«Χρειάζεται μια ευρωπαϊκή αναγέννηση προκειμένου να μπορέσουμε να δούμε, πώς θα χτίσουμε ένα ειρηνικό μέλλον στην ευρύτερη περιοχή μας»
Άρθρο του ΝΙΚΟΥ Ι. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ (*)
Οι ουσιώδεις λόγοι που μας οδήγησαν στη συμμετοχή μας στην ΕΕ, όπως η κοινή Ευρωπαϊκή προοπτική στα πεδία της οικονομικής σύγκλισης, της κοινωνικής συνοχής, της άμυνας, της ασφάλειας και της στρατηγικής, δυστυχώς, δεν είναι κάτι το δεδομένο. Τα Ευρωπαϊκά κράτη δεν προχώρησαν στη διατύπωση συλλογικών στρατηγικών σκοπών, ούτε σε δέσμευση πόρων για την απόκτηση των αναγκαίων μέσων, ούτε και στη διατύπωση ενός ενιαίου στρατηγικού δόγματος. Είδαμε, όμως, αρκετές φορές, αποφάσεις της ΕΕ εις βάρος άλλων χωρών, που επέφεραν οικονομικές κυρώσεις και που έχουν αναδειχθεί σαν ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία πολιτειακής οργάνωσης και εξωτερικής πολιτικής. Αποτελούν ένα μέσον επιβολής των συμφερόντων της επιβάλλουσας χώρας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πολιτική της κυβέρνησης της στοχευμένης χώρας, μέσω της επιβολής οικονομικών ζημιών.
Με όρους πλανητικών στρατηγικών εξελίξεων, οι κυρίαρχοι δρώντες είναι οι ΗΠΑ και οι αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις. Επιπλέον, η ανάδυση της Γερμανίας, ως του οικονομικά ισχυρότερου κράτους, το οποίο, όμως, στερείται ανεξάρτητης στρατηγικής υπόστασης, δημιουργεί μια ιδιόμορφη μεταβατική κατάσταση μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, την οποία κανείς δεν μπορεί να μη συνεκτιμήσει δεόντως. Η επιβολή οικονομικών κυρώσεων συναντά δριμεία κριτική, βασιζόμενη πάνω στην δυσάρεστη πραγματικότητα, ότι παρότι στο στόχαστρο των κυρώσεων βρίσκεται η κυβέρνηση της εκάστοτε χώρας, ο αποδέκτης των αρνητικών επιπτώσεων είναι ο λαός της στοχευμένης χώρας.
Πριν από 24 χρόνια, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο δυτικός κόσμος πέρασε από τον διπολισμό στον πολυπολισμό. Δόθηκε η εντύπωση, ότι η διεθνής τάξη πραγμάτων θα ήταν ειρηνική, σταθερή, αρμονική, με συνεργασία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Όμως, οι προβλέψεις και οι ελπίδες αυτές απεδείχθησαν αυταπάτη.
Η Ρωσία κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να ενταχθεί και να διαδραματίσει το δικό της εποικοδομητικό ρόλο, τόσο στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, όσο και στον διεθνή. Αρχικά, είχε γίνει αποδεκτή από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Τελικά, με αποκορύφωμα την πρόσφατα προκληθείσα διένεξη από δυτικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, χρηματοδοτούμενες από κράτη όπως η Γερμανία ή από ινστιτούτα, όπως το «Ινστιτούτο Κλίντον» στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, δημιουργήθηκε η κρίση στην Ουκρανία.
Οι σχέσεις συνεργασίας ΗΠΑ – Ρωσίας διερράγησαν και οι σχέσεις της Δύσης με την Ανατολή οδηγήθηκαν σε νέα κρίση. Επίσης, οι ηγέτες του δυτικού κόσμου απεδείχθησαν πρόθυμοι να εντάξουν την Κίνα στο διεθνές σύστημα, με αποτέλεσμα ο επιβληθείς απομονωτισμός της να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην Ασία, όπου οι πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παραμένουν ακόμα ανοικτές.
Εξάλλου, ο εγγύτερος ευρωπαϊκός χώρος βρίσκεται σε πολύ μεγάλη αναταραχή λόγω των πολεμικών συρράξεων, που προκάλεσε ο επιβληθείς εκδημοκρατισμός της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στη Συρία και στο Ιράκ, είναι εκρηκτική, καθώς επίσης και στη Λιβύη.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, προ μιας αναδιάταξης των συνόρων στις χώρες αυτές, ιδιαίτερα στην περιοχή του Κουρδιστάν. Η ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων, αντί της αναμενόμενης σταθερότητας, εμφάνισε σημάδια αστάθειας και μεγάλης έντασης, ιδίως μετά το 2008, με την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε, ότι δεν είχε ούτε τις δομές, αλλά ούτε και τους ηγέτες για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, που μετατράπηκε σε ανθρωπιστική κρίση.
Δεν μιλάμε, πλέον, για κρίση πολιτών, αλλά για κρίση εθνών. Το όραμα των ευρωπαίων πολιτών για μια Ευρωπαϊκή Ένωση με ανθρώπινο πρόσωπο, γκρεμίστηκε. Αυτό, είχε ως συνέπεια, να δημιουργηθούν φυγόκεντρες δυνάμεις και αποσχιστικές τάσεις σε πολλές περιοχές της ευρωπαϊκής επικράτειας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία καθοδηγείται από τη Γερμανία, ακολούθησε μια κοντόφθαλμη πολιτική στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, αδιαφορώντας για τις αρνητικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, που οδήγησαν στην αύξηση του αντιενωσιακού αισθήματος των ευρωπαίων πολιτών.
Αυτή την πολύ κρίσιμη στιγμή, διακυβεύεται η σταθερότητα και η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το «ευ ζην» δεκάδων εκατομμυρίων συμπολιτών μας στην Ευρώπη. Αποτελεί γεωπολιτική και γεωστρατηγική παράνοια η επιβολή κυρώσεων σε βάρος ενός κράτους -αναφέρομαι στη Ρωσία, το οποίο, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της οικονομικής -και όχι μόνο- κρίσης, που αντιμετωπίζουμε.
Λέω τη λέξη «παράνοια», διότι επιβάλαμε κυρώσεις στο κράτος αυτό για ένα πρόβλημα με την Ουκρανία, που το προκάλεσαν δυτικές μη κυβερνητικές οργανώσεις και δεν επιβάλλουμε κυρώσεις στην Τουρκία, η οποία, σήμερα που μιλάμε, παραβιάζει την κυπριακή ΑΟΖ με πολεμικά πλοία, προκαλώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση και μη αναγνωρίζοντας κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Κύπρος.
Όσον αφορά στη μακροοικονομική ανάλυση των επιπτώσεων των οικονομικών κυρώσεων, υπάρχουν πολλά κανάλια μέσω των οποίων οι οικονομικές κυρώσεις μπορούν να βλάψουν την οικονομία μιας χώρας, όπως η πτώση στις εξαγωγές και στις εισαγωγές, η μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης της χώρας στις παγκόσμιες αγορές, καθώς και η σμίκρυνση των εισροών διεθνών κεφαλαίων στη στοχευμένη χώρα, όπως: η απόσυρση των διεθνών άμεσων επενδύσεων και η παύση της διεθνούς οικονομικής βοήθειας και των διεθνών επιχορηγήσεων. Επίσης, οι οικονομικές κυρώσεις αποτελούν ενδείξεις, ότι πολιτικές ή κοινωνικές διαμάχες στην εν λόγω χώρα πρόκειται να κλιμακωθούν. Ως εκ τούτου, οι οικονομικές κυρώσεις αποτελούν σοβαρή απειλή για την πολιτική σταθερότητα του στοχευμένου κράτους, καθώς, επιφέρουν μεγάλη αβεβαιότητα, ως προς το μέλλον του πολιτικού αλλά και του νομικού συστήματος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει άμεσα να αναλάβει πρωτοβουλίες το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να ασκήσει ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίλυση των διαφορών που αναπτύσσονται στο εγγύτερο γεωγραφικό της περιβάλλον, προτού τα προβλήματα αυτά μετατραπούν και σε δικά της προβλήματα. Πιστεύω, ότι χρειάζεται μια ευρωπαϊκή αναγέννηση, προκειμένου να μπορέσουμε να δούμε, πώς θα χτίσουμε ένα ειρηνικό μέλλον στην ευρύτερη περιοχή μας.