Ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών Ιστορία και Θρύλος
Ο Βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Γ’, που η ιστορία τον κατέγραψε ως Μέγα, γεννήθηκε στην Πέλλα το 356 π.Χ. Πατέρας του ήταν ο Φίλιππος και μητέρα του η Ολυμπιάδα.
Λένε λοιπόν πως ο Φίλιππος μυήθηκε στα μυστήρια της Σαμοθράκης μαζί με την Ολυμπιάδα, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα μικρό παλληκαράκι και εκείνη μικρό κορίτσι, ορφανή από γονείς , και ότι την ερωτεύτηκε και της ζήτησε να τον παντρευτεί. ..Η νύφη, μια βραδιά πριν από το γάμο, όταν κλείστηκαν μαζί στο νυφικό θάλαμο, νόμισε πως έγινε βροντή κι έπεσε στην κοιλιά της αστροπελέκι κι από την πληγή άναψε μεγάλη φωτιά, που έπειτα μοιράστηκε σε φλόγες που μετακινήθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις και κατόπιν διαλύθηκαν. Και ο Φίλιππος πάλι, λίγο καιρό μετά το γάμο, είδε σ’ ένα όνειρο ότι έβαλε τη σφραγίδα του πάνω στην κοιλιά της γυναίκας του και η παράσταση της σφραγίδας , όπως νόμιζε εκείνος, είχε την εικόνα λιονταριού…..
Τότε ο μάντης Αρίστανδρος του είπε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος και ότι κυοφορούσε το παιδί του, που η φυσική του κλίση θα ήταν ορμητική και λιονταρίσια….Μια άλλη φορά, λένε, ότι είδαν ένα μεγάλο φίδι ξαπλωμένο δίπλα στην Ολυμπιάδα, ενώ εκείνη κοιμόταν, κι αυτό το φίδι το ερμήνευσαν σα μεταμόρφωση του Δία. Και η Ολυμπιάδα, λένε, ξεπροβοδίζοντας τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του, είπε μόνον σ΄αυτόν το μυστικό της γέννησής του και τον συμβούλεψε να έχει φρόνημα αντάξιο της θεϊκής καταγωγής του….
Έτσι περιγράφει ο ιστορικός Πλούταρχος, που έζησε το 2ο αι. μ.Χ. (46-126 μ.Χ.) τη γέννηση του Αλέξανδρου, βασιζόμενος στις παραδόσεις που διασώθηκαν ως την εποχή του, τρεις αιώνες περίπου μετά το θάνατο του Αλέξανδρου. Και συνεχίζει ο Πλούταρχος.
Γεννήθηκε λοιπόν ο Αλέξανδρος κατα τη διάρκεια του μήνα Εκατομβαιώνα,που αντιστοιχεί με το σημερινό Ιούλιο, την έκτη μέρα, κατά την οποία πυρπολήθηκε ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο. Κυκλοφόρησε τότε ένα ανέκδοτο , ότι ήταν εύλογο να πυρποληθεί ο ναός της Αρτέμιδος, γιατί η Άρτεμη ήταν απασχολημένη με τη γέννηση του Αλέξανδρου, κάνοντας τη μαμή. Όσο για τους μάγους που βρίσκονταν στον τόπο της πυρκαγιάς, φώναζαν πανικόβλητοι ότι η μέρα εκείνη θα γεννήσει στην Ασία μια μεγάλη καταστροφή και συμφορά.
Και στο Φίλιππο ήρθαν εκείνο τον καιρό τρεις αγγελίες, η μια ότι οι Ιλλυριοί είχαν νικηθεί σε μεγάλη μάχη από το στρατηγό Παρμενίωνα, η δεύτερη ότι νίκησε στην Ολυμπία με άλογο ιππασίας και η τρίτη ότι γεννήθηκε ο Αλέξανδρος. Για όλα αυτά εκείνος χάρηκε και ακόμα περισσότερο οι μάντες μεγάλωσαν τη χαρά του, όταν αποφάνθηκαν πως το παιδί μια που γεννήθηκε ταυτόχρονα με τις παραπάνω νίκες, θα ήταν ανίκητο.
Και πάλι από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε ότι ..Το σχήμα του σώματός του το φανερώνουν προπάντων οι ανδριάντες του Λυσίππου, από τον οποίο και μόνον είχε ο ίδιος την αξίωση να γίνονται οι γλυπτές εικόνες του. Γιατί ο τεχνίτης αυτός διατήρησε με ακρίβεια όσα αργότερα μιμήθηκαν πολλοί από τους διαδόχους και τους φίλους του, δηλαδή την ανάταση του αυχένα που έκλινε ελαφρά προς τα αριστερά και την υγρότητα των ματιών του…Ήταν άσπρος, όπως λένε, και η λευκότητά του κοκκίνιζε στο στήθος προπάντων και στο πρόσωπο…το δέρμα του μύριζε γλυκύτατα και η σάρκα του είχε τέτοια ευωδιά, ώστε γέμιζαν μ΄αυτήν οι χιτώνες του….η κράση του σώματός του ήταν θερμή και φλογερή κι αυτή η θερμότητα τον έκανε επιρρεπή στο ποτό και οξύθυμο….
Κι ενώ ήταν παιδί ακόμα διαφαινόταν η σωφροσύνη του. Γιατί παρόλο που σ΄όλα τα άλλα ήταν ορμητικός, στις σωματικές ηδονές ήταν δυσκίνητος και τις δοκίμαζε με πολλή ημερότητα, και η φιλοτιμία του παρά τη ηλικία του έδειχνε σπουδαίο και μεγαλόψυχο φρόνημα. Γιατί δεν αγαπούσε το καθετί και κάθε είδους δόξα όπως ο Φίλιππος, αλλά σ΄αυτούς που δοκίμαζαν να τον ρωτήσουν αν θα ήθελε να αγωνισθεί στην Ολυμπία σε αγώνα δρόμου, γιατί ήταν ταχύτατος στα πόδια, είπε:” Ναι, αν επρόκειτο να έχω βασιλείς ανταγωνιστές”….
Κάποτε φιλοξενούσε τους πρέσβεις του βασιλιά των Περσών , ενώ ο Φίλιππος έλειπε. Αφού λοιπόν απόχτησε οικειότητα μαζί τους, τόσο πολύ τους μάγεψε με τη φιλοφροσύνη του και με το ότι δεν τους έκανε καμιά παιδαριώδη ή ασήμαντη ερώτηση, αλλά ενδιαφερόταν να μάθει τα μήκη των δρόμων και τον τρόπο οδοιπορίας προς τα βάθη της Ασίας και για τον Πέρση βασιλιά, πώς φερόταν στους πολέμους και ποια ήταν η ευψυχία και η δύναμη των Περσών.΄
Έτσι κι εκείνοι που θαύμαζαν τη λεγόμενη δεινότητα του Φιλίππου, τη θεωρούσαν ένα μηδέν μπροστά στου παιδιού την ορμή και τη μεγαλοφροσύνη. Κάθε φορά λοιπόν που ερχόταν μια αγγελία ότι ο Φίλιππος ή κυρίεψε μια ένδοξη πόλη ή κέρδισε κάποια περιβόητη νίκη σε μάχη, δεν έδειχνε πολύ χαρούμενος ο Αλέξανδρος, όταν τα άκουγε όλα αυτά, αλλά έλεγε στους συνομηλίκους του:” Παιδιά, ο πατέρας μου θα τα κυριέψει όλα και κανένα μεγάλο και λαμπρό έργο δε θα αφήσει να κατορθώσω μαζί σας”.
Γιατί δεν επιθυμούσε τόσο ηδονή και πλούτο, αλλά αρετή και δόξα, και νόμιζε ότι όσο περισσότερα πάρει από τον πατέρα του, τόσα λιγότερα θα κατορθώσει με τις δικές του δυνάμεις. Γι αυτό όσο σπουδαιότερα γίνονταν τα πράγματα, νομίζοντας ότι ο πατέρας του εξαντλούσε τα κατορθώματα, ήθελε να παραλάβει μια εξουσία που να μην έχει χρήματα , πολυτέλεια και απολαύσεις, αλλά αγώνες και πολέμους και φιλοτιμίες……
Όταν έφεραν από τη Θεσσαλία τον Βουκεφάλα για να τον πουλήσουν στο Φίλιππο στην τιμή των 13 ταλάντων, κατέβηκαν όλοι στην πεδιάδα για να δοκιμάσουν το άλογο, που φαινόταν ατίθασο και δε δεχόταν κανέναν αναβάτη. Δυσαρεστήθηκε λοιπόν ο Φίλιππος και διέταξε να το οδηγήσουν μακριά ως άγριο και αδάμαστο.
Ο Αλέξανδρος όμως που ήταν παρών είπε:” Τι θαυμάσιο άλογο χάνουν, γιατί από απειρία και έλλειψη υπομονής δεν μπορούν να το χειραγωγήσουν. Αυτό το άλογο μπορώ να το χειραγωγήσω καλύτερα από τον καθένα.” “Κι αν δε το χειραγωγήσεις, ποια ποινή θα πληρώσεις για την αυθάδειά σου “, τον ρώτησε ο Φίλιππος. “Εγώ, είπε ο Αλέξανδρος,μα το Δία, θα πληρώσω την τιμή του αλόγου “και όλοι γέλασαν.
Τότε εκείνος αφού το παρατήρησε λίγο στον καλπασμό του και το χάιδεψε, μόλις το είδε να είναι γεμάτο από ψυχή και ορμή, πέταξε κάτω ήσυχα ήσυχα τη χλαμύδα του και μέ ένα σάλτο κάθισε πάνω στη ράχη του με ασφάλεια, μάζεψε λίγο τα ηνία και έσφιξε το χαλινάρι, χωρίς να το χτυπήσει ούτε να το τρυπήσει με τα σπιρούνια.
Κι όταν είδε ότι το άλογο σταμάτησε να αγριεύει και ήταν πρόθυμο να τρέξει, το άφησε και το οδηγούσε πια με δυνατότερη φωνή και το χτυπούσε με τα πόδια. Κι όταν έκανε στροφή και γύρισε πίσω σοβαρός και γεμάτος χαρά όλοι ξέσπασαν σε αλλαγμούς. Και ο πατέρας του δάκρυσε λίγο από τη χαρά του, τον φίλησε στο κεφάλι και είπε:” Παιδί μου ζήτησε για τον ευατό σου βασιλεία αντάξιά σου , γιατί η Μακεδονία δε σε χωράει”….
Ο μεγαλύτερος στρατηγός όλων των εποχών, ο σπουδαιότερος κατακτητής που το όνομά του έγινε θρύλος στους αιώνες, γεννήθηκε το 356 π.Χ., γιος του Φίλιππου και της Ολυμπιάδας. Μεγάλωσε έχοντας δάσκαλο τον φιλόσοφο Αριστοτέλη και πρότυπό του τον ήρωα Αχιλλέα, που θεωρούσε πως ήταν πρόγονός του. Μικρός δάμασε τον Βουκεφάλα, ένα ατίθασο και άγριο άλογο που κανείς δεν μπορούσε να ημερέψει και που τον συνόδεψε στις κατακτήσεις του, μέχρι τα σύνορα της Ινδίας.
Ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 20 ετών το 336 π.Χ., μετά την δολοφονία του πατέρα του. Νωρίτερα, στην μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., είχε δείξει τα μεγάλα στρατιωτικά του προσόντα, ως αρχηγός του Μακεδονικού ιππικού. Ήταν παράτολμος στον χαρακτήρα, χωρίς προκαταλήψεις, με μεγάλο θάρρος και από πολύ μικρός έδειξε την ιδιοφυία του στην στρατιωτική τέχνη. Αυτό το κατάλαβαν αμέσως αρκετοί λαοί στα Βόρεια της Μακεδονίας που επαναστάτησαν μόλις έμαθαν τον θάνατο του Φιλίππου και τους οποίους αμέσως νίκησε και επανέφερε στην προηγούμενη κατάσταση.
Όταν πολεμούσε στα Βόρεια της Μακεδονίας διαδόθηκε πως πέθανε και αμέσως οι Ελληνικές πόλεις, με την υποκίνηση του Δημοσθένη βρήκαν την ευκαιρία να επιχειρήσουν να αποκτήσουν ξανά την ανεξαρτησία τους. Σαν αστραπή όμως, ο Αλέξανδρος έφτασε στην Ελλάδα, κατέλαβε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά την Θήβα, εκτός από το σπίτι του ποιητή Πίνδαρου, τρομάζοντας τους υπόλοιπους Έλληνες που αμέσως δήλωσαν υποταγή. Τότε ο Αλέξανδρος συγκάλεσε ξανά στην Κόρινθο το συνέδριο όλων των Ελλήνων, ανανέωσε την Πανελλήνια συμμαχία που είχε θεσπίσει ο Φίλιππος, και που σκοπό της είχε την εκστρατεία εναντίον των Περσών κι έλαβε τον τίτλο του υπέρτατου αρχηγού της αποστολής.
Το 334 π.Χ. αρχηγός ενός στρατού 45.000 περίπου στρατιωτών, που κατά το ένα τρίτο ήταν Μακεδόνες και το υπόλοιπο Έλληνες και μισθοφόροι, πέρασε στην Μ.Ασία, σαν αντιπρόσωπος και εκδικητής όλου του Ελληνισμού εναντίον των Περσών. Επισκέφθηκε τα ερείπια της Τροίας και θυσίασε στον τάφο του Αχιλλέα, ενώ αφιέρωσε τα όπλα του στην Αθήνα.
Ύστερα βάδισε εναντίον του στρατού που είχε στείλει ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Γ΄ ο Κομμοδανός, ένας άξιος βασιλιάς που είχε όμως την ατυχία να βασιλέψει σε ένα κράτος που είχε αδυνατίσει από τις συνεχείς εσωτερικές επαναστάσεις. Η σύγκρουση έγινε στις όχθες του ποταμού Γρανικού το 334 π.Χ. και τελείωσε με την ολοκληρωτική νίκη του Αλέξανδρου, που έτσι έγινε κύριος της Δυτικής Μικράς Ασίας, απελευθερώνοντας τις πόλεις της Ιωνίας.
Αρκετοί Πέρσες στρατηγοί, όπως ο μισθοφόρος ναύαρχος Μέμνων ο Ρόδιος, συμβούλευαν τον βασιλιά τους να μην αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο σε μάχη, αλλά να υποχωρήσουν προς το εσωτερικό της Ασίας, καίγοντας τα πάντα πίσω τους, έτσι, ώστε ο εχθρός να μην μπορεί να βρει ούτε τροφή, για τους στρατιώτες του και τα άλογα, ούτε ζώα για υποζύγια, ούτε καταφύγια.
Κι όλα αυτά γιατί ο Αλέξανδρος είχε τρόφιμα μαζί του που επαρκούσαν για λίγες μόνο ημέρες, κι έτσι θα ‘χανε τον πόλεμο χωρίς οι Πέρσες να απολέσουν στρατιώτες και μέσα πολεμικά. Αυτή η ιδέα όμως φάνηκε ανάξια για το μεγαλείο της Περσίας και γι’ αυτό απορρίφθηκε, προκαλώντας μια σειρά από χαμένες μάχες για τον Δαρείο Γ΄ και την καταστροφή του βασιλείου του.
Η επόμενη μάχη έγινε το 333 π.Χ., στην Ισσό της Κιλικίας. Αυτή τη φορά επικεφαλής του Περσικού στρατού ήταν ο ίδιος ο Δαρείος. Και πάλι όμως έχασε, παρ’ ότι ο στρατός του ήταν πολυάριθμος. Ο δυστυχής μονάρχης διέφυγε από το πεδίο της μάχης, αφήνοντας στον Αλέξανδρο αναρίθμητα λάφυρα κι ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, ανάμεσα στους οποίους η μητέρα του, η γυναίκα και η κόρη του, που ο νικητής μεταχειρίστηκε με μεγαλοψυχία.
Αντί να προχωρήσει προς την Περσία, ο Αλέξανδρος προτίμησε να διαφυλάξει τα νώτα του και να καταστρέψει τις ναυτικές βάσεις του εχθρού, που ήταν μια διαρκής απειλή για τον Μακεδονικό στρατό. Φθάνοντας στην Τύρο της Φοινίκης, τον πιο μεγάλο ναύσταθμο των Περσών, πολιόρκησε την πόλη με επιμονή επί 6 μήνες και παρά την πεισματώδη αντίσταση των Περσών στρατιωτών στο τέλος την εκπόρθησε και την κατέλαβε το 332 π.Χ.. Σιγά-σιγά, όλα τα Περσικά πλοία παραδόθηκαν, γιατί έμειναν χωρίς βάσεις και ανεφοδιασμό.
Στην συνέχεια στράφηκε προς την Αίγυπτο, που παραδόθηκε αυθόρμητα στον Αλέξανδρο, μετά από δύο αιώνες Περσικής κατοχής. Ο Αλέξανδρος συμπεριφέρθηκε με γενναιοψυχία στους κατοίκους της, σεβάστηκε τα ήθη και της θρησκεία της περιοχής και οι ιερείς του μαντείου του Άμμωνα, τον ανακήρυξαν γιο του θεού και διάδοχο των αρχαίων Φαραώ. Τότε έκτισε και την Αλεξάνδρεια, που σε λίγα χρόνια θα γινόταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Μεσογείου.
Το 331 π.Χ. κινήθηκε ξανά εναντίον του Δαρείου, ο οποίος επικεφαλής ενός τεράστιου στρατού σε όγκο, είχε στρατοπεδεύσει στις όχθες του ποταμού Τίγρη, στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων. Ο Αλέξανδρος ήταν ξανά ο νικητής κι αυτή τη φορά, ο δρόμος προς το κέντρο της Περσικής αυτοκρατορίας και τις μεγαλύτερες πόλεις της ήταν ανοικτός. Ο Δαρείος διέφυγε ξανά, αλλά λίγο αργότερα δολοφονήθηκε από τον σατράπη Βήσσο. Ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Βαβυλώνα, τα Σούσα, την Περσέπολη και μαζί με αυτές τις πόλεις έγινε κύριος και αμύθητου πλούτου.
Έτσι ο σκοπός της Πανελλήνιας συμμαχίας είχε εκπληρωθεί και ο Μακεδόνας βασιλιάς απέλυσε με τιμές όλους τους Έλληνες κρατώντας μόνο τους συμπατριώτες του, με τους οποίους είχε σκοπό να προχωρήσει πέρα από την Περσική επικράτεια. Ίδρυσε πόλεις, αρκετές από τις οποίες ονόμασε Αλεξάνδρεια, έφτιαξε στρατιωτικούς δρόμους, αλλά και τότε άλλαξε την συμπεριφορά του, καθώς υιοθέτησε τον πλούτο και την χλιδή της Περσικής αυλής, αρκετές συνήθειες της ενώ παντρεύτηκε και την Ρωξάνη, κόρη ενός πρίγκιπα της Βακτριανής, δίνοντας έτσι το σύνθημα για την αφομοίωση νικητών και ηττημένων, που έγινε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής του.
Ο ίδιος θεώρησε πως ήταν διάδοχος του Δαρείου, εκδικήθηκε τον θάνατό του σκοτώνοντας τον Βήσσο και το 327 π.Χ. άρχισε μια νέα εκστρατεία που τον έφερε μέχρι τις πύλες της Ινδίας, με την δικαιολογία πως ήθελε να ενώσει ξανά, κάτω από το σκήπτρο του, όλα τα εδάφη που παλιότερα είχαν υπό της εξουσία τους οι Πέρσες βασιλιάδες.
Έτσι κατέλαβε το Αφγανιστάν, το σημερινό Πακιστάν φθάνοντας μέχρι τον Ινδό ποταμό, και στην μάχη του Υδάσπη νίκησε τον βασιλιά Πώρο. Οι στρατιώτες του όμως αρνήθηκαν να συνεχίσουν παραπέρα, λόγω του ζεστού κλίματος και του άγονου εδάφους κι έτσι ο Μακεδόνας βασιλιάς αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Ένα μέρος του στρατού του επιβιβάστηκε σε πλοία και με ναύαρχο τον Νέαρχο έφθασε στην Αλεξάνδρεια του Περσικού Κόλπου, ενώ το υπόλοιπο μέρος υπό την αρχηγία του, διέσχισε τις καυτές ερήμους του σημερινού Βελουχιστάν (Γεδρωσία), της Περσίας μέχρι που το 325 π.Χ. επανήλθαν στα Σούσα.
Η αχανής αυτοκρατορία του έπρεπε να οργανωθεί γρήγορα και ο Αλέξανδρος, χωρίς να χάσει καιρό, προσπάθησε να βρει τρόπους ειρηνικής συνύπαρξης με τους ηττημένους λαούς, των οποίων πάντα είχε σεβαστεί νόμους και έθιμα και τιμήσει θεούς και λατρεία. Έτσι στην Ελληνο-Ασιατική κοινότητα που είχε σχηματιστεί επεδίωκε να φαίνεται, όχι ως Μακεδόνας βασιλιάς, αλλά σαν μονάρχης με Ανατολικές επιρροές.
Θέλησε να σβήσει κάθε διάκριση ανάμεσα στους ηττημένους και τους νικητές, να τους συμφιλιώσει και να τους κάνει ίσους μεταξύ τους, αλλά συγχρόνως να διαδώσει και τον Ελληνικό πολιτισμό στους απολίτιστους βάρβαρους. Έτσι διατήρησε τους Πέρσες διοικητές στις επαρχίες τους, παρότρυνε τους στρατιώτες του και τους αξιωματικούς του να παντρευτούν ντόπιες γυναίκες κι ο ίδιος, για να δώσει το παράδειγμα, παντρεύτηκε μια από τις κόρες του Δαρείου.
Στρατολόγησε στον στρατό του νέους από τις κατακτημένες περιοχές, τους εκπαίδευσε σύμφωνα με τις Μακεδονικές συνήθειες και αφού τους εξόπλισε, τους έκανε πολεμιστές του. Τέλος έλαβε τον τίτλο του αυτοκράτορα της Ασίας και επέβαλε σε όλους να τον προσκυνούν. Αυτά όλα προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις ανάμεσα στους Μακεδόνες και μια σειρά από σπουδαίους στρατιωτικούς, όπως ο Κλείτος, ο Παρμενίων και ο γιος του Φιλώτας, ο αδελφικός του φίλος Ηφαιστίωνας και ο επίσημος ιστορικός της εκστρατείας του, ο Καλλισθένης, ανιψιός του Αριστοτέλη εκτελέστηκαν κατά διαταγή του Αλεξάνδρου,με την κατηγορία ότι συνωμοτούσαν εναντίον του.
Η ιδέα της συνύπαρξης νικητών και ηττημένων είναι κάτι που δεν είχε ποτέ υπάρξει πριν, στο μυαλό κανενός κατακτητή. Αυτό και μόνο το γεγονός τοποθετεί τον Αλέξανδρο σε μια εξαιρετική θέση, μιας και ήταν σε ευθεία σύγκρουση με την νοοτροπία και με τις συνήθειες της εποχής του. Όπως λέει κι ο Πλούταρχος, ήθελε να κάνει όλους τους υπηκόους του πολίτες ενός και του ίδιου κράτους και μιας και μόνης κυβέρνησης.
Σκόπευε να φθάσει στην παγκόσμια ειρήνη, στην ομόνοια, στην ένωση και στην επικοινωνία όλων των ανθρώπων και λαών. Έτσι δημιούργησε μια αυτοκρατορία που η Μακεδονία ήταν το πρότυπο για την στρατιωτική οργάνωση, η Περσία κράτησε την πολιτική και οικονομική της διοίκηση και η Ελλάδα έδινε τον τόνο στον πολιτισμό.
Όλο πιο πολύ περνούσαν τα χρόνια, ο Αλέξανδρος γινόταν όλο και περισσότερο οξύθυμος και παράλογος, ίσως γιατί δεν έβρισκε κατανόηση στα σχέδιά του. Ενώ σκεπτόταν να αναλάβει μια εκστρατεία εναντίον της Δύσης, πέθανε ξαφνικά, το 323 π.Χ., άλλοι λένε από ελονοσία ή τύφο, κι άλλοι λένε δηλητηριασμένος. Σύμφωνα με την επιθυμία του θέλησε να ταφεί στην πατρική του γη, αλλά επειδή ήταν πολύ δύσκολο να μεταφερθεί έως εκεί η σωρός του, τελικά ενταφιάστηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο τάφος του αναζητείται μέχρι σήμερα και θα είναι μια από τις πιο συναρπαστικές αρχαιολογικές περιπέτειες.
Το έργο του Αλέξανδρου, από την πολιτιστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική σκοπιά κι αν το δει κανείς είναι εξαιρετικό και θετικό. Η αφομοίωση μεταξύ τους διαφορετικών και μακρινών λαών, η συνάντηση ανάμεσα σε αντίθετους πολιτισμούς και αντιλήψεις που επεδίωκε, η διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού και της γλώσσας, της τέχνης, της επιστήμης της Ελλάδας είναι η αρχή μιας καινούργιας εποχής κατά την οποία οι αξίες του Ελληνισμού θα γίνουν κληρονομιά όλου του κόσμου, ανεξάρτητα από φυλετικά και πολιτικά κριτήρια.
Ο Θρύλος ο Μεγάλος Στρατηγός ο Ημίθεος
“Ο με κανέναν άλλον θνητόν όμοιος”.
«Ούτε και εις εμέ φαίνεται ότι άνευ θείας δυνάμεως έγινε ο με κανέναν θνητό όμοιος».
Τελικά, ποιος είναι αυτός ο περιβόητος Αλέξανδρος; Αυτός που δεσπόζει καβάλα σε ένα μαυριδερό ψημένο σε μάχες και ιαχές άλογο, στην παραλία της Θεσσαλονίκης; Ποιος είναι αυτός για τον οποίο ξεσηκώθηκε ένας λαός ολόκληρος, οι Έλληνες της Γης, και μαζεύτηκαν κοντά δύο εκατομμύρια διαδηλωτές-φρουροί στο Συλλαλητήριο της Μακεδονίας;
Ποιος είναι αυτός που με τόση ευκολία, σαν σε εκπτώσεις, τον ξεπουλούν αδιάντροπα μυρμηγκολέοντες διανοούμενοι, αυτόκλητοι Σατράπες της Παγκόσμιας Αταξίας; Ποιος είναι αυτός που τον αρπάζουν με απάτη και δόλο, αμούστακοι φονιάδες των ιστοριών, νεομαζώματα της Βαλκανικής, φρεσκοβάρβαροιτζογαδόροι των χρηματιστηρίων και συνπολέμιοι περιέργως της Ορθοδοξίας;
Ποιος είναι αυτός που στο όνομά του ανοίγουν οι πόρτες της Ανατολής; Ο Σικάντερ, ο Ισκαντέρ, ο Σκεντέρ;Ποιος είναι αυτός ο κεραυνός, που έσκισε πέρα για πέρα τον ορίζοντα του κόσμου, τις στέπες της βαρβαρότητας, τις λίμνες της αμάθειας, τις πλαγιές της πνευματικής φτώχιας, τις παγωμένες κορφές της σκέψης, τις πύλες της τυραννίας, τα λιβάδια της νωθρότητας, τις θάλασσες της ατολμίας; Ποιος είναι ο κεραυνός που συνέτριψε τα μαύρα σύννεφα της Ανατολής;
Ο Βίος του Αλεξάνδρου
Ο Αλέξανδρος ήταν γιός του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου.
Η Διάπλαση της Προσωπικότητάς του
Ο πρώτος παιδαγωγός του Αλεξάνδρου ήταν συγγενής της μητέρας του, ο οποίος του δίδαξε την αρετή και τον άθλο, την αγάπη στον Αχιλλέα και τη θεοσέβεια, πράγματα καθοριστικά και θεμελιακά για την προσωπικότητά του, που επηρεάστηκε ακριβώς βαθύτατα από αυτόν το Νηπιαγωγό του, τον Λεωνίδα.Όταν έγινε ,δε, αργότερα δεκατριών ετών είχε την μεγάλη τύχη να σπουδάσει κοντά στο σπουδαίο φιλόσοφο και πανεπιστήμονα Αριστοτέλη!
Επί τρία χρόνια στη Μίεζα της Μακεδονίας άκουσε τα μαθήματα του φιλοσόφου με μία μικρή συντροφιά εκλεκτών συμμαθητών του και διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του. τον συγκινούσαν οι τραγωδίες, η μουσική και η λυρική ποίηση, ιδίως του Πινδάρου, τον οποίο τόσο εκτιμούσε, ώστε όταν αργότερα έκαψε τη Θήβα, έδωσε εντολή να μην πειραχτεί το σπίτι του μεγάλου αυτού Θηβαίου ποιητή. Διδάχτηκε ακόμα από τον Αριστοτέλη Ηθική, Ρητορική, Πολιτική, Φυσική, Μεταφυσική, Ιατρική, Γεωγραφία.
Ξαφνικά, στα δεκαέξι του, μαντατοφόρος φτάνει λαχανιασμένος στην ήσυχη Μίεζα. Ο πατέρας του τον καλεί στο παλάτι και του δίνει την αντιβασιλεία, επειδή ο ίδιος εκστρατεύει βιαστικά ανατολικά, προς τα Στενά. Τότε δίνεται η ευκαιρία στον Αλέξανδρο να κάνει την πρώτη του εκστρατεία εναντίον βόρειων φυλών, τις οποίες νίκησε και ίδρυσε στη χώρα τους την πρώτη του στρατιωτική αποικία.
Ύστερα από δύο χρόνια, ο Αλέξανδρος, παίρνει μέρος στη μάχη εναντίον των Θηβαίων στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και η συμβολή του έκρινε την έκβαση της μάχης. Τότε ο περήφανος Φίλιππος τον στέλνει στην Αθήνα, σαν πρεσβευτή, κατά τη μεταφορά της στάχτης των Αθηναίων νεκρών. Ήταν η μοναδική φορά που επισκέφτηκε την Αθήνα, όμως οι εντυπώσεις από την πόλη έμειναν για πάντα ζωντανές στη μνήμη του.
Η Καταγωγή και η Γέννησή του
Ο Αλέξανδρος θεωρούσε τον εαυτό του γιο του θεού των Αιγυπτίων Άμμωνα Δία και απόγονο του Αχιλλέα και του Ηρακλή, πράγμα που πίστευαν και οι σύγχρονοί του, επειδή δεν μπορούσαν αλλιώς να εξηγήσουν τη θαυμαστή προσωπικότητά του. Οι φυσικοί του όμως γονείς ήταν ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας και η Ολυμπιάδα, κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Η καταγωγή του λοιπόν ήταν δωρική, διότι και οι Μακεδόνες και οι Ηπειρώτες ήσαν Δωριείς.
Λένε πως η γέννησή του προαναγγέλθηκε με θαυμαστά σημεία. Κατά τον Πλούταρχο η Ολυμπιάδα κατά την πρώτη νύχτα του γάμου της νόμισε ότι ακούστηκε βροντή και έπεσε κεραυνός στην κοιλιά της. Από την πληγή που άνοιξε έβγαινε πολλή φωτιά και διασκορπιζόταν σε φλόγες που διαλύονταν. Ο Φίλιππος επίσης ονειρεύτηκε κάποιο βράδυ ότι έβαζε σφραγίδα στην κοιλιά της γυναίκας του. Η σφραγίδα, όπως νόμιζε, παρίστανε λιοντάρι. Ερμηνεύοντας τα σημάδια αυτά ο μάγος Αρίστανδρος είπε ότι η Ολυμπιάδα θα γεννήσει γιο ορμητικό και λεοντόκαρδο.
Και η γέννησή του συνοδεύτηκε με καλούς οιωνούς. Την ημέρα που ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πέλλα, ο Φίλιππος έπαιρνε τρεις ευχάριστες ειδήσεις: τα άλογά του είχαν νικήσει στους Ολυμπιακούς αγώνες, ο στρατός του είχε καταλάβει την Ποτίδαια και ο στρατηγός του Παρμενίωνας είχε νικήσει τους Ιλλυριούς.
Η Παιδική και Νεανική του Ηλικία
Ο πρώτος παιδαγωγός του Αλέξανδρου ήταν ο συγγενής της μητέρας του Λεωνίδας, που χρησιμοποιούσε και πολλούς άλλους βοηθούς στο έργο που είχε αναλάβει. Όταν ο Αλέξανδρος έγινε 13 χρονών, είχε τη μεγάλη τύχη να σπουδάσει κοντά στο φιλόσοφο Αριστοτέλη. Επί τρία χρόνια στη Μίεζα της Μακεδονίας άκουσε τα μαθήματα του φιλοσόφου με μία μικρή συντροφιά εκλεκτών συμμαθητών του και διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του. Ιδιαίτερη αγάπη έδειχνε για την «Ιλιάδα» του Ομήρου, την οποία είχε σχολιάσει για το μεγάλο του μαθητή ο Αριστοτέλης και την οποία εκείνος δεν αποχωρίστηκε σ’ όλη του τη ζωή.
Τον συγκινούσαν επίσης οι τραγωδίες, η μουσική και η λυρική ποίηση, ιδίως του Πινδάρου, τον οποίο τόσο εκτιμούσε, ώστε όταν αργότερα έκαψε τη Θήβα, έδωσε εντολή να μην πειραχτεί το σπίτι του μεγάλου αυτού Θηβαίου ποιητή. Διδάχτηκε ακόμα από τον Αριστοτέλη ηθική, ρητορική, πολιτική, φυσική, μεταφυσική, ιατρική, γεωγραφία κλπ. και από τον πατέρα του την τέχνη της διακυβέρνησης του κράτους.
Έτσι στα 16 χρόνια του ο Φίλιππος εμπιστεύτηκε στα νεανικά χέρια του Αλέξανδρου την αντιβασιλεία, όταν ο ίδιος εκστράτευσε εναντίον του Βυζαντίου. Τότε δόθηκε η ευκαιρία στον Αλέξανδρο να κάνει την πρώτη εκστρατεία του εναντίον των Θρακών, τους οποίους νίκησε και ίδρυσε στη χώρα τους την πρώτη στρατιωτική αποικία, την οποία γεμάτος περηφάνια ονόμασε Αλεξανδρούπολη.
Ύστερα από δύο χρόνια ο Αλέξανδρος πήρε μέρος στη μάχη εναντίον των Θηβαίων, στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και η συμβολή του έκρινε την έκβαση της μάχης. Τότε ο πατέρας του τον έστειλε ως πρεσβευτή στην Αθήνα κατά τη μεταφορά της στάχτης των Αθηναίων νεκρών της μάχης αυτής. Ήταν η πρώτη αλλά και η τελευταία φορά που επισκέφτηκε την Αθήνα. Οι εντυπώσεις του όμως από την ιερή πόλη της Αθηνάς έμειναν άσβηστες στη μνήμη του.
Ο Βασιλιάς (336 π.Χ.)
Ήταν 20 χρονών ο Αλέξανδρος, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του. Ο νεαρός βασιλιάς είχε τότε ξαφνικά να αντιμετωπίσει ένα σωρό προβλήματα μέσα στο πένθος του. Στο εσωτερικό, τους μνηστήρες του θρόνου και στο εξωτερικό, τους βαρβάρους που επαναστάτησαν, μόλις άκουσαν το θάνατο του Φιλίππου. Αλλά και οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν την περίσταση κατάλληλη, για να καταλύσουν τη μακεδονική κυριαρχία.
Ο Αλέξανδρος δε δίστασε ούτε στιγμή, αλλά ενήργησε αστραπιαία προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο δολοφόνος του πατέρα του και οι άλλοι διεκδικητές εκτελούνται αμέσως. Και έτσι, αφού εξασφαλίζει την ηρεμία και την ασφάλεια στο εσωτερικό του κράτους του, εκστρατεύει ο ίδιος εναντίον της νότιας Ελλάδας, καταπνίγει στη γέννησή της την αμφισβήτηση και αναγνωρίζεται από όλους ως Αρχηγός της Εκστρατείας όλων των Ελλήνων εναντίον των Περσών.Απερίσπαστος, κατόπιν, στρέφεται εναντίον των εξωτερικών εχθρών. Πρώτα αναγκάζει τους Τριβαλλούςκαι τους Γέτες να συνθηκολογήσουν και τους Κέλτες να ζητήσουν με σεβασμό τη φιλία του.
Μετά κατευθύνεται εναντίον της Ιλλυρίας και συντρίβει το στρατό της.Εν τω μεταξύ, αποστατούν πάλι οι νότιοι Έλληνες, εναντίον των οποίων επανέρχεται ορμητικός. Ο Αλέξανδρος τους υποτάσσει και καταστρέφει αυτή τη φορά από τα θεμέλια τη Θήβα- που ήταν το επίκεντρο της αποστασίας- εκτός από τα ιερά και το σπίτι του Πινδάρου.
Η Πανελλήνια Ιδέα και τα Κίνητρα της Εκστρατείας στην Ασία
Ως ένα βασικό αίτιο της εκστρατείας στην Ασία θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τον επεκτατισμό του Μακεδονικού κράτους όπως διαμορφώθηκε από τον Φίλιππο Β΄. Η συλλογιστική αυτή μπορεί να θεμελιωθεί στο γεγονός ότι η κυριαρχία στις ευρωπαϊκές ακτές του Ελλησπόντου δεν μπορούσε να έχει σταθερή υπόσταση και διάρκεια δίχως την κατοχή των ασιατικών ακτών του. ένα άλλο αίτιο, ευρύτερο μια και ξεπερνά τα όρια της – περιορισμένης φαινομενικά- επεκτατικής πολιτικής της Μακεδονίας.
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το δημογραφικό αδιέξοδο και την αδυναμία των ελληνικών πόλεων να διαθρέψουν τον πληθυσμό τους, μια και όπως παρατηρεί ο Ισοκράτης, μόνο η κατάληψη νέων εδαφών θα δημιουργούσε διέξοδο στο πλήθος των ‘Απλανήτων παίδων και γυναικών» καθώς και στους άντρες που από ανάγκη υπηρετούσαν στις τάξεις των εχθρών εναντίον φίλων.
Τα δύο αυτά αίτια, οσοδήποτε πραγματικά δεν επαρκούν για να θεμελιώσουν την πορεία του Αλεξάνδρου και του ελληνισμού στην ανατολή. Και το πρώτο και το δεύτερο θα θεμελίωναν την αιτιολόγηση μιας περιορισμένης κυριαρχίας στη Μ.Ασία, όχι όμως και τις διαστάσεις μιας εκστρατείας που έφερε τον ελληνισμό στις παρυφές της Άπω Ανατολής και τον ανέδειξε σε βασική συνιστώσα της ιστορίας της ανατολικής Μεσογείου ακόμη και μετά το ψυχορράγημα του Βυζαντίου και την πτώση της Βασιλεύουσας.
Ένα κλειστό περίγραμμα των αιτίων της εκστρατείας του Αλεξάνδρου θα αδικούσε, σε έσχατη ανάλυση, και την ιστορία και την προσωπικότητα που την ενσάρκωσε. Δίχως να παραγνωρίζουμε τη σημασία των άμεσων αντικειμενικών συνθηκών, οι οποίες συνετέλεσαν στην πραγμάτωσή της, θα πρέπει να αναφερθούμε σε δύο ακόμη παράγοντες που έμμεσα, αλλά όχι λιγότερο αποφασιστικά, έκαναν δυνατό το τολμηρό αυτό βήμα του ελληνισμού.
Ο πρώτος είναι η πανελλήνια ιδέα που θα πραγματευτούμε σε αυτήν την ενότητα, ο δεύτερος ο χαρακτήρας του Αλεξάνδρου που θα πραγματευτούμε στην επόμενη. Ήδη από την εποχή των σοφιστών ο ατομικισμός, που καλλιεργήθηκε από τον υποκειμενισμό, έκανε χαλαρότερο τον δεσμό του ανθρώπου προς την πόλη και ο κοσμοπολιτισμός, που ακολούθησε ως συνέπειά του, πλάτυνε τον πολιτικό και πολιτιστικό του ορίζοντα.
Με το πέρας του Πελοποννησιακού πολέμου, την κατάλυση της περηφάνιας του πολίτη που υπηρετούσε το συμφέρον της πόλης του, ο κοσμοπολιτισμός, μέσω της κυνικής κυρίως, φιλοσοφίας, διαδόθηκε ευρύτερα. Ο σοφός δεν χωράει πια στα στενά όρια της πόλης. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοφών και ο Ισοκράτης, εάν και η καρδιά τους δεν παύει να γοητεύεται από το ιδεώδες της «πόλεως-κράτος», εν τούτοις αναγνωρίζουν το πρόσταγμα της εποχής, την ανάγκη μιας μοναρχικής πολιτείας που θα ξεπερνά τις παλιές προκαταλήψεις.
Οι νέες αντιλήψεις, που η ιστορική επιστήμη θα χαρακτηρίσει ως πανελλήνια ιδέα, βρήκαν την πρώτη συστηματική έκφρασή τους με τον Γοργία τον Λεοντίνο, που εκφωνώντας τον πανηγυρικό του στην Ολυμπία κάλεσε τους Έλληνες να ομονοήσουν και να εκστρατεύσουν όλοι μαζί εναντίον των βαρβάρων. Μετά τη μάχη στη Μαντίνεια η πανελλήνια ιδέα βρήκε τον κατ’ εξοχήν εκφραστή της σ’ έναν μαθητή του Γοργία, τον Ισοκράτη.
Αφού για κάποιο διάστημα ο ρήτορας ελκύστηκε από την ιδέα της συμφιλίωσης ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες πόλεις της Ελλάδας, την Αθήνα και τη Σπάρτη μεταστράφηκε στις τότε συζητούμενες μοναρχικές ιδέες. Την πανελλήνια ωστόσο ένωση την βλέπει μόνο σαν μια εκστρατεία εναντίον του κοινού εχθρού, των Περσών, που θα κατέλυε το περσικό «πρόσταγμα», δηλαδή την Ειρήνη του Βασιλέως.
Μια τέτοια εκστρατεία θα σφυρηλατούσε τους δεσμούς των Ελλήνων και θα έθετε τέρμα στο καθεστώς της υποταγής των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας στον Πέρση βασιλιά. Ως ηγεμόνα αυτής της ένωσης αναζητεί κατ’ αρχήν τον Ιάσονα, δυνάστη των Φέρων, έπειτα τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α΄, τέλος τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β΄. Με τον Ισοκράτη η πανελλήνια ιδέα προσέλαβε το πληρέστερο νόημά της. Ως ιδεολογική υποδομή της εκστρατείας στην Ασία είχε- τουλάχιστον στο ξεκίνημα της εκστρατείας- πολύ μεγαλύτερη ευρύτητα από την στρατιωτική σκέψη.
Οι Φιλοσοφικές Αντιλήψεις του Μ.Αλεξάνδρου
Είναι γνωστό ότι έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τον Αλέξανδρο,χρησιμοποιώντας σαν κυριότερες πηγές τον Πλούταρχο και τον Αρριανό. Έχουν διατυπωθεί πολλές και διαφορετικές ” ερμηνείες ” για τη ζωή και το έργο του Αλέξανδρου. Αυτές οι ερμηνείες, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση, τη θρησκευτική αντίληψη, την ψυχολογική και τη χρονική απόσταση του συγγραφέα, ποικίλουν σε τεράστιο βαθμό. Έτσι άλλοι τον θεοποιούν και άλλοι τον κατακρίνουν.
Ο Μαθητής του Πλάτωνα Αριστοτέλης αναλαμβάνει τη Φιλοσοφική διαμόρφωση του 13χρονου Αλέξανδρου, στο Ιερό των Νυμφών, στην τοποθεσία Μίεζα, κοντά στα Στάγειρα, μαζί με μιά ομάδα νέων. Και όπως μας γράφει ο Πλούταρχος και ο Αρριανός : ”Φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος δεν διδάχθηκε μόνο την Ηθική και την Πολιτική επιστήμη, αλλά και τις απόρρητες και βαθύτερες διδασκαλίες που οι άνδρες τις αποκαλούσαν ακροαματικές και εποπτικές και δεν τις διέδιδαν σε πολλούς.”
Από το Αριστοτέλη είναι που αποκτά γνώσεις Ιατρικής, έτσι ώστε να θεραπεύει τους φίλους του όταν αρρώσταιναν και να γράφει συνταγές για θεραπεία και δίαιτα. Ο Λυσίμαχος και ο Λεωνίδας είναι που σφυρηλάτησαν έναν ολιγαρκή και σκληραγωγημένο Αλέξανδρο, που είχε συνεχώς κάτω από το προσκεφάλι του την Ιλιάδα του Ομήρου.Είναι γνωστό πως την εποχή εκείνη στον Ελλαδικό χώρο οι πόλεις ήταν χωρισμένες μεταξύ τους και λειτουργούσαν αυτόνομα σαν μικρά κράτη. Αποτέλεσμα ήταν οι συνεχείς πόλεμοι μεταξύ των πόλεων. Μόνο κάτω από την απειλή κάποιας εχθρικής δύναμης, π.χ. των Περσών,ενώνονταν για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο.
Ο Αλέξανδρος κατάφερε να ανακυρηχτεί σε ηλικία 20 χρονών Αρχηγός των Ελλήνων, πλήν των Λακαιδεμονίων. Να ενώσει όλες τις Ελληνικές πόλεις κάτω από μία αρχή, μία εξουσία, έτσι ώστε το εκστρατευτικό σώμα που θα περνούσε τον Ελλήσποντο να αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ένα αρμονικό σώμα το οποίο θα είχε ένα κεφάλι, ένα μυαλό, τον Αλέξανδρο.
Στη συνέχεια κατάφερε να ενώσει όλους τους λαούς τους οποίους κατέκτησε κάτω από μία αρχή. Και όπως γράφει ο Πλούταρχος : ”Δίδαξε τους Υρκανούς να κάνουν νόμιμους γάμους, τους Αραχωσίους να καλλιεργούν την γή των, τους Σογδιανούς έπεισε να τρέφουν και όχι να φονεύουν τους γέροντες γονείς των, τους Πέρσες να σέβονται τις μητέρες των και να μην τις νυμφεύονται. Επεισε τους Ινδούς να λατρεύουν τους Θεούς της Ελλάδας, τους Σκύθες να θάβουν τους νεκρούς των αντί να τους τρώγουν.”
Ετσι ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε να εξημερώσει την Ασία και να διαδώσει τον Ελληνικό πολιτισμό από τον Ελλήσποντο ώς την Ινδία. Κατάφερε να εφαρμόσει το πολιτειακό σύστημα του Ζήνωνος, του Ιδρυτή της στωικής φιλοσοφίας. Δηλαδή, να μήν κατοικούν οι άνθρωποι κατά πόλεις χωρισμένες, με διαφορετικούς νόμους, αλλά να θεωρούνται όλοι οι άνθρωποι συμπολίτες ( αν και από διαφορετικά έθνη ) και πολίτες του ίδιου κράτους και να υπάρχει μία τάξη και ένα δίκαιο για όλους. Αυτό ο Ζήνων το διατύπωσε σαν ένα όνειρο για επίτευξη, σαν μια διδασκαλία προς εφαρμογή, την Φιλοσοφική Πολιτεία.
Ο Μέγας Αλέξανδρος το εφάρμοσε στην πράξη. Δεν ακολούθησε τη συμβουλή του Αριστοτέλη, να φέρεται στους Ελληνες σαν Βασιλιάς και στους υπόλοιπους σαν τύρρανος. Αλλά, θεωρώντας τον εαυτό του ως απεσταλμένο του θεού και ρυθμιστή εθνών, ένωσε όλους τους λαούς, με την πειθώ ή με τη βία και κατάφερε τη συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικά ήθη και έθιμα, θρησκεία και νοοτροπία, έτσι ώστε να θεωρούν σαν συγγενείς τούς αγαθούς και τους κακούς σαν ξένους.
Προωθούσε την αντίληψη ότι η διάκριση Ελληνας από βάρβαρο δεν στηρίζεται στα διαφορετικά ρούχα, στη διαφορετική καταγωγή και στα διαφορετικά έθιμα. Αλλά υποστήριζε ότι Έλληνας είναι ο ενάρετος, ενώ βάρβαρος είναι ο κάκιστος.
Ο Μέγας Αλέξανδρος λοιπόν θέλησε να καταλάβουν οι άνθρωποι πως οι διαφορές μεταξύ των λαών είναι τελείως επιφανειακές και πρέπει να υπάρχει σεβασμός και κατανόηση στα διαφορετικά ήθη και έθιμα, στα διαφορετικά πιστεύω και όπως γράφει ο Πλούταρχος : ”Ο Αλέξανδρος πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι βασιλεύονται από το θεό γιατί η υπάρχουσα στον καθένα δύναμη ” του άρχειν και εξουσιάζειν ” είναι θεία. Ότι ο θεός είναι κοινός πατέρας όλων, αλλά κυρίως αναγνωρίζει σαν δικά του παιδιά τους άριστους”. Ίδρυσε και θεμελίωσε περίπου 70 πόλεις, οι οποίες αποτέλεσαν κέντρα ανάπτυξης και διάδοσης του Ελληνικού πολιτισμού.
Θαυμαστό παράδειγμα είναι η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μία πόλη που έμελλε να γίνει με την αρχική ώθηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου πνευματική μήτρα της Ελληνιστικής περιόδου, αλλά και της μετέπειτα χριστιανικής επικράτησης. Είδε σε “όνειρο” το σημείο όπου έπρεπε να χτιστεί η πόλη και έδωσε διαταγές να γίνουν τέτοια έργα τα οποία θα αποτελούσαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί και να γίνει μία πόλη αντάξια του Ιδρυτή της.
Δικαιολογημένα λοιπόν μπορεί να παρομοιαστεί με έναν Θησέα, Ιδρυτή της Αθήνας, με έναν Περσέα, Ιδρυτή των Μυκηνών, με τον Ρωμύλο και το Ρώμο, Ιδρυτές της Ρώμης. Ο Πλούταρχος γράφει: ”Και διέταξε να χαράξουν το σχέδιο της πόλης προσαρμόζοντάς το στην τοποθεσία. Και επειδή δεν υπήρχε λευκό χώμα, πήραν αλεύρι και σχημάτισαν στη μαύρη γή μία κυκλική καμπύλη της οποίας την περιφέρεια όριζαν ευθείες βάσεις που, ξεκινώντας σαν από στρόγγυλο κράσπεδο και σχηματίζουν χλαμύδες και ίσες στο μέγεθος συνέπιπταν μεταξύ τους.”
Ο τρόπος σχεδίασης και ορισμού του σημείου ίδρυσης της πόλης φανερώνει γνώσεις και εφαρμογή αντιλήψεων Ιδρυτή πόλης που συναντάμε μόνο σε ίδρυση Ναών ή Ιερών πόλεων. Εκεί δεν παίρνονται υπόψη μόνο γεωγραφικοί παράγοντες, αλλά και οδηγίες που έχουν σχέση με την Ιερότητα του χώρου. Είναι γνωστό πως στην ακολουθία του
Αλέξανδρου βρισκόταν πλήθος ανθρώπων του πνεύματος. Από τον μάντη Αρίστανδρο μέχρι τον γυμνόσοφο Κάλανο. Ο Αλέξανδρος είχε μεγάλη εκτίμηση στους φιλοσόφους και τους συμπεριφερόταν ανάλογα. Ο Πλούταρχος γράφει : ”Είναι ίδιον ψυχής φιλοσόφου να αγαπά την σοφία και μάλιστα να θαυμάζει σοφούς άνδρας. Κανείς άλλος από τους Βασιλείς δεν έμοιασε τον Αλέξανδρο ως προς αυτό.
Είναι γνωστή η Αγάπη του για τον Αριστοτέλη και η εκτίμηση που είχε για τον μουσικό Ανάξαρχο. Στον Πύρρωνα τον Ηλείο, όταν τον είδε για πρώτη φορά, του έδωσε 10.000 χρυσά νομίσματα, στον Ξενοκράτη, μαθητή του Πλάτωνα, έστειλε 50 τάλαντα δώρο, τον Ονησίκριτο, μαθητή του Διογένη, διόρισε άρχοντα των κυβερνητών του στόλου.”
Πλήθος άλλων προσφορών και δωρεών αποδεικνύουν όχι μόνο την γενναιόδωρη φύση του Μ.Αλέξανδρου γενικά, αλλά την γενναιοδωρία του ειδικά προς τους φιλόσοφους. Μιά γενναιοδωρία που πήγαζε από μιά ψυχή που έδινε περισσότερη αξία στα πνευματικά αγαθά από ό,τι στα υλικά. Όταν ξεκίνησε την εκστρατεία για την Ασία δώρισε όλα τα υπάρχοντά του και κράτησε για τον εαυτό του μόνο την ” Ελπίδα “.
Μετά τη νίκη επί του Δαρείου και αφού ανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Ασίας, ήρθαν στην κατοχή του στρατού τόσα πλούτη, που οι Μακεδόνες άρχισαν να ζούν μέσα στην πολυτέλεια. Αποτέλεσμα ήταν η μαλθακή ζωή των στρατιωτών και ιδιαίτερα των Αξιωματικών του Αλέξανδρου.
Αποφάσισε λοιπόν, λίγο πρίν την εκστρατεία για την Ινδία, να δωρίσει όλα τα πλεονάζοντα υλικά αγαθά και να κάψει όλα όσα του ήταν εμπόδιο για την εκστρατεία. Το ίδιο έκαναν και οι Αξιωματικοί του αφού έβλεπαν το παράδειγμα ενός ανθρώπου που όχι μόνο τους έλεγε ποιό ήταν το σωστό, αλλά αυτός πρώτος το εφάρμοζε. Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η καθημερινή ζωή του.
Οταν δεν πολεμούσε, ακόμα και κατά τη διάρκεια που βρισκόταν σε πορεία, αυτός εκπαιδευόταν στα όπλα, ανεβοκατέβαινε από άρματα και άλογα, πήγαινε κυνήγι και γενικά βρισκόταν σε μιά διαρκή εγρήγορση. Κάτι που συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της μάχης. Στο Γρανικό ένα σπαθί, κόβοντας την περικεφαλαία του, έφτασε μέχρι το τριχωτό του κεφαλιού του.
Στην Γάζα δέχθηκε ένα βέλος στον ώμο. Στη Μαράκανδα ένα βέλος έσπασε το κόκαλο της κνήμης του. Στην Υρκανία χτυπήθηκε από λίθο, χάνοντας την όρασή του για πολλές ημέρες. Στη μάχη του Ισσού πληγώθηκε από ξίφος στο μηρό. Στη χώρα των Μαλλών ένα βέλος τρύπησε το στήθος του και δέχτηκε χτύπημα από λοστό στο κεφάλι. Και για όλους αυτούς τους τραυματισμούς ήταν πολύ υπερήφανος. Τους θεωρούσε σαν απόδειξη της ανδρείας του και της γενναιότητάς του.
Αν και Βασιλιάς έμπαινε πρώτος στην μάχη, δίνοντας το παράδειγμα στους στρατιώτες του. Ενας Βασιλιάς που δεν ήξερε μόνο να διατάζει αλλά και να εκτελεί ο ίδιος τις διαταγές που έδινε. Θεωρούσε πως η μεγαλύτερη νίκη που μπορεί να πετύχει κάποιος είναι η νίκη στον εαυτό του για να μπορεί να τον ελέγχει. Αποτέλεσμα αυτής της νίκης του Αλέξανδρου είναι η εγκράτειά του προς τις ηδονές. Δεν δέχθηκε καμία γυναίκα δίπλα του παρά μόνο αυτήν που είχε παντρευτεί.
Αν και πολλές φορές οι φίλοι του τον παρότρυναν να γευτεί την ηδονή με διάφορες γυναίκες ή αγόρια. Ήταν τόσο εγκρατής και μεγαλόψυχος που ανάγκασε τον Δαρείο, τον Βασιλιά που ουσιαστικά κατέστρεψε, να δηλώσει: ”Θεοί, προστάτες της γέννησης των ανθρώπων και της τύχης των Βασιλέων, δώστε να μην εγκαταλείψω την τύχη των Περσών, αλλά αφού νικήσω να ανταμείψω τις ενέργειες του Αλέξανδρου, τις οποίες νικημένος δέχθηκα από αυτόν στους πιό αγαπημένους μου. Αν όμως έφτασε κάποιος χρόνος μοιραίος, από θεία εκδίκηση και μεταβολή να πάψει η βασιλεία των Περσών, κανείς άλλος άνθρωπος ας μην καθίσει στον θρόνο του Κύρου πλήν του Αλέξανδρου”.
Αυτή τη δήλωση την έκανε αφού έμαθε την μεγαλόψυχη συμπεριφορά του Αλέξανδρου προς την οικογένειά του που είχε αιχμαλωτίσει. Ο Αρριανός γράφει πως ο Αλέξανδρος εγκαθιστούσε τη Δημοκρατία ως πολίτευμα σε κάθε χώρα που κατακτούσε. Μιά Δημοκρατία που βοηθούσε στη λειτουργία των τοπικών θεσμών κάθε πόλης, κάτω όμως από μιά κοινή Αρχή. Καταργούσε τους υπερβολικούς φόρους και κατάφερνε να κατακτά εκπολιτίζοντας και όχι καταστρέφοντας.
Το μόνο που κατέστρεφε ήταν το παλιό, αυτό που είχε φθαρεί και δεν δεχόταν να αλλάξει προς το καλύτερο. Έδινε περισσότερη σημασία στις ουσιαστικές δυνάμεις του ανθρώπου, όπως τη σοφία, τη δικαιοσύνη, τη μεγαλοψυχία, την Ανδρεία, ανεξάρτητα αν αυτός ήταν εχθρός ή φίλος. Έτσι όταν καταλάβαινε πως ο κυβερνήτης της πόλης που κατακτούσε ή ο βασιλιάς του έθνους το οποίο νικούσε είχε αυτές τις αρετές, τον διόριζε πάλι άρχοντα, ανεξάρτητα αν είχε παραδοθεί ή νικηθεί μετά από μάχη.
Δίκαια λοιπόν ο Πλούταρχος γράφει : ”Εάν δε μέγιστος έπαινος της φιλοσοφίας είναι ότι σκληρά και αμόρφωτα ήθη εξημερώνει και εξευγενίζει, ο Αλέξανδρος φαίνεται ότι εξεπολίτισε τόσους λαούς αγρίους και ατίθασους που δικαίως δύναται να θεωρηθεί φιλόσοφος.”
Ο Χαρακτήρας και η Ηθική του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Ένα από τα μεγάλα θέματα της ιστορίας που απασχόλησε την ιστορική επιστήμη, ήταν ο χαρακτήρας και η ηθική του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από τους ιστορικούς θεωρείται ο τέλειος εκπρόσωπος του
ελληνικού μεγαλείου. Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε το 356 π.Χ. Ήταν γιος του Φιλίππου που ήταν
βασιλιάς της Μακεδονίας.
Εκείνη την εποχή ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας έψαχνε να βρει έναν ικανό ηγέτη για να
αντιμετωπίσει μια για πάντα τους Πέρσες. Ο ικανός ηγέτης βρέθηκε. Ήταν ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτός ήταν ο ικανός και ο στρατός του ο κατάλληλος. Λόγω του αιφνίδιου θανάτου
του, την εκστρατεία την πραγματοποίησε ο γιος του.
Ο μεγάλος αυτός Μακεδόνας αναγνωρίζεται καθολικά και θεωρείται από όλους τους ιστορικούς ως εκπολιτιστής των αρχαίων λαών της Ανατολής, που έφερε τα φώτα της επιστήμης και της προόδου
ως τα πέρατα της Ασίας, ιδρύοντας στο πέρασμα του πόλεις και οικισμούς που αναδείχτηκαν στη
διαδρομή των αιώνων πολιτιστικά κέντρα απεριορίστου ακτινοβολίας.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, δεν ήταν μονάχα ο πιο μεγάλος Στρατηγός, αλλά και ο πιο έξυπνος και σοφός πολιτικός. Είχε δάσκαλο τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη. Ο τελευταίος έδωσε πολλά στον Μέγα Αλέξανδρο. Στην πραγματικότητα ο Αλέξανδρος είναι ένας άνθρωπος που οι συχνές του
εμφανίσεις μπροστά στα δικαστήρια της ιστορίας δεν κατόρθωσαν να προκαλέσουν ομόφωνη
απόφαση για λογαριασμό του.
Εκείνο όμως που είναι πασίδηλο γεγονός για αυτόν που δίκαζε τον Αλέξανδρο είναι ότι άλλαξε την όψη του Ελληνικού και του Περσικού κόσμου, ότι την εποχή του θανάτου του είχε εξουσία
μεγαλύτερη από κάθε άλλον άνθρωπο της αρχαιότητας και ότι κανείς άλλος άνθρωπος σ’ όλη την
ιστορία εκτός από μερικούς ιδρυτές θρησκειών, δεν έγινε από τόσους δεκτός σαν υπερφυσικό
πλάσμα. Από τη στιγμή της γέννησης του θεωρήθηκε από τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του σαν γιος του ελληνοαιγυπτιακού θεού Άμμωνος Διός. Πρέπει να υπήρχε στη φύση του ένα πολύ
ισχυρό στοιχείο μυστικισμού και θρησκευτικής ευλάβειας. Άλλωστε αυτό είναι φανερό γιατί σε κάθε βήμα του βλέπουμε να θυσιάζει στους θεούς με αληθινή έξαρση.
Ο Αριστοτέλης στη Διάπλαση του Χαρακτήρα του Αλέξανδρου
Ο Αριστοτέλης έκανε ό,τι μπορούσε για να ενθαρρύνει την αγάπη του νέου Αλέξανδρου για τον
Όμηρο, γιατί η Ιλιάδα ήταν ένα είδος Βίβλου για τους Έλληνες. Ο Αλέξανδρος τη χαρακτήριζε ως
απαραίτητο εγχειρίδιο του στρατιώτη κι έπαιρνε παντού όπου πήγαινε ένα αντίτυπο διορθωμένο και σχολιασμένο από τον Αριστοτέλη, βάζοντας το κάτω από το προσκέφαλο του τη νύχτα μαζί με το σπαθί του.
Υποστηρίζεται πως ήξερε απ’ έξω το μεγαλύτερο μέρος της και το αναγκαίο συμπέρασμα είναι πως θα ταύτιζε ασφαλώς τον εαυτό του με το κεντρικό πρόσωπο της Ιλιάδας, τον Αχιλλέα, που η ζωή του είχε έντονη ομοιότητα με τη δική του, πράγμα που ο παιδαγωγός του Λυσίμαχος τον είχε κάνει να
παρατηρήσει. Η οικογένεια της μητέρας του καταγόταν από τον Αχιλλέα και δεν απο κλείεται η
Ολυμπιάδα να επωφελήθηκε από το γεγονός αυτό για να ενθαρρύνει το ενδιαφέρον του παιδιού της για τον Ομηρικό ήρωα που το αίμα του κυλούσε στις δικές της φλέβες και όχι σ’ αυτές του
Φιλίππου.
Η εκπαιδευτική μέθοδος του Αριστοτέλη έτεινε στην ανάπτυξη του προσωπικού χαρακτήρα και στα δύο χρόνια που επακολούθησαν η προσωπικότητα του πρίγκιπα εξελίχθηκε γρήγορα, όπως θα έπρεπε κανείς να το περιμένει από ένα δραστήριο νέο. Ο Αλέξανδρος έγινε πολύ καλός συνομιλητής και
συνήθιζε να στέκεται όρθιος μιλώντας και συζητώντας τόση ώρα, ώστε όλος ο κόσμος κουραζόταν.
Ήταν πάντα έτοιμος να τρέξει πίσω από μια καινούρια ιδέα. Ή τον θέρμαινε μια κρυφή φλόγα
ενθουσιασμού ή ξεσπού σε σε μια έκρηξη ενεργητικότητας. Γενικά βέβαια, είχε τη φήμη ανθρώπου με αυτοκυριαρχία, την οποία είχε αποκτήσει από νωρίς. Αλλά όταν οι ικανότητες του αναπτύχθηκαν, χάρις στην ενθάρρυνση και την παρότρυνση του συστήματος που χρησιμοποίησε ο μεγάλος
δάσκαλος για να κάνει πειθαρχημένους χαρακτήρες, η πρόοδος του σημειωνόταν με ξεσπάσματα και εκρήξεις ανταρσίας που συχνά όπως λέει ο Πλούταρχος: «τις δημιουργούσε και ήταν απόλυτα
ανίκανος να υποφέρει οποιοδήποτε καταναγκασμό».
Κάποτε ο Αριστοτέλης έκανε το σφάλμα να ρωτήσει μερικούς από τους αριστοκρατικούς μαθητές του πώς θα μεταχειρίζονταν τον ίδιο, το γεροδάσκαλό τους, όταν θα διαδέχονταν τους γονείς τους. «Θα φροντίσω όλοι να σε σέβονται και να σε τιμούν» είπε ένας, «θα είσαι ο κυριότερος σύμβουλος μου» απάντησε ο άλλος. Όταν το ερώτημα τέθηκε και στον Αλέξανδρο, εκείνος απάντησε με θυμό: «Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις; Πώς μπορώ να ξέρω τι μας επιφυλάσσει το
μέλλον; Δεν έχεις παρά να περιμένεις και θα το δεις!!». Αυτή η απάντηση φαίνεται πως άρεσε στον Αριστοτέλη, «Καλά ειπωμένο», φώναξε, «Μια μέρα Αλέξανδρε θα γίνεις πραγματικά μεγάλος
βασιλιάς».
Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στην εφηβική ηλικία κι άρχισε να βλέπει τρίχες στο πηγούνι του έβαζε να τις ξυρίζουν και όταν ήταν στα 22 του, που θα έπρεπε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους και
κανόνες της ανδρικής μόδας να έχει μια ωραία και μυτερή γενειάδα, αρκετά πυκνή, εκείνος
επέμενε να διατηρεί χάρις στο ξυράφι τη νεανική όψη που οι άλλοι νέοι προσπαθούσαν να κρύψουν με την περιποίηση των τριχών.
Η εκκεντρικότητα της συμπεριφοράς του σ’ αυτόν τον τομέα αγνοείται συνήθως από τους ιστορικούς, γιατί τελικά έπεισε τους φίλους του να ακολουθήσουν το παράδειγμα του κι έκανε ακόμα και τους στρατιώτες του να τον μιμηθούν, με το σοβαρό πρόσχημα πως η γενειάδα έδινε μια λαβή, απ’ όπου ο εχθρός μπορούσε να αρπάξει τον αντίπαλο του σε μια μάχη σώμα με σώμα.
Ίσως όμως θα έπρεπε να σκεφτού με και τούτο το γεγονός: Οι Αιγύπτιοι ξυρίζονταν πάντα. Τη
φυσική γενειάδα τη θεωρούσαν κάτι βρώμικο, αλλά την τεχνητή που την έδεναν στο πηγούνι, την
είχαν για σύμβολο βασιλικής και θεϊκής ιδιότητας. Ίσως αυτό να σκέφτηκε ο Αλέξανδρος και να
συλλογίστηκε πως θα ήταν προσβλητική ανωμαλία να εμφανιστεί ένας γιος του Άμμωνα αξύριστος.
«Οι παλαίμαχοι του Φιλίππου θα γελούσαν βλέποντας έναν άνθρωπο της ηλικίας του χωρίς γένεια. Ο Αλέξανδρος όμως κατόρθωσε να κατακτήσει τις καρδιές τους με την πολεμική του ικανότητα και τόλμη, καθώς περιφρονούσε τον θάνατο. Συγχρόνως, γοήτευε τους πιο καλλιεργημένους νεαρούς
ευγενείς της ακολουθίας του με τα πνευματικά, φιλολογικά και καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Αν και ήταν ελάχιστα κοσμικός, πολύ αγνός, πολύ εγκρατής, πολύ αποστασιοποιημένος απέναντι στις
ταπεινότητες της ζωής ή τις ατιμίες της, ήταν ωστόσο καλός απέναντι στους συντρόφους και
συναγωνιστές του. Λέγοντας πως θα του άρεσε να είναι Διογένης, ίσως δεν αστειευόταν και πολύ».
Ο Αλέξανδρος στην Τροία Βλέπει τον Εαυτό του Καινούριο Αχιλλέα
Ο Αλέξανδρος πριν ξεκινήσει απ’ τη Μακεδονία για την Ανατολή οργάνωσε μια λαμπρή γιορτή στο Δίον, στη Νότια Μακεδονία, μια πόλη η οποία ήταν αφιερωμένη στον Δία. Έγιναν αγώνες, αθλητικές επιδείξεις και ιπποδρομίες. Έλαβαν χώρα θρησκευτικές τελετές και πλούσιες θυσίες προσφέρθηκαν στους θεούς.
Την τελευταία νύχτα, ο Αλέξανδρος δέχτηκε τους κυριότερους πολιτικούς πρέσβεις, στρατηγούς και
αξιωματικούς σε γεύμα σε μια μεγάλη σκηνή που είχε μέσα εκατό κρεβάτια. Λίγο έπειτα απ’ αυτές τις γιορτές, κάτω απ’ τον καθαρό ήλιο ενός απριλιάτικου πρωινού, ο Αλέξανδρος απο χαιρέτησε τη μητέρα του Ολυμπιάδα και έφυγε για τον Ελλήσποντο, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Διέσχισε τον Έβρο, για να καταλήξει στη χερσόνησο της Καλλίπολης, στο λιμάνι της Σηστού, απ’ όπου η απέναντι ακτή των Δαρδανελλίων δεν απέχει πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα.
Πριν μπει στο πλοίο, επισκέφτηκε κοντά στην ακτή ένα διάσημο τύμβο και ναό που είχε γύρω του μερικές φτελιές μαγικής προέλευσης κι έδειχνε τον τόπο όπου ήταν θαμμένος ο Πρωτεσίλαος. Αυτός ήταν ο πρώτος Έλληνας που πέθανε στον πόλεμο της Τροίας σκοτωμένος όπως έλεγαν απ’ τον
Έκτορα, τη στιγμή που πηδούσε στη γη απ’ το πρώτο Ελληνικό καράβι, επικεφαλής των Θεσσαλών στρατιωτών του. Ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσίες στη μνήμη αυτού του άτυχου πολεμιστή και
παρακάλεσε τους θεούς να φανεί ο ίδιος τυχερός όταν θα πηδούσε απ’ το καράβι του στην Τρωική
ακτή.
Το μυαλό του ήταν γεμάτο απ’ την Ιλιάδα του Ομήρου και μπορούσε όπως προαναφέρθηκε να απαγγείλει απ’ έξω ένα μεγάλο μέρος της. Έβλεπε τον εαυτό του σαν καινούριο Αχιλλέα. Όταν το
καράβι πλεύρισε στην ακτή της Τροίας, ο Αλέξανδρος ορθώθηκε και έριξε ένα ακόντιο στις έρημες
ακτές που απλώνονταν μπροστά του, σαν να ‘βλεπε το στρατόφάντασμα του βασιλιά Πριάμου. Ήξερε τι έκαμε και ήθελε ν’ αποδείξει πως ήταν ο πραγματικός κι όχι μόνο ο ονομαστικός αρχηγός της εκστρατείας. Ο χαρακτήρας του δεν του επέτρεπε να δανείζεται από άλλον τίποτε, πολύ περισσότερο τη δόξα.
Έπειτα, έδωσε διαταγή στους άντρες του ν’ αποβιβαστούν και καθώς ήταν εξαιρετικά θεοσεβής, δεδομένου ότι δεν υπήρχε εχθρός, έκανε μια θρησκευτική τελετή και έδωσε εντολή να φτιάξουν οι στρατιώτες βωμούς στο Δία, την Αθηνά και τον Ηρακλή. Οι θεοί που επέλεξε ήταν εξαιρετικά
προσεγμένοι και οι σύγχρονοι ιστορικοί πρέπει να τους λάβουν σοβαρά υπόψη.
Εδώ στην Τροία τα όνειρα του νεαρού Αλέξανδρου γίνονταν πραγματικότητα. Οργάνωσε «με απόλυτη
σοβαρότητα θεαματικές θυσίες στη σκιά του Πριάμου για να κατευνάσει το δικαιολογημένο θυμό
που θα ένιωθε αυτός ο ατυχής μονάρχης, γιατί ο Νεοπτόλεμος πρόγονος του Αλεξάνδρου τον είχε σκοτώσει.
Η αναβίωση, με τέτοια λαμπρότητα, ενός θρυλικού παρελθόντος, ασφαλώς είχε στρατηγικούς
λόγους, δηλαδή να διαγείρει ως ένα σημείο τον πολεμικό ενθουσιασμό των στρατιωτών, θυμίζοντας τους πως ήταν Έλληνες. Ταυτόχρονα όμως θα ήθελε να δείξει ότι κάτω από την αρχηγία ενός
απογόνου αυτων των Ελλήνων, η ιστορία θα προμήθευε σ’ ένα μελλοντικό Όμηρο το υλικό ενός
ακόμα πιο συγκλονιστικού έπους.
Αφού επισκέφθηκε και τίμησε τον τάφο του Αίαντα, μίλησε στους αξιωματούχους της περιοχής για το σχέδιο του να ξαναχτίσει την Τροία και ν’ ανακουφίσει τους κατοίκους από τη φορολογία. Ένας
από τους κατοίκους του Ιλίου του πρόσφερε μια αρχαϊκή άρπα που άνηκε άλλοτε όπως είπε στον
Πάρη, τον γιο του Πριάμου. Ο Αλέξανδρος δε δέχτηκε το δώρο λέγοντας πως θα’ ταν ευχάριστο να είχε την άρπα του Αχιλλέα, του προγόνου του, παρά του Πάρη που ήταν άνθρωπος πολύ θηλυπρεπής και που η άρπα του δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για έναν στρατιώτη.
Η Μεγαλοφυΐα και η Προσωπικότητά του
Όταν το 336 π.Χ. ο Αλέξανδρος ανέβηκε στο θρόνο της Μακεδονίας, βρισκόταν στο εικοστό πρώτο έτος του και δώδεκα χρόνια αργότερα, όταν πέθανε σε μια ηλικία όπου οι περισσότεροι μεγάλοι
άντρες βρίσκονται ακόμη στο κατώφλι της καριέρας τους, όχι μόνο είχε κατακτήσει τον αρχαίο κόσμο της εποχής του , αλλά τον είχε θέσει σε περιστροφή γύρω από έναν καινούριο άξονα
Η όλη μετέπειτα πορεία της ιστορίας, η πολιτική και η πολιτισμική ζωή των κατοπινών εποχών δεν μπορούν να κατανοηθούν ξεχωριστά από την καριέρα του Αλέξανδρου. Αιώνες μετά το θάνατο του ο Αππιανός ο Αλεξάνδρειος παρομοίωσε τη σύντομη βασιλεία του με τη «φωτεινή λάμψη της
αστραπής». Μια λάμψη πραγματικά εκθαμβωτική. Ήταν ένας άνθρωπος εντελώς δέσμιος της μοίρας του και απολύτως αφοσιωμένος στο έργο του. Οι φυσικές απολαύσεις πλην του κυνηγιού, λίγο τον ενδιέφεραν.
Με την εξαίρεση της αγάπης προς τη μητέρα του και την τροφό του, ποτέ δε γοητεύτηκε από καμιά γυναίκα και παρότι νυμφεύθηκε δύο φορές και οι δύο γάμοι του ήταν πολιτικής και όχι ρομαντικής
φύσης. «Ποτέ δεν είχε ερωμένη, ούτε ήταν ανίκανος, ούτε ομοφυλόφιλος όπως οι επικριτές του
διέδωσαν για να τον δυσφημίσουν.
Στην αρχαιότητα κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι η πολύ στενή του φιλία με τον Ηφαιστίωνα είχε
σεξουαλικό χαρακτήρα. Και δεν μπορεί να υπάρχει σήμερα αμφιβολία γι’ αυτό το ζήτημα. Οι
επικριτές του ηθελημένα νομίζω αφαιρούν την παράμετρο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε πρότυπο τον Αχιλλέα που ήταν ο προγονός του και είχε πιστό φίλο τον Πάτροκλο. Επίσης ηθελημένα αφαιρούν κι άλλη παράμετρο. Ο Αριστοτέλης δεν δίδαξε στο νεαρό Αλέξανδρο το χριστιανικό «αγαπάτε
αλλήλους», αλλά την αξία της φιλίας.
Οι επικριτές του λοιπόν, επαναλαμβάνω ηθελημένα, δεν επισημαίνουν την υποταγή των σωματικών ενστίκτων στο έργο του που τον ξεχώρισε από τους κοινούς ανθρώπους και τον τοποθέτησε στη
μικρή εκείνη ομάδα των σπάνιων και ανώτερων ατόμων, των οποίων η σιδερένια θέληση, ο
αυτοέλεγχος και η αφοσίωση στο έργο της ζωής τους μαγνητίζουν όλους όσους έρχονται σε επαφή μαζί του. Ο Αλέξανδρος είχε μια ψυχή που τολμούσε, γι’ αυτό και σφραγίζει το τέλος μιας ιστορικής περιόδου και την απαρχή μιας άλλης.
Όλοι οι λαοί που «κατέκτησε» έβλεπαν ότι όχι μόνο ήταν βασιλιάς αλλά και θεός. «Η έμφυτη αίσθησή του για τη βασιλεία, μια βασιλεία που βασιζόταν όχι στη δύναμη αλλά στην ευγένεια του
παρουσιαστικού, στην ιπποτική συμπεριφορά και στο να ζει κανείς όπως έπρεπε να ζει ένας βασιλιάς, βάρυνε πάνω από κάθε πράξη της εκπληκτικής του καριέρας. «Θεωρούσε περισσότερο βασιλικό», γράφει ο Πλούταρχος, «να κατακτά τον εαυτό του παρά να κατα κτά άλλους».
Ο Αλέξανδρος ήταν γεννημένος να γίνει βασιλιάς. Όταν κάποιοι φίλοι του που γνώριζαν ότι ήταν γρήγορος στα πόδια, τον παρότρυναν να τρέξει μαζί τους στους Ολυμπιακούς αγώνες στους οποίους λάμβαναν μέρος μόνο Έλληνες η απάντηση του ήταν ότι θα έτρεχε, μόνο αν συναγωνιζόταν με
βασιλιάδες.
Από τις πολλές περιπτώσεις που διαφαίνεται η βασιλική του νοοτροπία και η ιπποτική του
συμπεριφορά απέναντι στους εχθρούς του, οι παρακάτω είναι αξιοσημείωτες: Όταν μετά τη νίκη της Ισσού έμαθε ότι η Σισύγαμβις η μητέρα του Δαρείου, η γυναίκα και τα παιδιά του είχαν συλληφθεί και θρηνούσαν τον υποτιθέμενο θάνατο του, έστειλε τον Λεονάτο να τις πληροφορήσει ότι ο Δαρείος ήταν ακόμη ζωντανός και ότι αυτές «θα διατηρούσαν τη θέση και την ακολουθία που ταίριαζε στο
βασιλικό τους αξίωμα, καθώς και τον τίτλο των βασιλισσών.
Όταν την επόμενη μέρα μαζί με τον Ηφαιστίωνα, τον πιο αγαπημένο του φίλο, ο Αλέξανδρος
επισκέφθηκε τη Σισύγαμβι και αυτή, συγχέοντας τον Ηφαιστίωνα με τον βασιλιά τον προσκύνησε
και ντράπηκε όταν ανακάλυψε το λάθος της, ο Αλέξανδρος, με σεβασμό και ευγένεια, την έκανε να το ξεπεράσει. Την πήρε από το χέρι και σηκώνοντας τη στα πόδια της, της είπε: «Δεν έκανες λάθος, μητέρα, γιατί κι αυτός ο άνδρας είναι Αλέξανδρος». Αργότερα όταν βρήκε το πτώμα του
δολοφονημένου Δαρείου, το έστειλε στην Περσέπολη «με διαταγές να ταφεί στο βασιλικό τάφο όπως είχαν ταφεί όλοι οι άλλοι Πέρσες βασιλιάδες».
Έδειξε τον ίδιο σεβασμό για τη βασιλική εξουσία, όταν με το που επέστρεψε από την Ινδία
ανακάλυψε ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας του ο τύμβος του Κύρου, του ιδρυτή της Περσικής
αυτοκρατορίας, είχε συληθεί. Αμέσως διέταξε τον ιστορικό Αριστόβουλο να επιδιορθώσει τη ζημιά, να αντικαταστήσει τους κλεμμένους θησαυρούς με αντίγραφα, να φράξει την είσοδο του τύμβου και να θέσει τη βασιλική σφραγίδα πάνω σε σκυρόδεμα.
Κατά τον J.F.C. FULLER, από όλες του τις πράξεις η πλέον τυπική της βασιλικής του νοοτροπίας
είναι η μετα χείριση που επιφύλαξε στον Πώρο τον οποίο ενίκησε στις όχθες του ποταμού Υδάσπη (Τζελούμ). Όταν ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι είδους μεταχείριση ήθελε, ο Πώρος απάντησε:
«Μεταχειρίσουμε, ω Αλέξανδρε, με βασιλικό τρόπο!»
Ο Αλέξανδρος ευχαριστημένος απάντησε: «Σε ό, τι με αφορά, ω Πώρε, τέτοια μεταχείριση θα έχεις, για σένα όμως, αυτό που ζητάς είναι αυτό που σε ευχαριστεί». Αλλά ο Πώρος είπε πως όλα αυτά περιλαμβάνονται σε αυτό. Ο Αλέξανδρος, ακόμη ευχαριστημένος από αυτή τη δήλωση, όχι μόνο του παραχώρησε την εξουσία στους Ινδούς του, αλλά πρόσθεσε κι άλλη μια χώρα. Έτσι μεταχειρίστηκε το γενναίο άνδρα με βασιλικό τρόπο και εφεξής τον βρήκε πιστό σε όλα.
Η ηθική αρετή που τον διέκρινε κατά τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο από τους συνανθρώπους του ήταν η συμπόνια του προς τους άλλους. «Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς, γράφει ο Tarn, πόσο
παράδοξη είναι αυτή η ιδιότητα της συμπόνιας». Η ευσπλαχνία του αντικατοπτρίζεται με τον
καλύτερο τρόπο στη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες, οι οποίες σε όλες σχεδόν τις εποχές θεωρούνταν το νόμιμο λάφυρο του στρατιώτη.
Όχι μόνο επέδειξε βασιλικό σεβασμό απέναντι στις αιχμάλωτες της οικογένειας του Δαρείου, αλλά απεχθάνονταν το βιασμό και τη βία που στην εποχή του ήταν οικουμενικά συμπαρομαρτούντα του
πολέμου. Σε μια περίπτωση, όταν έμαθε ότι δύο Μακεδόνες της διοίκησης του Παρμενίωνα είχαν
διαφθείρει τις συζύγους ορισμένων μισθοφόρων, έγραψε στον Παρμενίωνα διατάσσοντάς τον: «Στην περίπτωση που οι άνδρες καταδικαστούν, να τους τιμωρήσει και να τους θανατώσει σαν άγρια θηρία που γεννήθηκαν για την καταστροφή των ανθρώπων».
Σε μια άλλη περίπτωση, όταν ο Ατροπάτης, αντιβασιλιάς της Μηδίας, του έστειλε ως δώρο εκατό
κοπέλες, εξοπλισμένες ως ιππείς, ο Αλέξανδρος τις έδιωξε από το στρατό, έτσι ώστε να μην
αποπειραθούν να τις βιάσουν οι Μακεδόνες ή οι βάρβαροι. Κατά την υποτιθέμενη λεηλασία της Περσέπολης διέταξε «τους άνδρες να σεβαστούν τα πρόσωπα των γυναικών και να μην πειράξουν τα στολίδια τους.
Ο Αρριανός εύστοχα πιστεύω έχει να πει γι’ αυτόν ως άνδρα και ως στρατιώτη: «Ήταν πολύ όμορφος στο παρουσιαστικό και αφιερωμένος στην άσκηση, πολύ ενεργητικός στο πνεύμα, πολύ ηρωικός στο θάρρος, πολύ σταθερός στην τιμή, αγαπούσε πολύ τον κίνδυνο και τηρούσε αυστηρά τα
καθήκοντα του προς τους θεούς. Ως προς τις απολαύσεις του σώματος είχε πλήρη αυτοέλεγχο και γι’ αυτές του πνεύματος ο έπαινος ήταν η μόνη για την οποία ήταν ακόρεστος.
Είχε εκπληκτική οξυδέρκεια στο να αναγνωρίζει τι έπρεπε να γίνει, όταν άλλοι εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε αβεβαιότητα και διέβλεπε με μεγάλη επιτυχία από την παρατήρηση των γεγονότων το τι ήταν πιθανό να συμβεί. Ήταν πιστός στις συμφωνίες και στους διακανονισμούς που είχε συνάψει καθώς και φειδωλός στη δαπάνη χρημάτων για την ικανοποίηση των δικών του απολαύσεων, ξόδευε όμως αφείδωλα χάρη των συντρόφων του».
Ο Πλούταρχος μας παρέχει την παρακάτω περιγραφή της καθημερινής του ζωής, όταν δεν βρισκόταν σε εκστρατεία: Τις μέρες της ανάπαυση αφού σηκωνόταν και προσέφερε θυσίες στους θεούς,
αμέσως καθόταν και έτρωγε περνώντας την ημέρα του με το κυνήγι, το γράψιμο, τις δίκες, την
τακτοποίηση πολεμικών υποθέσεων και το διάβασμα. Αν είχε πορεία όχι επείγουσα, μάθαινε
βαδίζοντας είτε τοξοβολία είτε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει σε άρμα που βρισκόταν σε κίνηση».
Συμπεράσματα
Στην πραγματικότητα, η διαγωγή και ο χαρακτήρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπαγορευόταν από τρεις διαφορετικές κατηγορίες γεγονότων, που η καθεμιά τους αντιστοιχούσε σε ορισμένες φυσικές του κλίσεις. Πρώτα απ’ όλα ήταν, προς μεγάλη του ευχαρίστηση, ο απλός στρατιώτης της τραχιάς Μακεδονίας, ο αρχηγός της μάνας των ριψοκίνδυνων εταίρων, γεμάτος πολεμικά τραύματα,
ηλιοψημένος από τους καιρούς, ένας άνθρωπος που δούλευε σκληρά κι έπινε πολύ, προσιτός σε όλους, δημοκράτης, πραγματικά καλός για τους φίλους και άγριος για τους εχθρούς του.
Έπειτα ήταν ηγεμόνας της Ασίας, βασιλιάς της Βαβυλώνας, Φαραώ της Αιγύπτου, γιος του Άμμωνα Δία και θρήσκος. Τέλος ήταν ο Αρχιστράτηγος των Ελλήνων, ένας Έλληνας καλλιεργημένος,
μορφωμένος, ηρωικός με ομηρικό τρόπο, εραστής του κάθε πράγματος που αντιπροσώπευε την
Αθήνα, πνεύμα ευρύ, λογικό και διπλωματικό.
Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν περιορίστηκε στο να υποτάξει μόνο τους αρχαίους λαούς που κυρίεψε τις χώρες τους και να γίνει κατακτητής και τύραννος, αλλά εξόρμησε στην Ανατολή για να τιμωρήσει
τους μεγάλους εχθρούς του Ελληνισμού, τους Πέρσες, απελευθερώνοντας συγχρόνως τους λαούς
από τους διάφορους τυράννους που τους κυβερνούσαν και τους καταδυνάστευαν. Τους έμαθε ένα
νέο τρόπο ζωής με σεβασμό στα δικαιώματα του κάθε πολίτη.
Η Εκστρατεία στην Ασία
Το φθινόπωρο του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος, αφού τοποθέτησε μακεδονικές φρουρές στην Χαλκίδα, την Κόρινθο και την Θήβα, επέστρεψε στη Μακεδονία για να προπαρασκευάσει την εκστρατεία εναντίων των Περσών. Στο Δίον, τη μακεδονική Ολυμπία, τέλεσε θυσία προς τιμήν του Ολύμπιου Δία, που είχε καθιερώσει ο Αρχέλαος, όρισε αγώνες διαρκείας εννέα ημερών και ανέδειξε το νικητή κάθε μέρας επώνυμο των Μουσών.
Όλο το χειμώνα τον Αλέξανδρο απασχόλησε η προετοιμασία της στρατιάς.Στο μεταξύ ο Παρμενίων ανακλήθηκε στη Μακεδονία από τη Μ.Ασία. Ο διάδοχος του Κάλας ηττήθηκε στην Τρωάδα από τον Μέμνονα και αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στο Ροίτειον, στην ανατολική ακτή του Ελλησπόντου.
Στο εξής η προσπάθειά του αποσκοπούσε στη διατήρηση του σπουδαίου τούτου σημείου, που εξασφάλιζε τη διάβαση των Στενών. Ο Δαρείος δεν προχώρησε στις αναγκαίες προετοιμασίες για την άμεση αντιμετώπιση κάθε εισβολής του Μακεδόνα βασιλιά στην Ασία, γιατί θεώρησε ότι η ανάκληση του Παρμενιώνος σήμαινε την απομάκρυνση ή και την ανατροπή ενός τέτοιου κινδύνου. Φαίνεται ότι επαναπαύτηκε στις επιτυχίες του Μέμνονος και δεν κινητοποίησε τον στόλο του, ούτε διόρισε τον κατάλληλο άνδρα ως αρχηγό των παραλίων.
Την άνοιξη του 334 π.Χ. είναι πανέτοιμος πια για την εκστρατεία της Ασίας. Το εκστρατευτικό του σώμα αποτελείται από 32.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Τα πιο επίλεκτα τμήματά του είναι οι Εταίροι του ιππικού, οι Πεζέταιροι και οι Υπασπιστές των εταίρων. Κυριότερο όπλο είναι η Σάρισα, το μακρύ μακεδονικό κοντάρι, που προκαλεί φόβο στον αντίπαλο.
Όλος αυτός ο στρατός αποτελείται όχι μόνο από Μακεδόνες, αλλά και από Παίονες, Θράκες, Αγριάνες (οι σημερινοί Πομάκοι), Τριβαλλούς, Θεσσαλούς ιππείς, Ακαρνάνες, Αιτωλούς, Κρήτες και Μικρασιάτες Έλληνες. Εκτός από το ιππικό και το πεζικό υπάρχουν επίσης οι πολιορκητικές μηχανές, το μηχανικό, ο ανεφοδιασμός, οι σκευοφόροι, το υγειονομικό, οι διαβιβάσεις.
Στο πλευρό του βρίσκονται ακόμη, πανάξιοι Στρατηγοί, όπως ο Παρμενίων και οι γιοι του Φιλώτας, και Νικάνωρ, ο Κρατερός, ο Κοινός, ο Μελέαγρος, ο Κλείτος, ο Κάζας, ο Αντίγονος κ.ά.Τον περιβάλλουν τέλος αφοσιωμένοι Σωματοφύλακες και πιστοί σύμβουλοι, καθώς και οι Εταίροι, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονται ιδιαίτερα οι Σέλευκος, Νέαρχος, Ευμένης, Δημάρατος, Πτολεμαίος, Ηφαιστίων, Περδίκκας.
Οι Πρώτες Νίκες
Ο Αλέξανδρος, αφού άφησε επίτροπό του στη Μακεδονία τον Αντίπατρο, διέσχισε τη Θράκη και έφτασε στον Ελλήσποντο. Εκεί συνάντησε το στόλο του, που τον αποτελούσαν 160 πολεμικά και πολλά μεταγωγικά πλοία. Με αυτά πέρασε απέναντι στην Τροία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του Αχιλλέα και έκανε θυσίες πάνω σ’ αυτόν.
Την πρώτη αντίσταση των Περσών τη συνάντησε στις όχθες του Γρανικού ποταμού. Στη μάχη, που προσωπικά διεύθυνε ο ίδιος, κινδύνεψε να σκοτωθεί. Οι Πέρσες τελικά δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την ορμή των Μακεδόνων και υποχώρησαν άτακτα, προσφέροντας έτσι την πρώτη νίκη στον Αλέξανδρο.
Από τα λάφυρα που άφησαν στο πεδίο της μάχης οι βάρβαροι, έστειλε 300 πανοπλίες στην Αθήνα, για να κοσμήσουν με αυτές τον Παρθενώνα. Στην αφιερωματική επιγραφή έδωσε εντολή να γραφτούν τα εξής: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν οικούντων». Εξαιρούσε τους Λακεδαιμόνιους και τους στιγμάτιζε μ’ αυτόν τον τρόπο, διότι ήταν οι μόνοι Έλληνες που δεν πήραν μέρος στην εκστρατεία.
Τώρα ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τη Μ. Ασία, που σε λίγο ελευθερωνόταν από τις μακεδονικές φάλαγγες. Την άνοιξη του 333 π.Χ. έφτασε στην πόλη Γόρδιο. Εκεί υπήρχε ένα αμάξι με έναν πολύπλοκο κόμπο, ο γνωστός ως Γόρδιος δεσμός. Κατά την παράδοση όποιος τον έλυνε, θα γινόταν κύριος όλης της Ασίας. Ο Αλέξανδρος χωρίς αμφιταλαντεύσεις έκοψε με το ξίφος του τον άλυτο αυτό κόμπο θέλοντας να δείξει έτσι πως με το σπαθί του θα κατακτήσει την Ασία. Μετά πέρασε τα πανύψηλα βουνά του Ταύρου και φτάνοντας ιδρωμένος στον ποταμό Κύδνο έπεσε στα νερά του, για να δροσιστεί. Αρρώστησε βαριά, αλλά ο προσωπικός του γιατρός Φίλιππος τον έσωσε.
Τη δεύτερη συνάντησή του με τον περσικό στρατό την είχε κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας (331 π.Χ.). Οι 500.000 Πέρσες διαλύθηκαν και πάλι και ο Δαρείος γλίτωσε με τη φυγή. Άφησε όμως στα χέρια του Αλέξανδρου τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Εκείνος όμως φέρθηκε με μεγαλοψυχία και ιπποτισμό προς τους υψηλούς αιχμαλώτους του.
Μετά προχώρησε νότια και έφτασε στη Φοινίκη, την οποία κυρίεψε και αιχμαλώτισε το στόλο της. Επίσης κατέλαβε την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Εκεί άφησε το στρατό του και με λίγους διαλεχτούς άνδρες προχώρησε στην έρημο, για να επισκεφτεί το μαντείο του Άμμωνα Δία. Ύστερα από περιπετειώδη πορεία έφτασε στο ξακουσμένο ιερό, όπου τον υποδέχτηκαν οι ιερείς με μεγάλες τιμές και ο αρχιερέας τον προσφώνησε «παιδί του Δία». Από εκεί εφοδιασμένος με χρησμούς που έλεγαν ότι θα κυριαρχούσε στην Ασία, ξαναγύρισε στην Αίγυπτο και άρχισε να ετοιμάζει το στρατό του για νέες μάχες. Μετά, αφού χάραξε τις όχθες της Αιγύπτου και κοντά στις εκβολές του Νείλου τα τείχη και τους δρόμους μιας νέας πόλης, της Αλεξάνδρειας, ξαναγύρισε στην Ασία.
Γρανικός
Ο Αλέξανδρος σαν έτοιμος από καιρό, διασχίζει τη Θράκη και φτάνει στον Ελλήσποντο. Εκεί συναντά το στόλο του, που τον αποτελούσαν 160 πολεμικά και πολλά μεταγωγικά πλοία. Με αυτά περνά απέναντι στην Τροία, όπου επισκέπτεται τον τάφο του πολυαγαπημένου του ήρωα Αχιλλέα. Άλλωστε με τα κατορθώματά του ποτίστηκε από το νηπιαγωγό του Λεωνίδα και την Ιλιάδα την είχε πάντα κάτω από το προσκεφάλι του.Η πρώτη αναμέτρηση με τους Πέρσες θα γίνει στις όχθες του Γρανικού ποταμού. Στη μάχη, που προσωπικά διεύθυνε ο ίδιος, κινδύνεψε να σκοτωθεί.
Οι Πέρσες αν και πολυάριθμοι, τελικά δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την ορμή των Μακεδονικών λιονταριών και υποχώρησαν άτακτα, προσφέροντας έτσι την πρώτη σπουδαία νίκη στον Αλέξανδρο.Από τα λάφυρα που άφησαν στο πεδίο της μάχης οι πανικόβλητοι βάρβαροι, έστειλε 300 πανοπλίες στην Αθήνα, για να κοσμήσουν με αυτές τον Παρθενώνα.
Στην αφιερωματική επιγραφή έδωσε εντολή να γραφούν τα εξής: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν οικούντων». (Εξαιρούσε τους Λακεδαιμόνιους και τους στιγμάτιζε μ’ αυτό τον τρόπο, διότι ήταν οι μόνοι Έλληνες που δεν πήραν μέρος στην εκστρατεία.).
Γόρδιος Δεσμός
Ήταν πια άνοιξη του 333 π.Χ. όταν έφτασε στην πόλη Γόρδιο. Εκεί υπήρχε ένα αμάξι με έναν πολύπλοκο κόμπο, ο γνωστός ως Γόρδιος δεσμός. Κατά την παράδοση, όποιος τον έλυνε θα γινόταν κύριος όλης της Ασίας. Ο Αλέξανδρος, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, σήκωσε το ξίφος του και το κατέβασε με δύναμη στο άλυτο αυτό πρόβλημα, δείχνοντας έτσι την αποφασιστικότητά του να κυριεύσει την Ασία. Ο Γόρδιος δεσμός, είχε- επιτέλους- λυθεί.Μπροστά του απλώνονταν πια τα πανύψηλα βουνά του Ταύρου, που τα σκαρφάλωσε σαν αγέρας. Αλλά φτάνοντας ιδρωμένος στον ποταμό Κύδνο, έπεσε στα νερά του για να δροσιστεί. Όμως, αρρώστησε πολύ βαριά και σώθηκε χάρη στην περιποίηση του προσωπικού του γιατρού.
Ισσός
Τη δεύτερη εμπλοκή του με τον ανήσυχο περσικό στρατό, την είχε κατόπιν κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας. Οι 600.000 Πέρσες διαλύθηκαν και πάλι και ο Δαρείος μόλις γλίτωσε με τη φυγή. Άφησε όμως στα χέρια του Αλέξανδρου τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Και εκείνος, αληθινά πολιτισμένος βασιλιάς, φέρθηκε με μεγαλοψυχία και ήθος, προς τους υψηλούς αιχμαλώτους του.
Στην Όαση Σίουα
Προχώρησε έπειτα νότια προς τη Συρία και έφτασε στη Φοινίκη, την οποία κυρίεψε και αιχμαλώτισε το στόλο της. Κατέλαβε κατόπιν την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.Εκεί, άφησε το στρατό του και με λίγους πιστούς άνδρες προχώρησε στην έρημο, για να επισκεφτεί το Μαντείο του Άμμωνα Δία. Ύστερα από δύσκολη πορεία έφτασε στην όαση Σίουα, όπου τον υποδέχτηκαν οι ιερείς με μεγάλες τιμές και τον προσφώνησαν «παιδί του Δία», τίτλο που έδιναν στους Φαραώ.
Από εκεί εφοδιασμένος με χρησμούς που έλεγαν ότι θα κυριαρχούσε στην Ασία, ξαναγύρισε με σιγουριά στη φιλική Αίγυπτο και άρχισε να ετοιμάζει το στρατό του για νέες μάχες. Και αφού κοντά στις εκβολές του Νείλου χάραξε τα τείχη και τους δρόμους της Αλεξάνδρειας, ξαναπέρασε στην Ασία.
Στην Αίγυπτο
Η Αίγυπτος υποδέχτηκε τον Αλέξανδρο χωρίς αντίσταση και οι πόλεις της τον χαιρέτησαν ως απελευθερωτή. Στη Μέμφιδα ο Αλέξανδρος προσέφερε θυσίες στις επιχώριες θεότητες και τέλεσε γυμνικούς μουσικούς αγώνες. Οι κάτοικοι της Αιγύπτου ανακήρυξαν τον ελευθερωτή βασιλιά διάδοχο των Φαραώ και απένειμαν σε αυτόν τις τιμές και τους τίτλους, με τους οποίους από παράδοση τιτλοφορούνταν οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες δυνάστες της χώρας του Νείλου.
Από την Μέμφιδα ο βασιλιάς επανέπλευσε τον ποταμό Νείλο και έφτασε στην θάλασσα, όπου ανάμεσα στην νησίδα Φάρο και την λίμνη Μαρεώτιδα ίδρυσε πόλη, την οποία ονόμασε Αλεξάνδρεια (αρχές του 331 π.Χ.). Η νέα πόλη, που αποικίστηκε από Μακεδόνες και Έλληνες, πολύ γρήγορα έμελλε να αναδειχθεί στην πρώτη πόλη και στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Μεσογείου ρόλο που διατήρησε σε όλη την ελληνιστική και ρωμαική περίοδο, ως την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης.
Ενώ ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμη στην Αίγυπτο, έφτασε εκεί ο Ηγέλοχος, ο οποίος του ανήγγειλε ότι τα νησιά του Αιγαίου που βρίσκονταν ακόμη υπό περσικό ζυγό, όπως η Τένεδος, η Χίος, η Λέσβος και η Κως, αποστάτησαν. Σε όλες τις πόλεις την εξουσία ανέλαβαν οι δημοκρατικοί, που συνέλαβαν τους τυράννους και τους απέστειλαν στον Αλέξανδρο. Μόνο στην Πελοπόννησο εξακολουθούσαν να υποβόσκουν επαναστατικές διαθέσεις κατά της μακεδονικής κυριαρχίας. Με την κατάκτηση και της Αιγύπτου όλα τα περσικά παράλια, από τα στενά του Ελλησπόντου μέχρι την Αίγυπτο, βρίσκονταν στα χέρια του Αλεξάνδρου.
Ο ισχυρός περσικός στόλος είχε εξαφανιστεί. Μέρος επίσης των ποντιακών παραλίων είχε πάψει να αποτελεί τμήμα του περσικού κράτους.Το μέχρι τώρα πολιτικό και στρατιωτικό έργο του Αλεξάνδρου στις νεοκατακτημένες χώρες επιστρέφει η πορεία του στη Λιβύη, όπου στην όαση Σίβα υπήρχε μαντείο του Άμμωνος, το περίφημο Αμμώνειον. Η πορεία του Αλεξάνδρου στην όαση αυτή, στην οποία η παράδοση θέλει να δώσει ιδιαίτερη αίγλη και να την αποδώσει σε θεία έμπνευση, δεν έχει βέβαια στρατιωτική σημασία.
Για τους Μακεδόνες, όμως, οι οποίοι για πρώτη φορά διήνυσαν από την Αλεξάνδρεια ως εκεί πάνω από 600km μέσα από περιοχή που στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν έρημος, αποτελεί σημαντικό κατόρθωμα. Η επιχείρηση αυτή θα πρέπει να αποδοθεί μάλλον στον ρομαντισμό του νεαρού βασιλιά και στη μυστικοπαθή φύση του: πριν αποδυθεί στην καταδίωξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου Βασιλέως στο εσωτερικό της Ασίας, ο Αλέξανδρος θέλησε να επισκεφθεί το ιερό, που τη συμβουλή του ζήτησαν παλαιότερα σπουδαίοι στρατηγοί, όπως ο Κίμων και ο Λύσανδρος.
Η επίσκεψή του, ωστόσο, στο Αμμώνειον προσέλαβε και πολιτικό χαρακτήρα, γιατί ενίσχυσε το κύρος του τόσο ανάμεσα στους νέους υπηκόους του όσο και ανάμεσα στους Έλληνες. Όταν μπήκε στο ιερό, ο προφήτης τον χαιρέτησε ως γιό του θεού Άμμωνος. Η ονομασία, συνηθισμένη για τους Φαραώ, προξένησε μεγάλη εντύπωση στους Έλληνες, που ταύτιζαν τον Άμμωνα με τον Δία.
Από την όαση Σίβα ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Μέμφιδα (331 π.Χ.). εκεί τον συνάντησαν πρεσβείες από την Ελλάδα και τον περίμεναν νέες στρατιωτικές δυνάμεις που του έστειλε ο Αντίπατρος. Στη Μέμφιδα ο Αλέξανδρος ασχολήθηκε με την πολιτική αναδιοργάνωση της Αιγύπτου. Η φύση της χώρας επέβαλλε την εφαρμογή αποκεντρωτικού συστήματος.
Στο ίδιο πολιτικό και στρατιωτικό σύστημα βασίστηκαν αργότερα οι Πτολεμαίοι για τη διοίκηση της Αιγύπτου. Με ζητήματα οικονομικής αναδιοργάνωσης των κατακτημένων χωρών ασχολήθηκε ο Αλέξανδρος και την άνοιξη του επόμενου έτους, όταν επέστρεψε στη Συρία. Η περιοχή της Μ. Ασίας που βρισκόταν επάνω από τον Ταύρο αποτέλεσε ιδιαίτερη οικονομική περιοχή με υπεύθυνο τον Φιλόξενο, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της χώρας, στο οποίο υπήχθησαν η Κιλικία, η Συρία και η Φοινίκη, αποτέλεσε μια άλλη οικονομική περιοχή με υπεύθυνο τον Κοίρανο.
Το Τέλος της Περσικής Αυτοκρατορίας
Με 40.000 πεζικό και 7.000 ιππείς διάβηκε τον Τίγρη και κινήθηκε προς τα Γαυγάμηλα, όπου είχε πληροφορίες ότι τον περίμενε ο Δαρείος με κοντά ένα εκατομμύριο συνολικά άνδρες και πολλά δρεπανηφόρα άρματα. Και πάλι όμως θριάμβευσε η ανδρεία των Μακεδόνων και η στρατηγική του αρχηγού τους.
Ο τεράστιος περσικός στρατός διαλύεται και τρέπεται σε φυγή μαζί με τον τρομαγμένο Δαρείο, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολλά και πλούσια λάφυρα.Προχωρώντας κυριεύει τη Βαβυλώνα, τα Σούσα με τους βασιλικούς θησαυρούς των Περσών και τέλος την αρχαία πρωτεύουσά τους, την Περσέπολη, όπου βρίσκονταν τα μυθικά ανάκτορα του Δαρείου και οι τάφοι των προγόνων του. Εκεί στέφθηκε ο Αλέξανδρος βασιλιάς της Περσίας.
Η Ανατολή Αρχίζει να Υποτάσσει τον Κατακτητή της
Η αλλαγή των τρόπων του βασιλιά και η προσαρμογή του στις περσικές βασιλικές συνήθειες είναι δηλωτικές της νέας περιόδου της ζωής του Αλεξάνδρου, η οποία διαμορφώνεται με κριτήρια κατά βάση πολιτικά για να ανταποκριθεί στις πατροπαράδοτες συνήθειες των λαών των νεοκατακτηθέντων εδαφών. Δείχνουν, όμως, και κάποια μεταβολή στον ίδιο τον χαρακτήρα του Αλεξάνδρου, ο οποίος γίνεται περισσότερο δεσποτικός και επιδεκτικός σε κολακείες. Το θλιβερό επεισόδιο στην πρωτεύουσα της Σογδιανής Μαρακάνδη, το 328 π.Χ. είναι ενδεικτικό αυτής της μεταλλαγής.
Εκεί ο Αλέξανδρος σκότωσε με το ίδιο του το χέρι τον Κλείτο, τον στρατηγό που τον είχε σώσει στη μάχη του Γρανικού. Αν και η βάρβαρη αυτή πράξη έγινε σε δείπνο, είναι εν τούτοις ικανή να δηλώσει, κατά τη φράση του Αρριανού, την «ες το βαρβαρικότερον μετακίνησιν του Αλεξάνδρου». Αλλά και η απαίτηση του βασιλιά να τον προσκυνούν οι υπήκοοί του ως διάδοχο του Δαρείου, αύξανε τη δυσαρέσκεια και έκανε τον Αλέξανδρο ολοένα λιγότερο αγαπητό και συμπαθή.
Συνέπεια της ογκούμενης δυσαρέσκειας ήταν και η αποκάλυψη της συνωμοσίας των βασιλικών παιδιών, αυτών δηλαδή οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξή του την ώρα που κοιμόταν. Θύματα της νέας αντιπειθαρχικής κίνησης που αποκαλύφθηκε την άνοιξη του 327 π.Χ. ήταν ο Ερμόλαος, κύριος αρχηγός της συνωμοσίας, και ο Καλλισθένης. Ο Όλυνθιος ιστορικός είχε εναντιωθεί περισσότερο από κάθε άλλον στην προσκύνηση του Αλεξάνδρου.
Ο θάνατος του Καλλισθένη προκάλεσε ψυχρότητα στις σχέσεις Αλεξάνδρου-Αριστοτέλη, που, ωστόσο, σύντομα ξαναβρήκαν τον παλαιό ρυθμό τους. Το γεγονός λύπησε ακόμη τους Περιπατητικούς φιλοσόφους, που κατέκριναν την πράξη του Αλαξάνδρου με σφοδρότητα. Ένα, ωστόσο, είναι βέβαιο, ότι ανεξάρτητα από τις αντιρρήσεις των Ελλήνων η Ανατολή είχε αρχίσει να υποτάσσει τον κατακτητή της.
Στην Ινδία
Με σκοπό την εξασφάλιση των ανατολικών συνόρων του, ο νέος κύριος της Περσίας, αποφάσισε να εκστρατεύσει πιο ανατολικά. Πέρασε έτσι πολεμώντας τη Σογδιανή και τη Βακτριανή, νίκησε τις ντόπιες φυλές και το 327 π.Χ. μπήκε στην Ινδία.Οι πόλεις της έπεσαν η μία ύστερα από την άλλη, ώσπου φτάνοντας στον Υδάσπη ποταμό συνάντησε το βασιλιά Πώρο να τον περιμένει στην απέναντι όχθη, με πολυάριθμο στρατό, ιππικό και 200 πολεμικούς ελέφαντες.
Ο Αλέξανδρος κατάφερε όμως να περάσει νύχτα το μισό στρατό του απέναντι, να νικήσει τους Ινδούς και να συλλάβει αιχμάλωτο τον Πώρο, τον οποίο, επειδή θαύμασε για την ανδρεία του, του ανέθεσε πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας του.Στη μάχη όμως αυτή, σκοτώθηκε και ο πολύτιμος και γενναίος σύντροφός του Βουκεφάλας. Ο Αλέξανδρος έθαψε με τιμές το αγαπημένο του άλογο και στον τόπο εκείνο έχτισε μία πόλη, στην οποία έδωσε ακριβώς το όνομα Βουκεφάλα.
Εξερευνητική Επιστροφή
Οι γενναίοι στρατιώτες του είχαν κουραστεί τόσα χρόνια πια, να πηγαίνουν όλο και μακρύτερα, όλο και πιο βαθιά στην άγνωστη Ανατολή και αρνήθηκαν να συνεχίσουν τις κατακτήσεις. Τότε ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να επιστρέψει (326 π.Χ.), τουλάχιστον για λίγο.Κατεβαίνοντας προς τον Ινδικό Ωκεανό, ακολουθώντας τον Ινδό ποταμό, σε μια δύσκολη πολιορκία στη χώρα των Μαλλών, πληγώθηκε πολύ βαριά από βέλος στο στήθος και κινδύνεψε να πεθάνει, γεμίζοντας δάκρυα ολόκληρο το στρατό του. Τα κατάφερε όμως χάρη σε έναν σπουδαίο χειρούργο από την Κω και προχώρησε αργότερα στα Πάταλλα.
Έπειτα, ένα μέρος του στρατού το έστειλε με το στόλο προς την Περσία με αρχηγό τον περίφημο ναύαρχο Νέαρχο (325-324 π.Χ.), ο οποίος με 150 πλοία θα προχωρήσει από τις εκβολές του Ινδού, ως τις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη, πραγματοποιώντας ένα μοναδικό εξερευνητικό ναυτικό κατόρθωμα.
Μετά από 20 ολόκληρους αιώνες, το 1774 μ.Χ., τρία Αγγλικά ιστιοφόρα θα ξεκινούσαν από τη Βομβάη της Ινδίας και με μόνο βοήθημα τα περισωθέντα αποσπάσματα του ημερολογίου του Νέαρχου, θα κατάφερναν την αναγνώριση της ακτής του Ινδού και του Περσικού Κόλπου, διαπιστώνοντας την εκπληκτική ακρίβεια των ελληνικών πληροφοριών, που είχαν συλλεχθεί 2.100 χρόνια νωρίτερα.Εν τω μεταξύ ο Αλέξανδρος, με τον υπόλοιπο στρατό από την ξηρά, διέσχισε την εφιαλτική έρημο Γεδρωσία, όπου έχασε πάνω από τους μισούς άνδρες του και τελικά έφτασε στην πρωτεύουσά της Πούρα.
Στα Σούσα
Ο βασιλιάς μας, με τα υπολείμματα του στρατού του και ύστερα από πολλές περιπέτειες φτάνει μετέπειτα στα Σούσα, όπου καταλήγει οριστικά στο συμπέρασμα πως μόνο η συμφιλίωση με τους Πέρσες ευγενείς θα μπορούσε να διατηρήσει την απέραντη αυτοκρατορία που είχε δημιουργήσει.Έβαλε λοιπόν σε ενέργεια το σχέδιό του και άρχισε να χρησιμοποιεί την ενδυμασία και τον τρόπο ζωής των Περσών και υποχρέωσε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Μάλιστα παντρεύτηκε ο ίδιος την κόρη του Δαρείου και έβαλε και τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του να παντρευτούν Περσίδες.
Για να τους δελεάσει μάλιστα υποσχέθηκε σε όσους ακολουθούσαν τη συμβουλή του, να χαριστούν τα χρέη, με αποτέλεσμα να δοθούν είκοσι χιλιάδες τάλαντα, για να καλυφθούν τα χρέη των νεόνυμφων αξιωματικών και στρατιωτών του. Και για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την Ελληνοπερσική αυτή γέφυρα, έδωσε την εντολή να εκγυμναστούν τριάντα χιλιάδες Πέρσες κατά το μακεδονικό σύστημα εκπαίδευσης και να ενταχθούν στο στρατό του. Πράγμα που, όπως ήταν φυσικό, δεν άρεσε στους Μακεδόνες του.
Προσπάθεια Συγχώνευσης δύο Κόσμων
Τον Μάρτιο ο Αλέξανδρος, αφού διευθέτησε τα σχετικά με τη διοίκηση των σατραπειών και διόρισε αρμόδιο για τα οικονομικά τον Ρόδιο Αντιμένη, έφθασε στα Σούσα, όπου ενώθηκε με τις ναυτικές δυνάμεις του Νεάρχου. Στον μυχό του Περσικού κόλπου ίδρυσε νέα πόλη Αλεξάνδρεια. Στα Σούσα ο βασιλιάς παρότρυνε αξιωματικούς και στρατιώτες να νυμφευθούν Περσίδες.
Ο ίδιος έδωσε πρώτος το παράδειγμα και πήρε εκτός από την Ρωξάνη, την οποία είχε νυμφευθεί στη Βακτριανή, τη μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου Στάτειρα (κατά τον Κλείταρχο ο Αριστόβουλος αναφέρει άλλο όνομα: Βαρσίνη) και τη νεώτερη από τις κόρες του Ώχου Παρύσατι. Η πολυγαμία, συνηθισμένη στους βασιλείς των Περσών, ήταν επιτρεπτή και στον Αλέξανδρο, ο οποίος ήθελε πάντα να θεωρείται ως διάδοχος του Μ. Βασιλέως.
Τη δεύτερη κόρη του Δαρείου Δρύπετι έδωσε ο Αλέξανδρος στον φίλο του Ηφαιστίωνα, ογδόντα δε από τους εταίρους πήραν συζύγους από την αριστοκρατική τάξη των Περσών. Οι γάμοι γιορτάστηκαν με πολυτέλεια την ίδια μέρα, σύμφωνα με τα περσικά έθιμα, και ο βασιλιάς προίκισε τους εταίρους νυμφίους, καθώς και 10.000 στρατιώτες που είχαν πάρει Ασιάτισσες συζύγους.
Με τους γάμους αυτούς ο βασιλιάς επιδίωκε τη συγχώνευση των δύο λαών, των Μακεδόνων με τους βάρβαρους πληθυσμούς που είχαν κατακτηθεί και τους οποίους δεν θεώρησε φυλή κατώτερη από τους Έλληνες, κυρίως, νόμιζε ότι θα αφομοιώσει την περσική αριστοκρατία, η οποία μόνο επιφανειακά ήταν προσαρμοσμένη στη νέα τάξη. Αλλά και στο στρατό του ο Αλέξανδρος προσλάμβανε ολοένα και περισσότερους Ασιάτες στρατιώτες. Φαίνεται δε ότι ήδη ο Αλέξανδρος, κατά πάσα πιθανότητα μετά την απειθαρχία στον Ύφαση, είχε δώσει διαταγή να καταρτιστεί σώμα από ντόπιους νέους.
Το σώμα αυτό από 30.000 επίλεκτους εφήβους, που ήταν καλά εξασκημένοι και έφεραν πολυτελείς μακεδονικές πανοπλίες, παρέλαση στα Σούσα όταν ακόμη ο Αλέξανδρος βρισκόταν εκεί. Αυτούς ονόμασε ο βασιλιάς επιγόνους. Τα μέτρα αυτά, που φανέρωναν το φιλοπερσικό του πνεύμα, δυσαρέστησαν πολύ τους Μακεδόνες.
Η αγανάκτησή τους προς τον βασιλιά εκδηλώθηκε με αντιπειθαρχικό κίνημα, όταν ο Αλέξανδρος αποφάσισε στην Ώπη, που ήταν χτισμένη στον Τίγρη, την απόλυση όλων όσων λόγω ηλικίας ή σωματικής αναπηρίας δεν ήταν πια ικανοί να υπηρετούν στον στρατό. Η απόφαση αυτή του Αλεξάνδρου, που θεωρήθηκε περιφρονητική προς τους παλαίμαχους συντρόφους του, ήταν μια επί πλέον αφορμή να εκδηλωθεί η οργή των Μακεδόνων, που νόμιζαν ότι είχαν προδοθεί από τον βασιλιά τους. Γι’ αυτό και ξεσηκώθηκαν όλοι σαν ένας άνθρωπος και αξίωσαν να τους απαλλάξει όλους από το στράτευμα. Στο αντιπειθαρχικό αυτό κίνημα ο Αλέξανδρος δεν έδειξε τη συνηθισμένη του επιείκεια προς τους Μακεδόνες, αντίθετα, διέταξε να θανατωθούν οι πρωταίτιοι.
Στη συνέχεια με μακρό λόγο, τον οποίο διέσωσε ο Αρριανός, θύμισε στους Μακεδόνες όλα όσα χρώσταγαν σ’ αυτόν και τον πατέρα του, που τους έκαναν από «πλάνητας και άπορους εν διφθέραις τους πολλούς νέμοντας ανά τα όρη πρόβατα ολίγα, οικήτορας πόλεων και αξιομάχους εις τους γείτονας βαρβάρους, ήδη δε κυρίους του πλούτου των Ληδών, των θησαυρών των Περσών και των αγαθών των Ινδών». Καταλήγοντας είπε: «…τους απόμαχους από σας ήθελα να στείλω ζηλευτούς στην πατρίδα, αλλά αφού θέλετε να φύγετε, φύγετε όλοι (άπιτεπάντες) και πείτε στην πατρίδα ότι τον βασιλιά που σας οδήγησε νικητές μέσα από χώρες όπου έφθανε η περσική αρχή ως τον Ινδό ποταμό, και περιπλεύσατε μαζί του τη μεγάλη θάλασσα ως τον Περσικό κόλπο, τον αφήσατε στα Σούσα και φύγετε…(άπιτε)».
Η μετάνοια μεταξύ των αξιωματικών και των στρατιωτικών του Αλεξάνδρου, που για τρεις ημέρες εξαφανίστηκε από τους στρατιώτες του, δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ο βασιλιάς συγχώρεσε τους συντρόφους του που μετάνιωσαν ειλικρινά και οι οποίοι μάλιστα είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στη σκηνή του ικετεύοντας μέρα και νύχτα να φανεί ο βασιλιάς έξω. Η συμφιλίωση του βασιλιά με τους συναγωνιστές του, τους οποίους ονόμασε συγγενείς, γιορτάστηκε με θυσίες στους θεούς και συμπόσιο, στο οποίο πήραν μέρος Έλληνες και Πέρσες.
Σχέδια για Νέες Εκστρατείες
Από την Ώπη ο Αλέξανδρος προχώρησε στη Μηδία, όπου στην πρωτεύουσά της Εκβάτανα τέλεσε θυσίες και αγώνες γυμνικούς και μουσικούς. Ο θάνατος του φίλου του Ηφαιστίωνος στη διάρκεια των αγώνων υπήρξε βαρύτατο πλήγμα για τον Αλέξανδρο, που θρήνησε τον νεκρό, όπως άλλοτε ο Αχιλλέας τον Πάτροκλο. Στα Εκβάτανα ο βασιλιάς ασχολήθηκε με τις προετοιμασίες του για τον περίπλου της Αραβίας από τον Περσικό κόλπο μέχρι την Ηρώων πόλιν (σήμερα Σουέζ).
Στον περίπλου αυτό ήθελε και ο ίδιος να πάρει μέρος, σκεπτόταν μάλιστα να κάνει στην Αλεξάνδρεια τις απαραίτητες προετοιμασίες για μια νέα εκστρατεία εναντίον της Καρχηδόνας και των άλλων πόλεων της Δύσης και να χαράξει παραθαλάσσια οδό που θα έφτανε μέχρι το Γιβραλτάρ, όπως μας πληροφορούν το Υπομνήματα του βασιλιά που είχαν παραδοθεί στον Περδίκκα για να εκτελεστούν (Διοδ. 18,4,4). Ήδη από τα Εκβάτανα, αν όχι προηγουμένως, είχε αναθέσει διάφορες αποστολές με σκοπό την εξερεύνηση της αραβικής παραλίας μέχρι την Ερυθρά θάλασσα.
Η αποστολή του Ανδροσθένη, ο οποίος περιέπλευσε τη δυτική παραλία του Περσικού κόλπου και εξερεύνησε το νησί Τύλος, υπήρξε καρποφόρα, κυρίως για τις αξιόλογες παρατηρήσεις του σχετικά με τη χλωρίδα, τις οποίες είχε υπ’ όψη του ο Θεόφραστος στην Περί Φυτών Ιστορία του. Τον ίδιο περίπου χρόνο έγινε και η αποστολή τουΑλεξικράτη, ο οποίος έπλευσε από το Σουέζ στον Περσικό κόλπο. Τόσο αυτός ο πλους όσο και του Ηρακλείδη στην άγνωστη θάλασσα της Κασπίας είχαν αξιόλογη επιστημονική σημασία.
Η Αποθέωση και ο Θάνατος
Από τα Εκβάτανα ο Αλέξανδρος, αφού υπέταξε το ληστρικό και πολεμικό έθνος των Κοσσαίων στην ορεινή περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στα Σούσα και τα Εκβάτανα, επέστρεψε στη Βαβυλώνα (άνοιξη του 323 π.Χ.). Εκεί παρουσιάστηκαν στο βασιλιά πρεσβείες από όλη σχεδόν την οικουμένη, άλλες για να τον συγχαρούν ως βασιλιά της Ασίας και να τον στεφανώσουν, κι άλλες για να συνάψουν μαζί του φιλία και συμμαχία.
Οι Ελληνικές πόλεις, παρά τη ζωηρή συζήτηση και την αντίδραση στην Αθηναϊκή εκκλησία, έστειλαν στεφανωμένους θεωρούς για να στεφανώσουν τον βασιλιά με χρυσούς στεφάνους σαν να επρόκειτο για Θεό, τον οποίο έπρεπε να τιμήσουν. Η αποθέωση αυτή του ισχυρού, της Ελληνικής συνήθειας που τείνει να συμφιλιώσει θρησκεία και πολιτική, ήταν άγνωστη στους Πέρσες μονάρχες.
Το γεγονός αυτό είναι συνδεδεμένο με το διάγραμμα του βασιλιά που ανακοίνωσε στην Ολυμπία κατά τη διάρκεια των αγώνων ο Νικάνωρ, θετός γιος του Αριστοτέλη, εξ ονόματος του βασιλιά. Σύμφωνα με αυτό, όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι έπρεπε να επιστρέψουν στις πατρίδες τους και να επανακτήσουν τις περιουσίες τους που είχαν δημευτεί.
Αυτό βέβαια αποτελούσε παραβίαση του καταστατικού της Κορινθιακής συμμαχίας και φανέρωσε την απόλυτη εξουσία του μονάρχη με την οποία περιβλήθηκε ο Αλέξανδρος, ο οποίος πριν δρούσε ως ηγεμόνας της συμμαχίας. Όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι θεώρησαν τότε τον βασιλιά ευεργέτη τους. Η συρροή των πρέσβεων από τα πέρατα της οικουμένης στη Βαβυλώνα για να τιμήσουν τον παντοδύναμο βασιλιά έδινε την εντύπωση και στον ίδιο τον Αλέξανδρο και στους γύρω του ότι η ιδέα της κοσμοκρατορίας, όπως την φαντάστηκε, δεν ήταν απλό όνειρο.
Η επίφθονη, όμως, μοίρα έκοψε το νήμα της ζωής του τη στιγμή που η δόξα του άγγιξε τα όρια της αποθέωσης. Μέσα στους επαίνους, τις τιμές και τις πυρετώδεις προετοιμασίες για τη μεγάλη επιχείρηση, ο Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά. Οι βασιλικές εφημερίδες μας δίνουν λεπτομερείς πληροφορίες για την οξύτητα της νόσου τις τελευταίες ημέρες της ζωής του βασιλιά, του οποίου ο θάνατος συμπίπτει με την 28η του μακεδονικού μήνα Δαισίου (=13 Ιουνίου του 323 π.Χ.). Ο Αλέξανδρος, που συμπλήρωνε 13 χρόνια βασιλείας, δεν ήταν ακόμη 33 χρονών.
Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Κληρονομιά του
Λίγες προσωπικότητες άλλαξαν την ιστορία όσο αυτός και λίγες έχουν εγείρει τόσες διαφωνίες σχετικά με τις συνέπειες των πράξεών τους. Συνήθως αποτιμάται θετικά με την έννοια ότι εξάπλωσε τον ελληνικό πολιτισμό παντού στον τότε γνωστό κόσμο και δημιούργησε ελληνικές εστίες σε όλη την γνωστή οικουμένη. Επίσης η συμβολή του στην στρατιωτική τέχνη είναι άφθαστη και δικαίως θεωρείται ο μέγιστος των στρατηγών.
Μερικές, ίσως, αρνητικές συνέπειες της δράσης του Μ. Αλέξανδρου :
1) Η δημιουργία πλήθους πόλεων στην Ασία κυρίως και στη Βόρεια Αφρική (Αίγυπτος) προκάλεσε κύμα ελληνικών μεταναστεύσεων σε όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα το άδειασμα πολλών περιοχών στην Ελλάδα από πληθυσμό. Έτσι όταν οι Ρωμαίοι ήρθαν να κατακτήσουν την Ελλάδα το έκαναν ευκολότερα.
2) Δημιουργήθηκαν γιγάντια κράτη, τα Ελληνιστικά βασίλεια, τα οποία μάχονταν διαρκώς μεταξύ τους και δεν διείδαν έγκαιρα τον κίνδυνο από τους Ρωμαίους. Τα βασίλεια αυτά έκαναν μεγάλη σπατάλη δυνάμεων προσπαθώντας να διατηρήσουν υπό έλεγχο μακρινές περιοχές ουσιαστικά άδειες από Έλληνες.
3) Εξαφανίστηκε οριστικά η πόλη-κράτος που δημιούργησε το Ελληνικό θαύμα της κλασικής εποχής. Η δημοκρατία εξαφανίστηκε και στη θέση της επιβλήθηκαν ανατολικού τύπου μοναρχίες.
4) Ο Ελληνικός πολιτισμός δέχτηκε μεγάλες ανατολικές επιδράσεις, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ψυχολογίας έτοιμης να δεχτεί ανατολικές δοξασίες και δεισιδαιμονίες. Η φιλοσοφία επηρεάστηκε τόσο πολύ, ώστε πολλοί από τους τελευταίους φιλοσόφους να είναι παράλληλα και μάγοι.
Τέλος υπάρχει το ερώτημα τι θα γινόταν αν ο Αλέξανδρος είχε στραφεί προς τη Δύση και όχι την Ανατολή. Αν και τέτοια ερωτήματα απαγορεύονται στην ιστορία, για λόγους παιγνίου θέτουμε το ερώτημα. Η δική μας απάντηση είναι ότι θα ήταν προτιμότερο από πολλές απόψεις να είχε στραφεί προς τη Δύση. Γιατί θα είχε διαμορφώσει σε αφάνταστο βαθμό όλο το δυτικό πολιτισμό μέχρι σήμερα.
(ΜΕΡΟΣ Α’)
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β’
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://ift.tt/1sVgqo2
(2) :
http://ift.tt/1ugiC0x
(3) :
http://ift.tt/1sVgqo4
(4) :
http://ift.tt/1ugiz4W
(5) :
http://ift.tt/1sVgqEq
(6) :
http://ift.tt/1sVgoww
(7) :
http://ift.tt/1ugiC0I
(8) :
http://ift.tt/1sVgqEu
(9) :
http://ift.tt/1qL9vNo
(10) :
http://ift.tt/1sVgrs0
ΜΕΡΟΣ Α’ : http://ift.tt/1ugiCh0