H Στυλλού Παντοπίου – Χριστοφή γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό της Πιτσιλιάς το 1900 ή 1901, όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Το χωριό της άγονο και φτωχό, όπως αρκετά από τα χωριά της Κύπρου, οι κάτοικοί του επιδίδονταν σε έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης. Η Στυλλού ως χαρακτήρας ήταν ιδιαίτερα δύσκολος άνθρωπος. Πίστευε ότι μόνον εκείνη κατείχε την αλήθεια των πραγμάτων και επίμενε στην εδραίωση της άποψής της. Διακατεχόταν από μανίες και εμμονές, γεγονός που ενίσχυσε την σκληρότητα του χαρακτήρα της. Καθώς η βία ήταν διάχυτη στο περιβάλλον που ζούσε, έμαθε από μικρή να τη θεωρεί αναγκαία για την επίλυση των όποιων προβλημάτων της, αναπτύσσοντας έτσι μιαν εξαιρετικά βίαιη προσωπικότητα.
Από τον γάμο της με τον συντοπίτη της Χριστοφή απέκτησε ένα μόνο παιδί, τον γιο της Σταύρο. Στο σπίτι, μαζί με την οικογένεια, ζούσε και η μητέρα του άντρα της. Ο χαρακτήρας της Στυλλούς δεν μπορούσε να ανεχθεί, μια άλλη γυναίκα να έχει λόγο στο νοικοκυριό της, και οι προστριβές μεταξύ τους ήταν στην ημερήσια διάταξη, αφήνοντας αμήχανα και άβουλα τα αρσενικά του σπιτιού. Η κατάσταση ανάμεσα σε νύφη και πεθερά πάει από το κακό στο χειρότερο και κάποιο βράδυ του 1925 κορυφώνεται. Μετά από έναν ιδιαίτερα έντονο καυγά ανάμεσα στις δύο γυναίκες, η Στυλλού αρπάζει ένα αναμμένο δαυλί και το χώνει στο στόμα της πεθεράς της, συνεπικουρούμενη από δυο συγχωριανές της, που κρατούσαν ανοιχτό το στόμα του θύματος. Ο όρκος σιωπής που έδεσε τις τρεις φόνισσες και η αλληλοκάλυψή τους κατά τη δίκη που ακολούθησε, είχαν ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της Στυλλούς από τις κατηγορίες, λόγω αμφιβολιών.
Τα χρόνια περνούν. Το έγκλημα της Στυλλούς, αν και δεν έχει αποδειχθεί στο δικαστήριο, παραμένει κοινό μυστικό ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, με αποτέλεσμα να τη διαλύσει. Ο άντρας της την εγκαταλείπει και μεγαλώνει μόνη τον γιο της, στον οποίο έχει ιδιαίτερη αδυναμία, αλλά η ζωή στο χωριό δύσκολη. Το 1941 ο Σταύρος Χριστοφής θα ακολουθήσει τα χνάρια των περισσοτέρων νέων της εποχής, θα φύγει για την Αγγλία (η Κύπρος βρίσκεται υπό αγγλική κατοχή, ήδη από το 1878), σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, αλλά και σε μιαν ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει από τον αποπνικτικό έλεγχο της μητέρας του. Η Στυλλού μένει μόνη στο χωριό.
Αρχικά ο Σταύρος πηγαίνει στη Λευκωσία, όπου εργάζεται ως σερβιτόρος, προκειμένου να εξασφαλίσει τα χρήματα που είναι απαραίτητα για να προμηθευτεί το πολυπόθητο εισιτήριο για το πλοίο που θα τον πάρει στην Αγγλία. Φτάνοντας εκεί, και με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να μαίνεται, καταφέρνει να βρει μια καλή δουλειά στο Café de Paris, ένα από τα σημαντικότερα νυχτερινά κέντρα του Λονδίνου. Γνωρίζει την Hella Bleicher, μιαν όμορφη γερμανίδα, που εργάζεται σε ένα κατάστημα γυναικείων ρούχων. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, παντρεύονται. Ο Σταύρος έχει, ήδη, διαπράξει θανάσιμο αμάρτημα. Όχι μόνο παντρεύτηκε αλλοδαπή και αλλόθρησκη, σύμφωνα πάντα με τις πεποιθήσεις της μάνας του, αλλά, το χειρότερο, το έπραξε χωρίς να ζητήσει την άδεια της, η οποία έμαθε τα νέα από ένα γράμμα του, όταν όλα είχαν τελειώσει.
Το ζευγάρι στέκεται καλά οικονομικά, αγοράζει ένα ωραίο σπίτι σε προάστιο του Λονδίνου, κοντά στο Hampstead Heath, και αποκτά τρία παιδιά. Η μετοίκηση του ζεύγους μακριά από τη λονδρέζικη κοινότητα των Ελληνοκυπρίων, είναι ένα ακόμη πλήγμα για τον εγωισμό της Χριστοφή, η οποία αποφασίζει να δράσει.
Κατ’ αρχάς, ενημερώνει τον Σταύρο ότι θέλει να τους επισκεφθεί. Αν και όχι ιδιαίτερα χαρούμενος με την εξέλιξη αυτή, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να αρνηθεί στη μητέρα του τη φιλοξενία στο σπίτι του. Εντέλει, είναι η μητέρα του και η γιαγιά των παιδιών του, τα οποία δεν την έχουν γνωρίσει. Η Στυλλού έχει ήδη εξοικονομήσει τα χρήματα για το εισιτήριό της και το 1953 φθάνει στην Αγγλία για να συναντήσει τον γιο της, που έχει να τον δει 12 χρόνια. Στη συνέχεια τον ενημερώνει ότι σκοπός της ήταν να μείνει αρκετά στην Αγγλία, να βρει μια δουλειά (ήταν ακόμη αρκετά νέα, μόλις 53, αν και έδειχνε μεγαλύτερη) και να μαζέψει χρήματα που θα της επέτρεπαν να γυρίσει στην Κύπρο και να αγοράσει γη ή ένα σπίτι. Έτσι, η Στυλλού εγκαθίσταται «για τα καλά» στο σπίτι της οικογένειας του γιου της. Στην αρχή τα πράγματα πήγαιναν καλά, με την Hella και τον Σταύρο να κάνουν ότι περνούσε από το χέρι τους, ώστε η διαμονή της Χριστοφή στο σπίτι τους να είναι ευχάριστη και διασκεδαστική. Όμως, οι οιωνοί ήταν εναντίον τους. Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό που ξανάδε τον γιο της και γνώρισε τα εγγόνια της, ο γνωστός χαρακτήρας της βγήκε στην επιφάνεια και τα προβλήματα άρχισαν. Κατηγορούσε την Ηella για τα πάντα: για το ότι το σπίτι ήταν μακριά από τη συνοικία των Ελληνοκυπρίων, για το ότι τα παιδιά δεν μιλούσαν καλά ελληνικά, για την ισότιμη σχέση με τον άντρα της. Και, κυρίως, για το ότι εκείνη ήταν η νοικοκυρά στο σπίτι και ο δικός της λόγος ήταν αυτός που περνούσε.
Η συμπεριφορά της Στυλλούς είχε καταστήσει τόσο εκρηκτική την ατμόσφαιρα στο σπίτι, ώστε και η υπομονετική Hella έφτασε στα όριά της. Δήλωσε στον Σταύρο ότι θα έπαιρνε τα παιδιά για μιαν επίσκεψη στη Γερμανία, στους δικούς της, αφήνοντας να εννοηθεί πως, όταν επέστρεφαν, η μητέρα του θα έπρεπε να έχει επιστρέψει στην Κύπρο. Η Στυλλού που, κατά την προσφιλή της συνήθεια, κρυφάκουγε, κατάλαβε – αν και τα αγγλικά της ήταν φτωχά – την κεντρική ιδέα των λεγομένων της Hella. Η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή της νέας γυναίκας μόλις είχε αρχίσει…
Το δεύτερο έγκλημα
Το βράδυ της Τετάρτης 28 Ιουλίου του 1954 δεν διέφερε σε τίποτα από τα υπόλοιπα. Ο Σταύρος ετοιμάστηκε κι έφυγε για τη δουλειά, η μητέρα του καθόταν στο σαλόνι και η Hella, αφού τακτοποίησε τα παιδιά στα κρεβάτια τους και τα καληνύχτισε, πήγε να κάνει το μπάνιο της. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή διάλεξε η Στυλλού για να εκτελέσει το αποτρόπαιο έργο της. Πήρε από την ξυλόσομπα τον βαρύ, μαντεμένιο δίσκο με τον οποίο μάζευαν τις στάχτες, αιφνιδίασε την Hella στο μπάνιο και την έριξε αναίσθητη στη μπανιέρα, χτυπώντας την στο κεφάλι με το βαρύ σίδερο. Στη συνέχεια, την έσυρε στην κουζίνα, όπου την στραγγάλισε χρησιμοποιώντας ένα μαντήλι. Τόση ήταν η μανία της και το μίσος απέναντι στην άτυχη κοπέλα, που το μαντήλι έσχισε το δέρμα του λαιμού και παγιδεύτηκε στην πληγή. Για να το αφαιρέσει, η Στυλλού αναγκάστηκε να το κόψει. Υποκύπτοντας σε μια παρόρμηση της στιγμής, έβγαλε τη βέρα από το δάχτυλο της νύφης της και την έκρυψε στο δικό της δωμάτιο, τυλιγμένη σ’ ένα κομμάτι χαρτί.
Το έγκλημα είχε γίνει, και η Στυλλού έπρεπε να βρει τρόπο να το κρύψει και να εξαφανίσει τα ίχνη του πτώματος. Ποιος καλύτερος τρόπος, λοιπόν, από τη φωτιά; Έτσι, μετέφερε το πτώμα της Hella στην αυλή, το έλουσε με παραφίνη, του έβαλε φωτιά και έμεινε να το παρακολουθεί, ατάραχη, να καίγεται. Η ώρα είχε πάει 23.45´ και ένας γείτονας, ο John Young, είδε από το παράθυρο του σπιτιού του τις μεγάλες φλόγες στην αυλή των Χριστοφή. Βγήκε στον κήπο του ανήσυχος και πλησίασε στον φράχτη που χώριζε τα δύο σπίτια, για να δει καλύτερα. Αργότερα κατέθεσε ότι είδε τη μητέρα του Σταύρου να καίει κάτι που έμοιαζε με κούκλα βιτρίνας και υπέθεσε ότι, απλά, έκαιγε σκουπίδια. Γύρισε καθησυχασμένος στο κρεβάτι του. Γύρω στη 1 το πρωί, ο κ. και η κα Burstoff, που επέστρεφαν σπίτι τους από το εστιατόριο που διατηρούσαν, κόντεψαν να χτυπήσουν με το αυτοκίνητο μια γυναίκα που, σχεδόν, ρίχτηκε στις ρόδες τους. Δεν ήταν άλλη από την αναστατωμένη Στυλλού, η οποία, σε σπασμένα αγγλικά, ψέλλισε κάτι για φωτιά και για παιδιά που κοιμούνται. Το ζευγάρι προσπάθησε να την καθησυχάσει και την ακολούθησε στο σπίτι. Είδαν τη φωτιά που είχε σχεδόν σβήσει στην αυλή και που, σίγουρα, δεν απειλούσε το σπίτι. Ο κ. Burnstoff έντρομος διαπίστωσε πως το κορμί που κάπνιζε στην αυλή δεν ήταν κορμί κούκλας, αλλά το σώμα μιας γυναίκας. Καθώς η φωτιά δεν είχε προκαλέσει παρά επιφανειακά εγκαύματα (ένα ανθρώπινο σώμα καίγεται πολύ πιο δύσκολα απ’ ότι, ίσως, θα υπέθετε κανείς), το βαθύ σημάδι του στραγγαλισμού ήταν ευδιάκριτο στον λαιμό του πτώματος. Ειδοποίησε την αστυνομία που έφθασε λίγο αργότερα, ταυτόχρονα σχεδόν με τον Σταύρο, που γύριζε από τη βάρδιά του.
Η Στυλλού προσπάθησε να πείσει τους αστυνομικούς ότι, βλέποντας τις φλόγες, βγήκε στην αυλή να δει τι συμβαίνει και ανακάλυψε το πτώμα της νύφης της. Ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε πώς βρέθηκε εκεί, ούτε πώς έπιασε φωτιά. Δεν έδωσε καμία εξήγηση για τα τραύματα στο κεφάλι και τον λαιμό του θύματος. Επέμενε ότι δεν ήξερε τίποτα για τον φόνο, κυριολεκτικά! Φυσικά όμως, τώρα δεν βρίσκεται στη Κύπρο. Η αγγλική αστυνομία τη συνέλαβε ως ύποπτη για φόνο. Την επόμενη ημέρα της απαγγέλθηκαν κατηγορίες με τη βοήθεια ενός Έλληνα διερμηνέα και οδηγήθηκε στη φυλακή Holloway, για να περιμένει τη δίκη.
Δίκη και καταδίκη
Η δίκη άρχισε στις 25 Οκτωβρίου του 1954, στο Δικαστήριο του Λονδίνου OldBailey και κράτησε μόλις τέσσερις ημέρες. Όταν άκουσε το κατηγορητήριο, κούνησε ζωηρά το κεφάλι της και φώναξε «Νο!», μια από τις ελάχιστες φορές που μίλησε αγγλικά. Ο δικηγόρος της, καθώς και ο γιος της, προσπάθησαν να την πείσουν να δεχτεί τη δήλωση παραφροσύνης, ώστε να γλιτώσει τη ζωή της. Η Στυλλού ήταν ανυποχώρητη: «Μπορεί να είμαι φτωχή και αγράμματη, αλλά τρελή δεν είμαι. Ποτέ, ποτέ, ποτέ!» Μετά από την άρνησή της αυτή, τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν ραγδαία. Η πολιτική αγωγή κατέρριψε κάθε αθωωτικό ισχυρισμό (όχι ότι κανείς πίστευε πως υπήρχαν και τέτοιοι) και με συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε (ίχνη αίματος στο μπάνιο και την κουζίνα που δεν είχαν καθαριστεί καλά, το κομμένο φουλάρι που βρέθηκε στα σκουπίδια, η βέρα της Hella που ανακαλύφθηκε στο δωμάτιο της φόννισας, ίχνη στο πάτωμα από το σύρσιμο του πτώματος), ζήτησε να κηρυχθεί η Στυλλού ένοχη. Οι εξηγήσεις της, από αφελείς έως αστείες (ισχυρίστηκε πως βρήκε τη βέρα της Hella στις σκάλες του σπιτιού και υπέθεσε πως ήταν κρίκος από το κουρτινόξυλο…) δεν έπεισαν κανέναν και, κυρίως, το σώμα των ενόρκων το οποίο χρειάστηκε μόνο δύο ώρες για να δώσει την ετυμηγορία του: η Στυλλού Παντοπίου – Χριστοφή είχε κριθεί ένοχη για τη δολοφονία της νύφης της. Η ποινή της θα ήταν ο θάνατος δι’ απαγχονισμού.
Εκτέλεση και ταφή
Στις 15 Δεκεμβρίου του 1954 η Στυλλού Χριστοφή άφησε την τελευταία της πνοή στην αγχόνη της φυλακής Holloway, από τον διαβόητο δήμιο Albert Pierrepoint. Όταν ρωτήθηκε αν είχε κάποια τελευταία επιθυμία, ζήτησε να κρεμάσουν έναν σταυρό στον τοίχο του χώρου εκτέλεσης. Η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε και ο σταυρός έμεινε στην ίδια θέση μέχρι το 1967, οπότε ο συγκεκριμένος χώρος καταργήθηκε και η αγχόνη αποσυνδέθηκε. H Στυλλού Χριστοφή πέθανε μόνη της, καθώς ο γιος της δεν παραβρέθηκε στην εκτέλεση.
H Στυλλού ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στη Μεγάλη Βρετανία, μετά 30 χρόνια. Ήταν, επίσης, η προτελευταία καθώς, 8 μήνες αργότερα, ακολούθησε η εκτέλεση της Ruth Ellis, η οποία είχε δολοφονήσει τον εραστή της έξω από ένα εστιατόριο που, από διαβολική σύμπτωση, απείχε μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι των Χριστοφή. Η Ruth Ellis ήταν και η τελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε στη Μεγάλη Βρετανία.
Ντίνος Ορφανός ΤΡιμίκλινη