το υπουργείο, ενώ διευκρινίζει ότι για την επιλογή τους ελήφθη υπόψη ο συνολικός αριθμός των μονιμοποιήσεων μέσω μετατροπών, με βάση τα στοιχεία που χορήγησε το ΑΣΕΠ και κάνει γνωστό ότι η διαδικασία ελέγχου θα επεκταθεί σύντομα και σε άλλους φορείς και υπηρεσίες του δημοσίου.
Την απόφαση για το αν η μετατροπή ήταν παράνομη και αν ο υπάλληλος προκάλεσε την παράνομη μετατροπή (στην περίπτωση αυτή η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδίκαια) λαμβάνει το ΑΣΕΠ, το οποίο πρότεινε τη διαδικασία επανελέγχου, με ομόφωνη πρόταση της Ολομελείας του.
Από το υπουργείο γίνεται γνωστό ότι η έρευνα διενεργείται από κλιμάκια που αποτελούνται από τουλάχιστον δύο έμπειρα στελέχη της δημόσιας διοίκησης (ο ένας τουλάχιστον επιθεωρητής ή βοηθός επιθεωρητής ελεγκτικού οργάνου του δημοσίου και ο δεύτερος μπορεί να είναι υπάλληλος του δημοσίου, πανεπιστημιακής εκπαίδευσης), ενώ σημειώνει ότι το κλιμάκιο ελέγχου υποχρεούται, πριν υποβάλει τη σχετική του έκθεση, να καλέσει τον υπάλληλο για τυχόν πρόσθετες πληροφορίες ή διευκρινίσεις.