ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΠΡΟΦΟΡΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ;

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

e7491-cebacf8dcebbceb9cebeΤοῦ Γιώργου Νικολακάκου

Καθηγητοῦ  Μἐσης Εκπαίδευσεως

Πολλοί σήμερα ἔχουν ἀποδυθῆ σέ ἕνα ἀγῶνα νά αποδείξουν ὄτι ἡ προφορά τῆς Αρχαίας γλώσσης ἤταν τελείως διαφορετική ἀπό τήν προφορά τής Νέας Ελληνικής καί προσπαθοῦν νά τεκμηριώσουν τήν θέσι ὄτι ἡ σημερινη γλῶσσα δέν έχει μεγάλη   συγγένεια μέ τήν Αρχαία.Εάν ὄμως μελετήσει κανεῖς τά ἀρχαῖα κείμενα μέ προσοχή θά βρεῖ πληθώρα ἐνδείξεων καί ἀποδείξεων ὄτι ἡ προφορά τῆς ἀρχαῖας ἤταν ἰδια μέ τήν προφορά τῆς νέας Ἑλληνικῆς. …O Πλάτων μας λέει οτι το η προφέρεται ως το ι, το αυτό συνέβαινε και με την προφορά του η και στον Αριστοφάνη. Ὁ Ηρόδοτος ὀνομάζει τόν ποταμό τῆς Μακεδονίας Λυδία ἐνῶ  στά γραπτά τοῦ Αίσχύνη ἀπαντάται ὧς Λοιδίας (σημερινός Λουδίας).

Γιά τό άν ἡ προφορά ἡ σημερινή εἶναι ἴδια μέ τὴν ἀρχαῖα προτρέπω ὀποιονδήποτε νά διαβάση τά ἔργα τοῦ Αριστοφάνους ὄπου ὑπάρχουν πολλά τεκμήρια γιά τό ποία ἤταν ή προφορά τῆς Αρχαῖας. Ἑπίσης ὄτι δέν ὑπάρχει νεοελληνική προφορά φαίνεται αὐτὸ ἀπό τὸ ὄτι βρέθηκε όστρακο μέ ἀνορθόγραφα γραμμένο τὸ ὄνομα τοῦ Ἀριστείδη (Ἀριστίδη).Ἐκτὸς αὐτοῦ ύπάρχουν ἀνορθογραφίες σέ ψηφιδωτά τῆς ἑλληνικής πόλεως Ζεύγμα σέ περιοχή τοῦ Κουρδιστάν(Τουρκία). Μέ τὴν ἀνορθογραφία τους ἀποδεικνύεται ότι ἡ προφορά δέν έχει ἀλλάξει.Εάν μελετήσωμε τά ἀρχαῖα κείμενα θά ἀνακαλύψωμε πολλά τέτοια παραδείγματα.  Σέ ἕνα στό  χωρίον στίς «Σφῆκες» τοῦ Αριστοφάνους ὑπάρχει ἡ κάτωθι παραγράφος. « Ἀριφράδην πολύ τι θυμοσοφικώτατον,ὅντινά ποτ᾽ ὤμοσε μαθόντα παρὰ μηδενός, ἀλλ᾽ ἀπὸ σοφῆς φύσεος αὐτόματον ἐκμαθεῖν γλωττοποιεῖν ἐς τὰ πορνεῖ᾽ εἰσιόνθ᾽ ἑκάστοτε». Γράφει «αλλ’από σοφής φύσεος» Φύσις εἶναι τριτόκλιτο καί γράφεται «τῆς φύσεως». Μπορεῖ νά τό ἔγραψε ἔτσι ἐκ παραδρομῆς ἀλλά δείχνει ὄτι τό ο καί το ω ἐπροφέροντο τό ἴδιο. Η λέξις ἐμφανίζεται ξανά ἀνορθόγραφη στήν κατωτέρω παράγραφο. «ζηλῶ γε τῆς εὐτυχίας τὸν πρέσβυν οἷ μετέστη ξηρῶν τρόπων καὶ βιοτῆς•ἕτερα δὲ νῦν ἀντιμαθὼν ἦ μέγα τι μεταπεσεῖται ἐπὶ τὸ τρυφῶν καὶ μαλακόν.τάχα δ᾽ ἂν ἴσως οὐκ ἐθέλοι. τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις ἀεί. καίτοι πολλοὶ ταῦτ᾽ ἔπαθον•ξυνόντες γνώμαις ἑτέρων μετεβάλοντο τοὺς τρόπους.πολλοῦ δ᾽ ἐπαίνου παρ᾽ ἐμοὶ καὶ τοῖσιν εὖ φρονοῦσιν». Εδώ λέγει ὄτι εἶναι ἐκ φύσεως δυσχερές νά αλλάξη συνήθειες, νά ἀποστή από…(νά ξεκολλήση, να απαγκιστρωθή)πάρα τό γεγονός ότι ἔχει πάθει πολλά. Καί πάλι τό γράφει μέ ο. Στούς «Μύθους», ὰπό τό Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνος, ὄμως τό γράφει σωστά. Λέγει δέ «ο ερως δέ εμφυτος αλλήλως τοίς ανθρώποιςς καί τής αρχαίας φύσεως συναγωγεύς καί επιχειρών ποίησαι έν εκ δυοίν καί ίσασθαι τήν φύσιν τήν ανθρώπινην.» Δηλαδή ό έρως, ή έλξις τού ενός πρός τόν άλλον είναι έμφυτος, ενυπάρχει είς τήν αρχέγονην ανθρώπινην φύσιν.

Στίς «Σφῆκες» βλέπομε τό «δεξιός» (δεξιοτέχνης=skilled) νά γράφεται πότε ώς «δεξειός» καί πότε ως «δεξιός». ¨Η λέξις γραμμένη ώς «δεξειός» συναντάται στό κάτωθι απόσπασμα. «πολλάκις δὴ ᾽δοξ᾽ ἐμαυτῷ δεξειὸς πεφυκέναι(δεξιοτέχνης έκ φύσεως) καὶ σκαιὸς οὐδεπώποτε•ἀλλ᾽ Ἀμυνίας ὁ Σέλλου μᾶλλον οὑκ τῶν Κρωβύλων,οὗτος ὅν γ᾽ ἐγώ ποτ᾽εἶδον ἀντὶ μήλου καὶ ῥοᾶς δειπνοῦντα μετὰ Λεωγόρου•πεινῇ γὰρ ᾗπερ Ἀντιφῶν• ἀλλὰ πρεσβεύων γὰρ ἐς Φάρσαλον ᾤχετ᾽, εἶτ᾽ ἐκεῖ μόνος μόνοις τοῖς Πενέσταισι ξυνῆν τοῖς Θετταλῶν, αὐτὸς πενέστης ὢν ἔλαττων οὐδενός. ὦ μακάρι. Αὐτόμενες ὥς σε μακαρίζομεν, παῖδας ἐφύτευσας ὅτι χειροτεχνικωτάτους» δηλαδή εἶναι ἐκ φύσεως δεξιός (δεξιοτέχνης). Επίσης στό ἵδιο κείμενο βρίσκομε τήν ἐξῆς φρασι. «ἔνδον κέκραχθι (έσπασε)τῆς θύρας κεκλῃμένης.ὤθει σὺ πολλοὺς τῶν λίθων πρὸς τὴν θύραν,καὶ τὴν βάλανον ἔμβαλλε πάλιν ἐς τὸν μοχλόν, καὶ τῇ δοκῷ προσθεὶς τὸν ὅλμον τὸν μέγαν»Τῆς «θύρας κεκλημένης» πρέπει νά εννοή ἤ τήν θύραν κλεισμένην ή γυρτή θύρα.Μάλλον σημαίνει κεκλειμένη διότι προηγεἶται τό ρῆμα «κεκραχθι»). Πάντως «κεκλημένη» εῖναι λᾶθος.Δέν μποροῦμε νά ποῦμε κεκλημένων (called) τῶν θυρῶν. Ο Αριστοφάνης μπέρδεψε τό «κεκλημένη» μέ τό «κεκλιμένη»ἤ κεκλειμένη, δηλαδη ἐπικλινή ἤ κεκλειμένη (κλειστή) Τό ρῆμα κλίνεται ὧς καλέω, καλώ,μέλλων καλέσω, έκάλεσα, καλῶ καλέσω εκαλεσα κέκληκα, κέκλημαι, ἐκλήθην, κεκλήμένος. Εάν ἤταν κλειστή θῦρα θά ἔπρεπε νά γράψη «κεκλειμένης τῆς θῦρας, καί ὄχι κεκλημένη.Οἱ «Σφῆκες» βρίθει «ορθογραφικῶν» λαθῶν, Μια ἀκόμα περίπτωσις εἶναι ἡ κάτωθι. ἔγνωκε γὰρ ἀρτίως, λογίζεταί τ᾽ ἐκεῖνα πάνθ᾽ ἁμαρτίας ἃ σοῦ κελεύοντος οὐκ ἐπείθετο.νῦν δ᾽ ἴσως τοῖσι σοῖς λόγοις πείθεται καὶ σωφρονεῖ μέντοι μεθιστὰς ἐς τὸ λοιπὸν τὸν τρόπον πιθόμενός τέ σοι». Εφ’’ ὄσον εἶναι ἡ μετοχή παρακειμένου τοῦ πείθομαι πρέπει νά γράφεται «πειθόμενος» καί ὄχι «πιθόμενος»( καὶ τὸν μὴ πειθόμενον τριχῇ φαμεν ἀδικεῖν, ὅτι τε γεννηταῖς οὖσιν ἡμῖν οὐ πείθεται, καὶ ὅτι τροφεῦσι, καὶ ὅτι ὁμολογήσας ἡμῖν πείσεσθαι οὔτε πείθεται οὔτε πείθει ἡμᾶς, εἰ μὴ καλῶς τι ποιοῦμεν),  Πιό κάτω γράφει ξανά τό πείθεσθαι ὧς πίθεσθαι. Εφὁσον εἶναι ἀπαρέμφαντο τοῦ πείθομαι πρέπει νά γράφεται «πείθεσθαι. Εἶναι προφανές ὄτι τό ἔγραψε ἔτσι ἐκ παραδρομῆς  διότι τό πείθεται τό γράφει σωστά ἀλλά εἶναι ἐπίσης προφανές ὄτι τί ι καί εί πρέπει νά ἧταν  ὀμὀηχα. Εἶναι δυνατόν τό ω καί τό ο σέ αύτα τά παραθετικά (ἢ τρυφερώτερον ἢ δεινότερον ζῷον, καὶ ταῦτα γέροντος) νά επροφέροντο διαφορετικά; τό «τρυφερώτερον» γράφεται μέ ω μόνον ἐπειδή ἡ παραλήγουσα στόν θετικόν βαθμό εἶναι βραχεῖα.

Οί «γλωσσολόγοι» διατείνονται ὄτι τό υ ἐπροφέρετο ὧς ου. Ας διάβάσωμε μία φράσι τοῦ Φιλοκλέωνα. «ὦ μιαρὸς οὗτος• ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει,οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ᾽ οἴεται.ποῦ δ᾽ <ἔσθ᾽> ὁ διώκων, ὁ Κυδαθηναιεὺς κύων;Κύων αὗ αὗ.» Ἐδῶ ό Φιλοκλέων μιμεῖται τόν σκύλο καί δέν μποροῦμε νά ὑποθέσωμε ὄτι παρήγαγε τόν ήχο αου. Ὁ ἧχος τοῦ σκύλου όταν γαυγίζη ἀκούεται σάν γαβ—γαβ, ή αυ—αυ, καί όχι σαν αου. Δέον νά σημειώσω ότι οί παραπάνω φράσεις βρίσκονται στίς «Σφήκες» τού Αριστοφάνους. Θά μποροῦσε κανεῖς  νά ρωτήση τούς ὀπαδούς τού Εράσμου νά μᾶς είποῦν πῶς θά ἐπρόφερετο το Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. Εάν οι δίφθογοι στήν ἀνωτέρω ρήσι ἐπροφέροντο σάν ξεχωριστοί φθόγγοι οί ἄνθρωποι δέν θά μποροῦσαν νά ἀρθρώσουν λόγο. Επίσης θά ἤθελα νά ρωτήσω ἐάν ο γέρων στήν ὀνομαστική ἐπροφερετο διαφορετικά ἀπό τό γέρον στήν κλητική, ἥ τό ὀμιλῶ καί ωμίλησα, ὀρίζω, ὡρισα. Εἶναι δυνατόν τό ω στό γέρων νά προφέρεται διαφορετικά στήν γενική πτώσι πού γράφεται μέ ο ή καί στήν αίτιατική;

Πολλοί ἀπό αὐτούς πού ὑποστηρίζουν ὄτι ἡ ἀρχαῖα προφορά ἤταν ἴδια μέ  τήν νέα  ἔχουν ἐπικαλεσθῆ τήν προφορά τού «λοιμός» καί «λιμός» σάν τεκμήριο ὄτι ἡ ἀρχαῖα ἐπροφέρετο ὄπως ή νέα Ελληνική. Κατά τήν γνώμη μου αὐτό ἀποτελεῖ τεκμήριο. Αυτοί πού υποστηρίζουν ὄτι οἱ δίφθογγοι δέν επροφέροντο ὧς δίφθογγοι ἰσχυρίζονται ὄτι δέν ὑπάρχει καμία ἀξιοπίστη μαρτυρία πού νά θεμελιώνη τήν ἄποψιν ὄτι οί λέξεις αὐτές ἧταν ὀμόηχες. Καί ὄμως στόν Θουκυδίδη, στήν Ιστορία τοῦ Πελοποννησιακού Πολέμου (431 πΧ) ὧς αὐτόπτης μάρτυρας περιγράφει τόν λοιμό πού ἔπληξε τήν Αθήνα. Λέει λοιπόν (στο κεφ.54 ὄτι ὄταν ξέσπασε ὁ λοιμός στήν Αθήνα, κάποιοι ἠλικιωμένοι στήν ἀγορά, θυμήθηκαν ἕναν παλιό χρησμό(τῆς πυθίας καί θεώρησαν ὄτι ἀναφερόταν στήν κατάστασιν πού τούς εἶχε βρεῖ. Ανάμεσα στούς παρόντες, ξέσπασε διαφωνία, ἐπειδή μερικοί ἐπέμεναν ὄτι ὁ χρησμός ἔλεγε: ” με τόν Δωρικόν πόλεμον θά ἔρθη λοιμός”, ἐνῶ ἄλλοι ἐπέμεναν ὄτι ἔλεγε “με τόν Δωρικό πόλεμο θά ἔλθη λιμός”. Ἄρα οἱ Αθηναῖοι δέν μποροῦσαν να μπερδέψουν τίς δῦο λέξεις, ἐκτός καί ἀν ἧταν ὀμόηχες. Εἶναι ἀκατονόητο γιατί παραγνωρίζουν αὐτήν τήν μαρτυρία. Επίσης μιά ἄλλη πηγή ἀπό τήν ὀποῖαν μποροῦμε νά ἀντλήσωμε ἐνδείξεις περί τῆς προφορᾶς τῶν ἀρχαίων εἶναι τά λογοπαίγνια τοῦ Αριστοφάνους.Ο Αριστοφάνης, ὧς συνήθως, παίζει μέ τίς πολλαπλές σημασίες τῶν λέξεων (υπάρχουν… μέλη και μέλι, ὄλα όμως έχουν την πρακτική τους χρησιμότητα!), αλλά και με τις κωμικές δυνατότητες που παρέχει ἡ σχετική ὀμοηχία (ᾖδε από το ᾄδω, τραγουδώ, καί τό είδε αλλά καί αλλά με σαφείς παραπομπές στο ἥδομαι και την ἡδονήν κ.π.α.. Στά ἔργα του ἐκμεταλεύεται μέ μαεστρία τά παρεφθαρμένα ελληνικά τών δούλων καθώς καί τίς ὀμοηχίες τῶν λέξεων καί μέ αυτές τίς μορφές τοῦ λόγου μπορεῖ κανεῖς νά ἀντλήση πλούσια στοιχεῖα γιά τό ποιά ἤταν ἡ προφορά τῆς ἀρχαῖας γλώσσης.

 

Στόν Κράτυλο ὑπάρχει ἄλλη μία μαρτυρία περί τῆς προφορᾶς τῆς ἀρχαίας. Ο Σωκράτης λέγει τά εξής: «Σωκράτης.    Καί λοιπόν τό ὄνομα τοῦ Ποσειδώνος μοῦ φαίνεται ὄτι ἐδόθη ἀπό ἐκεῖνον ο ὀποῖος τὀ ὡνόμασε πρῶτος, διότι αὐτόν, ἐνῶ ἐβάδιζε, τόν ἐσταμάτησε ἡ φύσις τῆς θαλάσσης, καί δέν τόν ἄφησε νἀ προχωρήση, παρά έγινε δι’ αυτόν ὡσάν δεσμός τῶν ποδῶν του. Λοιπόν τόν ἀρχηγόν θεόν αὐτῆς τῆς δυνάμεως τόν ὡνόμασε Ποσειδώνα, ὡσάν νἀ εἶναι ποσίδεσμος. Το δε ε_παρενεβλήθη ἴσως χάριν εὐπρεπεῖας. Ίσως δέ να μή ἐσήμαινε τούτο, αλλ’ αντί του _σ_ να ἐλέγοντο είς τήν ἀρχήν δύο _λ_ καί νἀ ἐσήμαινε ὄτι πολλά γνωρίζει αὐτός ο θεός. Ίσως πάλι από το σείω ὡνομάσθη ὁ σείων, καί προσετέθη το πι καί το δέλτα. Τό δε ὄνομα τοῦ Πλούτωνος ἐδόθη ἀπό τήν δωρεάν του Πλούτου, διότι κάτω από τήν γή ἀνακαλύπτεται ὁ πλοῦτος. Τό δε ἄλλο όνομά του, ο Άδης, οι περισσότεροι φαίνεται ὄτι τό ἐξηγοῦν ἀπό τό καί αειδής καί  (αόρατος) καί ἐπειδή ἀποτροπιάζονται αὐτό τό ὄνομα τόν ὀνομάζουν Πλούτωνα» Δηλαδή λέγει ὄτι μέ τήν παρεμβολήν ἄλλων γραμμάτων σχηματίζομε ἄλλές συλλαβές καί μεταβάλλομε τό νόημα τῶν λέξεων, ὄπως τήν περίπτωσιν τῆς λέξεως αειδής ό ἧχος πού παράγεται ἀπό τό ει εξελλειπε καί ἐσχηματίσθη ή λέξις Ἄδης, καθῶς καί ἀπο τήν λέξι πλοῦτος προέκυψε ή όνομασία Πλούτων, δηλαδη, τό γράμμα ο ἔγινε ω ἀλλά ό ἦχος πού παράγεται ἀπό τήν προφορά τών δύο γραμμάτων παραμένει ό ίδιος.Ο πλοῦτος στήν αίτιατική γράφεται «τόν πλούτον», Ἔτσι ο πλοῦτος μέ τήν μετατροπή  τού τού ο σέ ω ἔγινε Πλούτων στήν ονομαστική κλίσι καί παράλληλα ἔγινε τριτόκλιτο ουσιαστικό..

Στόν  Κράτυλο ο Σωκράτης ἐξηγεῖ  τήν προέλευσιν διαφόρων λέξεων καί ὀνομάτων. Π. Χ. Μάς λέγει ὄτι τό ὄνομα Αγαμέμνων προέρχεται ἀπό τό επίθετο «αγαθός». Τό Οὐρανός πιθανῶς προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ὀρώ». Δηλαδή, ορώ πρός τά ΄άνω. Τό Δαίμονες  προέρχεται από τό «δαήμονες=σοφοί.Εάν τὀ αι ἐπροφέρετο ὡς αϊ, τότε τό Ι καί τό Η ἤταν ὀμὀηχα καί τὀ Η δέν μποροῦσε νἀ προφέρεται ὡς ΟΥ. Τό αίσχρόν προέρχεται από τό αει–ῑσχρον. Αήρ από τό «αεί ρεί»=ρέει γιά πάντα.Η ψυχή ἀπό τό «φύσιν οχεί». Συνεπῶς το η δέν ἤταν δυνατόν νά ἐπροφέρετο σάν ου μῆτε το ει σάν εϊ.Τό σώμα από τό «Σήμα»= τάφος τής ψυχής.καί κατα τούς Ορφικούς «σώσιμο τῆς ψυχῆς». Εἶναι προφανές ὄτι τό ω πρέπει νά ἐπροφερετο ὧς ο καί τό η ώς ι. Δηλαδή ἐδῶ ἔγινε μιά μικρή ἀλλαγή στόν ήχο.  Τό Αιδής προέρχεται ἀπό τό «είδέναι». Δηλαδή το αι μετετράπη σέ ει. Ἡ Λητώ προέρχεται από τό «λείο»=μαλακό, καί  μποροῦμε νά συνάγωμε ὄτι το η καί ει παρήγαγον τόν ίδιον ήχο.Τό «ρήμα» εῖναι ή ρίζα τού είρω=ὀμιλῶ. «Αρτεμης» προέρχεται από τήν λέξι «αρτεμές»=ἀκεραιότητα. «Ερως»(αυτό πού εισρέει έξωθεν=από έχω ρέει μέσα στήν ψυχή. «Εσρός=έρως»Εἶναι προφανές ὄτι οί διφθογγοι ἐπροφέροντο ὄπως προφέρονται σήμερα ὡς  ἐπίσης ὄλα τά γράμματα τού αλφαβήτου διότι οί προειρημένες ονομασίες δέν θά  εἶχαν αὐτές τίς ρίζες.Η ἀλήθεια εῖναι ὄτι τά γράμματα Ω = Ο, Ι = Η = Υ = ΟΙ = ΕΙ = ΥΙ, ΑΙ = Ε  εῖναι παραλλαγές (ομόηχα γράμματα), κάτι ὄπως καί τά κεφαλαῖα: Α, Β, Γ… καί μικρά γράμματα: α, β, γ…,  πού μᾶς χρησιμεύουν στήν γραφή, γιά να ὑποδείκνύωμε, βάσει κανόνων,   τήν ἐτυμολογία (= την ρίζα ἥ τἠν πρωτότυπη λέξι, το μέρος λόγου καί τόν τύπο) τῶν λέξεων, ὧστε να ἔχωμε βοήθεια καἰ στήν κατανόησιν τῶν γραπτῶν λέξεων καί στήν διάκρισιν των ομοήχων,  πρβ π.χ. ότι: Τα ρήματα γράφονται με τα γράμματα –ω,εις,ει: καλώ, καλείς, καλεί.…. και τα πτωτικά με –ο,η,οι: καλό, καλός, καλοί καί καλεί καί καλή,  αγαθή καί αγαθοί….,Τα κύρια πρόσωπα γράφονται με κεφαλαίο γράμμα και τα κοινά και οι κοινές λέξεις με μικρό, π.Χ.: Αγαθή καί αγαθή, Νίκη καί νίκη, κ. Καλός καί καλός…Τα θηλυκά γράφονται με –η, τα αρσενικά πληθ. με -οι και τα ουδέτερα με –ι: φιλί, τυρί,… καί φυλή,  κακή καί κακοί…Επειδή ὑπάρχουν πολλές λέξεις πού εἶναι ὀμόηχες, ἔγράφοντο διαφορετικά γιά νά γίνεται ἡ διάκρισις. Ό,τι φθόγγους εἶχε ἡ ἀρχαῖα ἐλληνική ἔχει καί ἡ νέα. Τα γράμματα Ω, Η, Υ δέν εῖναι φθόγγοι τῆς ἀρχαῖας ἐλληνικῆς πού συνέπεσαν στόν χρόνο με τα Ο, Ι, ὄπως ἔχει πεῖ ὁ Έρασμος καί επαναλαμβάνουν κακῶς τά ἐλληνικά σχολικά βιβλία, ἀλλά μέρος τῶν ὀμόφωνων γραμμάτων Ω & Ο, Η & Υ & ΟΙ καί Ι… πού ἔχουν ἐπινοηθῆ στήν ἑλληνική γραφή για νοηματικούς – ἐτυμολογικούς λόγους καί βασικά γιά διάκρισιν τῶν ὀμόηχων λέξεων, πρβ π.χ.: τόν αὐτόν καί τῶν αὐτῶν, ὑμεῖς & ἡμεῖς, κριτικός & Κρητικός, λύπη & λείπει & λίπη…

Η σχέσις τῶν διαφόρων φάσεων τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας δηλ. η σχέσις της Νέας Ελληνικής με τη Βυζαντινή καί τήν ἀρχαῖα ἐλληνική γλῶσσα καί ἥ, ἄμεσα συνδεόμενη, ἐρμηνεῖα διαφόρων μεταβολῶν ἥ ὀμοιοτήτων στήν γλῶσσα τῶν ἀντίστοιχων περιόδων, ἤταν ἕνα μεῖζον πρόβλημα πού προέκυψε στήν ἔρευνα τῆς ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Από πού προῆλθε ἡ Νέα ἑλληνική, ἀπό τήν ἀρχαῖα μέ τήν μεσολάβησιν τῆς Βυζαντινῆς ἥ ἀπευθεῖας ἀπό τήν ἀρχαῖα καί μάλιστα ἀπό συγκεκριμένες διαλέκτους της; Καί πόσο διαφορετική ἥ ίδια καί ἀπαράλλακτη εἶναι ἠ νέα ἑλληνική γλῶσσα μέ τήν ἀρχαῖα; Σχετικά με τά θέματα αὐτά διατυπώθηκε ἡ περίφημη “αιολοδωρική θεωρία” του ποιητοῦ Αθαν. Χριστόπουλου κ.α. σύμφωνα με τήν ὀποῖαν ἡ Νέα Ελληνική συνδέεται ἀπευθεῖας με τήν ἀρχαῖα γλώσσα, τῆς ὀποῖας ἀποτελεῖ ἄμεση ἐξέλιξιν, προερχόμενη μάλιστα ὄχι ἀπό τήν ἀρχαῖα ἀττική διάλεκτο αλλά από την αἰολική καί τήν δωρική διάλεκτο. Ως πρός τἠν ὀμοιότητα – καί ἄμεση συνέχεια – ἀρχαῖας καί νέας ελληνικῆς γλώσσας, χρησιμοποιήθηκε τὀ “ἐπιχείρημα” τῆς προφορᾶς τῆς ἀρχαῖας γλώσσας, ἡ ὀποῖα ἐμφανίστηκε ὄτι ἐταυτίζετο μέ τήν προφορά τῆς Νέας Ελληνικῆς, ἀφοῦ ὄσες ἀλλαγές ἔγιναν – σύμφωνα πάντοτε με την άποψιν αὐτή – ἤδη στούς κλασικούς χρόνους. Καί τίς δῦο αὐτές “θεωρίες” (της Αιολοδωρικῆς καί τῆς ἀρχαῖας προφορᾶς) προσπάθησε νά ἀποδείξη ἀβάσιμες καί ἀναληθεῖς ο Γ. Χατζιδάκις, χρησιμοπιώντας τήν μέθοδο τῆς ἰστορικῆς γλωσσολογίας. Ὅμως, ὁ Χατζιδάκις παραγνωρίζει τό αὐταπόδεικτο. Η ὀμοιότητα τῆς Νέας Ελληνικῆς μέ τήν Αρχαία ἀποδεικνύεται περίτρανα. Σχεδόν ὄλο τό λεξιλόγιο τῆς νέας Ελληνικῆς εἶναι πανομοιότυπο μέ αυτό τῆς Αρχαῖας. Η δέ ὀρθογραφία εἶναι ή ἰδια καί αὐτό πιστοποιεῖται ἀπό τἀ ἀρχαῖα κείμενα. Ὄσον ἀφορά τήν προφορά, ἀνέπτυξα επιχειρήματα ἀνωτέρω. Θέλω νά προσθέσω ὄτι εἶναι αδιανόητο οί ἀρχαίοι Ἕλληνες να πρόφεραν τό «γελοίοι» ώς «γελόιόι» δηλαδή νά πρόφεραν τούς ἤχους ὄλων τῶν γραμμάτων τής λέξεως. Μέ αυτόν τόν τρόπον θά παρήγαγον άναρθρες κραυγές καί ὄχι ἤχους λέξεων.Ας πάρωμε τήν φράσι τού Αριστοφάνους τήν ὀποῖαν ἀνέφερα καί προηγουμένως, πού λέγει «Καρυκοποιούς προσβλέπων βδελύττομαι”. Μπορεί κανείς νά φανταστῆ ὄτι θἀ τὀ ἐκφωνοῦσε ὧς: ¨Καροϋυκοποϊοοϋύς προσμπλέποον μπδελούττομαϊ (ή μήπως ‘μπτχελούτομαϊ)”; Φαντάζεται κανεῖς τούς Αρχαίους Ἔλληνες νά ὀμιλοῦσαν έτσι; Αυτά μάς κάνουν νά αισθανόμεθα ότι τέτοιες προφορές είναι βαρβαρικές ηλιθιότητες !

Αυτές τίς θεωρίες έχουν λανσάρει τά Αγγλικά καί Γερμανικά πανεπιστήμια, κυρίως για να δείξουν ότι είναι η κορωνίς της Άριας Φυλής οι βορειοευρωπαίοι ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Υπάρχει κασσέτα ή ντιβι ντι από την αρχαιότητα για να ακούσουμε πως ομιλούσαν οι πρόγονοι μας τα αρχαιά ελληνικά; Ας μας το φέρουν.Πόθεν βγάζουν το συμπέρασμα αυτό; Πόθεν δηλαδή προκύπτει η απόδειξις της θεωρίας αυτής ;.Η προφορά αυτή προσομοιάζει σε βάρβαρους παρά σε Έλληνες. Το β μπ πρέπει να είσαι πολύ βάρβαρος για να το προφέρεις, καθώς καί το Γ ΓΚ.από τό ουσιαστκιον δέος.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ