Λεόντιος Μαχαιράς, «δέν ξέρουμε ἴντα συντυχαίνουμε». Δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, quo vadimus, quid facimus(πού πάμε, τι πράττουμε).
«Αραπιάς ότι, Γάλλου νους,
βόλι Τουρκιάς, τόπι Άγγλου
πόλεμος, μέγας πολεμά
βαρεί το καλυβάκι…»
Εννοείτε ασφαλώς ποιο είναι το καλυβάκι στον παρόντα χρόνο. Όχι η Ελλάς ή η προέκτασή της, η Κύπρος, αλλά σύμπας ο Ελληνισμός. Ο Ελληνισμός μετά τις εξάρσεις του στον πόλεμο του 40-41, με την αντίστασή του κατά των αρχών Κατοχής, με τον ενωτικό αγώνα της Κύπρου (μια δράκα μαχητές κατά μιας αυτοκρατορίας) αποτελούσε κακό παράδειγμα για τους υπόλοιπούς λαούς. Κακό παράδειγμα υπήρξε και με την Επανάσταση του ’21 που διέλυσε τον ιστό της υποταγής που είχε επιβάλει η Ιερά Συμμαχία. Όταν το 1830 έκλεινε η αυλαία της Ελληνικής Επαναστάσεως άνοιγε η αυλαία των ευρωπαϊκών επαναστάσεων.
Γι’ αυτό ο ανυπότακτος, ο απειθάρχητος, ο μη συμμορφούμενος «τους ξένων ρήμασι» λαός, ο δάσκαλος του απροσκύνητου ήθους έπρεπε να χτυπηθεί στις ρίζες, στις πνευματικές και ιστορικές καταβολές του. Το σχέδιο ετοιμάστηκε την επαύριον της Κυπριακής Ανεξαρτησίας. Αλλά το έθνος αυτός έπρεπε να υποστεί δύο στρατιωτικά πλήγματα για να συνετισθεί. Επτά χρόνια δικτατορίας δεν είχαν «σιδερώσει» το φρόνημά του. Έτσι ήλθαν το 1974 ο Αττίλας και αρκετά χρόνια αργότερα το «Ανανικό» σχέδιο για πλήρη Τουρκοποίηση της Κύπρου. Και έκτοτε άρχισε εν ονόματι ενός πολιτικού ρεαλισμού η χαλιναγώγηση του ελληνικού φρονήματος, η καταπτόηση, η τουρκοφοβία που τελικά – πάντα εν ονόματι του πολιτικού ρεαλισμού- μετεξελίχθηκε σταδιακά σε τουρκολατρία ή τουρκολαγνεία. Έχουμε εδώ μια κλασσική περίπτωση του «Συνδρόμου της Στοκχόλμης», όπου το θύμα ερωτεύεται τον βασανιστή του.
Μετά το βροντερό «ΟΧΙ» του Μεταξά, ένα δεύτερο και ηχηρότερο «ΟΧΙ» από ένα «μικρό στο ανάστημα» αλλά μεγάλη ηγετική φυσιογνωμία τον Αλησμόνητο Τάσο, έπεσαν πάνω μας «λυτοί και δεμένοι» να συμμαζευτούμε, να προσγειωθούμε, να σωφρονισθούμε. Έτσι προκόψαμε. Όχι μόνο η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα ο Ελληνισμός γενικά, είμαστε παντού ντροπιασμένοι. Χάσαμε όλες τις διπλωματικές μάχες, χάσαμε το επιχειρηματικό μας κεφάλαιο, χάσαμε την εργατικότητά μας, το εθνικό και το κοινωνικό μας φιλότιμο. Προτιμάμε πια την αγγλική ως γλώσσα και γραφή και όχι την ξεπερασμένη και ατιμασμένη Ελληνική, τη μητέρα του ευρωπαϊκού γλωσσικού πολιτισμού. Μας κατάντησαν οικονομικούς σκλάβους των Γερμανών. Μας επέβαλαν να προσκυνάμε τους βασανιστές μας, να γλυκοθωρούμε τους δήμιους μας. Κι όλα αυτά πώς και γιατί; Έπρεπε και πρέπει να επιβληθεί το παγκόσμιο ολοκληρωτικό κράτος. Και οι λαοί, όπως γράφει ο Βάρναλης, να έχουν «μια σκέψη δετή που τους την πλάσανε οι δυνατοί». Χρειαζόταν, όμως, ένα κράτος – πειραματόζωο. Και σαν τέτοιο επιλέχτηκε όχι απλώς το ελληνικό κράτος, αλλά σύμπας ο Ελληνισμός. Με τρόπο μεθοδικό έσπασαν τις πνευματικές και ιστορικές μας ρίζες, απογύμνωσαν την ελληνική γλώσσα και γραφή από τις αρχέγονες καταβολές τους, διέρρηξαν τον κοινωνικό ιστό διαλύοντας την οικογένεια, αμφισβήτησαν τη κουλτούρα και τις παραδώσεις, τα ήθη και έθιμα μας. Υποβάθμισαν τη σημασία του έθνους σαν τάχα μου φαντασιακή κατασκευή.
Η σύγχρονη οικονομική κρίση είναι απότοκος της πνευματικής και ηθικής κατάπτωσης. Έξω πετάχτηκαν όλες οι προγονικές αξίες που δημιουργούσαν ανθρώπους αξίας και εν ονόματι ενός εύκολου πλούτου, βουτηχτήκαμε στο βούρκο του δανεισμού, της κλεψιάς, της μίζας, της αρπακτής, πράξεων που δεν συνάδουν με το DNA μας. Όλοι θέλαμε να κάνουμε καριέρα πολιτικού να ανέβουμε ψηλά, να γίνουμε κάποιοι, να επιβάλουμε την άποψη μας, να έχομε πρόβατα στο μαντρί μας.
Στο βούρκο μας έριξαν ανάξιοι πολιτικοί αλά και οι ανάξιοι πνευματικοί ταγοί. Αυτοί που δημιούργησαν μια οικονομική, αλλά και πνευματική ασφυξία, έτσι που, όπως λέει στο «Χρονογράφημα» του ο Λεόντιος Μαχαιράς, «δέν ξέρουμε ἴντα συντυχαίνουμε». Δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, quo vadimus, quid facimus(πού πάμε, τι πράττουμε). Και στο παρελθόν πέσαμε, γλιστρήσαμε, παραπατήσαμε αλλά ουδέποτε ξεπέσαμε. Σήμερα μοιάζει με ξεπεσμένο φάντασμα και στο εξωτερικό προβάλλεται σαν χρεοκοπημένος διάβολος. Κι εμείς –πέρα από την οικονομική λεηλασία- ζούμε σε μια χώρα χωρίς πατρότητα, χωρίς ταυτότητα, σε ένα ταξίδι χωρίς προορισμό, με μια πυξίδα χαλασμένη. Αυτοί που «κακή τη τύχη» πήραν στα χέρια τους τη διακυβέρνησης και την οικονομικής διαχείρισης του τόπου, οδήγησαν το συμπαγές άρμα, στην άβυσσο της ασυδοσίας και του μηδενισμού.
Η καταιγίδα χτυπά την πόρτα μας σαν κάποιος που θέλει να μπει βίαια μέσα κι εμείς «δειλοί, άβουλοι και μοιραίοι αντάμα προσμένουμε ίσως κάποιο θαύμα». Συχνά στο παρελθόν γίνονταν θαύματα, γιατί λοιπόν να μη γίνουν και τώρα; Ο λόγος είναι απλός: το θαύμα δεν έρχεται ως μάννα από τον ουρανό. Ο Θεός δεν είναι Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ούτε έχει τη μεγαθυμία του Στρως Καν, της Κριστήν Λαγκάρτ μα ούτε και της Άγγελας Μέρκελ να μας χορηγεί δόσεις, όπως η Κίρκη το βαλανίδι στους χοιρόμορφους συντρόφους του Οδυσσέα. Δεν λέω, με τα επιδόματα, με τα προγράμματα, τις επιδοτήσεις και όλα τα συναφή κολπάκια «φάγαμε καλά» κατά την «Πισσαρίδιο» ρήση, αλλά έτσι γίναμε Κίρκειοι χοίροι και τρεφόμαστε με βαλανίδι. Πού είναι η παλιά μας αρχοντιά που έκανε τον Κύπριο αγρότη με 10 «τσουρούες» να νιώθει σαν βασιλιάς, όταν σε φιλοξενούσε στο ταπεινό σπιτικό του; Κάποτε ζούσαμε τον πλούτο της φτώχειας, για μερικά χρόνια ζήσαμε τη φτώχεια του πλούτου και τώρα το παίζουμε «Άσωτοι υιοί». Αλλά δεν υπάρχει κανείς στοργικός και συγχωρητικός πατέρας να σφάξει για μας τον «μόσχο τον σιτευτό». Θα σφάξει εμάς.
Ντίνος Ορφανός Τριμίκλινη