ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΜΠΝΕΥΣΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ;
Γράφει ὁ Γιῶργος Νικολακάκος
Εἶναι θλιβερό ὄτι σήμερα πού ἀποφοιτά ἀπό τά ἀνώτατα ἐκπαιδευτικά ίδρύματα τῆς χῶρας ἕνας σημαντικώτατος ἀριθμός ἀτόμων νά μήν ἔχη ἀναδειχθῆ κανένας ἀξιόλογος λογοτέχνης ἥ διανοητής. Όταν συγκρίνωμε τό πνευματικό ἔργο τῶν Ελλήνων τοῦ 18ου καί 19ου αίώνα μέ τό πνευματικό ἔργο τῶν Ελλήνων τῶν τελευταίων δεκαετιῶν πρέπει νά ἀπαγοητευώμεθα οἰκτρά.Τό τελευταῖο τέταρτο τοῦ 18ου αίῶνα χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἐμφάνισιν τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ. Οἱ κυριώτερες πνευματικές κατευθύνσεις τῆς περιόδου εἶναι ἡ
συζήτησις γιά τό γλωσσικό ζήτημα, το ὀποῖον σχετίζεται ἄμεσα με τό ζήτημα τῆς παιδεῖας τοῦ ἔθνους, καθῶς καί ἡ προετοιμασία τῆς ἐπαναστάσεως καί τῆς ἐπακόλουθης πολιτικῆς καί πνευματικῆς αναγεννήσεως.Στἀ χρόνια ἐκείνα παρατηρεῖται καί μιά μερική ἄνθησις τοῦ ποιητικοῦ λόγου μέ δῦο πόλους: ἀπό τήν μία ποιητές πού ἀνήκουν στό κλίμα τῶν φαναριωτῶν καί ἀπό τήν ἄλλη οἰ ἐπτανήσιοι ποιητές πού χαρακτηρίζονται ὧς προσολώμικοί. Κεντρικές προσωπικότητες ὄμως εῖναι οἱ λεγόμενοι «πρόδρομοι», ὁ Αθάνάσιος
Χριστόπουλος, ο Ρῆγας Φεραῖος καί ὁ Ιωάννης Βηλαρᾶς.
Στήν σημερινή ἐποχή ὄχι μόνον δέν παράγεται σημαντικό πνευματικο ἔργο, ἀλλά, ἀντίθετα, βλέπομε συντονισμένα πυρά νά ἐκτοξεύωνται ἐναντίον τῆς Ελλάδος ὧς ἔθνους καί ὧς ἀπό τούς λεγόμενους πνευματικούς ἠγέτες οἱ ὀποίοι ἀνάλογα με τούς χορηγούς τους χορεύουν καί ποδοπατοῦν τά ἱερά καί ὄσια τῆς φυλῆς. Χλευάζουν καί ἀσχημονοῦν πάνω στό σῶμα τῆς Ελλάδος. Μιλοῦν Ελληνικά ἀλλά δέν εἶναι Έλληνες. Είναι Ελληνόφωνοι, μια μικρή μερίδα σε όλα τα πανεπιστήμιά μας, τις φιλοσοφικές λεγόμενες σχολές, και στα τμήματα
Ιστορίας, Φιλολογίας αλλά και Θεολογίας, στα Παιδαγωγικά Τμήματα όπου διδάσκουν γενίτσαροι καθηγητές και καθηγήτριες γνωστές για το ανθελληνικό τους μένος στο πανελλήνιο που συγγράφουν και τα αντίστοιχα διδακτικά βιβλία.
Ο Χριστόπουλος ἤταν κυρίως ποιητῆς. Οί στίχοι του σέ ὄλα τά ποιήματα του εἶναι κομψοί καί ἀρμονικοί, δίχως νά τά χαρακτηρίζη λυρικό βάθος. Ἔγραψε τό δρᾶμα «Αχιλλεύς», τά «πολιτικά παράλληλα καί τά «λυρικά». Τό ἔργο τοῦ Βηλαρά εῖναι λίαν σημαντικό καί ποιοτικῶς καί ποσοτικῶς. Στούς νέους τῆς ἐποχῆς του προσέφερε φωτεινά καί ὑψηλά ἠθικά διδάγματα, ἀλλά μέ τήν ἰδίαν ἄνεσιν ἐκαυτήριασε τά κακῶς κείμενα τῆς ἐποχῆς του. Μέ τό θαυμάσιον ὗφος του τήν ἀρμονικήν γλῶσσα του, τῶν πλοῦτον τῶν είκόνων καί μεταφορῶν τίς
ὀποῖες χρησιμοποιεῖ στό ἔργον του ἔλαβε μίαν ἀπό τίς πρῶτες θέσεις στόν κόσμο τῶν ποιητῶν τῆς ἐποχῆς του. Υπῆρξε έπίσης ἕνας ἀπό τούς πρωτοπόρους τῆς δημοτικῆς.
Ο Ρῆγας ὑπῆρξε μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες μορφές τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Εστάθη ἐθνικός διδάσκαλος μοναδικός καί ποιητῆς ἀπαράμιλλος. Ἤταν ό ἐπνευστής μιᾶς ὑπερόχου ποιήσεως ή όποῖα ἀπέβη ἐνθουσιαστηρια διαφώτησις γιά τόν υπόδουλον λαόν. Τό ἔργο τοῦ Ρῆγα εἶναι τεράστιο ἀπό ἐθνικῆς ίδίως ἀπόψεως, Τά φλογερά ποιήματα του δέν ἀφύπνησαν μόνον τόν ὑπόδουλον λαό ἀλλά τοῦ ἔδωσαν μεγάλο θάρρος στόν ἄνισον ἀγῶνα είς τόν ὀποῖον εἷχε ἐπιδοθῆ.Σκοπός τοῦ Ρῆγα δέν ἤταν νά προσφέρη κυρίως ποιητικόν ἔργο ἀλλά
ἐθνικόν. Διά αὐτό τά ἔργα του εἶναι ἀπό ποιητικῆς ἀπόψεως μέτριον. Ὠστόσο, ὀ Θούριο, ὄχι μόνον ἐπέτυχε νά ἐπνεύς, ἀλλά ἔγινε τραγούδι καί προσευχή, ὗμνος καί ὡδή τῶν ὑποδούλων. Τὀ φρόνημα των κατά τοῦ τυράννου ἀναπτερώθη καί καί ἐστάθη τό ἱσχυρότερον ὄπλον των στίς κρισιμώτερες στιγμές τῆς προετοιμασίας καί τῆς ἐξεγέρσεως.
Στό μεγάλο γεγονός τῆς Επαναστάσεως τοῦ 1821 ἀναπτύχθη σημαντικά ή λογοτεχνία καί ἤταν τά πρῶτα χρόνια τοῦ νεοσύστατου ἐλληνικοῦ κράτους. Μέσα στήν δεκαετία του 1820 γράφτηκαν τά πρῶτα ποιήματα μέ θέμα τήν Επανάστασιν ἀπό δῦο Επτανησίους ποιητές, τόν Σολωμό, καί τόν Κάλβο. Τά πρῶτα ἔργα τοῦ Σολωμοῦ εἶναι θησκευτικοῦ καί φυσιολατρικοῦ περιεχομένου, ὄμως ή ἔκρηξις τῆς Ελληνικῆς Επαναστάσεως τοῦ παρέχει τήν εὐκαιρία νά στραφῆ μέ μεγαλύτερον ζῆλο σέ ἕνα ἄλλο εἶδος ποιημάτων, τά πατριωτικά. Στόν λόφο τού Στράνη,
καθῶς ἀτενίζει πρός τό ἔναντι τοῦ τό μόλις όρατό Μεσολόγγι,γράφει τόν «Υμνον είς τήν Ελευθερίαν». Ακολουθοῦν «Οἰ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι», ἡ «Ξανθούλα», καί πολλά ἄλλα.
Τα ἔργα του Κάλβου χαρακτηρίζονται ἀπό λυρική λιτότητα. Το ποιητικόν του ἔργο εἶναι ἐπνευσμένο ἀπό τόν διακαή πόθο τοῦ ἐλληνικοῦ ἔθνους νά ἀποκτήση τήν ἐλευθερίαν του. Η ὡδή εῖς τόν Ιερόν Λοχον, ἐπί κεφαλῆς τοῦ ὀποίου ἤτο ὁ Αλεξανδρος Υψηλάντης ἀναβίωσε εῖς τήν Ελληνικη σκέψι ἀρχαῖα τρόπαια. Τονίζει ὄτι οί ἥρωες οὐδέποτε πεθαίνουν καί ὁ χρόνος δέν δύναται νά ἐξαφανίση τήν θυσίαν καί τό παράδειγμα των. Τονίζει ὄτι κᾶθε ἑλληνίς θά παραδειγματίζη τά τέκνα της μέ τήν θυσίαν τῶν ἡρώων τοῦ Ιεροῦ Λόχου καί μέ
αὐτόν τόν τρόπον ἐξασφαλίζεται ἡ αθανασία τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἔργο του δίνει ἕνα υπερβατικό νόημα στήν ζωή δίχως νά καταφεύγη σέ μεταφυσικές ἔννοιες
Ο 19ος Αιῶνας ἔχει νά παρουσιάση πλουσιώτατο λογοτεχνικο ἔργο, ὄπως τά ἔργα του Παπαδιαμάντη, τοῦ Παλαμά, τοῦ Γρυπάρη, τοῦ Βαλαωρίτη Μαβίλη καί πολλῶν ἄλλων. Τά ἔργα τῶν λογοτεχνῶν, ὄπως τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ Κάλβου, τοῦ Μαβίλη, τοῦ Σουρή διαγείρουν τά συναισθήματα, κεντρίζουν τήν σκέψιν καί ανεβαζουν τόν ἀναγνώστη σέ ἕνα ἀνώτερο πνευματικό ἐπίπεδο.Τά ποιήματα τοῦ Παπαδιαμάντη ἐκφράζουν μιά πραγματική λατρεῖα πρός τήν φύσιν καί διεισδύουν στόν εσωτερικόν κόσμο τού ανθρώπου.Τά δε ἔργα τοῦ Μαβίλη προκαλοῦν
βαθειά πατριωτικήν ἔξαρσι. Τό ἔργο τού Παπαδιαμάντη εἶναι συνήθως θρησκευτικόν .Τό ἐξωτερικόν περιβάλλον προσφέρεται μέ ἀληθινή λατρεῖαν πρός τήν φύσιν. Υπάρχει, ὄμως καί μία ὀξυτάτη ψυχολογική περιγραφή μιά εὐστοχος διείσδησις είς τόν ἐσωτερικόν κόσμον τῶν ἠρὠων του. Η γλῶσσα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι ἡ καθαρεύουσα, ἀλλά ἡ καθαρεύουσα αὐτή παρουσίαζει μιά μουσικότητα καί ἕναν φραστικόν πλοῦτον, χάρις είς τόν ἀριστουργηματικόν τρόπον μέ τόν ὀποῖον προσφέρει ὄλα αὐτά. Τό κεντρικό νόημα τοῦ ἔργου του εἶναι
ὄτι ἡ ἐσωτερική δύναμις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ καλύτερος ὀπλισμός του διά να ἀνταπεξέρχεται τίς αντιξόοτητες τῆς ζωῆς.
Ο Παλαμᾶς μέ τά ἔργα του ἐπεξεργάζεται ὄλες τίς ἀρετές τοῦ ἀνθρώπου. Ἑμύησε δε τούς πνευματικοῦς ἀνθρώπους στήν ξένην ὑψηλήν φιλολογίαν. Διά μίαν πεντηκονταετία ἐγαλούχησε τά ἰδανικά τῆς φυλῆς μας καί τοῦ ἐλληνικοῦ ὀραματισμοῦ. Ο λόγος του κλείει φιλοσοφικόν στοχασμό, λυρισμόν καί πατριδολατρεῖα. Υπῆρξε ἔνθερμος ἐθνικιστής μέ ἐκτενέστερους δραματισμούς. Τό ποιήμα Παῦλος Μελάς, σε ἰαμβικό μέτρο καί ζευγαρωτή ὀμοιοκαταληξία ἔχει ὄλα τα χαρίσματα καί τά γνωρίσματα τοῦ παλαμικοῦ ἔργου: σαφήνιαν ,
μουσικότητα, εὐλυγίαν καί χάριν.
Ο Γρυπάρης ό πιο σύγχρονος, εἶναι ἄφθαστος σέ μεταφράσεις τῶν ἀρχαίων κλασσικῶν. Ο Γρυπάρης ἐξυμνεῖ τήν προσωπικήν ἀξιοπρέπεια καί προσπαθεῖ νά ἀποτρέψη τούς ζηλωτές τῆς νοοτροπίας ἀπό τούς σκοπούς των. Μόνον ἡ προσωπική δημιουργία προβάλλει τήν αυθύπαρκη προσωπικότητα του ανθρώπου καί καθαγιάζει τούς σκοπούς του.
Ο Λορέντζος Μαβίλης ἤταν ἕνας ποιητής, μέγας πατριώτης καί πολεμιστής, Υπῆρξε μία πολύ ίδιαίτερη προσωπικότητα καί ἕνα χαρισματικό ἄτομο. Ιδεαλιστής μέ πρότυπό ἀνδρός προς τό ὀποῖον συνεχῶς προσπαθοῦσε (και κατάφερε) να φτάση, τόν Ιππότη. Εὐαίσθητος όχι όπως θεωρούμε σήμερα τήν εὐαισθησία σάν ἀδυναμία ἀλλά μάλλον δεκτικός σέ ό,τι ὑπῆρχε καί συνέβαινε καί μέ αὐξημένο τό αἴσθημα τοῦ καθήκοντος. Άλλωστε τήν δύναμιν του τήν ἀπέδειξε πολεμῶντας μέχρι το τέλος τῆς ζωῆς του. Ὅταν κηρύχθηκαν οἱ Βαλκανικοί πόλεμοι, σέ
ἠλικία 52, ἐτῶν ζητᾶ νά καταταγῆ στρατιώτης ἀλλά δέν γίνεται δεκτός λόγω ἠλικίας. Έτσι, ἐπίμονος καθῶς ἤταν βρίσκει ἄλλη λύσι. Κατατάσσεται στό Γαριβαλδινό Σῶμα τοῦ Ρῶμα μέ τόν βαθμό τοῦ λοχαγοῦ. Πολεμάει γενναῖα καί ἠρωικά, ὄπως ἄλλωστε καί στό παρελθόν, νοιώθοντας πῶς στόν πόλεμο γιά τήν πατρίδα ἡ ζωή του βρίσκει δικαίωσιν. Σκοτώνεται στις 28 Νοεμβρίου 1912 στόν Δρίσκο, τυχερός ἀφοῦ ἀξιώθηκε τόν θάνατο πού πόθησε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο στήν ζωή του, στό πεδίον τῆς μάχης για τά ἰδανικά . Ήταν ἕνας
ποιητής-φιλόσοφος- πολεμιστής καί πιό πολύ ἀπ’ όλα τό τελευταῖο. Ἕναν ἠθικόν νόμον ἐγνώριζε καί σ’ αυτόν εἶχε προσαρμόσει τόν τρόπον ζωῆς του: τήν ἀφοσίωσιν στό καθῆκον καί γι’ αυτόν το ὑπέρτατον καθῆκον ἤταν ὁ ἀγῶνας γιά τήν Ελλάδα. Απέδειξε στήν πράξι ὄτι ὑπεράνω ὄλων ἤταν γι’ αυτόν ἡ πατρίδα γιά τήν ὀποῖα πίστευε ὄτι ἔπρεπε νά ξαναγίνη μεγάλη γιά νά ἀκπληρώση ἔτσι τήν διαχρονική ἀποστολή της :να δίνη τά φώτα τοῦ πολιτισμοῦ στόν κόσμον ὄλον.Μέ τήν «Καλλιπάτειρα» τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἀναστήση στήν
μνήμην μας τούς Ολυμπιακούς ἀγῶνες μέ τήν αἴγλη των νά μᾶς ἐνθουσίαση.
Ο Βαλαωρίτης διακρίνεται διά τήν προσήλωσιν του εἶς τά ἐθνικά ίδεώδη καί τήν φιλοπατρίαν του.Κυριολεκτικῶς ἐλάτρευε τήν ἐλληνικήν δημοτική παράδοσιν καί εἶχε συνειδητοποίησει τό ἠρωικό πνεῦμα, τό οποίον διέκρινε τήν ἐποχήν του. Οί έντεχνες παρομοιώσεις, ἡ ζωντανή παρουσιάσις είκόνων καί καταστάσεων, οἱ εὐστοχες μεταφορές, οἱ ἀσυγκριτες προσωποιήσεις, εἶναι μερικά ἀπό τἀ λογοτεχνικά ὑλικά, τά ὀποἶα χρησιμοποιεῖ διά τήν ὀρθήν δομήν τοῦ λόγου. Τά ποιήματα του ἔκφράζει μέ τόν καλλίτερον τρόπον τήν ἀγάπην πρός
τήν πατρίδα.Μᾶς περιγράφει τήν ἀδούλωτη ψυχή τῆς Ἑλλάδος καί τήν συνεχήν δὀξα της καί τίς ἀντιξόες συνθῆκες πού συνεχῶς ἀντιμετωπίζει.
Τά χρόνια τοῦ 1930 εἶναι ἡ εποχή πού μεσουράνησε ὁ Σουρής.Ο Σουρής εἶχε πλούσια πνευματικά προσόντα και πλοῦτο γνώσεων μέ συνέπεια νά καταστῆ ἐξαίρετος δημοσιογράφος τῆς ἔμμετρης σάτιρας τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς. Οἱ πρώτοι σατιρικοί του στίχοι δημοσιεύτηκαν στά περιοδικά “Ασμοδαῖος”, “Μή χάνεσαι” του Βλάση Γαβριηλίδη καί “Ραμπαγάς” Ἤταν ἕνα ἀπό τα μεγαλύτερα πνεύματα τοῦ δέκατου ένάτου καί τοῦ είκοστοῦ αίῶνος, καί ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους σατιρικούς ποιητές τῆς νεωτέρας Ελλάδος. Ένας σοφός πανεπιστήμονας, πού
μᾶς ἄφησε ἕνα μεγάλο ἔργο, τόσον σέ ποιότητα ὄσον καί σέ ποσότητα, καί ἕνας ἔξοχος τεχνίτης τοῦ λόγου, με τέλεια αἴσθησιν τοῦ ρυθμοῦ καί τοῦ μέτρου, με ἄψογες φαρμακερές και συνάμα λυτρωτικές ὀμοιοκαταληξίες.
\
Ο Σουρής ἔγραψε τόσα πολλά ὧστε χαρακτηρηστικῶς λέγεται ὄτι οί στίχοι του πού καλύπτουν μῆκος ἀρκετῶν χιλιομέτρων. Καί τό ἀξιόλογον ἔργο του εἶναι ὄτι ή ποσότης τῶν γραπτῶν του κειμένων εἶναι ἀνάλογος πρός τήν ποιότητα των. Ο Σουρής ἐγνώριζε νά διακωμωδῆ δίχως νά θίγη, νά παρωδῆ, δίχως νά προκαλῆ όργή. Τά ποιήματα του εἶναι ἀνάλαφρα, χαρούμενα, συνοπτικά καί ἐλαφρῶς δηκτικά. Ενετόπισε καί παρουσίασε ἀπό τίς στῆλες τῆς ἐφημερίδος του όλα τά ελάττωματα τῶν Ἑλλήνων. Γνώστης τῆς Ελληνικῆς ψυχολογίας ἐγνώριζε
τόν τρόπον καί τήν ώρα νά παρεμβαίνη. Η ἰκανότης του αὐτή ἔκανε τόν ίδιον καί τήν εφημερίδα του προσφιλές ἐντρύφημα γιά ὄλους τούς Ελληνες, ἀνεξαρτήτως πολιτικῆς τοποθετήσεως, κοινωνικῆς τάξεως καί μορφωτικῆς στάθμης.
Η γλῶσσα του ἤταν ρέουσα, μεστή γεγονότων, είκόνων καί εὐφυών ἐπινόησεων. Δέν εἶναι ὑπερβολή νά λεχθῆ ὄτι ὁ Σουρής ἐπί μιά 50εκατονταετία σχεδόν ἤταν τό πρόσωπον τῆς ἡμέρας καί ὁ αὐτόκλητος «δικαστής», ὁ ὁποῖος έπέβαλε μέ τήν γνωστήν εὐφύιαν του τίς σκωπτικές ποινές του. Εστηλίτευε τά πολιτικά πρόσωπα, τούς λογίους τῆς ἐποχῆς του, τά ελαττώματα τών συγχρόνων του καί κάθε «κακώς κείμενο» μέ μίαν πηγαία εὔθυμον διάθεσιν δηκτικής απαλότητος. Πολλοί τόν παρομοιωσαν μέ τόν Αριστοφάνη.Ο χαρακτηρισμός εἶναι ἐπιτυχής,
ἀλλά ὄχι ἀπόλυτος. Ο Σουρής δέν ζήλωσε τόν ἀρχαίον καυστικόν κωμωδό. Εδημιούργησε δικόν του τῦπο. Δέν ἐπανέλαβε κανέναν, κανέναν δέν ἐμιμήθη. Υπῆρξε ἕνας δάσκαλος δίχως μαθητάς, ἕνας ἀρχηγός σχολῆς δίχως διαδόχους. Μέ τό τέλος αὐτῆς τῆς ἐποχῆς ἐπῆλθε καί τό τέλος τῆς πνευματικῆς εποχής. Ὄτί καί νά παρήχθη κατόπιν εἶναι πολύ λίγο καί δέν δύναται νά συγκριθῆ ποιοτικά μέ τά εργα τών προγουμένων δεκαετιών.