Τοῦ Γιώργου Νικολακάκου, Μ.Α.
Ἠ τεχνική πού ἐφαρμόζεται σήμερα στήν Ελλάδα φαίνεται νά ἀποσκοπῆ στήν χειραγώγησιν τῆς σκέψεως τῆς μάζας παρά στόν προσεταιρισμό ὀπαδῶν ἀπό μιά ίδεολογία. Εκπέμπονται μηνύματα τά ὀποῖα περικλείουν κάθε δυνατήν ἐρμηνεῖα καί πού μποροῦν νά προκαλέσουν συγκινήσεις. Αντιλαμβάνονται ὄτι μία σκέψις «διασαλευμένη» δέν εἶναι ἰκανή νά συλλάβη μηνύματα τά ὀποῖα μποροῦν νά ἐνταχθοῦν σέ ἕνα λογικά συγκροτημένο σύνολον ἰδεῶν καί πεποιθήσεων. Συνεπῶς, ἡ μάχη διεξάγεται μέ διαφορετική τακτική, μιά τακτική πού άποσκοπεῖ στόν ἐκμαυλισμό τῶν συνειδήσεων καί στήν ἐξασθένισιν τῆς σκέψεως. Εἶναι μιά τακτική πού προσφέρει μιάν λογική πού εἶναι προσιτή στό ἄτομο περιωρισμένης ἐμβέλειας καί πού μπορεῖ νά λειτουργῆ σάν ἄσυλο γιά τήν ἄγνοια του. Ἡ λαϊκίστικη ρητορεῖα καί ἡ σοφιστεῖα εἶνα τά πιό ἀποτελεσματικά μέσα γιά τήν ἐπιτεύξιν αυτῆς τῆς λειτουργίας. Ἔτσι σήμερα ἔχομε φθάσει στό σημεῖο πού ἡ ἀποτίμησις τῶν κάθε ἀποτελεσμάτων γίνεται μέ τό κριτήριο τῶν λαϊκίστικῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδεολογικῶν ψευαισθήσεων πού ἔχει δημιουργήσει ὁ λαϊκισμός. Ὁ λαϊκισμός προωθεῖ τήν συμμετοχή τῶν ἀτόμων σέ ἕναν κοινότυπο κόσμο μέ ἰσοπεδωτικές ἰδιότητες. Προωθεῖ τά ἄτομα σέ δρόμους εὐκολους ἔξω ἀπό τίς λογικές διεργασίες καί τούς προβληματισμούς καί τά ὡθῆ νά ἀναζητούν τά πρότυπα ἀναφορᾶς τους σέ ἕναν πολιτισμικόν χῶρο πού ἔχει καταργήσει τήν ἀξίωσιν τῆς ὀρθολογικῆς καί ποιοτικῆς ἐκτιμήσεως τῶν στοιχείων πού συνθέτουν τά καθημερινά προβλήματα, καθῶς καί τήν ἀξίωσιν ἀξιολογήσεως τῶν ἐπιλογῶν πού ὑποχρεούμεθα νά κάνωμε.
Ἔτσι ἔχει διαμορφωθῆ ἕνα κλίμα πού ἡ κοινωνία κατατάσσει τά πᾶντα σέ μιά ἰεραρχία πού ἔχει συσταθῆ ἀπό τίς λαϊκίστικες ἰδέες. Ἡ κοινωνική πραγματικότητα συντελεῖται μέ τά μέσα τῆς λαϊκίστικης λογικῆς καί τῶν άμέσων παραστάσεων πού προσφέρονται μέσα ἀπό τήν λαϊκίστικη λογική, μιά λογική ἀπό τήνὀποῖαν δέν μπορούν νά προκύψουν τά ἀνώτερα καί πιό περίπλοκα νοηματικά ἐργαλεῖα γιά τήν λήψιν τῶν ἐνδεδειγμένων μέτρων.Ετσι ἀντί νά προσπαθοῦμε νά ἀπαλείψωμε τίς οἱκονομικές διαφορές, καταλήγομε νά ἀπαλείφωμε τίς πνευματικές διαφορές καί καθιερώνομε τήν κοινήν λογική καί τόν κοινόν λόγο. Σέ μιά τέτοια προσπάθεια εἶχε ἀποδυθῆ τό Πασοκ καί τέτοια ἀποδύεται σήμερα καί ὁ Σύριζα καί ἠ Νέα Δημοκρατία. Τό πασόκ ἐξέφραζε μιάν κοινωνία μετρίων πνευματικά καί πολιτιστικά ἀνθρώπων πού ἤθελαν νά ἀποτελέσουν τήν νέα ἰθύνουσα τάξι τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας.Τό Πασοκ ἤθελε νά δημιουργήση, καί τό κατόρθωσε, μιά νέα ἀστική τάξι πού δέν θά εἶχε παράδοση καί ἰστορία, πού δέν θά εἶχε ἀφήσει παρακαθῆκες καί δέν θά ἤταν θεματοφύλακας κάποιων παραδοσιακῶν ἀξιῶν, ἀλλά ὁ ἐκφραστῆς ἑνός πνεὐματος πού δέν θά ἐμφορῆται ἀπό καμία παραδοσιακή ἀξία. Τῶρα τήν σκυτάλη πῆρε ἡ Ρεπούση, ο Δήμου, ἡ Φραγκουδάκη. Ακούμε τούς ὐπέρμαχουν τῆς δημοτικῆς, ὄχι μόνον νά ἀσχημονοῦν κατά ἐκείνων πού προβλήματίζονται γιά τήν ἐξέλιξιν τῆς γλώσσης ἀλλά καί νά προβαλλουν τόν ἐαυτόν τους σάν τήν ἐνσάρκωσιν τῆς προοδευτικότητος, σάν τούς ἐκροσώπους τῆς ὑψηλῆς διανοήσεως.
Ο πολιτικός λόγος λειτούργησε κατά τέτοιον τρόπο πού μετέτρεψε τήν δημοκρατία σέ λαολαγνεία (ο,τιδήποτε θώπευε λαϊκά ώτα ήταν «δημοκρατικό» -ἀξιοσέβαστο ἰδεολογικά, νομιμοποιημένο πολιτικά και κατοχυρωμένο συνταγματικά) και ὐπονόμευσε συστηματικά καί ἀποτελεσματικά κάθε ἔννοια «δημοσίου συμφέροντος» ὑπονομεύθηκε συστηματικά καί ἀποτελεσματικά. Αύτή ἡ ὑπονόμευσις προεκλήθη τόσο από φιλελεύθερα όσο και από λαϊκιστικά ρεύματα και ανέδειξε τό ίδανικό ἐνός καταναλωτή που ὑπάρχει γιά να καταναλώνη διαρκῶς περισσότερο, χωρίς να παράγει τα αντίστοιχα.
Ο πολιτικός λόγος ὄλων τῶν κομματικῶν καί ἰδεολογικῶν παράταξεων ὑπῆρξε ἀπροκάλυπτα λαϊκιστικός.Ὄταν οἱ πράξεις καί οἱ ἐνέργειες τῆς πολιτικῆς κοινότητος διέπονται ἀπό τήν λαϊκίστικη λογική, ὄταν ἡ γνώσις ἀπλοποιεῖται γιά νά γίνη προσιτή στήν κοινή σκέψι, καταργεῖται ἡ ἀξίωσις τῆς ὀρθολογικῆς καί ποιοτικῆς ἐκτιμήσεως τῶν στοιχείων πού συνθέτουν τά καθημερινά προβλήματα. Τά πάντα κατατάσσονται σέ μιάν ἰεραρχία πού ἔχει συσταθῆ ἀπό τίς λαϊκίστικες ἰδέες. Σἠμερα ὁ λαϊκίστικος πολιτικός λόγος βρίσκεται σέ ἔξαρσι καί διατυπώνεται τόσο ἀπό φορεῖς τῆς Αριστεράς, ὄσο καί τῆς Δεξιάς. Επίσης, μέσω τῆς τηλεοράσεως, ὄσον καί μέσω τοῦ διαδικτύου, ἔχει κυριαρχήσει ὁ ἀπλουστευτικός, ὀ «ρηχός», μανιχαϊκός λόγος ὁ ὀποῖος εἶναι ἐπίσης βασικό χαρακτηριστικό τοῦ λαϊκισμοῦ.Ἡπολιτική πού άκολουθεῖται στήν Ἐλλάδα καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον διεξάγεται ὁ πολιτικός διάλογος ὑποκινεῖ µέ ἀπλοποιηµένα συνθήµατα καί συναισθήµατα και τροφοδοτεῖ µνησικακίες. Ἡ ἄκρα δεξιά προπαγανδίζεται ὧς εκφραστῆς τῶν ἀπλῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀνησυχιῶν ἥ φόβων τους καί ὑπερασπίστρια τῆς πολιτισµικῆς ταυτότητος και παραδοσιακών αξιών καί ἡ ἁριστερά ὧς µάχιµη ἀγωνίστρια κατά τοῦ ἀπόφευκτου ξεπουλήµατος ἐθνικῶν συµφερόντων καί ἡ πανάκεια γιά τήν ἔξοδο ἀπό τήν οίκονομική κρίσι.
Τό κορύφωμα τού λαϊκίστικου λόγου εἶναι ἡ φιλολογία περί κουρέμματος τοῦ ἑλληνικοῦ χρέους. Στο τέλος του 2009 ὁ ἐλληνικός λαϊκισμός ζητοῦσε διαγραφή τοῦ χρέους, «δεν χρωστάμε, δεν πληρώνουμε». Όταν «κουρεύτηκε» ένα μεγάλο μέρος τοῦ ελληνικοῦ χρέους, ἔκπληκτοι διαπιστώσαμε ὄτι τό επαναστατικό ἐκεῖνο αἴτημα δέν ἧταν τόσο ἀνέφελο ἀλλά μάλλον καταστροφικό. Ασφαλιστικά ταμεῖα, ἀσφαλιστικές ἐταιρεῖες, δημόσιες ἐπιχειρήσεις, πανεπιστήμια, νοσοκομεῖα καί δεκάδες χιλιάδες πολίτες εἴδαν ἕνα μεγάλο μέρος τῆς περιουσίας τους νά ἐξανεμίζεται. Οι τράπεζες συντηροῦνται μέ ὄρό, οι μέτοχοί τους ἔχασαν τήν ἀξία τῶν μετοχών τους. Ἡ ἀγοραστική δύναμις τοῦ λαοῦ κατέρρευσε μέ ἀποτελέσμα να καταρρεύση ὁ τζἴρος τῶν ἐπιχειρήσεων, νά κλείσουν χιλιάδες ἀπό αυτές καί ἡ άνεργία να ἐκτιναχθῆ στά ὕψη.Τῶρα καταλάβαίνομε ότι διαγραφή τοῦ χρέους δέν μπορεῖ νά γίνη δίχως νά ὑπάρξουν τεράστιες συνέπειες, οῦτε μέ ἀπώλειες τῶν χρημάτων τῶν ξένων δανειστῶν.
Οἰ πολλαπλές παθογένειες τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους συντηροῦνται διαχρονικά μέ λαϊκίστές ἀδιέξοδες πολιτικές. Μία ἀπό αὐτές τίς παθογένειες εἶναι καί ἡ ἀναξιοκρατία, πού καθιστᾶ τήν δημόσια διοίκησι δυσλειτουργική καί τό κράτος μή παραγωγικό. Μέχρι, ὁ πολιτικός πολιτισμός νά αποβάλλη τήν νοοτροπία τῆς ἀναξιοκρατίας, θα συνεχίσουν νά θριαμβεύουν ἡ μετριότητα καί ἡ κοινωνική ἀδικία καί θά καθαγιάζεται ἡ ἐλάσσων προσπάθεια.Δέν χρειάζεται νά εἶναι κάποιος είδικός γιά νά συνειδητοποιήση τήν ἀνάγκη τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀξιολογήσεως, μέ προϋπόθεσιν φυσικά δίκαια κριτήρια γιά τόν περιορισμό τῆς ἀναξιοκρατίας. Φυσικά, αὐτοί ποῦ ἀνέκαθεν προωθοῦσαν τήν ἀναξιοκρατία πίσω ἀπό τήν μάσκα τοῦ δῆθεν «προοδευτισμοῦ», τῶρα ξορκίζουν τήν ἀξιολόγησι καί λαϊκίζουν είς βᾶρος τῆς χῶρας, ὄπως ἀκριβῶς πράττει ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αὐτοί πού ἐκπροσωποῦν ὄσους βολεύτηκαν μέ ψεύτικα στοιχεῖα, πλαστά πτυχία καί πιστοποιητικά, ὑφαρπάζοντας τίς θέσεις ἀπό ὄσους ἧταν ἰκανοί καί ἄξιοι καί πληροῦσαν τἀ ἀπαραίτητα προσόντα. Εἶναι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἀριστερόστροφης νοοτροπίας πού μέ τίς παθογένειες πού συντήρησαν ὀδήγησαν τήν χῶρα στά σημερινά ἀδιέξοδα. Εἶναι οἱ νεόκοποι ὀραματιστές του 1981. Εἶναι ὄσοι σκέφτονται τήνν κάλπη καί ὄχι τό αὔριο τῆς χῶρας.
Σήμερα στόν ἐλληνικον πολιτικόν λόγο κυρίαρχη θέση κατέχει ὁ ἀριστερός λόγος, ἕνας λόγος καθηλωμένος στό φασματικό του πάνθεον, στίς ίστορικές του ἀπολήξεις. Μιά διαστροφή πού ἀδυνατεῖ νἀ ἀναγνώση τούς συμπτωματολογικούς θριάμβους τῶν ἠμερῶν μας. Τὀ κυριώτερο χαρακτηριστικό τοῦ πολιτικοῦ λόγου τῆς Ελληνικῆς Αριστερᾶς εἶναι ἡ συνθηματολογία ὄπως όχι στήν ίδιωτικοποίησιν τῆς παιδείας», «όχι στις απολύσεις», «όχι στις μειώσεις μισθών» καί ἡ συνεχῆς ἐρωτοτροπία του μέ τήν πολιτική καθαρότητα (να φύγουν αυτοί!, πρόδοτες και αληθινοί πατριώτες, να ἔρθουν οι νέοι να κυβερνήσουν).Ο λόγος της εἶναι ἕνας λόγος παραδομένος ἐξ ολοκλήρου στήν μετασοβιετική του μελαγχολία. Οι ίδεοληπτικές της ἀγκυλώσεις, καί οἱ λαϊκιστικές ἐξάρσεις τους, διαγράφουν ἕνα ζοφερό, ἀσφυκτικό καί ἀδιέξοδο περιβάλλον, πού ἀδυνατεῖ νά ἐντοπίση τά σημεῖα τῶν καιρῶν καί νά ἀναζητήση τίς λύσεις τους. Οὖτε τήν ἐκτακτικότητα τῆς κρίσεως μπορεῖ να ἀναγνωρίση, ἀλλά οὖτε καί τήν συντριπτικότητα του γεγονότος τῆς χρεωκοπίας μιᾶς χῶρας. Δέσμιος μιᾶς ψυχικῆς κάθειρξης πού τοῦ ἐπέβαλλε ἡ ἐμφυλιοπολεμική του ἥττα, ἀλλά καί καθηλωμένος στα σπάργανα της ιδεολογικής του κουρελαρίας, ἀδυνατεῖ να συλλάβη τό μέγεθος τοῦ Πραγματικοῦ καί νά ἐκτιμήση τό δικό του συμβολικό κῦρος μέσα σέ αὐτό. Ο Παπανδρεϊκός λαϊκισμός μέσα στήν περίοδο της ἐδράζεται σήμερα στόν ἀντιπολιτευτικόν λόγο τοῦ ΣΥΡΙΖΑ καί μάλιστα σέ ὄλες τίς χαρακτηριστικές του πτυχές. Από τόν εὐρωσκεπτικισμό του ἔως τίς ἀνέξοδες ἀνταποκρίσεις του σε ὄλα ἀνεξαιρέτως τἀ λαϊκά αἰτήματα, προσφάτως μάλιστα και στήν διάσωσιν τῆς σύνταξης τῶν ἄγαμων θυγατέρων, ἐνός χουντικοῦ, ἀντινεωτερικοῦ νομοθετήματος.
Μετά τό 1981, στό ὄνομα τοῦ ἀριστεροῦ προοδευτισμοῦ καί πρός χάρην μιᾶς άριστερᾶς ἥ ἀριστερίστικης μειοψηφίας στήν πολιτική μας ἐπέκρατησε ἔνας ἐπικίνδυνος λαϊκισμό πού τελικά όδήγησε στό νά παίρνονται οἰ ἀποφάσεις γιά ὄτιδήποτε ἀπό μιά μειοψηφία άντί να ἐπιβάλλονται ἀπό τήν πλειοψηφία. Ἔτσι φθάσαμε στό σημεῖο νά κασταστρατηγοῦνται ἀπό «διαμαρτυρόμενους» δικαιώματα πού εἶναι κατοχυρωμένα ἀπό τό Συνταγμα, δηλαδή, δικαιώματα ἄλλων κοινωνικῶν ὀμάδων. Τα τελευταία χρόνια, μέ ἀφορμή τις ἐκδηλώσεις, καί, κυρίως, τις παρελάσεις, γιά τήν Εθνική Επέτειο τοῦ ΟΧΙ, οι γνωστές μειοψηφίες, ἐπέβαλαν τήνν κατάργησιν τῶν ἐθνικῶν ἐμβατηρίων, τήν μή ἀναφορά στά πραγματικά ίστορικά γεγονότα.Οί δειλοί καί ἀνίκανοι νά ἀναλάβουν τις εὐθῦνες τους , πολιτικοί μας, ἀντί να προστατέψουν τήν Δημοκρατία, τήν ἐλεύθερη έκφρασι καί τό δικαίωμα τῆς ίστορικῆς μνήμης, ἀνακάλυψαν τα… κάγκελα.Ὄμως ἡ Δημοκρατία δέν προστατεύεται μέ κάγκελα. Η Δημοκρατία προστατεύεται με νόμους. Με νόμους ισχυρούς καί αὐστηρούς, γιά ὄποιους τολμήσουν να τούς ἀγνοοῦν.Επί τέλους αὐτή θά πρέπη νά ἐκφωνήσωμε τόν ἐπικήδειο αὑτής τῆς νοσηρής μεταπολίτευσης γιά νά μπορέσωμε να εφαρμόσωμε τούς κανόνες τῆς δημοκρατίας.
Η Αριστερά, σάν ἡ κύρια ἀντιπολευτική δύναμις τῆς χῶρας θά πρέπει νά πολιτεύεται μέ αὐξημένη σοβαρότητα καί ὑπευθυνότητα. Θά πρέπη νά ἐκφέρη ἕναν πολιτικό λόγο πού θά ενεργοποιῆ τόν λαό γιά τήν ἀνἀληψιν πολιτικῆς δράσεως, μιᾶς δράσεως πού θά ἔχει σάν στόχο τήν ἔξοδο τῆς χῶρας ἀπό τό τέλμα στό ὀποῖον εἶναι βυθισμένη. Ἠ Ελληνική κοινωνία αὐτήν τήν στιγμή ἀντιμετωπίζει ἕνα σοβαρό πρόβλημα. Στίς προηγούμενες δεκαετίες ἕζησε μέ μεγάλες καταναλωτικές ἀνέσεις. Γιά νά μήν χάση αὐτές τίς ἀνέσεις εἶναι πρόθυμη νά κάνη μεγάλες πολιτικές ἐκπτώσεις. Η ἀπώλεια τῶν καταναλωτικῶν άνέσεων καί ἡ μαζική χειραγώγησις ἔχουν καλλιεργήσει ἔναν μαζικό φόβο γιά ὀποιαδήποτε μαζική αντίστασι καί κοινωνικόν ἀγῶνα ἐνάντια στήν ἀδικία πού ἡ ἑλληνική κοινωνία βιώνει μέσα ἀπό τήν συνεχή πολιτική λιτότητας. Μιά κοινωνία πού τῶρα πού χρειάζεται κινήσεις αὐτενέργειας ὄσο πότε, αὐτή δείχνει να εγκλωβίζεται στις δομές ἐξουσίας καί νά ἐπιθυμεῖ νά ἐκπροσωπῆται, δηλαδή νά ἐτεροκαθορίζεται: νά μήν εἶναι λαός, δῆμος, τάξις. Η συγκάλυψις αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, μαζί μέ τίς ἐξουσιαστικές σκοπιμότητες, μᾶς δείχνουν τόν καθαρά δημαγωγικόν ρόλο τοῦ ἐθνικοπατριωτικοῦ καί ἀριστεροῦ λαϊκισμοῦ.
Ο Σύριζα, ὁ κυριώτερος ἐκφραστῆς τῆς Αριστερᾶς, μέ τό νά αμφισβητῆ τήν δημοκρατική νομιμότητα μέ πράξεις περιφρονήσεως τοῦ Νόμου, ὄπως μέ τήν ἄρνησιν τῶν Περιφερειῶν να δώσουν τα στοιχεία τῶν ὑπαλλήλων τους γιά την αξιολόγησι καί με τό νά ὑποθάλπη τίς καταλήψεις τῶν σχολείων, μέ τίς πονόψυχες και αριστερίστικες φρασεολογίες, περί «τοκογλυφίας», «νέας κατοχῆς καί δωσιλόγων», συνετελεῖ στήν ἔκπτωσι τῆς πολιτικῆς καί στήν ὑπονόμευσιν τῶν δημακρατικῶν θεσμῶν. Καλλιεργεῖ τόν κοινωνικόν φθόνο καί τόν ίσοπεδωτισμό, τήν άσυδοσία καί τήν ἀναξιοπιστία, τήν αύθαιρεσία καί τήν άνευθυνότητα, τόν άνορθολογισμό καί τήν διγλωσσία. Σήμερα ο λαϊκισμός προωθεῖται άπό ὄλες τίς κομματικές καί ἰδεολογικές παρατάξεις μέσα στα πλαίσια του μεταμοντέρνου μηδενισμοῦ, γιά τόν ὀποίον δέν ὑπάρχουν ἀξίες, ὅπως ἡ Δημοκρατία ή ο σεβασμός τοῦ Νόμου. Αν ἡ Αριστερά ἔλθει στήν ἐξουσία, θά όδηγήση σε γενικευμένη ανομία, άναρχία καί χρεωκοπία, ἡ όποῖα τελικά θά ὀδηγήση στήν δικτατορία τῆς φασιστικῆς δεξιᾶς.