διευρυνόμενο βασίλειο άκμασαν και άλλες σημαντικές πόλεις, όπως η Αιανή, η Όλυνθος, η Αμφίπολη και η πόλη-ιερό του Δίου. Στην ακμή του μακεδονικού βασιλείου η καθαυτό Μακεδονία περιλάμβανε την περιοχή από την οροσειρά της Πίνδου στα δυτικά μέχρι και την κοιλάδα του Στρυμόνα στα ανατολικά. Από τον Πηνειό και το Αιγαίο πέλαγος στα νότια έφτανε μέχρι περίπου στα σημερινά ελληνικά σύνορα στα βόρεια. Κατά τη Ρωμαιοκρατία τα όρια της επαρχίας της Μακεδονίας εκτείνονταν από την Αδριατική στα δυτικά μέχρι τον Νέστο στα ανατολικά και από την πόλη Βυλάζωρα στα βόρεια μέχρι τον Σπερχειό στα νότια.
ΑΙΓΕΣ (ΒΕΡΓΙΝΑ)
Στα δυτικά, νοτιοδυτικά πέρατα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, στις βόρειες παρυφές των Πιερίων, ανατολικά του Αλιάκμονα, βρίσκονται η Βεργίνα και τα Παλατίτσια, δύο γειτονικά χωριά που ορίζουν το χώρο της πόλης των Αιγών, μακεδονικής πρωτεύουσας ως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και βασιλικής νεκρόπολης. Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1861 από τον Γάλλο αρχαιολόγο L. Heuzey και συνεχίζονται από το 1938 έως τις μέρες μας από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και την Αρχαιολογική Υπηρεσία έχουν φέρει στο φως τα μνημειώδη ανάκτορα, τμήμα της αρχαίας πόλης και της οχύρωσής της με το θέατρο και τα ιερά αφιερώματα στην Εύκλεια και τη Μητέρα των Θεών, καθώς και πολυάριθμους μακεδονικούς τάφους ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν αυτοί της Μεγάλης Τούμπας. Παράλληλα, στα βόρεια της αρχαίας πόλης έχουν ανασκαφεί τμήματα του Προϊστορικού νεκροταφείου καθώς και ταφές που χρονολογούνται έως και τους πρώιμους κλασικούς χρόνους.
ΠΕΛΛΑ
Χάλκινη μορφή λουόμενης, η γνωστή ως ‘κόρη της Βέροιας’, 3ος αι. π.Χ., Μόναχο |
ΑΙΑΝΗ
Η Αιανή βρίσκεται νότια της σημερινής Κοζάνης και αποτελούσε στην αρχαιότητα την πρωτεύουσα του βασιλείου της Ελίμειας στην Άνω Μακεδονία. Σε λόφο της περιοχής έχουν ανακαλυφθεί και ανασκάπτονται εκτεταμένα ερείπια μιας πόλης που κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια ως τον 1ο αιώνα π.Χ. Η πόλη που είχε χτιστεί σύμφωνα με το ελεύθερο πολεοδομικό σύστημα, διατασσόταν σε αλλεπάλληλα άνδηρα και περιλάμβανε μεγάλα δημόσια στωικά οικοδομήματα, κυκλική δεξαμενή και άλλες εγκαταστάσεις υδροδότησης καθώς και πολλές κατοικίες. Τα περισσότερα κτίρια διαρθρώνονταν σε πολλαπλά επίπεδα εξαιτίας της διαμόρφωσης του εδάφους. Γύρω από το λόφο απλώνονται εκτεταμένα νεκροταφεία και συστάδες τάφων που χρονολογούνται από την ύστερη εποχή του Χαλκού ως το τέλος της ελληνιστικής περιόδου. Στη νεκρόπολη των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων βρέθηκαν κτιστοί θαλαμωτοί και κιβωτιόσχημοι τάφοι, καθώς και ένα ηρώο, που πρέπει να ανήκαν σε μέλη της ανώτατης κοινωνικής τάξης του βασιλείου της Ελίμειας. Τα πλούσια κτερίσματα των τάφων και τα ευρήματα στην περιοχή της πόλης φανερώνουν την ύπαρξη εμπορικών και πολιτιστικών σχέσεων με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και την άνθηση τοπικών εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας, κοροπλαστικής και αγγειοπλαστικής. Πρόκειται δηλαδή για μία πλήρως οργανωμένη ήδη από τους κλασικούς χρόνους πόλη, η ανακάλυψη της οποίας ανατρέπει παλαιότερες θεωρίες για πολιτιστική απομόνωση της Άνω Μακεδονίας σε αυτήν την πρώιμη περίοδο.
Πήλινο γυναικείο ειδώλιο από την Αιανή, μέσα 6ου αι. π.Χ. |
ΔΙΟΝ
Στους βόρειους πρόποδες του Ολύμπου βρισκόταν το θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων, το Δίον. Εκεί τελούνταν από το τέλος του 5ου ως τον 2ο αιώνα π.Χ. τα «Ολύμπια τα εν Δίω», θεατρικοί και γυμνικοί αγώνες αφιερωμένοι στον Ολύμπιο Δία (Β 132) και τις Πιερίδες Μούσες. Η μικρή σε έκταση πόλη του Δίου περιβαλλόταν από τετράγωνο οχυρωματικό περίβολο και ήταν διαρθρωμένη σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Στα οικοδομικά τετράγωνα υψώνονταν πολυτελείς οικίες διακοσμημένες με ψηφιδωτά και έργα τέχνης, καταστήματα, θέρμες εργαστήρια. Έξω από τα τείχη της πόλης βρίσκονταν θέατρα, στάδιο και ιερά. Έχουν εντοπιστεί και ανασκάπτονται τα ιερά του Διός και των Μουσών, της Δήμητρας, του Διονύσου και της Ίσιδας καθώς και δύο θέατρα, ένα ελληνιστικό και ένα ρωμαϊκό. Τα νεκροταφεία του Δίου απλώνονται στα βόρεια και δυτικά της πόλης και περιλαμβάνουν ταφές από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ως τις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Με διαταγή του Αυγούστου ιδρύθηκε αμέσως μετά το 31 π.Χ. ρωμαϊκή αποικία στο Δίον. Παρά την εγκατάσταση των Ρωμαίων αποίκων η πόλη διατήρησε τον ελληνικό της χαρακτήρα, όπως πιστοποιεί το πλήθος των ελληνικών επιγραφών. Στα πρωτοβυζαντινά χρόνια χτίζονται στην πόλη βασιλικές, ενώ η παρακμή επέρχεται σταδιακά κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.
Κάτοψη του αρχαιολογικού χώρου του Δίου, 420 π.Χ. – 500 μ.Χ. |
ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος ίδρυσε κοντά στη Θέρμη την πόλη που έμελλε να αναδειχτεί τρίτη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου με το όνομα της ετεροθαλούς αδελφής τού Αλέξανδρου Γ’ και συζύγου του Θεσσαλονίκης. Στην περιοχή υπάρχουν ίχνη συνεχούς κατοίκησης από τη Νεολιθική εποχή (Καραμπουρνάκι, Άνω Τούμπα, Σταυρούπολη, κ.ά.), ενώ από τον προϋπάρχοντα οικισμό της Θέρμης στο μυχό του ομώνυμου κόλπου σώζονται αρχιτεκτονικά μέλη από μεγάλο ιωνικό ναό του τέλους του 6ου αιώνα π.Χ. Η ελληνιστική πόλη, αποτέλεσμα του συνοικισμού 26 οικισμών της περιοχής, χτίστηκε σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα και ενισχύθηκε με ευρύχωρη ακρόπολη και τείχος. Μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα (168 π.Χ.) η πόλη γίνεται πρωτεύουσα της «Δευτέρας» από τις τέσσερις μερίδες στις οποίες οι Ρωμαίοι διαίρεσαν τη Μακεδονία. Σε οδικά νευραλγικό σημείο η πόλη αποτελεί το διοικητικό και οικονομικό κέντρο που στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. είναι η πιο πολυάνθρωπη πόλη της Επαρχίας της Μακεδονίας. Από τα ιδρυτικά μέλη του Πανελληνίου που ίδρυσε το 132/131 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αδριανός, η Θεσσαλονίκη τελεί κάθε τέσσερα χρόνια τους οικουμενικούς αγώνες των Πυθίων και δέχεται τους τιμητικούς τίτλους της «Μητρόπολης» και της «Κολωνίας». Ως έδρα του τετράρχη Γαλέριου γνωρίζει άνθηση, ενώ χάρη στον Μεγάλο Κωνσταντίνο αποκτάει και τεχνητό λιμάνι.
Τοπογραφικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης με τα αρχαία μνημεία της πόλης, 315 π.Χ.-324 μ.Χ. |
ΑΓΟΡΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Στο χώρο όπου ίσως βρισκόταν και η ελληνιστική αγορά, εκτείνονται και τα κτιριακά συγκροτήματα της εποχής των Αντωνίνων και των Σεβήρων (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.). Λόγω της κλίσης του εδάφους, ο χώρος οργανώθηκε σε δύο επίπεδα (Άνω και Κάτω Αγορά) που συνδέονταν με λίθινη κλίμακα. Την πλακοστρωμένη τετράγωνη άνω πλατεία περιέβαλλαν στωικά οικοδομήματα με δίτονες κιονοστοιχίες και διακοσμημένα δάπεδα. Στην ανατολική πλευρά της βρισκόταν η βιβλιοθήκη και το ωδείο που στηριζόταν σε καμαροσκέπαστες στοές. Από τη μεγάλη υψομετρική διαφορά με την Κάτω Αγορά (τη Μεγαλοφόρο των Βυζαντινών) διαμορφώθηκε κάτω από τη νότια στοά ένας cryptoporticus που είχε πρόσοψη προς το κατώτερο επίπεδο και χρησίμευε ως αναλημματικός τοίχος της Άνω Αγοράς και τόπος καταφυγής σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η πρόσοψη του όλου συγκροτήματος του Forum προς τη Via Regia (τη σύγχρονη Εγνατία οδό) ήταν μεγαλοπρεπής, καθώς η δίτονη νότια στοά της Κάτω Αγοράς έφερε ανάγλυφες μορφές Μαινάδας, Διονύσου, Γανυμήδη κ.ά. [οι γνωστές ως Incantadas (=Μαγεμένες) ή Είδωλα, σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου] και εξέδρα στα ΝΑ.
Ανάγλυφη μορφή Διονύσου από τη στοά των Incantadas της αγοράς της Θεσσαλονίκης, 2ος-3ος αι. μ.Χ., Παρίσι, Musee du Louvre |
ΓΑΛΕΡΙΑΝΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΚΑΙ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ
Το Οκτάγωνο από το ανακτορικό συγκρότημα του Γαλερίου, 305-311 μ.Χ., Θεσσαλονίκη |
ΟΛΥΝΘΟΣ
Άποψη του συγκροτήματος του γυμνασίου της Αμφίπολης, 3ος αι. π.Χ.- 1ος αι. μ.Χ. |
Χρυσό στεφάνι με φύλλα βαλανιδιάς από μακεδονικό τάφο της περιοχής των Φιλίππων, 2ος αι. π.Χ., Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο |
ΟΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΦΙΛΙΠΠΟΙ
Σημαντικό γεγονός για την ιστορία των Φιλίππων υπήρξε η μάχη που διεξήχθη το 42 π.Χ. έξω από τα τείχη της πόλης ανάμεσα στους Ρωμαίους δημοκρατικούς Βρούτο και Κάσσιο και τους εκδικητές του Ιούλιου Καίσαρα Οκταβιανό και Αντώνιο. Μετά τη μάχη ιδρύθηκε στους Φιλίππους ρωμαϊκή αποικία και εγκαταστάθηκαν εκεί βετεράνοι. Η χρήση των ρωμαϊκών θεσμών και της λατινικής γλώσσας στη διοίκηση δεν εξάλειψε την ελληνική γλώσσα από την πόλη. Η ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων γνώρισε μεγάλη άνθηση στους αιώνες που ακολούθησαν. Την πόλη διέσχιζε διαγώνια η Εγνατία οδός. Στο νότιο τμήμα βρίσκονταν τα δημόσια κτίρια, όπως το forum (αγορά) των Φιλίππων, ναοί της αυτοκρατορικής λατρείας, η βιβλιοθήκη, η εμπορική αγορά, τα λουτρά και η παλαίστρα. Βόρεια της Εγνατίας οδού στις πλαγιές του λόφου της ακρόπολης είχε ανεγερθεί το ιερό των Αιγυπτίων θεών καθώς και μικρά ιερά αφιερωμένα σε διάφορες άλλες θεότητες. Στο ίδιο τμήμα βρισκόταν και το μνημειακό θέατρο των Φιλίππων θεμελιωμένο από τον Φίλιππο Β’. Η ζωή της πόλης των Φιλίππων σημαδεύτηκε από την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου (49 μ.Χ.), που έθεσε τις βάσεις μιας ακμάζουσας χριστιανικής κοινότητας.