Η Συλλογή Αγγείων και Μικροτεχνίας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που καλύπτει την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής κεραμικής από τον 11ο αιώνα π.Χ. έως και τη ρωμαϊκή εποχή, κατατάσσεται ανάμεσα στις πλουσιότερες του κόσμου, με την πληθώρα και την ποιότητα των αγγείων της γεωμετρικής εποχής, των πρώιμων μελανόμορφων, και των ερυθρόμορφων αγγείων του 4ου αιώνα π.Χ. Ο κύριος κορμός της συλλογής είναι τα αττικά αγγεία, συμπεριλαμβάνονται όμως και τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα των επαρχιακών εργαστηρίων, τα οποία είτε επέδρασαν στην αττική κεραμική είτε επηρεάσθηκαν από αυτή. Στην έκθεση περιλαμβάνονται, ακόμη, λίγα ειδώλια και πήλινες σαρκοφάγοι, που τόσο στην κατασκευή όσο και στη διακόσμηση ακολουθούν την τεχνοτροπία της κεραμικής. Η έκθεση καταλαμβάνει 8 αίθουσες στον όροφο του μουσείου (αίθουσες 49-56) και η παρουσίαση των αγγείων ακολουθεί τη χρονολογική εξέλιξη της κεραμικής και της αγγειογραφίας. Η πορεία, που αρχίζει με την τεχνική της κατασκευής των αγγείων, διακόπτεται κατά περίπτωση από ενότητες, είτε ανασκαφικές, όπως είναι τα ευρήματα από τα μεγάλα ιερά (αίθουσα 52), είτε θεματικές, όπως αυτή των ταφικών εθίμων (αίθουσα 53), της γυναίκας και του κόσμου της (αίθουσα 55) ή του παιδιού στην αρχαιότητα (αίθουσα 56). Τα πιο σημαντικά αντικείμενα παρουσιάζονται μόνα τους, σε ειδικές προθήκες, για να προβάλλονται ιδιαίτερα. Επεξηγηματικές πινακίδες συνοδεύουν τα εκθέματα, ενώ για την ενημέρωση του επισκέπτη έχουν αναρτηθεί μεγάλα επιτοίχια κείμενα και εποπτικό υλικό. Στο τέλος της έκθεσης υπάρχει χώρος περίπου 50 τ.μ., που καλύπτει τις ανάγκες για παρουσίαση μικρών θεματικών ενοτήτων ανεξαρτήτως εργαστηρίων και χρονολογήσεων. Οι ενότητες αυτές μπορούν να αλλάζουν και να εμπλουτίζονται κατά περίπτωση με νέο υλικό από τις αποθήκες.
–ΑΤΤΙΚΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ (αίθουσα 49)
Εκτίθενται αγγεία αττικών εργαστηρίων, που διακρίνονται για την καλή ποιότητα της παραγωγής τους και προέρχονται από γεωμετρικά νεκροταφεία της Αττικής. Ανάμεσα στα εκθέματα ξεχωρίζουν δύο μνημειώδεις ταφικοί αμφορείς με παράσταση εκφοράς νεκρού, του «ζωγράφου του Διπύλου» και του «ζωγράφου του Hirschfeld».
–ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ (αίθουσα 50)
Παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά δείγματα των εργαστηρίων, που διακρίθηκαν για την παραγωγή τους στην υπόλοιπη Ελλάδα, με πιο σημαντικά αυτά στην Αχαΐα, στη Βοιωτία, στην Αργολίδα, στη Λακωνία και στη Θεσσαλία.
–ΠΡΩΙΜΟΣ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΣ ΡΥΘΜΟΣ (αίθουσες 50-51)
Εκτίθενται αγγεία που ανήκουν στα πρώτα στάδια της αρχαϊκής τέχνης, αντιπροσωπευτικά του ανατολίζοντα και πρώιμου μελανόμορφου ρυθμού. Προέρχονται από την Αττική, την Κόρινθο και τα νησιά του Αιγαίου. Από τα εκθέματα ξεχωρίζει ο αμφορέας του Νέσσου, από τα καλύτερα αττικά έργα της εποχής, καθώς και αγγεία που αποδίδονται σε αναγνωρισμένους ζωγράφους.
–ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΕΜΕΝΗ (αίθουσα 52)
Εδώ συγκεντρώνονται σύνολα αντικειμένων, που βρέθηκαν σε μεγάλα τεμένη σε όλη την Ελλάδα, όπως στο Ηραίο του Άργους, στο Ηραίο της Περαχώρας και στο τέμενος της Ορθίας Αρτέμιδος στη Σπάρτη. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν πήλινα ειδώλια και αγγεία, πλακίδια από ελεφαντόδοντο, σφραγίδες, ενώ ξεχωρίζουν οι μοναδικοί στο είδος τους ζωγραφικοί πίνακες του 6ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκαν σε σπήλαιο της Κορινθίας.
–ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΣ ΡΥΘΜΟΣ (αίθουσες 53-54)
Στην ενότητα αυτή ο επισκέπτης μπορεί να δει ορισμένα από τα γνωστότερα δείγματα του ρυθμού που επικράτησε στην αγγειογραφία των αρχαϊκών χρόνων. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται έργα γνωστών αγγειογράφων και αγγειοπλαστών, μερικά από τα οποία φέρουν τις υπογραφές των δημιουργών τους. Προέρχονται κυρίως από την Αττική αλλά και από εργαστήρια της Μικράς Ασίας.
–ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΟΣ ΡΥΘΜΟΣ 5ου ΑΙΩΝΑ Π.Χ. (αίθουσες 54-56)
Θέμα της ενότητας είναι η εξέλιξη του ερυθρόμορφου ρυθμού των κλασικών χρόνων. Τα εκθέματα προέρχονται κυρίως από την Αττική και περιλαμβάνουν έργα γνωστών αγγειογράφων και αγγειοπλαστών, καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη της τέχνης.
–ΛΕΥΚΑ ΑΓΓΕΙΑ (αίθουσα 55)
Πρόκειται για μια από τις πιο εντυπωσιακές και σπάνιες συλλογές αγγείων με λευκό βάθος, που κατασκευάζονταν στην Αττική στο β’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Στα εκθέματα κυριαρχούν οι λήκυθοι, που τοποθετούνταν μέσα στους τάφους ως κτερίσματα. Ορισμένες είναι έργα γνωστών αγγειογράφων, ο σημαντικότερος από τους οποίους θεωρείται ο «ζωγράφος του Αχιλλέα», το κορυφαίο έργο του οποίου εκτίθεται εδώ.
– ΡΥΘΜΟΣ ΤΟΥ KERTSCH (αίθουσα 56)
Εκτίθενται αγγεία της ξεχωριστής αυτής τεχνοτροπίας, που οφείλει την ονομασία της στην πόλη Kertsch (αρχαίο Παντικάπαιον) της Κριμαίας. Πρόκειται για την τελευταία αναλαμπή του ερυθρόμορφου ρυθμού, που εμφανίσθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και χαρακτηρίζεται για την πολυχρωμία και τη λεπτομερή διακόσμηση.
–ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΑ ΑΓΓΕΙΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ (αίθουσα 56)
Παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά δείγματα των εργαστηρίων, που διακρίθηκαν για την παραγωγή τους σε περιοχές εκτός Αττικής, και εμφανίζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ξεχωρίζουν τα αγγεία από το Καβίρειο της Θήβας, που διακρίνονται για τη ζωντάνια και τη χιουμοριστική διάθεση των παραστάσεων.
ΑΜΦΟΡΕΑΣ ΔΙΠΥΛΟΥ
Ο μνημειώδης επιτάφιος αμφορέας είναι από τα κορυφαία έργα της γεωμετρικής κεραμικής (Πρώιμοι ιστορικοί χρόνοι, 755-750 π.Χ.). Το αγγείο, που σώζεται ακέραιο, είναι τροχήλατο, με ωοειδές σώμα, ψηλό κυλινδρικό λαιμό και μικρές λαβές στο ύψος της κοιλιάς. Ολόκληρη η επιφάνειά του καλύπτεται με ταινίες από γεωμετρικά διακοσμητικά μοτίβα, κυρίως μαιάνδρους σε διάφορες παραλλαγές, οριζόντιες γραμμές και ταινίες με σχηματοποιημένα ζώα και πτηνά. Στη ζώνη των λαβών, σε ορθογώνια μετόπη, παριστάνεται η πρόθεση του νεκρού στο νεκρικό κρεβάτι, πάνω από το οποίο απλώνεται το νεκρικό σεντόνι. Γύρω και κάτω από το νεκρό εικονίζονται θρηνωδοί στη χαρακτηριστική στάση με υψωμένα τα χέρια. Οι μορφές αποδίδονται με την τυπική τεχνοτροπία της γεωμετρικής εποχής, αφαιρετικά και σχηματικά. Το έργο αποδίδεται στο ζωγράφο του Διπύλου, που πήρε το συμβατικό όνομά του από αυτό ακριβώς το αγγείο. Ο αμφορέας ήταν επιτύμβιο μνημείο στο νεκροταφείο του Διπύλου, στον Κεραμεικό, και στη βάση του υπήρχε οπή για τις χοές που γίνονταν προς τιμήν του νεκρού.
ΛΕΥΚΗ ΛΗΚΥΘΟΣ ΤΟΥ «ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΤΟΥ BOSANQUET»
Έξοχο δείγμα των αγγείων με λευκό βάθος, που κατασκευάζονταν στην Αττική στους ώριμους κλασικούς χρόνους (440 π.Χ.). Η επιφάνεια της λευκής ληκύθου διακοσμείται με σκηνή επίσκεψης στον τάφο, μία από τις πιο αγαπητές σκηνές για αυτού του είδους τα αγγεία με ταφική χρήση. Στο μέσο της σύνθεσης δεσπόζει μεγάλη επιτύμβια στήλη, με ανθεμωτή επίστεψη και ψηλή βαθμιδωτή βάση. Στα σκαλοπάτια του μνημείου έχουν εναποτεθεί διάφορες προσφορές για το νεκρό, κυρίως αγγεία και στεφάνια. Στη δεξιά πλευρά της στήλης, μία νέα γυναίκα φέρνει κάνιστρο με στεφάνια. Απέναντί της, αριστερά από τη στήλη, στέκεται νέος άνδρας, που φορεί μόνο ένα ιμάτιο και κρατεί δόρυ, προφανώς ο πρόωρα χαμένος σύντροφός της. Η παράσταση αποπνέει έντονη μελαγχολία, που τονίζεται τόσο με τις ευγενικές μορφές του νεαρού ζεύγους όσο και με το επιβλητικό ταφικό μνημείο. Πρόκειται για θαυμάσιο έργο του ζωγράφου του Bosanquet, καλλιτέχνη που πήρε το συμβατικό όνομά του από τον αρχαιολόγο που πρώτος μελέτησε τα έργα του.
ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΑΜΦΟΡΕΑΣ
Επιβλητικό αττικό αγγείο της κλασικής εποχής, που σχετίζεται με την πιο λαμπρή γιορτή της αρχαίας Αθήνας, τα Παναθήναια. Έχει συγκολληθεί από θραύσματα και σώζεται σχεδόν ακέραιο. Στην κύρια όψη του εικονίζεται η Αθηνά Πρόμαχος, ενώ στη δευτερεύουσα, σκηνή από αγώνα πάλης. Οι παναθηναϊκοί αμφορείς, γεμάτοι με λάδι από τις ιερές ελιές της Αθήνας, δίνονταν ως έπαθλο στους νικητές των αγώνων των Παναθηναίων. Η διακόσμησή τους ακολουθεί την ίδια παράδοση, για αιώνες: στην κύρια όψη η θεά-προστάτιδα των αγώνων και στη δευτερεύουσα σκηνή από το αγώνισμα, του οποίου αποτελούσαν το έπαθλο. Ο αμφορέας αυτός είναι έργο του ζωγράφου του Pourtals, γνωστού αγγειογράφου του ερυθρόμορφου ρυθμού, που ακολουθεί την παράδοση της μελανόμορφης τεχνικής, όπως γινόταν πάντα για τους παναθηναϊκούς αμφορείς. Η επιγραφή, που σώζεται στην επιφάνεια του αγγείου, αναφέρει το Χαρικλείδη, επώνυμο άρχοντα της χρονιάς 363/2 π.Χ., και επιτρέπει την ακριβή χρονολόγηση του αμφορέα.
ΑΜΦΟΡΕΑΣ ΤΟΥ ΝΕΣΣΟΥ
Το αγγείο είναι από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά δείγματα του πρώιμου αθηναϊκού μελανόμορφου ρυθμού (Αρχαϊκή περίοδος, 620 π.Χ.). Ο μεγάλος τροχήλατος αμφορέας έχει ψηλό λαιμό, δύο συμπαγείς κατακόρυφες λαβές και φέρει διακόσμηση με σκούρο χρώμα επάνω σε ανοιχτόχρωμο φόντο. Οφείλει το όνομά του στην κεντρική παράσταση που εικονίζεται στο λαιμό: ο Ηρακλής φονεύει με ξίφος τον κένταυρο Νέσσο, επειδή παρενόχλησε τη γυναίκα του Δηιάνειρα. Στο σώμα του αγγείου εικονίζονται δύο Γοργόνες σε θαλασσινό τοπίο, που δηλώνεται με δελφίνια. Φεύγουν ορμητικά, καταδιώκοντας τον Περσέα, που δεν απεικονίζεται, ενώ η αδελφή τους, Μέδουσα, σωριάζεται στη γη αποκεφαλισμένη από αυτόν. Η διακόσμηση συμπληρώνεται με ανθεμωτή αλυσίδα στον ώμο, με μικρές μορφές πουλιών και γεωμετρικά ή φυτικά μοτίβα, που δεν αφήνουν σχεδόν καθόλου ελεύθερο χώρο. Ο αμφορέας χρησιμοποιήθηκε ως επιτάφιο μνημείο και είναι έργο του «ζωγράφου του Νέσσου», του πρώτου αγγειογράφου του μελανόμορφου ρυθμού, που αναγνωρίσθηκε από τους μελετητές και ονομάσθηκε συμβατικά από αυτό ακριβώς το αγγείο.
ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΑΓΓΕΙΟ ΜΕ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Μικρό πλαστικό αγγείο, που ξεχωρίζει για τη λεπτότητα και τη χάρη του. Είναι έργο αττικού εργαστηρίου και έχει κατασκευασθεί με μήτρα στα ανάγλυφα μέρη και με κεραμικό τροχό στο στόμιο. Ανήκει στον τύπο της αρυβαλλοειδούς ληκύθου, που συνδυάζει το σώμα του αρύβαλλου και το ψηλό στόμιο με λαβή της ληκύθου. Το κύριο μέρος του αγγείου αποτελεί η προτομή της Αφροδίτης, που αναδύεται από τα κύματα μέσα σε ανοιχτό κοχύλι. Η θεά παριστάνεται ολοστόλιστη, με πλούσιο περιδέραιο στο λαιμό, ενώ στα μαλλιά της φέρει φαρδύ στεφάνι, που σώζει ίχνη χρώματος. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της αποπνέουν ηρεμία, ενώ είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο αγγειοπλάστης έχει αποδώσει τις λεπτομέρειες. Πρόκειται για τυπικό δείγμα των μικρών πλαστικών αγγείων της κλασικής εποχής (400 π.Χ.), που γοητεύουν με τα θέματα και την πολυχρωμία τους.
ΚΡΑΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΡΩΤΟΣΤΑΣΙΑΣ
Κομψός καλυκωτός κρατήρας, αντιπροσωπευτικό έργο του αττικού ερυθρόμορφου ρυθμού. Το αγγείο είναι τροχήλατο και έχει αποκατασταθεί σχεδόν ολόκληρο, από θραύσματα. Το σχήμα του είναι από τα κυρίαρχα στην αγγειοπλαστική του 4ου αιώνα π.Χ. (330 π.Χ.) και οι μεγάλες του επιφάνειες προσφέρονται για την ανάπτυξη ωραίων ζωγραφικών παραστάσεων. Στον κρατήρα αυτό απεικονίζεται η λεγόμενη σκηνή της «Ερωτοστασίας», το ζύγισμα, δηλαδή, του έρωτα. Μία νέα γυναίκα, με πλούσια ενδύματα και εντυπωσιακή κόμμωση, κρατάει τη ζυγαριά όπου ζυγίζονται ο Έρως και ο Αντέρως, δύο μικρές φτερωτές μορφές. Δίπλα της στέκεται ένας νέος, που κινείται με κομψότητα και φοράει πέτασο στο κεφάλι. Η παράσταση είναι έργο του ζωγράφου της Ερωτοστασίας, που πήρε το συμβατικό όνομά του από το αγγείο αυτό.
ΛΕΥΚΗ ΛΗΚΥΘΟΣ ΤΟΥ «ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ»
Από τα ωραιότερα έργα της αττικής αγγειογραφίας των ώριμων κλασικών χρόνων. Η λευκή επιφάνεια της ληκύθου διακοσμείται με σκηνή αποχαιρετισμού ενός πολεμιστή, θέμα που σχετίζεται άμεσα με τη χρήση του αγγείου, που ήταν ταφική. Αριστερά εικονίζεται μία γυναίκα, καθισμένη με άνεση σε κομψό κλισμό. Δεξιά, ένας πολεμιστής, προφανώς ο άνδρας της, στέκεται όρθιος μπροστά της. Κρατάει ασπίδα και δόρυ στο αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί προτείνει το κορινθιακό κράνος προς το μέρος της γυναίκας. Η όλη σκηνή διαδραματίζεται στο γυναικωνίτη του σπιτιού, όπως δείχνουν τα αντικείμενα στο βάθος της παράστασης. Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται η σιωπηλή μελαγχολία των μορφών, η άνεση στην κίνησή τους, καθώς και τα διάφανα ενδύματά τους. Πρόκειται για αριστουργηματικό έργο του «ζωγράφου του Αχιλλέα», κορυφαίου Αθηναίου αγγειογράφου του 5ου αιώνα π.Χ. (450-440 π.Χ.), που ειδικεύθηκε στη διακόσμηση των λευκών ταφικών ληκύθων.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΠΙΤΣΑ
Μικρός αναθηματικός πίνακας, διακοσμημένος με την τεχνική της ξηρογραφίας (τέμπερα), που αποτελεί ένα από τα σπάνια δείγματα της αρχαϊκής κορινθιακής ζωγραφικής (540 π.Χ.). Είναι αντίγραφο του πρωτότυπου, στο οποίο η παράσταση έχει φθαρεί αρκετά. Στον πίνακα εικονίζεται πομπή λατρευτών, που προετοιμάζουν θυσία. Η πομπή, αποτελούμενη από μία ανδρική, τρεις γυναικείες και τρεις παιδικές στεφανωμένες μορφές, πλησιάζει σε αναμμένο βωμό. Η πρώτη γυναίκα στηρίζει στο κεφάλι της καλάθι με τα απαραίτητα για τη θυσία, ενώ με το δεξί χέρι ρίχνει σπονδή από οινοχόη. Πίσω, ένα παιδί οδηγεί το πρόβατο για τη θυσία, δύο ακόμη παιδιά παίζουν λύρα και αυλό, ενώ ακολουθούν μορφές που κρατούν κλαδιά. Ο ζωγράφος έχει προσθέσει επιγραφές σε κορινθιακό αλφάβητο, με τα ονόματα των λατρευτών, μία αφιέρωση στις νύμφες και το όνομά του. Ο πίνακας βρέθηκε στο ιερό των Νυμφών, μέσα σε σπήλαιο, μαζί με άλλους τρεις παρόμοιους πίνακες, μοναδικά έργα Κορινθίων καλλιτεχνών, που απηχούν τη μνημειακή ζωγραφική της εποχής τους.
ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΟ ΕΠΙΝΗΤΡΟ
Αριστουργηματικό έργο του αττικού ερυθρόμορφου ρυθμού, που διακοσμείται με μια μοναδική εικονιστική παράσταση. Το επίνητρο ήταν ιδιότυπο τροχήλατο σκεύος, που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για το ξέσιμο του μαλλιού, τοποθετώντας το επάνω στο γόνατό τους. Στο πρόσθιο μέρος του, δηλαδή στο σημείο που ακουμπούσε στο γόνατο, φέρει ανάγλυφη προτομή γυναίκας. Η ανώτερη επιφάνειά του ήταν βαμμένη με ερυθρό χρώμα, χωρίς παραστάσεις, γιατί θα υφίστατο μεγαλύτερη φθορά, ενώ η ζώνη κάτω από το χείλος φέρει ταινία με ανθέμια. Στις δύο πλευρές του εικονίζονται σκηνές γυναικωνίτη: στη μία, η νύφη Άλκηστις ως νύφη ανάμεσα στις φίλες της και στην άλλη η Αρμονία, ο Έρως, η Ήβη, και η Αφροδίτη. Στη ζώνη επάνω από την ανάγλυφη προτομή εικονίζεται η αρπαγή της Θέτιδας από τον Πηλέα. Οι μορφές διακρίνονται για τη λεπτότητά τους, τη χάρη στις κινήσεις των χεριών και τις πλούσιες πτυχές των εφαρμοστών ενδυμάτων τους. Η παράσταση είναι έργο του ζωγράφου της Ερέτριας (425 π.Χ.), που ονομάσθηκε συμβατικά έτσι από αυτό το επίνητρο.
ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΗ ΠΕΛΙΚΗ
Αττική πελίκη, εξαίρετο δείγμα του πρώιμου ερυθρόμορφου ρυθμού των κλασικών χρόνων. Το τροχήλατο αυτό αγγείο, παραλλαγή του αμφορέα, χρησιμοποιείτο συνήθως για κρασί ή λάδι. Στην κύρια όψη του φέρει γραπτή παράσταση με γνωστή μυθολογική σκηνή: Ο Ηρακλής εξοντώνει τους υπηρέτες του μυθικού βασιλιά Βούσιρι στην Αίγυπτο, όταν αυτοί επιχειρούν να τον θυσιάσουν, ακολουθώντας το χρησμό που έλεγε ότι έπρεπε να εξιλεώσουν το θεό για κάποιο λιμό που μάστιζε τη χώρα τους. Οι Αφρικανοί εικονίζονται φαλακροί, με έντονες χειρονομίες που αποδίδουν την απόγνωσή τους. Η σκηνή διακρίνεται από ένταση και δραματικότητα κι ο καλλιτέχνης έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στις λεπτομέρειες των μορφών, καθώς και στην αρχιτεκτονική του βωμού. Το αγγείο είναι έργο του ζωγράφου του Πανός, ενός από τους πιο εφευρετικούς και ικανούς αγγειογράφους της Αθήνας στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. (470 π.Χ.).
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο κατέχει μία από τις πλουσιότερες και σπουδαιότερες συλλογές χάλκινων έργων, που υπάρχει ως ξεχωριστή μόνιμη συλλογή από το 1893. Περιλαμβάνει τόσο ειδώλια και έργα μικροτεχνίας όσο και μεγάλα αγάλματα, τα οποία είναι μοναδικά πρωτότυπα έργα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Δίας ή Ποσειδώνας και ο «Τζόκεϊ του Αρτεμισίου», ο «Έφηβος Αντικυθήρων» και το «Παιδί του Μαραθώνα». Τα μεγάλα αγάλματα είναι εκτεθειμένα στις αίθουσες της Συλλογής Έργων Γλυπτικής, προκειμένου να δίνεται ολοκληρωμένη η εικόνα της εξέλιξης της μεγάλης γλυπτικής. Στη Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας παρουσιάζονται τα εξαίρετα έργα μικρογλυπτικής και μικροτεχνίας και αναδεικνύεται η σημασία τους για την ιστορία και την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Τα εκθέματα της συλλογής καταλαμβάνουν 5 αίθουσες στη ΒΑ πλευρά του ισογείου του μουσείου (αίθουσες 36-39). Είναι αναθήματα σε ιερά, τοπικά και πανελλήνια, κτερίσματα τάφων, χρηστικά αντικείμενα που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή, τη θρησκεία, τη λατρεία, τους πολιτικούς θεσμούς, δείγματα τοπικών εργαστηρίων και διαφόρων καλλιτεχνικών ρευμάτων, που χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα π.Χ. έως τη ρωμαϊκή εποχή. Η ομαδοποίηση των εκθεμάτων στις αίθουσες και στις προθήκες γίνεται με βάση την προέλευση, το είδος, την εποχή τους, τα εργαστήρια, και τη χρήση τους. Η έκθεση συμπληρώνεται με εποπτικό υλικό και επεξηγηματικά κείμενα.
Την εισαγωγή της έκθεσης αποτελεί η γνωριμία του επισκέπτη με την αρχαία μεταλλοτεχνία, δηλαδή με τον τρόπο κατασκευής των μεταλλικών έργων. Σε ειδικές προθήκες παρουσιάζεται η αναπαράσταση της χύτευσης με συνοδευτικά επεξηγηματικά κείμενα και εκτίθενται αρχαίες μήτρες, χοάνες και δείγματα μετάλλων.
–ΕΡΓΑ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Θέμα της ενότητας αποτελεί η παλαιότερη φάση της ελληνικής χαλκοπλαστικής, αυτή των γεωμετρικών χρόνων. Εκτίθενται χάλκινα έργα μικροπλαστικής και μικροτεχνίας, όπως κοσμήματα, ειδώλια ανθρώπινων μορφών και μικρών ζώων, αγγεία και άλλα σκεύη. Εδώ βρίσκονται και τα ευρήματα του γεωμετρικού τάφου στο Δαδί Παρνασσίδας, καθώς και τα λεγόμενα «μακεδονικά» χάλκινα αντικείμενα από περιοχές της Μακεδονίας.
–ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΕΜΕΝΗ
Μεγάλη ενότητα αποτελούν τα ευρήματα από μικρά και μεγάλα τεμένη της ηπειρωτικής Ελλάδας, των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, έμφαση όμως δίνεται κυρίως σε αυτά της Ακροπόλεως, της Ολυμπίας και της Δωδώνης. Μέσα από τα εκθέματα αναλύεται η εξέλιξη της τέχνης, κυρίως της γεωμετρικής, της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, τα χαρακτηριστικά των τοπικών εργαστηρίων και ο χαρακτήρας των ιερών, το είδος της λατρείας και οι ανθρώπινες καθημερινές συνήθειες και ασχολίες. Ορισμένα ακόμη σημαντικά και αντιπροσωπευτικά ευρήματα συμπληρώνουν την εικόνα των καλλιτεχνικών ρευμάτων και επιτευγμάτων, την ιστορία των τεμενών και του τόπου γενικότερα. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται ειδώλια, αγγεία και σκεύη, όπλα και εργαλεία, κοσμήματα και ενεπίγραφα ελάσματα.
Αθηνά Προμάχος |
–ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΩΝ
Εκτίθενται χάλκινα αγαλμάτια που βρέθηκαν στο θαλάσσιο χώρο των Αντικυθήρων, καθώς και ο περίφημος μηχανισμός των Αντικυθήρων. Επίσης, ευρήματα από τους Αμπελοκήπους, μερικά από τα οποία αποδίδουν μεγάλα έργα της κλασικής εποχής, όπως ο περίφημος δισκοβόλος του Μύρωνος. Όλα χρονολογούνται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
–ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ (δημόσιος και ιδιωτικός βίος)
Η τελευταία ενότητα της έκθεσης σχετικά με το δημόσιο και ιδιωτικό βίο αναπτύσσεται θεματικά (καλλωπισμός και ενδυμασία, οικία-επίπλωση-εξοπλισμός, γραφή-παιχνίδια, επαγγέλματα-ιατρική-μουσική, θρησκεία-λατρεία-δοξασίες, πολιτικοί θεσμοί). Στα εκθέματα περιλαμβάνονται κοσμήματα, κάτοπτρα, λύχνοι, σκεύη, ιατρικά εργαλεία, μουσικά όργανα, ψηφίσματα και υδρίες. Μέσα από τη μεγάλη ομάδα των κατόπτρων και των υδριών διαφαίνονται και επισημαίνονται χαρακτηριστικά εργαστήρια τορευτικής της αρχαϊκής και κλασικής εποχής.
Ο «ΕΦΗΒΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ»
Από τα ωραιότερα μεγάλα χυτά χάλκινα αγάλματα της ελληνιστικής εποχής (340-330 π.Χ.). Ανασύρθηκε σε θραύσματα από ναυάγιο του 1ου αιώνα π.Χ. και έχει αποκατασταθεί σχεδόν ολόκληρο. Ο νεαρός άνδρας παριστάνεται όρθιος και γυμνός. Πατά σταθερά στο αριστερό σκέλος, ενώ το άνετο δεξί κινείται πίσω και πλάγια δημιουργώντας έντονη αντιθετική κίνηση στο σώμα (contraposto). Ο αριστερός βραχίονας κρέμεται χαλαρά στο πλάι. Στο δεξί, υπερυψωμένο χέρι θα κρατούσε αντικείμενο, που δεν σώζεται σήμερα, κατά την πιθανότερη εκδοχή το μήλο της Έριδος, οπότε παριστάνεται ο Πάρις. Σύμφωνα με άλλες απόψεις, μπορεί να απεικονίζεται ο Περσέας, που θα κρατούσε το κεφάλι της Μέδουσας ή κάποιος αθλητής που θα κρατούσε σφαίρα. Η δομή της μορφής, η αρμονία της κίνησης και η απόδοση των μυών δείχνουν επιρροές από τον «κανόνα» του Πολύκλειτου, αν και εδώ το σώμα του νέου είναι πιο σφριγηλό και αθλητικό. Αποδίδεται σε πελοποννησιακό εργαστήριο και ίσως είναι έργο του γλύπτη Ευφράνορα, από τη Σικυώνα της Κορινθίας.
ΔΙΑΣ Ή ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ ΑΡΤΕΜΗΣΙΟΥ
Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα, αλλά και από τα λιγοστά πρωτότυπα χάλκινα αγάλματα της κλασικής περιόδου (460 π.Χ.). Είναι έργο χυτό, με υπερφυσικό μέγεθος και απεικονίζει το Δία ή τον Ποσειδώνα. Ο θεός παριστάνεται όρθιος, γυμνός, σε ευρύ διασκελισμό. Παρά την αυστηρότητα της μορφής, η κίνηση είναι έντονη και η απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών ιδιαίτερα επιτυχής. Η γενειάδα του θεού είναι πλούσια και τα μακριά μαλλιά του μαζεύονται σε πλεξίδες γύρω από το κεφάλι, ενώ μπροστά πέφτουν σε κομψούς βοστρύχους γύρω από το μέτωπο. Τα μάτια του, που δεν σώζονται, ήταν ένθετα από άλλο υλικό. Το αριστερό του χέρι είναι τεντωμένο μπροστά, ενώ με το ανυψωμένο δεξί χέρι θα κρατούσε τον κεραυνό ή την τρίαινα. Στην πρώτη περίπτωση ταυτίζεται με το Δία, που είναι και το πιθανότερο, ενώ στη δεύτερη με τον Ποσειδώνα. Είναι έξοχο δείγμα του αυστηρού ρυθμού της αρχαίας ελληνικής πλαστικής, και αποδίδεται σε ικανότατο δημιουργό, ίσως στο διάσημο γλύπτη Κάλαμι.
ΑΓΑΛΜΑΤΙΟ ΠΕΠΛΟΦΟΡΟΥ ΚΟΡΗΣ
Εξαιρετικό έργο της επαρχιακής μεταλλοτεχνίας των πρώιμων κλασικών χρόνων (460-450 π.Χ.) και χαρακτηριστικό δείγμα του αυστηρού ρυθμού. Το αγαλμάτιο σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση, μαζί με την κυκλική, ελασμάτινη βάση, που φέρει σειρά από οπές στην περιφέρεια. Η νεαρή γυναίκα, που από ορισμένους μελετητές ταυτίζεται με τη θεά Αφροδίτη, αποδίδεται όρθια, στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά και προβάλλοντας το αριστερό πόδι, ενώ τα χέρια της υψώνονται προς τα πλάγια. Με το αριστερό χέρι κρατάει περιστέρι, σύμβολο της θεάς Αφροδίτης, ενώ στο δεξί πιθανώς κρατούσε άνθος. Φοράει χιτώνα με κοντές χειρίδες και πέπλο με μακρύ απόπτυγμα. Στο κατώτερο μέρος του αποπτύγματος υπάρχει διαμπερής οπή για τη συνένωση των δύο ξεχωριστών χυτών τμημάτων που απαρτίζουν τη μορφή. Το αγαλμάτιο θεωρείται προϊόν εργαστηρίου της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Αγοράσθηκε από τον Κ. Καραπάνο γύρω στο 1891 και δωρίθηκε από τον ίδιο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μαζί με την υπόλοιπη συλλογή του.
ΤΟ «ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ»
Από τα ομορφότερα χάλκινα χυτά αγάλματα των κλασικών χρόνων (340-330 π.Χ.), που σώζεται σχεδόν ακέραιο. Ο έφηβος αποδίδεται όρθιος, γυμνός, στηριζόμενος στο αριστερό πόδι. Ο κορμός κάμπτεται σιγμοειδώς, χαρακτηριστικό της τέχνης του διάσημου γλύπτη Πραξιτέλη. Στο προτεταμένο αριστερό χέρι κρατούσε χαμένο σήμερα αντικείμενο, στο οποίο στρέφει το βλέμμα του, κλίνοντας το κεφάλι. Στο υπερυψωμένο δεξί χέρι επίσης κρατούσε αντικείμενο, που δεν σώζεται. Στην πλούσια κόμη έχει στερεωθεί ταινία με κερατοειδή προεξοχή στην κορυφή του κεφαλιού. Τα μάτια του είναι ένθετα, προσδίδοντας στη μορφή εξαιρετική ζωντάνια και εκφραστικότητα. Έχει προταθεί η ταύτισή του με έφηβο αθλητή, νικητή σε αγώνα, ενώ κατά μία άλλη άποψη απεικονίζεται ο Ερμής. Αποτελεί με βεβαιότητα πρωτότυπο έργο της σχολής του Πραξιτέλη, που δείχνει όλη τη χάρη, την απαλότητα στην κίνηση και την ευλυγισία, που χαρακτηρίζουν τα έργα του μεγάλου γλύπτη.
ΤΡΙΩΤΗ ΥΔΡΙΑ
Χαρακτηριστικό δείγμα των χάλκινων υδριών που χρησιμοποιούνταν στην κλασική εποχή (430 π.Χ.) ως τεφροδόχα αγγεία. Το αγγείο σώζεται σε καλή κατάσταση, παρά την οξείδωση που έχει υποστεί η επιφάνειά του. Το σώμα του είναι σφυρήλατο, ενώ οι λαβές και η δακτυλιόσχημη βάση είναι χυτές. Δεν φέρει κανενός είδους διακόσμηση, εκτός από τα σημεία πρόσφυσης των λαβών. Στις οριζόντιες λαβές έχει προστεθεί ένθετη διακόσμηση από άργυρο, ενώ στην κάτω πρόσφυση της κατακόρυφης λαβής υπάρχει ανάγλυφη μορφή σειρήνας, που επιστέφει ανθέμιο και βλαστόσπειρες. Η σειρήνα αποδίδεται κατ’ ενώπιον, με ανοιγμένα τα δρεπανόσχημα φτερά της. Το αγγείο θεωρείται προϊόν κορινθιακού εργαστηρίου. Υδρίες σαν αυτή, με μορφές σειρήνων στη λαβή, σχετίζονταν με έθιμα λατρείας των νεκρών και συχνά λειτουργούσαν ως τεφροδόχα αγγεία τον 5ο αιώνα π.Χ. Η συγκεκριμένη υδρία περιείχε την τέφρα νεκρού και είχε τοποθετηθεί μέσα στον τάφο του, στο νεκροταφείο του Κεραμεικού.
Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων (περίπου 80 π.Χ.) είναι ένα από τα σπουδαιότερα και πιο ενδιαφέροντα όργανα της αρχαίας τεχνολογίας, που σώζονται μέχρι σήμερα. Διατηρείται αποσπασματικά, αλλά από τους μελετητές έχουν γίνει προσπάθειες αποκατάστασης της αρχικής του μορφής και του τρόπου λειτουργίας του. Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο σύστημα από τριάντα δύο οδοντωτούς τροχούς (γρανάζια), που φέρουν επιγραφές σχετικές με το ζωδιακό κύκλο και τους μήνες. Οι τροχοί μαζί με μεταλλικές πλάκες ήταν στερεωμένοι μέσα σε ξύλινο κουτί. Η χρησιμότητα αυτού του μοναδικού μηχανισμού δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Πιθανότατα εξυπηρετούσε αστρονομικούς και ημερολογιακούς υπολογισμούς. Ο Βρετανός επιστήμονας D.J. de Solla Price ήταν ο πρώτος που τον μελέτησε και κατασκεύασε αντίγραφό του, ενώ αργότερα ο ομοεθνής του M. Wright πραγματοποίησε άλλο αντίγραφό του και διατύπωσε νέες προτάσεις σχετικά με τη λειτουργία του.
Ο «ΤΖΟΚΕΪ» ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΗΣΙΟΥ
Είναι το μεγαλοπρεπέστερο χυτό άγαλμα αλόγου με αναβάτη, που σώζεται από την ελληνική αρχαιότητα. Ανασύρθηκε σε κομμάτια από αρχαίο ναυάγιο και έχει συμπληρωθεί στην ουρά και στο κέντρο του κορμού. Το άλογο αποδίδεται σε έντονο καλπασμό τη στιγμή του αγώνα. Στο δεξιό μηρό του υπάρχει εγχάρακτη μορφή Νίκης, που κρατάει στεφάνι στα ανυψωμένα χέρια της, σφράγισμα σύνηθες σε καθαρόαιμα άλογα στην αρχαιότητα. Η κίνηση και η ανατομία του ζώου αποδίδονται με τρόπο απόλυτα ρεαλιστικό. Ο αναβάτης είναι μικρός σε ηλικία και διαστάσεις, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δείχνουν ότι πρέπει να ήταν νέγρος. Η μικροσκοπική και άσχημη μορφή του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το υπερήφανο, μεγαλόσωμο ζώο. Στρέφει προς τα αριστερά το κεφάλι του, και τα μαλλιά του είναι ατημέλητα. Φορεί σανδάλια και μικρό χιτώνα που ανεμίζει από την ταχύτητα, ενώ στο αριστερό χέρι θα κρατούσε τα ηνία και στο δεξί το μαστίγιο. Το άγαλμα, έργο άγνωστου γλύπτη, πρέπει να ήταν αφιερωμένο σε κάποιο σημαντικό ιερό (Ελληνιστική περίοδος, 140 π.Χ.).
ΕΙΔΩΛΙΟ ΙΠΠΟΥ ΜΕ ΑΝΑΒΑΤΗ
Αριστουργηματικό έργο της αρχαϊκής μικροτεχνίας (575-550 π.Χ.) είναι το χυτό ειδώλιο ίππου και αναβάτη από τη Δωδώνη. Οι δύο μορφές έχουν κατασκευασθεί ξεχωριστά, αλλά και οι δύο με χύτευση. Ο νεαρός και αγένειος αναβάτης σώζεται ολόκληρος, εκτός από το δεξί χέρι, με το οποίο θα κρατούσε τα ηνία. Φοράει κοντό χιτώνα, που φέρει εγχάρακτη διακόσμηση στις παρυφές. Το σώμα του είναι μυώδες και η κόμη του απαρτίζεται από οριζόντιους βοστρύχους, που δένονται στην πλάτη, ενώ το πρόσωπό του αποκτά ζωντάνια με το έντονο βλέμμα. Ο ίππος σώζεται ολόκληρος μαζί με τη συμφυή στενόμακρη πλίνθο. Παριστάνεται σε άνετο βηματισμό και η πλούσια χαίτη του αποδίδεται πλαστικά με κατακόρυφους βοστρύχους και εγκάρσιες αυλακώσεις. Το ειδώλιο θεωρείται έργο κορινθιακού εργαστηρίου της βορειοδυτικής Ελλάδας και μάλλον αποτελούσε ζεύγος με παρόμοιο ειδώλιο ίππου από τη Δωδώνη, που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου. Οι δύο μορφές πιθανολογείται ότι απέδιδαν τους Διόσκουρους. Το ειδώλιο δωρίθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο από τον Κ. Καραπάνο.
Ο «ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ»
Εικονιστική κεφαλή και τμήματα από χάλκινο χυτό άγαλμα φιλοσόφου, πραγματικό έργο τέχνης της ελληνιστικής εποχής (240 π.Χ.). Ανασύρθηκαν από ναυάγιο του 1ου αιώνα π.Χ. και εκτός από το κεφάλι σώζονται τα πόδια της μορφής με τα σανδάλια, τα χέρια και τμήματα του ιματίου. Ο φιλόσοφος παριστάνεται όρθιος με μακρύ ιμάτιο. Με το αριστερό χέρι κρατούσε ραβδί, ενώ το δεξί είναι προτεταμένο. Στην κεφαλή του ώριμου άνδρα αποδίδονται με ρεαλισμό τα ατομικά χαρακτηριστικά. Τα μαλλιά είναι ατημέλητα και η γενειάδα πλούσια, το μέτωπό του χαράζουν βαθιές ρυτίδες, τα χείλη του είναι μισάνοιχτα, ενώ ξεχωρίζουν οι ένθετοι οφθαλμοί με το διαπεραστικό βλέμμα, που προσδίδουν ζωντάνια στην έκφραση του προσώπου. Πιστεύεται ότι απεικονίζεται ένας κυνικός φιλόσοφος, κατά πάσα πιθανότητα ο Βίων ο Βορυσθενίτης, που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Το άγαλμα θα ήταν στημένο σε κάποιο δημόσιο χώρο της πόλης, ίσως στην αγορά ή στο γυμνάσιο.
ΑΓΑΛΜΑ ΕΦΙΠΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Πρόκειται για το μοναδικό μέχρι σήμερα γνωστό έφιππο άγαλμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα, σε φυσικό μέγεθος (Ρωμαϊκή περίοδος, 10 π.Χ.). Η μορφή του Αυγούστου σώζεται από τη μέση και πάνω, ενώ το άλογο δεν έχει σωθεί. Ο αυτοκράτορας αποδίδεται με λεπτά χαρακτηριστικά, έχει κοντά ίσια μαλλιά και το πρόσωπό του θα αποκτούσε ζωντάνια με τα μάτια, που ήταν ένθετα από άλλο υλικό και δεν σώθηκαν. Φοράει βαρύ χιτώνα και από πάνω χλαμύδα, που διακοσμείται στην παρυφή με κρόσσια και ταινίες με μαίανδρο. Στο αριστερό πλευρό του, κάτω από το χέρι, διακρίνεται το ξίφος. Με το αριστερό χέρι θα κρατούσε τα ηνία του αλόγου, ενώ το δεξί υψώνεται σε χειρονομία ευλογίας ή λόγου (adlocutio gestus). Στον παράμεσο του αριστερού χεριού φέρει δακτυλίδι, που στη σφενδόνη έχει εγχάρακτο ραβδί οιωνοσκόπου (lituus), σύμβολο θρησκευτικού αξιώματος. Το χυτό αυτό άγαλμα αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα πορτραίτου Ρωμαίου αυτοκράτορα, έργο τέχνης που επιβάλλεται στο θεατή και ταυτόχρονα εξυπηρετεί την προβολή της δύναμης του ηγεμόνα.
Η Συλλογή Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου είναι μοναδική για την Ελλάδα και από τις πιο εντυπωσιακές στον κόσμο, λόγω της σπανιότητας και της σπουδαιότητας των έργων της. Η έκθεσή της, που άνοιξε για το κοινό τον Ιούνιο του 1994, περιλαμβάνει τα σημαντικότερα και τα πιο αξιόλογα αντικείμενα της συλλογής. Αυτά προέρχονται κυρίως από τις δύο μεγάλες δωρεές δύο φιλότεχνων και πλουσίων Ελλήνων της Αιγύπτου: του Λήμνιου Ιωάννου Δημητρίου από την Αλεξάνδρεια (που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια των ετών 1880-1885) και του Αλεξάνδρου Ρόστοβιτς από το Κάιρο (που πραγματοποιήθηκε το 1904). Η επιλογή και η παρουσίαση των εκθεμάτων οφείλεται κατά κύριο λόγο στον αείμνηστο αρχαιολόγο της συλλογής, Περικλή Κουραχάνη, και έχει γίνει με σκοπό να προβληθεί αφ’ ενός η εξέλιξη του αιγυπτιακού πολιτισμού και αφ’ ετέρου να τονισθούν τα ταφικά έθιμα της ύστερης περιόδου (25η Δυναστεία-30ή Δυναστεία), εποχής που χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα για τον πλούτο και την εξέλιξη των ταφικών εθίμων. Έτσι τα αρχαία που εκτίθενται καλύπτουν όλο το φάσμα του αιγυπτιακού πολιτισμού από τους προϊστορικούς χρόνους (γύρω στο 5000 π.Χ.) μέχρι και τους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης (30 π.Χ.-354 μ.Χ.), με ιδιαίτερη όμως έμφαση στους προδυναστικούς και καθαρά φαραωνικούς χρόνους (5000-332 π.Χ.). Τα εκθέματα καλύπτουν, επίσης, όλες τις εκφάνσεις της τέχνης. Περιλαμβάνουν αγάλματα, ειδώλια, ανάγλυφα, στήλες ταφικές ή αναθηματικές, σαρκοφάγους, περιβλήματα μούμιων, μούμιες, πήλινα, λίθινα και φαγεντιανά αγγεία, κανωπικά κιβώτια, κοσμήματα, πορτραίτα φαγιούμ, αρκετά κομψοτεχνήματα της μικροτεχνίας, καθώς και άλλα αντικείμενα από το δημόσιο και ιδιωτικό βίο στην αρχαία Αίγυπτο. Η παρουσίαση των εκθεμάτων γίνεται σε δύο αίθουσες στο ισόγειο του μουσείου (αίθουσες 40-41) και ακολουθεί χρονολογική σειρά. Τα εκθέματα πλαισιώνονται από το χάρτη της Αιγύπτου και μία σειρά επεξηγηματικών κειμένων, αναρτημένων στους τοίχους, τα οποία βοηθούν στην κατανόηση αυτού του αρχαίου πολιτισμού.
–ΠΡΟΔΥΝΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Από την πρώιμη αυτή περίοδο, που καλύπτει τη νεολιθική και χαλκολιθική εποχή (5000-3100 π.Χ.), εκτίθενται διάφορα αντικείμενα, κυρίως από λίθο. Πρόκειται για εργαλεία και όπλα, ανάμεσα στα οποία διακρίνεται ένας κεφαλοθραύστης, αγγεία, και σκεύη καλλωπισμού. Επίσης, εκτίθενται κοσμήματα κυρίως από ελεφαντόδοντο και πήλινα αγγεία.
–ΠΡΩΤΟΔΥΝΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Πήλινος αμφορίσκος με παράσταση πλοίων |
Ψευδόθυρα από τον μαστάμπα της Σενετίτες |
ΜΕΣΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Παρουσιάζονται αντικείμενα αντιπροσωπευτικά της περιόδου από το 2134 π.Χ. έως το 1650 π.Χ., που χαρακτηρίζεται για τον πλούτο της και την τεχνική τελειότητα των έργων της. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν αναθηματικά αγάλματα που απεικονίζουν ιδιώτες, ανάγλυφες ταφικές στήλες και αντικείμενα που είχαν τοποθετηθεί μέσα σε τάφους, όπως σκαραβαίους, μικρά ξύλινα ειδώλια και ομοιώματα πλοίων.
Επιτύμβια στήλη ζεύγους Μερού και Μερερού |
–ΝΕΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Η πιο εντυπωσιακή και πλούσια περίοδος της αιγυπτιακής ιστορίας, που χρονολογικά καλύπτει το β’ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., εκπροσωπείται από ποικιλία εκθεμάτων, όπως εντυπωσιακά αγάλματα, αλαβάστρινα αγγεία, σαρκοφάγους, ταφικές στήλες, μούμιες ζώων, και το τμήμα από άγαλμα του περίφημου φαραώ Ραμσή Β’.
Ναόσχημο εγκώλπιο μούμιας |
–ΥΣΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Τα εκθέματα που χρονολογούνται στην περίοδο από τον 8ο-4ο αιώνα π.Χ. είναι λιγότερα, αλλά περιλαμβάνουν έργα μοναδικά στο είδος τους ή σπάνια σε όλο τον κόσμο. Ξεχωρίζουν τα χάλκινα αγάλματα και αγαλματίδια, που απεικονίζουν κυρίως βασιλείς, καθώς και ευρήματα από τάφους.
Ξύλινο ταφικό κιβώτιο |
–ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Στην ενότητα αυτή εκτίθενται ευρήματα από την Πτολεμαϊκή περίοδο και από τους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης, δηλαδή από τον 4ο αι. π.Χ. έως το 395 μ.Χ. Από τα εκθέματα τα πιο αξιοσημείωτα είναι σαρκοφάγοι, μούμιες, το άγαλμα από το ιερό της Ίσιδος στο Μαραθώνα της Αττικής, ενώ την παράσταση κλέβουν τρία υπέροχα νεκρικά πορτραίτα Φαγιούμ.
ΑΓΑΛΜΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ ΤΑΚΟΥΣΙΤ
Αριστουργηματικό έργο, που αποτελεί τη μοναδική σωζόμενη απεικόνιση της πριγκίπισσας-ιέρειας Τακουσίτ (700 π.Χ.). Το άγαλμα είναι συμπαγές, από χαλκό αναμεμιγμένο με άργυρο και σώζεται σε άριστη κατάσταση. Απεικονίζει την Τακουσίτ, κόρη του Ακανουάσα, αρχηγού των Μαξύων κατά τη διάρκεια της βασιλείας του φαραώ Πιάγχι. Η μορφή απεικονίζεται σε στάση βαδίσματος, με καλοσχηματισμένο, βαρύ, γεμάτο σώμα και έντονα δηλωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Ο μακρύς, διάφανος χιτώνας, που υπογραμμίζει το σώμα, καλύπτεται ολόκληρος με εγχαράξεις γεμισμένες με νήματα ήλεκτρου (κράμα χρυσού και αργύρου), με την τεχνική της δαμασκήνωσης. Οι εγχαράξεις είναι παραστάσεις θεοτήτων της Κάτω Αιγύπτου και ιερογλυφικά κείμενα με προσευχές και προσφορές στις θεότητες αυτές. Το άγαλμα πιθανόν στόλιζε το ταφικό μνημείο της ιέρειας. Βρέθηκε στην Κάτω Αίγυπτος, ανατολικά της λίμνης Μαρεώτιδας στο λόφο Κομ-Κουρουγκά, κοντά στο χωριό Χος. Μοναδικό του παράλληλο θεωρείται το άγαλμα της Καραμάμα, της 22ης Δυναστείας (924-887 π.Χ.), που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου. Το έργο είναι δωρεά του Ιωάννου Δημητρίου.
ΑΓΑΛΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΣΑΒΑΚΑ
Είναι η πιο αντιπροσωπευτική κι η μοναδική ακέραια από τις ελάχιστες απεικονίσεις του φαραώ Σαβάκα, που σώζονται μέχρι σήμερα. Το αγαλματίδιο είναι συμπαγές και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Ο Νούβιος φαραώ απεικονίζεται σε στάση προσφοράς, γονατισμένος ταπεινά με τα χέρια προτεταμένα, και πιθανότατα κρατώντας αφιέρωμα σε κάποια θεότητα, που δεν σώζεται. Στην πόρπη της ζώνης της κοντής πτυχωτής φούστας του (sndy-t) υπάρχει εγχάρακτη δέλτος με το όνομά του. Στο κεφάλι του διακρίνονται τα περίτεχνα σγουρά μαλλιά, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ή το μπλε πολεμικό στέμμα, σύμφωνα με άλλους. Από πάνω, όμως, φοράει το στέμμα των Νουβίων φαραώ με τους διπλούς ουραίους, ενώ στο λαιμό του κρέμονται δεμένες «σε σκοινί» τρεις πλαστικές κεφαλές κριού, που ήταν το ιερό ζώο και το σύμβολο του Άμμωνα-Ρα, κυρίαρχης θεότητας αυτών των φαραώ. Το αγαλματίδιο ήταν πιθανότατα ανάθημα του Σαβάκα σε κάποιο τένος της Αιγύπτου ή της Νουβίας (Ύστερη περίοδος, 25η Δυναστεία, γύρω στο 700 π.Χ.). Δωρίθηκε στο μουσείο από τον Ιωάννη Δημητρίου.
ΑΓΑΛΜΑ ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΥ
Από τα πιο εντυπωσιακά πρώιμα έργα της αιγυπτιακής γλυπτικής είναι το άγαλμα ιπποπόταμου από γυαλισμένο μαύρο γρανίτη με λευκές κηλίδες. Το ζώο απεικονίζεται ξαπλωμένο, σε αυστηρά μετωπική στάση. Το βαρύ σώμα του είναι σχεδόν κυβόσχημο και αποδίδεται σχηματικά, σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, στα οποία αποτυπώνεται όλη η δύναμη του ζώου και αποδίδονται με φυσιοκρατικό τρόπο και με κάθε λεπτομέρεια. Τα μάτια και το στόμα είναι διακοσμημένα με εγχάρακτες γραμμές. Τέτοιου είδους γλυπτά, αυτής της περιόδου, από λίθο, με μεγάλες, σπανιότερα, ή μικρότερες διαστάσεις, βρέθηκαν είτε ως αναθήματα σε αποθέτες των πρώιμων ιερών της Αβύδου, της Ελεφαντίνης και της Ιερακούπολης είτε ως κτερίσματα σε τάφους. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση είναι περίαπτα με αποτροπαϊκό χαρακτήρα (φυλακτά) ή πιόνια παιχνιδιών. Εικάζεται ότι σε όλα αυτά τα γλυπτά απεικονίζεται κάποια πρώιμη θεότητα ή σύμβολο εξουσίας (τέλος Προδυναστικής περιόδου, γύρω στο 3000 π.Χ.). Το έργο είναι δωρεά του Ιωάννου Δημητρίου.
ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΤΗΛΗ ΦΑΡΑΩ ΤΕΦΝΑΧΤ
Αναθηματική στήλη, που στο ανώτερο, ημικυκλικό τμήμα της φέρει επίστεψη του φτερωτού ηλιακού δίσκου με δύο ουραίους, σύμβολο προστασίας των εικονιζόμενων μορφών. Ακριβώς από κάτω φέρει συμμετρική κοιλανάγλυφη παράσταση τριών μορφών: απεικονίζεται ο φαραώ Σεψεσρά Τεφνάχτ να προσφέρει το ιερογλυφικό σύμβολο του αγρού (sht) σε δύο θεότητες: στο δεξί τμήμα, στο θεό Ατούμ, που φορεί το διπλό στέμμα της Άνω και Κάτω Αιγύπτου, και στο αριστερό, στη θεά Νηίθ. Μεταξύ του φαραώ και των θεοτήτων, και στα δύο μέρη της στήλης, εικονίζεται ο υπηρέτης του ναού Ιρέφ-αα-Νηίθ, σε μικρότερη κλίμακα, όρθιος με τα σύνεργα του επαγγέλματός του: τη διχαλωτή ράβδο για το διώξιμο των φιδιών και τη σκούπα. Κάτω από την παράσταση υπάρχει εγχάρακτη ιερατική επιγραφή σε ένδεκα οριζόντιες σειρές, σύμφωνα με την οποία ο φαραώ Τεφνάχτ προσφέρει γη 10 αρούρων στο ναό της Νηίθ, κυρίας της Σάιδας, που θα νέμεται ο υπηρέτης των πυλών του ναού της, Ιρέφ-αα-Νηίθ και τα τέκνα του [Γ’ Μεταβατική περίοδος, 24η Δυναστεία, 728-720 π.Χ., 8ο έτος της Βασιλείας του (720 π.Χ.)]. Το έργο δωρίθηκε στο μουσείο από τον Ιωάννη Δημητρίου.
ΑΠΟΛΗΞΗ ΙΣΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΥ ΠΛΟΙΟΥ
Ιδιαίτερα σπάνιο έκθεμα είναι η κυλινδρική απόληξη ιστού από αιγυπτιακό πλοίο των χρόνων του Μέσου Βασιλείου. Ο σωλήνας είναι κατασκευασμένος με χύτευση και φέρει δύο ζεύγη κατακόρυφων κρίκων στην επιφάνειά του, και έναν ακόμη, οριζόντιο, στην κορυφή. Οι κρίκοι χρησίμευαν για το πέρασμα των σχοινιών του ιστίου του πλοίου. Στην επιφάνεια του σωλήνα έχει χαραχθεί κάθετη ιερογλυφική επιγραφή, που μας πληροφορεί ότι το αντικείμενο ήταν αφιέρωμα του επόπτη και μεγάλου άρχοντα της πόλης Κεμνύ, γιο του Γιούι, στους θεούς Όνουρι και Αθώρ. Αυτό το εξάρτημα αιγυπτιακού πλοίου είναι από τα ελάχιστα γνωστά στον κόσμο. Μοναδικά παράλληλά του είναι η χάλκινη απόληξη ιστού και το μικρό ομοίωμα από φαγεντιανή, που βρίσκονται στο Μουσείου του Καΐρου (Μέσο Βασίλειο, 2134-1650 π.Χ.). Το έργο είναι δωρεά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
ΑΓΑΛΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΧΑΠΙ
Μικρό χυτό άγαλμα νεαρού Αιγυπτίου, κομψό έργο της χαλκουργίας των τελευταίων ετών του Μέσου Βασιλείου (13η Δυναστεία έως αρχές Νέου Βασιλείου, 1600-1500 π.Χ.). Παριστάνεται ο Χάπι, όρθιος, σε στάση βαδίσματος, με το αριστερό πόδι εμπρός. Με το αριστερό χέρι κρατάει μια μακριά ράβδο και με το δεξί ένα ασημένιο εργαλείο, που δηλώνει το επάγγελμα του χρυσοχόου. Η μορφή χαρακτηρίζεται από το κομψό και ευαίσθητο πλάσιμο του λεπτού νεανικού σώματος και από τη σταθερότητα της κίνησής της. Ο Χάπι φορεί την ίσια κοντή περούκα και είναι ενδεδυμένος με την κοντή αιγυπτιακή φούστα. Οι λεπτομέρειες του προσώπου και του ενδύματος αποδίδονται με εγχάραξη. Η μορφή στηρίζεται επάνω σε ορθογώνια βάση, που είναι ξύλινη και επενδυμένη με λεπτό έλασμα χαλκού. Στην επιφάνειά της έχει χαραχθεί οριζόντια, σε τέσσερις σειρές, ιερογλυφική επιγραφή, σύμφωνα με την οποία το αγαλμάτιο είναι αφιερωμένο στον Όσιρι από τον αδελφό του νεκρού για την ψυχή (Κα) του νεκρού Χάπι. Το έργο είναι δωρεά του Ιωάννου Δημητρίου.
ΑΓΑΛΜΑ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΣ
Σπάνιο στο είδος του άγαλμα, που ξεχωρίζει λόγω των μεγάλων του διαστάσεων. Είναι κατασκευασμένο από μεγάλο συμπαγές κομμάτι ξύλου συκομουριάς και έχει υποστεί σημαντική φθορά. Η αρχική κάλυψη της επιφάνειάς του με λευκό επίχρισμα και χρώματα δεν διατηρείται σήμερα. Απεικονίζεται γυναίκα γονατιστή, που αλέθει σιτάρι ή καλαμπόκι, επάνω σε ορθογώνια συμφυή βάση. Η μορφή διακρίνεται για την κομψότητα του περιγράμματος και των αναλογιών του σώματος, αλλά και για το νατουραλισμό και την εκφραστικότητα της κίνησης. Το άγαλμα χαρακτηρίζεται ως το μοναδικό ξύλινο κτέρισμα αυτών των διαστάσεων, αφού τα σωζόμενα ξύλινα αγαλμάτια υπηρετών του Αρχαίου Βασιλείου είναι όλα μικρότερα. Σύμφωνα με το μικρό τμήμα της επιγραφής που σώζεται, το άγαλμα ήταν κτέρισμα του τάφου του δικαστή Τι, στη νεκρόπολη της Σακκάρα (Αρχαίο Βασίλειο, Τέλος 5ης Δυναστείας, γύρω στο 2300 π.Χ.). Το έργο είναι δωρεά του Ιωάννου Δημητρίου.
ΤΜΗΜΑ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ ΦΑΡΑΩ
Χαρακτηριστικό δείγμα της αιγυπτιακής τέχνης του Αρχαίου Βασιλείου είναι το ανώτερο τμήμα του αγάλματος που απεικονίζει φαραώ. Η μορφή έχει στρογγυλό, γεμάτο πρόσωπο, μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, τονισμένα με τις μακριές κοσμητικές γραμμές σε χαμηλό ανάγλυφο, ίσια μακριά σαρκώδη μύτη και μεγάλο στόμα με το ελαφρύ μειδίαμα. Στο κεφάλι φορεί την καλύπτρα νέμες (nms), με ισόπαχες οριζόντιες πτυχώσεις στα δύο μπροστινά άκρα, που φθάνουν στο στήθος. Εμπρός, στο μέσο της ανάγλυφης ταινίας της καλύπτρας, υπάρχει οπή, που πρέπει να χρησίμευε για την ένθεση μεταλλικού ουραίου. Κάτω από το πηγούνι υπάρχουν ακόμη δύο οπές για τη στήριξη του «ψεύτικου» ιερού-τελετουργικού πώγωνα. Στους φαρδείς ώμους και στο πλάσιμο του γυμνού αθλητικού κορμού επικρατούν οι στρογγυλεμένες φόρμες. Το άγαλμα απηχεί το απλό και κομψό πλάσιμο των ήρεμων και μεγαλόπρεπων μορφών της 4ης Δυναστείας (Αρχαίο Βασίλειο, 2520-2467 π.Χ.) και ίσως αποτελεί μία ακόμη απεικόνιση του φαραώ Χεφρήνου σε αλάβαστρο. Το έργο είναι δωρεά του Αλεξάνδρου Ρόστοβιτς.
ΑΓΑΛΜΑ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΑ
Αντιπροσωπευτικό έργο γλυπτικής της περιόδου του Αρχαίου Βασιλείου (5η Δυναστεία, 2465-2325 π.Χ.). Το άγαλμα σώζεται ακέραιο, σε πολύ καλή κατάσταση. Απεικονίζει το βασιλικό γραφέα Ραχοτέπ, όπως μας πληροφορεί ιερογλυφική επιγραφή στη βάση του, που αναφέρει το όνομα, το αξίωμα και τον τίτλο του εικονιζόμενου. Ο άνδρας παριστάνεται σε αυστηρά μετωπική στάση, καθισμένος σε στρογγυλευμένη προς τα πίσω βάση, στην τυπική στάση των γραφέων της περιόδου: οκλαδόν με το αριστερό πόδι πάνω από το δεξί και με τα χέρια να ακουμπούν στην ίσια κοντή φούστα, χωρίς όμως να κρατούν τον τυπικό πάπυρο. Στο κεφάλι φορεί τη μακριά περούκα με χωρίστρα στο μέσον, που φθάνει μέχρι τους ώμους. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου, όπως το μουστάκι και το περίγραμμα των ματιών και των φρυδιών, τονίζονται με μαύρο χρώμα. Με μαύρο χρώμα τονίζεται ακόμη η περούκα και το διάστημα μεταξύ του κορμού και των χεριών, ενώ με κόκκινο χρώμα αποδίδεται η ζώνη της φούστας και το περίγραμμα των ποδιών. Το άγαλμα είναι δωρεά του Ιωάννου Δημητρίου.
ΤΜΗΜΑ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΡΑΜΣΗ Β’
Το ανώτερο τμήμα συμπλέγματος αγαλμάτων, που πιθανότατα απεικονίζει το φαραώ Ραμσή Β’. Σώζεται το κεφάλι και τμήμα του κορμού του, ενώ ψηλά στον αριστερό βραχίονα έχει χαραχθεί η δέλτος του, γεγονός που οδήγησε και στην ταύτιση της μορφής. Ο φαραώ φοράει τη χαρακτηριστική καλύπτρα νέμες (nms), που τα απτύχωτα μπροστινά άκρα της φθάνουν μέχρι το στήθος. Τα ώριμα αυστηρά χαρακτηριστικά του προσώπου αποδίδονται με φυσιοκρατικό τρόπο: γεμάτο στρογγυλό πρόσωπο, με τονισμένα μήλα, μάτια αμυγδαλωτά με βαριά ανάγλυφα βλέφαρα και φρύδια, πλατύ στόμα, ίσια φαρδιά σαρκώδη μύτη και στρογγυλεμένο πηγούνι. Πίσω, ψηλά στην πλάτη σώζεται το χέρι δεύτερης μορφής, που βρισκόταν προς τα δεξιά του Ραμσή. Από τα πολλά σωζόμενα αγάλματα αυτού του φαραώ, άλλα χρονολογούνται στη διάρκεια της βασιλείας του και άλλα στη περίοδο του Ραμσή γενικά, αφού ορισμένα κατασκευάσθηκαν στην εποχή των διαδόχων του, αλλά φέρουν τη δική του δέλτο (Νέο Βασίλειο, 19η Δυναστεία, 1290-1070 π.Χ.). Το έργο είναι δωρεά του Αλεξάνδρου Ρόστοβιτς.
Η Συλλογή Σταθάτου περιλαμβάνει περίπου 970 αντικείμενα, που καλύπτουν όλες τις περιόδους του ελληνικού πολιτισμού, από τους προϊστορικούς χρόνους (5η χιλιετία π.Χ.) μέχρι και τους νεότερους (18ος αιώνας). Δωρίθηκε στο ελληνικό κράτος το 1957, από την ίδια τη συλλέκτρια, Ελένη Σταθάτου και σήμερα αποτελεί μέρος της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η έκθεση στεγάζεται στην αίθουσα 42, στο ισόγειο του μουσείου. Στις 36 προθήκες της, εκτός από τα χρυσά και ασημένια περίτεχνα κοσμήματα, εκτίθενται πήλινα και ασημένια σκεύη, γλυπτά και ειδώλια, καθώς και μικροτεχνήματα, σωστά αριστουργήματα, από διάφορα υλικά, όπως χαλκό, πηλό, γυαλί, οστό, έργα διαφόρων εργαστηρίων όχι μόνο της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, αλλά και της Ανατολής, που το καθένα χαρακτηρίζει με μοναδικό τρόπο την εποχή του. Η παρουσίαση της συλλογής έχει γίνει κατά σύνολα γεωγραφικά, ταφικά και κατά τύπους αντικειμένων, ακολουθώντας όμως πάντα τη χρονολογική σειρά έτσι ώστε να αναδεικνύεται η διαχρονικότητα και η συνέχεια της ελληνικής τέχνης.
–ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Στα εκθέματα περιλαμβάνονται εξαίρετα λίθινα πρωτοκυκλαδικά και μινωικά αγγεία, χρυσά ενώτια από την Πολιόχνη της Λήμνου, συλλογή μυκηναϊκών κοσμημάτων από τη Θήβα καιαμυγδαλόσχημος σφραγιδόλιθος με παράσταση πλοίου.
–ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Εκτίθενται πραγματικά αριστουργήματα της μικροτεχνίας, χαρακτηριστικά χάλκινα γεωμετρικά περίαπτα και ζώδια, μοναδικά αρχαϊκά χρυσά κοσμήματα και χάλκινα αγαλμάτια. Από τα εκθέματα ξεχωρίζουν ο μολύβδινος κούρος από τη Φιγάλεια, το χάλκινο αγαλματίδιο του κριοφόρου Ερμή, ένας χάλκινος αρχαϊκός ταύρος και τα ενώτια με ιππαλεκτρυόνες από τα Σπάτα.
–ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
Παρουσιάζεται η πλούσια συλλογή χάλκινων, χρυσών και αργυρών κοσμημάτων που προέρχονται από την περιοχή της Χαλκιδικής και χρονολογούνται στον 6ο, 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.
–ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η ενότητα περιλαμβάνει εξαίρετα αργυρά σκεύη του 5ου αιώνα π.Χ. από την Ιωνία και ορισμένα μοναδικά στο είδος τους αντικείμενα, όπως το πήλινο μικρογραφημένο αυγό του ερυθρόμορφου ρυθμού, έργο του ζωγράφου του Λουτρού.
–ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ
Εκτίθενται τα χρυσά αριστουργηματικά κοσμήματα του 4ου αιώνα π.Χ., που ανήκουν στον περίφημο «θησαυρό», που βρέθηκε στη Δημητριάδα της Θεσσαλίας.
–ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ
Παρουσιάζονται τα 35 μοναδικά αριστουργήματα της ελληνιστικής χρυσοχοΐας, που βρέθηκαν στο Καρπενήσι και αποτελούν τον περίφημο αρχαίο «θησαυρό».
–ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η ενότητα περιλαμβάνει εντυπωσιακά κοσμήματα, σκεύη και μικροαντικείμενα της ελληνιστικής εποχής.
–ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Εκτίθενται εντυπωσιακά αντικείμενα, κυρίως κοσμήματα από πολύτιμα μέταλλα και λίθους, όπως οι πλούσιες σειρές διάλιθων χρυσών ενωτίων και δακτυλιδιών, ένα χρυσό περιδέραιο με τα μαργαριτάρια και ένα χρυσό βραχιόλι με τα σμαράγδια.
–ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Εκτίθενται σκεύη, μικροαντικείμενα και εντυπωσιακά κοσμήματα, ανάμεσα στα οποία τα πιο αξιοσημείωτα είναι δείγματα από τα περίτεχνα στολίδια των γυναικών της βυζαντινής εποχής.
–ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Παρουσιάζονται μεταβυζαντινά χάλκινα και αργυρά σκεύη και κοσμήματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το αμφιπρόσωπο εγκόλπιο του 17ου αιώνα.
ΠΛΕΚΤΗ ΤΑΙΝΙΑ ΚΑΙ ΠΛΑΚΙΔΙΑ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟΥ
α) Χρυσή πλεκτή ταινία με ηράκλειο κόμβο στολισμένο με ορεία κρύσταλλο. Από το «Θησαυρό του Καρπενησίου» (Ελληνιστική περίοδος, τέλος 3ου αιώνα π.Χ.).
β) Τέσσερα πλακίδια περιδεραίου από ήλεκτρο με ανάγλυφες γυναικείες κεφαλές και κρεμαστά σφαιρίδια. Το καθένα διακοσμείται από δύο γυναικείες κεφαλές, έκτυπες πάνω σε χωριστό έλασμα. Τα ζεύγη των κεφαλών εγγράφονται σε ορθογώνιο πλαίσιο από στριφτά σύρματα που σχηματίζουν ένα είδος πλεξίδας. Το σύνολο αποτελούσε πιθανότατα ένα περιδέραιο στήθους. Τα πλακίδια φέρουν στο πάνω μέρος τους τρεις οριζόντιες θηλιές για το πέρασμα του νήματος που θα συγκρατούσε το σύνολο (Αρχαϊκή περίοδος, 650 π.Χ.).
ΧΡΥΣΗ ΖΩΝΗ
Χρυσή ζώνη στολισμένη με φύλλα, ποικίλα άνθη και καρπούς. Ανάμεσά τους μέλισσες, κάμπιες, πουλιά. Στην πόρπωση δελφίνια. Χρωματιστό σμάλτο, γρανάτες, κορναλίνες και γυαλί συμπληρώνουν τη διακόσμηση. Από το «Θησαυρό του Καρπενησίου» (Ελληνιστική περίοδος, 2ος αιώνας π.X.).
ΝΑΪΣΚΟΣ
Χρυσός κατάκοσμος ναΐσκος με τον Διόνυσο που υποβαστάζεται από νεαρό Σάτυρο. Δίπλα του είναι πάνθηρας. Την πρόσταση του ναΐσκου αποτελούν δύο ανάγλυφες παραστάδες με κορινθιακά επίκρανα και μπροστά τους δύο ολόγλυφοι κορινθιακοί κίονες. Το αέτωμα κοσμείται από ένα αστέρι με κορναλίνες μεταξύ δύο έκτυπων ροδάκων. Τη βάση κοσμούν εναλλάξ ρόδακες, προτομές και λίθοι ερυθρού και πράσινου χρώματος. Από το «Θησαυρό του Καρπενησίου» (Ελληνιστική περίοδος, 2ος αιώνας π.Χ.).
ΧΡΥΣΟ ΚΟΣΜΗΜΑ ΚΕΦΑΛΗΣ
Στο κέντρο μετάλλιο με έκτυπη προτομή της Αρτέμιδος με τη φαρέτρα. Γρανάτες και σμαράγδια ποικίλλουν τα στεφάνια που περιβάλλουν την προτομή. Στην περιφέρεια του μεταλλίου υπάρχουν κρίκοι πάνω στους οποίους στερεώνεται το πλέγμα των αλυσίδων, που διακοσμείται με προτομές γυναικών και ρόδακες. Από το «Θησαυρό του Καρπενησίου» (Ελληνιστική περίοδος, 3ος αιώνας π.Χ.).