Ο Α Σ Τ Ε Γ Ο Σ
Του ΚΩΣΤΑ ΥΨΗΛΑΝΤΗ
΄Εχει να ξυριστεί σχεδόν μια βδομάδα. Την τελευταία φορά , είχε ξυριστεί στον δημοτικό ξενώνα που φιλοξενείτο για δύο μήνες με την ελπίδα να βρεί μια δουλειά και να φύγει, όπως έλεγε κι ο κανονισμός . Με παρακάλια στον Διευθυντή, έγινε σιωπηρή παράταση για μια βδομάδα ακόμα. ΄Όμως, κι αυτή η βδομάδα πέρασε, και καμμιά δουλειά δεν βρήκε.
Ο Στέλιος είναι μόλις 41 ετών, κι όμως αισθάνεται το βάρος περισσότερων χρόνων.
Στο αριστερό του χέρι κρατά ένα νάυλον αδιάβροχο και στο δεξί του χέρι την μικρή βαλίτσα και το σλήπιν μπάγκ. Κλείνει την εξώπορτα του ξενώνα, και κατεβαίνει το τελευταίο σκαλοπάτι πριν βγεί στον δρόμο.
Δρόμος…. Όνομα και πράγμα. Πρώτη ημέρα άστεγης ζωής.. Ήταν κάποτε ένας καλοστεκούμενος μικρέμπορος. ΄Όμως, οι δουλειές δεν έχουν την καλή τους μόνο πλευρά, τα μεγάλα καταστήματα έφεραν τον ανταγωνισμό κι αυτός την ανεργία. Οι δουλειές δεν φέρνουν τώρα κέρδη, τα απούλητα φέρνουν ζημιά γιατί οι τόκοι των δανείων δεν κοιτάνε αναδουλειές, όλοι σε λυπούνται αλλά κανείς δεν σε βοηθά.
Ο Στέλιος προχωρά στον δρόμο και κοιτάζει τις φωτισμένες βιτρίνες. Είχε κι αυτός μια φωτισμένη βιτρίνα που λίγο πριν τα Χριστούγεννα, της άλλαζε την παλιά διακόσμηση με πιο μοντέρνα, καινούργια. Τώρα, δεν έχει μαγαζί, αλλά ούτε και σπίτι..
Κοιτάζει τα αυτοκίνητα που είναι παρκαρισμένα δίπλα στα μαγαζιά και σκέπτεται το δικό του αυτοκίνητο που πούλησε μισοτιμής για να πληρώσει το δάνειο της αγοράς εμπορευμάτων. Αλλά και τα εμπορεύματα πουλήθηκαν μισοτιμής και το δάνειο δεν εξοφλήθηκε ακόμη. Έγινε κατάσχεση της μικρής του ακίνητης περιουσίας και βρέθηκε στο ξενώνα αστέγων.΄Εψαξε για δουλειά, πάνω από δυό μήνες, αλλά τίποτε. ΄Οπου κι αν πήγαινε, η ίδια σκληρή ερώτηση.
– Τι δουλειά ξέρεις ; Τι δουλειά έκανες ; Εμπόριο ; Δεν είναι δουλειά αυτή…. Τώρα πιά υπάρχουν τα μεγάλα καταστήματα που τα έχουν όλα και πιο φθηνά, κοίταξε να γίνεις εργάτης ή αγρότης ή πλανόδιος πωλητής….Μα και τα εργοστάσια κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο από το ανταγωνισμό των εισαγόμενων, και οι αγρότες χωρίς δικό τους χωράφι και μηχανήματα, είναι κολίγοι. Όσο για το «πλανόδιο πωλητή», έχει ζήσει για καιρό την περιπέτεια και τώρα καμιά πόρτα δεν ανοίγεται εύκολα…
Ο Στέλιος ζούσε στο κέντρο της μεγαλούπολης, της Αθήνας. Δεν ζούσε δίπλα του κανένας συγγενής γιατί όλοι είχαν φύγει γιά την επαρχία και την Γερμανία. Από τότε, ούτε γράμμα, ούτε ακρόαση. Ο Στέλιος δεν αισθάνεται υπεύθυνος, γιατί αρκετές φορές που τους τηλεφώνησε και έγραψε γράμμα, δεν πήρε καμία ανταπόκριση, όσο είχε και σπίτι και μαγαζί.
Ο Στέλιος έχει τελειώσει το εξατάξιο Γυμνάσιο αλλά οι γνώσεις για χίλια-δυό θέματα είναι πολύ μεγάλες. Μιλάει για τις οικονομικές θεωρίες, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις, τα μηχανολογικά προβλήματα και τις νέες εφευρέσεις, σαν να έχει τελειώσει τις μισές τάξεις του Πανεπιστήμιου. Ήταν σε όλους αγαπητός και για τα έξυπνα ανέκδοτα του. Γνώριζε τις περισσότερες βιομηχανίες αυτοκινήτων, εργαλείων και συσκευών. Γνώριζε την ποιότητα και τις τιμές των προϊόντων και μπορούσε να πει εύκολα ποια θα ήταν η συμφέρουσα αγορά μεταξύ πολλών ομοειδών προϊόντων.
Τώρα, περπατάει σκυφτός, δίπλα στις βιτρίνες αυτών των προϊόντων και ούτε ασχολείται με ποιότητα και τιμές. Κοιτάζει τα αυτοκίνητα και σκέπτεται πώς θα ήταν όμορφο να βρίσκονταν εκεί μέσα, όχι για να πάει κάποια βόλτα ή ταξίδι, αλλά γιατί το κρύο άρχισε να γίνεται πιο τσουχτερό και πρέπει να αρχίσει να ψάχνει για το πρώτο του υπαίθριο κατάλυμα. Είναι ήδη μέσα Νοεμβρίου και δεν ξέρει αν το σλήπιν μπάγκ θα του είναι αρκετό.
Σκέψεις ατελείωτες διέρχονται μέσα από το μυαλό του Στέλιου. Σκέψεις για τα χρόνια που πέρασαν, για τα χαμένα όνειρα, τις μάταιες ελπίδες. Και ασυγκράτητα χονδρά δάκρυα, γεμίζουν το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο, το αξύριστο για μια βδομάδα. Αναφιλητά και λυγμοί. Δεν έκλεψε, δεν σπατάλησε, μόνο ατύχησε ή δεν άντεξε τον ανταγωνισμό. Καιστην ηλικία που βρίσκεται, θέλει να ελπίζει αλλά και γρήγορα απελπίζεται.. Του έρχονται στο νού τα λόγια που έγραψε ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» έτοιμους για επανάσταση Έλληνες, όταν ζήταγαν την βοήθεια των ευρωπαϊκών λαών.
¨Είναι δύσκολες αι θύρες, όταν η χρεία τες κουρταλεί» . Δεν ανοίγουν εύκολα οι πόρτες όταν έχεις ανάγκη…Και αυτός βρίσκεται πρώτη φορά σε μεγάλη ανάγκη και ζητά την πιο φτωχική πόρτα να ανοίξει και ας του πεί κάποιος , έστω, και ένα παρηγορητικό ή ελπιδοφόρο λόγο. Άς του δώσει ένα ζεστό ρούχο ή μια φέτα ψωμί. Ασυναίσθητα, τα χέρια του απλώθηκαν στην μικρή βαλίτσα, την άνοιξαν και πήραν ένα κομμάτι ψωμί από το μεσημεριανό φαγητό που είχε φάει στον ξενώνα.
Μέσα στην πείνα του έφαγε δύο από τις τέσσερεις φέτες , συνεχίζοντας το περπάτημα για αναζήτηση καταλύματος. Τώρα ψάχνει για ένα εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο ή μια ανεγειρόμενη οικοδομή. Και στα δυό θα μπορούσε να ανοίξει το σλήπιν μπάνγκ και να κοιμηθεί μέσα του χωρίς να έχει το κίνδυνο μιας νυκτερινής επίθεσης. Μέσα στις σκέψεις του περνά και η αθώα διάρρηξη χωρίς κλοπή αλλά μόνο διαμονή, όμως, δεν του φαίνεται τίμιο και το απορρίπτει.
Θυμάται την σπασμένη γρίλια του παραθυρόφυλλου και την έκπληξη των απόντων κατοίκων της ερημικής αγροικίας, όταν την άλλη ημέρα είδαν να λείπει μόνο ένα πιάτο φαϊ και μια κουβέρτα ενώ τα πανάκριβα στερεοφωνικά ήταν άθικτα. Ο κλέφτης ήθελε να φάει και να κοιμηθεί κι όχι να κλέψει. Από τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου είναι η στέγαση και η διατροφή. Η φτωχική στέγαση και η λιτή διατροφή.
Όταν, κάποιος, στερείται , ταυτόχρονα, και τα δύο, ό ίδιος ή η οικογένειά του, τότε συχνά μπορεί να παραφερθεί καθώς η απελπισία ταλανίζει τις σκέψεις του. Ο Στέλιος όμως, δεν μοιάζει με μπουκαδόρο ή διαρρήκτη. Απελπίζεται αλλά δεν παραφέρεται. Προσπαθεί να ελέγχει τις σκέψεις του τώρα που ανοίγει την πόρτα της άστεγης ζωής Πιστεύει ότι κάθε αρχή είναι δύσκολη κι ότι εύκολα θα συνηθίσει μέχρι να βρεθεί κάποια λύση.
Μια μισοφτιαγμένη οικοδομή χωρίς συρματπλέγματα ή ένα εγκαταλελειμένο με σήμα του Δήμου αυτοκίνητο ψάχνει τώρα απεγνωσμένα για να περάσει το πρώτο του βράδυ. Στα χέρια του κρατά ένα μικρό φακό με μισοτελειωμένες μπαταρίες. Το σκοτάδι είναι πυκνό και φεγγάρι δεν υπάρχει. Κοιτάζει κάποιον που έστρωσε σε παγκάκι αλλά δεν θέλει ακόμα να σκεφτεί γι αυτή την λύση.
Στο τελευταίο τετράγωνο στέκεται τυχερός. Παλιά, έρημη κατοικία νεοκλασικού ρυθμού , ηλικίας τουλάχιστον 130 χρόνων χωρίς πόρτες , παράθυρα και οροφή, με ένα σπασμένο πιθάρι στην υποδοχή. Ένα σκουριασμένο μαγκανοπήγαδο να θυμίζει τις παλιές όμορφες στιγμές που έζησε κάποτε αυτό το σπίτι. Ο Στέλιος φωτίζει με το μικρό του φακό πράγματα και μνήμες.
Κάθε αντικείμενο και μια ιστορία. Ο σπασμένος καθρέπτης είχε υποδεχθεί γενιές και γενιές. Πέρασαν μπροστά απ΄αυτόν κυρίες του ¨καλού κόσμου¨ αλλά και πολεμιστές των δύο μεγάλων πολέμων. Ο Στέλιος φωτίζει με τον φακό το πρόσωπό του και χαϊδεύει τα αξύριστα μάγουλά του. Στον πόλεμο της φτώχιας και της ανεργίας πρέπει να βγεί νικητής. Με τιμιότητα και υπομονή. ΄Όπως τον παλιό, καλό καιρό που δεν είχε ποτέ του πεί κανένα ψέμα, αν και ήταν έμπορος και ήταν επαγγελματική συνήθεια το ψέμα ή η απόκρυψη της αλήθειας.
Βλέποντας το πηγάδι με το μαγγανοπήγαδο, δίψασε και έβγαλε από την βαλίτσα του το παγούρι με το νερό. Δροσιά και αγαλλίαση. Με λίγα πράγματα φτιάχνεις την ευτυχία σου. Θυμήθηκε τα λόγια κάποιου σοφού, « Ευτυχία δεν είναι να κάνεις ότι θέλεις, αλλά να θέλεις ότι κάνεις». Πολύ όμορφα λόγια , αλλά δεν έβλεπε την στιγμή που θα τον εξέφραζαν. Τώρα δεν κάνει ότι θέλει αλλά ούτε θέλει ότι κάνει. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ζει τις δικές του πρωτόγνωρες στιγμές που είναι στιγμές ανάγκης. Ήξερε πάντα να αισιοδοξεί λέγοντας και κάποιο ανέκδοτο. ΄Όμως τώρα τα ανέκδοτα του φαίνονται μια χαζή μορφή επικοινωνίας που αλλοτροιώνουν την ανθρώπινη ψυχή χαρίζοντας της ψέματα και χίμαιρες.
Ψάχνοντας τα αραχνιασμένα δωμάτια βρήκε μια βολική γωνιά για να ανοίξει το σλήπιν μπάγκ και να κοιμηθεί. Οι σκέψεις , όμως, δεν τον αφήνουν να κλείσει μάτι. Έχει στην βαλίτσα του εφημερίδες με αγγελίες για δουλειά στην περιοχή που βρίσκεται, μετά πρέπει να πάει και σε άλλες περιοχές. Πρέπει να φαίνεται περιποιημένος που να μην λέει σε κανέναν ότι είναι άστεγος. Πρέπει να μιλάει με ευγένεια και με ωραία λόγια. Ο Στέλιος πάντα μιλούσε μ΄αυτό τον τρόπο. ΄Ομως, δεν βρισκόταν στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα.
Τώρα, πρέπει να φυλακίσει κάθε μελαγχολική σκέψη του και να παρουσιάσει τον Στέλιο των ξένοιαστων εποχών. Πρέπει να ζήσει την ηθοποιία του για την ανάγκη της επιβίωσης. Δεν πιστεύει ότι χρειάζεται τον οίκτο, χρειάζεται μια ειλικρινή βοήθεια που σκοπεύει να ανταποδώσει όταν αρχίσει να εργάζεται και να συντηρείται επαρκώς.
Ο συγγραφέας των « Αθλίων» Βίκτωρ Ουγκώ, του δίδαξε το παράδειγμα του καλού δήμαρχου Μαγδαληνή που ήταν ο πρώην κρατούμενος Γιάννης Αγιάννης, ο κλέφτης ενός καρβελιού ψωμιού. Μετά από πολλά χρόνια απάνθρωπης ταλαιπωρίας ο μεταμφιεσμένος κατάδικος κερδίζει τον σεβασμό της κοινωνίας της πόλης, ξεχνά τις άσχημες στιγμές της φυλακής και εκδικείται την κοινωνία προσφέροντας αγάπη και φιλανθρωπία. Ο Στέλιος βρίσκει στο πρόσωπο του Αγιάννη το δικό του πρόσωπο, μόνο που αυτός δεν έχει πάει τόσα χρόνια φυλακή για ένα καρβέλι ψωμί. Ο κάθε Ιαβέρης που γεννιέται μέσα από την παράλογη νομιμοφροσύνη θα βρεθεί με δική του θέληση πνιγμένος στα νερά του ποταμού Σηκουάνα.
Οι σκέψεις του ξεκινούν να αναζητούν τα παιδικά του χρόνια. Οι βιοπαλαιστές φτωχοί γονείς του τον άφησαν στην καλή θεία για να πάνε για δουλειά στην Γερμανία. Εκεί, όπως έμαθε, πολύ αργότερα, οι γονείς του χώρισαν και κανένας από τους δυό , δεν επιθύμησε να τον ξαναδεί. Η χήρα θεία τον μεγάλωσε σαν δικό της παιδί, αφού η ίδια δεν είχε αξιωθεί να δεί δικό της. ΄Όταν τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, δούλεψε σε πολλές δουλειές, από σερβιτόρος, μαραγκός, πλανόδιος πωλητής μέχρι εργάτης αυτοκινήτων.
Η καλή θεία ζούσε φτωχικά γιατί ο συγχωρεμένος άνδρας της της είχε αφήσει χρέη και η ίδια δεν μπορούσε να τα πληρώσει παρά μόνον πουλώντας τα λίγα κινητά που είχε στο όνομά της. Το σπίτι που ζούσαν ήταν υποθηκευμένο και λίγο πριν τον θάνατο της θείας, έγινε η κατάσχεση. Ο Στέλιος είχε αρχίσει να βγάζει δικά του λεφτά και με αυτά κάλυψε τα έξοδα του τάφου, της κηδείας και της δεξίωσης. Η θεία Δέσποινα ήταν το μόνο αγαπημένο πρόσωπο στην ζωή του και η ανάμνηση της ήταν μια γλυκιά νοσταλγία.
Με την ανάμνηση της καλής θείας τα βλέφαρα του Στέλιου έκλεισαν και ο ύπνος δεν άργησε να τον πάρει. Στο όνειρό του είδε ένα μεγάλο καράβι, σαν μια τεράστια Κιβωτό – κρουαζιερόπλοιο. Μέσα στα δωμάτια του πλοίου βρισκόντουσαν όλοι οι άστεγοι της πόλης και στα εστιατόριά του έτρωγαν το μεσημεριανό τους φαγητό. Παντού χαμόγελα και ευτυχία. Ο Δήμαρχος της πόλης είχε προτείνει στο Δημοτικό Συμβούλιο αυτήν την λύση για την αντιμετώπιση των αστέγων, και με ένα φτηνό μίσθωμα την περίοδο που δεν υπάρχει τουρισμός, οι πλοιοκτήτες δέχτηκαν την μίσθωση όλο τον χειμώνα και την μισή άνοιξη.
Στο όνειρό του, το «Πλοίο της Αγάπης» , ακούγεται ο ψαλμωδός «πλούσιοι εφτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον, ουκ ελαττωθήσονται , παντός αγαθού».
Ο Στέλιος πιστεύει στον Κύριον, αλλά ποτέ του δεν Τον έχει εκζητήσει.
Ξυπνά με την γλυκιά ανάμνηση του όνειρου. Μακάρι να γινόταν πραγματικότητα. Όλες οι πόλεις χρειάζονται έναν δήμαρχο Μαγδαληνή. Τότε δεν θα υπάρχουν Γιάννηδες-Αγιάννηδες, τότε δεν θα υπάρχει ανάγκη να κλέψεις ούτε ένα καρβέλι ψωμί.
Μαζεύτηκε μέσα στο στενό σλήπιν μπάγκ, έκλεισε τα μάτια του, κάτι ψιθύρισε σαν προσευχή και ο ύπνος δεν άργησε να λειτουργήσει ευεργετικά στο ταλαιπωρημένο του κορμί.
Το πρωί, τον ξύπνησαν παιδικά γέλια. Τα παιδιά περνούσαν για το σχολείο που ήταν εκεί κοντά, κάνοντας την ανάλογη ευχάριστη φασαρία. Κοίταξε μέσα από τα γκρεμισμένα χαλάσματα, προσέχοντας να μην τον δούν, και είδε μαμάδες με παιδιά να περπατούν στον δρόμο. Δύο , μάλλον αδέλφια, δεν είχαν συνοδό, και δεν μοιάζαν με τα υπόλοιπα. ΄Ηταν το ένα αγόρι και το άλλο, κορίτσι μικρότερο, από κάποια χώρα της Αφρικής. ΄Ηταν και τα δυό χαρούμενα, δεν θεωρούσαν το σχολείο ιεροεξεταστήριο, αλλά τόπο γνωριμίας και φιλίας κοντά στη απαραίτητη γνώση που θα χρειαζόντουσαν για την ζωή. Ο Στέλιος θυμήθηκε τις εικόνες με τα σκελετωμένα πεινασμένα παιδιά της υποσαχάριας Αφρικής και τις σύγκρινε με τα χαμογελαστά πρόσωπα που έβλεπε μπροστά του. Κι αυτός πεινούσε εδώ και δέκα ώρες, όμως η δική του πείνα δεν ήταν ακόμη θανατηφόρα, όπως συμβαίνει σε εκατομμύρια παιδιά των υποανάπτυκτων χωρών. Θυμήθηκε κάποιο διάλογο μεταξύ προτεστάντη ιεραπόστολου και ιθαγενή με καυστικό χιούμορ. Ο ιεραπόστολος ρωτά τον ιθαγενή πως βλέπει τώρα τον κόσμο μετά την επικοινωνία του με τους λευκούς. Και ο ιθαγενής που έχει νοιώσει το σωστό πνεύμα του Ευαγγελίου, του λέει ότι πριν σας γνωρίσουμε, είχαμε άγνοια της ορθής πίστης αλλά είχαμε την γή μας. ΄Όμως, αφού γνωρίσαμε, και πολλούς λευκούς , μετά έχουμε γνώση της ορθής πίστης αλλά δεν έχουμε την γή μας. Ο ιεραπόστολος, ένοιωθε την αλήθεια να κεντάει την ψυχή του, είχε δεί τους ιθαγενείς να στοιβάζονται σαν ζώα για το αμερικάνικο σκλαβοπάζαρο, και δεν έβγαλε φωνή διαμαρτυρίας απέναντι στους έμπορους των εθνών. Είδε τα μικρά αφρικανόπουλα να δέρνονται με τον παιδαγωγικό βούρδουλα και δεν αρνήθηκε να εκτελέσει διαταγές των προϊσταμένων του που του έδιναν έξοδα διαμονής και διανυκτέρευσης σε όμορφο παραδοσιακό πέτρινο κτίριο. Δίπλα σ΄αυτό, τα αχυροκαλύβια και ο παιδαγωγός με τον βούρδουλα. Το διήγημα του Μπίτσερ Στόουν ¨ Η καλύβα του μπάρμπα – Θωμά ¨έρχεται στο μυαλό του. Υπάρχουν άλλα δικαιώματα για κάθε παιδί, ανάλογα με το χρώμα του δέρματος, που έχει γεννηθεί ; Ποιος έφτιαξε τα κληρονομικά προνόμια και ποιος επιδιώκει την διατήρησή τους ;
« Αφήστε τα παιδιά να έρθουν σε Εμένα, αυτών είναι η Βασιλεία των ουρανών». Από ποιο Άγιο έμαθαν οι Ευαγγελικοί , να χρησιμοποιούν την ράβδο και το δουλεμπόριο σαν ιεραποστολική μέθοδο ;
Όταν σταματήσει το δέντρο να ποτίζεται από υγιές νερό, γρήγορα αρρωσταίνει και ξεραίνεται.
Και το προτεσταντικό νερό πότισε τον καπιταλισμό και την αποικιοκρατία. Μετά την Καθολική ιεροεξέταση, ήρθε ο μορφωμένος δικτάτορας, να αναπληρώσει την πονεμένη Ορθόδοξη μαρτυρία. « Εάν το αλάτι χάσει την αξία του, σε τι πλέον είναι χρήσιμο ; ¨».
Ο Στέλιος δεν αξιώθηκε να παντρευτεί και να κάνει την δική του οικογένεια. Είχε λίγους περιστασιακούς δεσμούς που δεν είχαν μόνιμο χαρακτήρα. Δεν κοίταζε από νωρίς να φτιάξει μόνιμη σχέση, και γι αυτό δεν έβλεπε σκοπό τεκνοποιίας και ανατροφής παιδιών. Τώρα, νοιώθει μια απέραντη μοναξιά, καθώς κοιτάζει τα παιδιά να περνούν μπροστά του με τις τσάντες στα χέρια.
Τώρα, όμως, δεν είναι ώρα για ονειροπολήσεις. Σήμερα, πρέπει να επισκεφθεί τα μαγαζιά που ζητούν υπαλλήλους και εργάτες. Θα ξεκινήσει πρώτα από τα γειτονικά και θα προχωρήσει προς τα διπλανά μαγαζιά. Πρέπει να ευπρεπιστεί λίγο, μια και φοβάται την εμφανισιακή απόρριψη. Ο ξεθωριασμένος σπασμένος καθρέπτης και ένα ξυραφάκι από τον ξενώνα του αφαίρεσαν τα μικρά γένια . Σε λίγο έμπαινε στην πόρτα του πρώτου μαγαζιού.
Το πρωινό έκανε πάνω από είκοσι συστάσεις, έδωσε ισάριθμα προφορικά βιογραφικά και παρέλαβε ισάριθμες πιθανές γνωστοποιήσεις. Ο εργοδότης θα κρίνει σύμφωνα με την προσφορά που τώρα είναι μεγάλη ενώ η ζήτηση εργασίας είναι μικρή. Κανένας εργοδότης δεν βιάζεται να προσλάβει, οι περισσότεροι βιάζονται να απολύσουν. Σήμερα επισκέφτηκε τρείς Δήμους , αύριο άλλους τρείς και μετά θα ξαναρχίσει με νέες αγγελίες από την εφημερίδα.
Η μεγάλη πεζοπορία, του έφερε πείνα αλλά δεν υπάρχει ούτε το παραμικρό νόμισμα στην τσέπη του. Τα συσσίτια της ενορίας έχουν κλείσει και το μυαλό του πηγαίνει στις τελετές κηδειών και μνημόσυνων. Οι άνθρωποι που φεύγουν απ΄αυτόν τον κόσμο, δεν κατακρίνουν τους φτωχούς και καταφρονημένους. Και το μικρό πιατάκι με τα κόλλυβα, τον τσουρεκάκι, το καφεδάκι , το κονιάκ , όλα συμβολικά και όμορφα, είναι για τον Στέλιο πηγή ζωής που θα τον διατηρήσει μέχρι αύριο. Επιστροφή στο αρχοντόσπιτο του 19ου αιώνα και ετοιμασία για ύπνο.
Σήμερα, στον ύπνο του δεν είδε το «Πλοίο της Αγάπης», Είδε δύο μικρά παιδιά , ένα μικρό αγόρι και ένα κορίτσι να περπατούν μέσα σε μια ζούγκλα. Τα αρσενικά και τα θηλυκά λιοντάρια να έρχονται από πίσω τους και από δίπλα τους και να προχωρούνε κοντά τους χωρίς να τα πειράζουν. Τα παιδιά σταματούν και αρχίζουν να χαϊδεύουν τα μεγάλα κεφάλια των λιονταριών με τις ξανθές χαίτες και τα μεγάλα μάτια. Τα λιοντάρια δεν επιτίθενται, είναι υπάκουα σαν πιστά σκυλάκια. « Ο καλός σκλάβος Ανδροκλής και το λιοντάρι .» ….Ο Αίσωπος συναντά τον Δανιήλ και τον λάκκο των λεόντων . Η Μεγάλη Καρδιά και η Μεγάλη Πίστη είναι Συνοδοιπόροι. Ο Στέλιος ξυπνά με αισιοδοξία για αυτήν την ημέρα.
Στην Ιχθυόσκαλα του Κερατσινίου κάνει το πρώτο τρίωρο εργασίας. Μετά στην Λαχαναγορά του Ρέντη κάνει άλλο ένα δίωρο φορτοεκφόρτωσης και έχει στα χέρια του δύο ισάξια χαρτονομίσματα. Με το ένα θα φάει κανονικό φαγητό και με το άλλο θα αγοράσει μπαταρίες και εφημερίδες με αγγελίες.
Στο εστιατόριο φακές, ελιές και τυρί φέτα. Που λεφτά για κρέας ή ψάρια.
Τρίτη μέρα άστεγης ζωής. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Θα πάει ξανά Πειραιά. Μπορεί να βρεί κάποια δουλειά στα καράβια. ΄Εστω και μικρή.
΄Εγραψε μια μικρή πινακίδα « ΖΗΤΑΩ ΔΟΥΛΕΙΑ» και την κρατά συνέχεια στα χέρια του καθώς προχωρά, ανάμεσα από το πλήθος. Η δουλειά δεν είναι ντροπή , Γιατί άραγε να ντρέπεσαι να έχεις και μια αθώα πινακίδα ; Οι διαβάτες όμως, δεν στέκονται να σε δούν καλύτερα. Προσπερνούν μηχανικά χωρίς σχόλια ή απορία. Η ανεργία είναι κοινό μυστικό. Οι νέοι ζούν κοντά στους γονείς τους και τους παππούδες. Ποτέ η ανάγκη δεν έδεσε τόσο στενά τις τρείς γενιές.
Και ο Πειραιάς έχει καράβια από όλες τις γενιές, όμως τόσο τα παλιά, όσο και τα σύγχρονα νέα καράβια , έχουν αναδουλειές , Τα ταξίδια λιγοστά και ο τουρισμός δεν δουλεύει τον χειμώνα στα νησιά. Διαβάζει τα ονόματα των πλοίων για να περάσει η ώρα. Ονόματα δανεισμένα από αρχαίους Έλληνες, γυναικεία ονόματα και ένα πολύ πρωτότυπο.
Παράξενο όνομα για καράβι της γραμμής. « ΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΛΑΩΝ .»
Πηγαίνει κοντά για να ρωτήσει τι σημαίνουν οι λέξεις αυτές για πλοίο. Οι άνδρες που βρίσκονται μπροστά του δεν θυμίζουν ναυτικούς. Καλημερίζει και δείχνει την πινακίδα με τη ονομασία σε κάποιο πιο ηλικιωμένο από τους άλλους.
« – ΄Εχει μια όμορφη ιστορία αυτό το πλοίο που βλέπεις και έχει την πινακίδα με την παράξενη ονομασία.. Συμβολίζει την συνεργασία δέκα Δήμων για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανεργίας και των αστέγων που πλήττουν την πρωτεύουσα. Οι δήμαρχοι , μαζί με τα δημοτικά συμβούλια έφτιαξαν ένα πιλοτικό πρόγραμμα για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη εργατικών χεριών που υπάρχει σε άλλους δήμους , εκτός Αττικής, καλύπτοντας και το πρόβλημα της ντόπιας ανεργίας των μεγαλουπόλεων. Υπάρχουν σε άλλες επαρχίες, ανάγκες για έργα υποδομής, δασοφυτεύσεις, δεντροφυτεύσεις οπωροφόρων δέντρων, μελισσοκομικές εργασίες εργασίες και κυρίως συλλογή ελαιοκάρπου. Το πλοίο αυτό είναι ένα πλοίο γραμμής που δεν έχει χειμερινούς επιβάτες, λόγω έλλειψης τουριστών. Αυτήν την εποχή, όμως, χρειάζονται , πολλές ελληνικές πόλεις και κυρίως νησιά, εργατικά χέρια συντήρησης δρόμων , προστατευτικών κιγκλιδωμάτων, κ.α. Στην Αθήνα που ζούν οι περισσότεροι άνεργοι, θα πρέπει να δημιουργείτο ένα διαδημοτικό δίκτυο μεταξύ Αθηναϊκών δήμων και Περιφέρειας. Αυτό και έγινε. Δέκα Δήμοι ναύλωσαν, ένα πλοίο που θα κάνει ένα ταξίδι. Στα λιμάνια που θα σταματάει, θα αποβιβάζει τους απαιτούμενους από τον τοπικό Δήμο αναγκαίους για την ολοκλήρωση του έργου που ζητούν. Οι Δήμοι της περιοχής θα συντηρούν με δικά τους έξοδα, σε συνεργασία με ιδρύματα της Εκκλησίας, της τοπικής αυτοδιοίκησης κα
την σίτιση και διανυκτέρευση των εργατών. Το έργο που θα παραχθεί , θα αμοιφτεί ανάλογα. Αυτή η εποχή είναι η πιο συμφερτική, γιατί τα ναύλα του πλοίου είναι φθηνά και τα τοπικά ξενοδοχεία έχουν τιμές κόστους λόγω έλλειψης πελατών. Επιπλέον , το πλοίο θα έχει και μια πανελλαδική αποστολή αλληλεγγύης. Το στελεχωμένο με όλες τις ειδικότητες ιατρείο του πλοίου θα είναι σαν ένα μικρό κινητό νοσοκομείο που θα αντιμετωπίσει όλα τα καταγεγραμμένα προβλήματα των κατοίκων της περιφέρειας. ΄Ετσι και το πρόβλημα της έλλειψης υγείας θα αντιμετωπιστεί, και το πρόβλημα της ανεργίας ή ημιαπασχόλησης θα βρούν κάποια διέξοδο. ΄Αν και εσύ πιστεύεις, ότι μπορείς να λάβεις μέρος σε αυτό το πρώτο πιλοτικό ταξίδι, σήμερα, ξεκινάμε για νησιά Αιγαίου και Θράκη. Υπάρχει ένας κατάλογος με τα έργα που απαιτούνται σε κάποια νησιά και στην Θράκη, και υπάρχουν κάποιες ελλείψεις λόγω ακυρώσεων. ΄Αν ξέρεις να διαβάζεις, και θέλεις να έρθεις, δώσμου μια ταυτότητα και συμπλήρωσε την αίτηση. Σε τρείς ώρες, θα ταξιδεύεις. Εγώ, που σου μιλώ, είμαι ένας, από τους καταγραφείς του προγράμματος.»…..
Ο Στέλιος δεν μπορεί να πιστέψει στα αυτιά του. Το προχθεσινό όνειρο έγινε πραγματικότητα. Όλα δείχνουν πως η ανάγκη αδελφώνει και τα χάσματα γεφυρώνονται.
Σε λίγη ώρα βρίσκεται πάνω στην πρύμνη του πλοίου. ΄Εχει τακτοποιήσει την βαλίτσα και το σλήπιν μπάγκ μέσα σε μια τετραθέσια καμπίνα και βγήκε μαζί με τους συνεπιβάτες του για μια βόλτα πρίν την αναχώρηση. Σήμερα, δεν θα φάει κόλυβα, ούτε φακές, γιατί το μενού γράφει κοτόπουλο με πατάτες, ούτε θα κοιμηθεί σε σλήπιν μπαγκ. Κοιτάζει τους γλάρους που περπατούν μαζί με τα περιστέρια στην προκυμαία. Κάθε επιβάτης έχει και την δική του πονεμένη ιστορία. Το βράδυ, μετά το δείπνο, θα έχει πολλά να πεί ο καθένας. Κανένας, όμως, δεν θα τον πιστέψει όταν θα λέει, ότι αυτό το πλοίο, το είχε δεί στο όνειρό του, πρίν δύο μέρες.
Το τελευταίο σάλπισμα του πλοίου σαλπίζει την αφετηρία μιάς νέας ζωής. Μακάρι να ήταν και η αρχή μιας νέας μορφής αλληλεγγύης, μιας νέας μορφής συνεργατικής κοινωνίας. Στο επόμενο ταξίδι ο Στέλιος εύχεται να μπορεί να διηγηθεί τις όμορφες εμπειρίες αυτής της περιπέτειας, που τώρα ξεκινάει..
Καλό ταξίδι, Στέλιο …..!!!!!
Θα ακολουθήσουν οι άλλοι εννέα Φάροι:
– Η α ν ά π η ρ η δ α σ κ ά λ α .
– Ο ο ρ φ α ν ό ς β ι ο π α λ α ι σ τ ή ς .
– Ο τ υ φ λ ό ς β ι ο λ ι σ τ ή ς .
– Ο μ ε λ λ ο θ ά ν α τ ο ς κ α τ ά δ ι κ ο ς .
– Ο μ ε τ α ν ά σ τ η ς σ τ ό τ ό π ο τ ο υ .
– Ο ε λ ε ή μ ω ν ε π α ί τ η ς .
– Η κακοποιημένη υπηρέτρια.
– Η φτωχή χήρα.
– Ο μοναχικός παραμελημένος.