ΠΟΙΟ  ΥΠΗΡΞΕ  ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ;

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γράφει ὁ Γιῶργος Νικολακάκος, Μ.Α.

Σε όλο τον 20ο αίῶνα ἡ δημοτική γλῶσσα  ἀντιμετωπίστηκε ὥς φορέας ίδεολογίας ἀπό τούς ίδίους τούς ὀπαδούς της, κυρίως ὧς γλώσσα τῆς λαϊκής βουλήσεως ἥ καί ὧς ὄπλο τῆς ἐργατικής τάξεως. Η καθιέρωσις τῆς δημοτικῆς ἔγινε στά πλαίσια γλωσσικών μεταρρυθμίσεων των κυβερνήσεων τῆς Νέας Δημοκρατίας καί τοῦ ΠΑΣΟΚ. Ὄλες αὐτές οἱ μεταρρυθμίσεις ἔγιναν ὑπό τήν πίεσιν μιᾶς  παραζαλισμένης ἀριστερᾶς πού νόμιζε ὄτι αὐτές οἰ μεταρρυθμίσεις όδηγοῦσαν σέ κάποιον φαντασιακόν…
σοσιαλιστικό μετασχηματισμό ἀλλά καί στόν ἐκδημοκρατισμό καί τήν πρόοδο τῆς κοινωνίας. Στά πρῶτα ίδίως χρόνια τῆς μεταπολιτεύσεως αὐτός ὁ θολός προοδευτισμός ἔθρεψε μέ ἐπιτυχία τήν ρητορική τῆς Νέας Δημοκρατίας καθῶς καί μεγάλου μέρους της Αριστερᾶς καί πολύ περισσότερο τοῦ ΠΑΣΟΚ. Ταὐτόχρονα καθιερώθη καί τό μονοτονικό ὑπό το ἴδιο πρόσχημα, τοῦ «ἐκδημοκρατισμοῦ» τῆς παιδείας καί τῆς ἄρσεως τοῦ «γλωσσικοῦ διχασμοῦ». Στήν πραγματικότητα, ἀντικαθιστοῦσαν τήν μιά ὀρθοδοξία –αὐτήν τῆς καθαρευούσης- με μιάν άλλη –αὐτήν τῆς δημοτικῆς- καί περιθωριοποιοῦσαν τήν λόγια παράδοσι τῆς έλληνικῆς γλώσσης. Ὄπως στιγματιζόταν παλαιότερα ἡ χρήσις ὄρων τῆς δημοτικῆς, ἔτσι δαιμονοποιήθηκε ἡ χρήσις ὄρων τῆς καθαρευούσης, σάν νά μήν ἀποτελοῦν καί οἱ δῦο διαφορετικές μορφές τῆς μιᾶς γλῶσσας καί νά μήν εἶναι δικαίωμα τοῦ κᾶθε χρήστη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης νά έπιλέγη σέ ποιές περιστάσεις θά χρησιμοποιῆ ὄρους τῆς μιᾶς ἥ τῆς ἄλλης. Η διάκρισις μεταξύ γραπτοῦ καί προφορικοῦ λόγου, σαφές καί ἀναγκαῖο χαρακτηριστικό κάθε γλώσσας, ἰσοπεδώθηκε στόν ἐλάχιστον κοινόν παρονομαστή, το παλλάδιο τοῦ λαϊκισμοῦ.

Τήν ἐποχή πού ἔλαβαν χῶρα οἱ γλωσσικές «μεταρρυθμίσεις» στήν ἑλληνική γλῶσσα  εἶχε ἤδη συντελεστεῖ μιά σύνθεσις λόγιων καί λαϊκῶν στοιχείων ἡ ὀποῖα ἀντανακλάτο στήν γλῶσσα τῶν ἐφημερίδων καί στίς μεταφράσεις ἀρχαίων θεατρικῶν ἔργων καί στά λογοτεχνικά ἔργα.Ἡ γλῶσσα ἐξελίσσετο με φυσιολογικόν τρόπο καί δέν ὑπῆρχε λόγος νά γίνουν αὐτές οἰ βίαιες καί άκραῖες ἐπεμβάσεις.  Εκείνοι πού πρωτοστάτησαν στήν μεταρρυθμιστική ἐκστρατεῖα ἧταν ἄνθρωποι ἄσχετοι μέ γλωσσικά θέματα. Αγνοήθηκαν οἱ ἀνθρωποι πού  ἧταν ἀρμόδιοι νά κρίνουν γλωσσικά θέματα  καί οἱ ὀποίοι προειδοποίησαν γιά τίς καταστροφικές συνέπειες πού θά εἶχαν αὐτές οί μεταρρυθμίσεις. Ἕνα ἀκόμα ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν «μεταρρυθμίσεων» ὑπῆρξε ἡ ὐποβάθμισις τῶν ἀρχαίων ὄπου στά ἐκπαιδευτικά προγράμματα τήν μεταχειρίστηκαν ὧς μιά νεκρή άλλά και σχεδόν ὧς ξένη πλέον γλώσσα. Τά ἀρχαῖα ὑποβαθμίστηκαν δραματικά στο διδακτικό πρόγραμμα τῆς μέσης έκπαιδεύσεως.Σάν νά μήν ἔφθαναν ὄλα αυτά, ἤλθαν καί οί διάφορες ἐγκύκλιοι τοῦ ὑπουργείου πού ἐπέβαλλαν μιάν παράλογη ἐπιείκεια  στό θέμα τῆς άκμαθήσεως τῆς ὀρθογραφίας τῆς γλώσση ἀπό τούς μαθητές τῆς στοιχειώδους καί τῆς μέσης ἐκπαιδεύσεως.

Πρίν ἀπό μερικές δεκαετίες ἐκείνοι πού εἰσηγοῦντο τίς διάφορες μεταρρυθμίσεις στά ἐκπαιδευτικά προγράμματα καί ζητοῦσαν τήν καθιέρωσιν τῆς δημοτικῆς ὐποστήριζαν ὄτι ὁ λόγος γιά τόν ὀποῖον ὑποστηρίζετο τό παληό σύστημα ἤταν ὄτι μιά «ελίτ»  «αρχαιόπληκτων» ἀστῶν  ἤθελε νά ἀποκλείση τόν λαό από τήν γνώσιν. Δέν ὑπάρχει τίποτα πιό ἀναληθές ἀπό αυτό. Καί ἑαν ἀκόμα ὑποτεθῆ ὄτι αυτές ἤταν οἱ προθέσεις των, αὐτό δέν συνέβη. Εκείνοι πού διέπρεψαν στά γράμματα ἤταν τά παιδιά τῆς ἐργατικῆς τάξεως. Τά παιδιά αὐτά ἔκαναν βίωμα τους τήν ἀρχαῖα ρήσι ὄτι τά ἀγαθά κόποις κτῶνται, γιατί τίποτα δέν βρῆκαν εὔκολο στήν ζώη. Ἡ ἀπόκτησις μορφώσεως ἀπαιτεῖ κόπους καί ἐντατική προσπάθεια. Απεναντίας, σήμερα πού ἔχουν ἀπλουστευτῆ τά προγράμματα, τό θῦμα εἶναι ἡ ἰδια ἡ ἐργατική τάξις. Αυτοί πού ἔχουν περιβληθῆ τόν μανδύα τοῦ «προοδευτικοῦ», έπιχειροῦν να βυθίσουν τόν λαόν  στήν ἀμάθεια γιά να τόν ποδηγετοῦν καί αύτό συντελεῖται μέ τήν ὑποβάθμισιν τῆς παιδεῖας καί κυρίως τῆς γλῶσσης. Διότι αύτό ἀκριβῶς συντελεῖται μέ τήν «ἀπλούστευσιν» τῆς γλώσσης

Παρ’ὄλες τίς γλωσσικές μεταρρυθμίσεις, καί τελικά τήν ἐπικράτησιν τῆς δημοτικῆς, ἠ γλῶσσα σήμερα ἀντιμετωπίζει μιά σοβαρότατη κρίσι . Η κρίσις εἶναι ἐμφανέστατη  στήν ἐλληνικήν γλῶσσα, πού εἶναι μιά ἀπό τίς πιό πλούσιες γλῶσσες τοῦ κόσμου γιά τήν πλουσιότητα τῶν ἐκφραστικών στοιχείων πού διαθέτει, ἀλλά καί γιά τήν ἰκανότητά της νά δημιουργῆ καινούρια ἐκφραστικά σχήματα. Οἰ γλωσσικές «μεταρρυθμίσεις» καί ἰδιαίτερα ἡ καθιέρωσις τῆς δημοτικῆς εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα τήν συρρίκνωσιν τῶν γλωσσικῶν ἐκφραστικῶν μέσων καί τήν ἀποδυνάμωσιν καί βαθμιαῖα μείωσιν τοῦ λεξιλογικοῦ πλούτου, πού χρησιμοποιεῖ ὁ μέσος Ἔλληνας. Εξ αἰτίας αυτῶν τῶν «μεταρρυθμίσεων», ο πολιτικός λόγος ἀντικατεστάθη ἀπό τήν κομματική συνθηματολογία. Ο πολιτικός ἄνδρας στήν προσπάθειά του νἀ ἐντυπωσιάση τόν λαό στόν όποῖον μέ λαϊκίστικες ἐκφράσεις. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὄμως, καταργεῖται ὁ πολιτικός διάλογος και νεκρώνεται ἡ ἰκανότητα τοῦ λαοῦ νἀ αναπτύσση τήν κρίση του, ὧστε νά ἐρμηνεύη τά πολιτικά φαινόμενα καί τίς ἐξελίξεις. Οἰ νέοι, παρ’ ὄλον ότι  διακρίνονται γιά τόν πλοῦτον  ἐμπειριῶν,  μιλοῦν μία γλῶσσα λιτή ποῦ εἶναι γεμάτη ἀπό παραφθορές και νοηματικές ἐφευρέσεις. Επίσης, ὁ γλωσσικός τους κώδικας διακρίνεται ἀπό στερεότυπες ἐκφράσεις καί συνθηματολογικές διατυπώσεις πού περιορίζουν τήν ζωντάνια, τήν δύναμιν καί τήν ἐκφραστικότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης.

Ἡ μεγάλη ἀλλοίωσις καί ἠ φθορά τῆς γλώσσης ἄρχισε μέ τήν κατάληψιν τῆς ἐξουσίας ἀπό τό ΠΑΣΟΚ. Μέ τήν ἔναρξιν αυτῆς τῆς περιόδου, εἰσέβαλε στήν κοινωνική σκηνή πληθῶρα «προοδευτικῶν» προσωπικοτήτων διαφόρων ἰδεολογικῶν ἀποχρώσεων. Αὐτοί οἱ «προοδευτικοί, στήν άγωνία τους να άποδείξουν τήν προοδευτικότητα τους καί ἐξ αίτίας τῆς σπουδῆς μέ τήν ὀποίαν ἐνἠργησαν για νά φύγουν ἀπό τό αὐταρχικό μοντέλο πού ἴσχυε μἐχρι τότε, ἔφεραν τίς πιό καταστροφικές ἄλλαγές στά ἐκπαιδευτικά καί κυρίως στά γλωσσικά προγράμματα. Μέ τήν έπιβολή τῆς βάναυσης Δημοτικῆς, ἐπέβλήθη ἕνας Γλωσσικός φασισμός, πού άπαγόρευσε κάθε τι- άκόμα καί τῆς Δημοτικῆς-δέν ἐταυτίζετο μέ τούς κανόνες πού έπέβαλαν οἱ άκραιφνεῖς ὀπαδοί τῆς δημοτικῆς. Ἔχω διαβἀσει ὄτι στά σχολεῖα  διορθώνουν τήν λέξι –οἱ γάϊδαροι- λέγοντας ότι στην Δημοτική ὑπάρχει μόνον ἡ λέξις γαϊδούρι, ἔτσι στόν πληθυντικό εἶναι τά γαϊδούρια, καί ὄχι οἱ γάιδαροι….ἐνῶ ὄλοι ξέρουμε ὄτι ὁ λαός λέγει καί γαϊδούρι καί γάϊδαρος καί τό πιό σύνηθες εἶναι γἀϊδαρος

Μέ τίς γλωσσικές «μεταρρυθμίσεις» καί τήν καθιέρωσιν τῆς δημοτικῆς ἐξοβελίστηκε ἀπό τά σχολεῖα ἡ διδασκαλία τοῦ ἀρχαίου Ελληνικοῦ πολιτισμοῦ με τό αίτιολογικό τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσεως καί ἔχει ἀλλοιώθη ἡ γλῶσσα. Ενῶ ὄλες οἱ γλῶσσες θεωροῦνται κρυφοελληνικές με πλούσια δάνεια ἀπό τήν μητέρα τῶν γλωσςῶν ἐμεῖς καταντησαμε να δανειζομεθα ὄρους ἀπό ξένες γλῶσσες. Αντί ἡ διδασκαλία τῆς γλώσσης νά εἶναι γιά τούς ἔλληνες μαθητές  ἡ σπουδαιοτέρα πνευματική ἄσκησις, κατήντησε νά εἶναι μάθημα δευτερευούσης σημασίας. Οἰ διάφορες ἀλλαγές πού συντελοῦνται στήν γλῶσσα δέν ἔχουν νά κάνουν τίποτα μέ τό νά καταστῆ ἠ διδασκαλία προσιτή στήν νοητικήν ἐμβέλεια τοῦ μαθητοῦ. Π.χ., μέ τήν ἀφαίρεσιν τοῦ γράμματος ν ἀπό τά οὐσιαστικά, τήν κατάργησιν τῆς δοτικῆς, τήν κατάργησιν τῶν συλλαβικῶν αὐξήσεων καί πολλῶν ἄλλων «ἐκσυγχρονισμῶν»  ἐπιχειρείται ὁ εὐνουχισμός μιᾶς πλούσιας σε ἔννοιες γλῶσσας, σέ πλαστικότητα, σαφήνεια καί συντομία, καί ἡ ἀντικατάστασις της ἀπό μιάν ἀπλοϊκή γλῶσσα ἡ ὀποῖα τό μόνον πού ἐξασφαλίζει εἶναι ἡ ὄπως-ὄπως συνεννόησις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων σε ζητήματα καθημερινότητας καί μόνον. Ἡ ἀντίληψις ὄτι ἡ γλῶσσα πρέπει νά ἀπλοποιηθῆ γιά νά καταστῆ προσιτή στήν διανοητική ἐμβέλεια τῶν μαθητῶν καλλιεργεῖται ἀπό τό νοοτροπία τῆς άναξιοκρατίας ἀπό τήν όποῖαν κατέχεται ἡ Ελληνική κοινωνία. Μέχρι ὁ πολιτικός μας πολιτισμός να άποβάλλη τη νοοτροπία τῆς ἀναξιοκρατίας  θά καθαγιάζεται ἡ ἐλάσσων προσπάθεια.

Η εἰρωνεία εἶναι ὄτι συνεργός σέ αυτούς πού άσελγοῦν  κατά τῆς γλώσσης εἶναι ἠ άριστερά καί πιό εἰρωνικό εἶναι ὄτι τίς χειρότερες συνέπειες τίς ὑφίσταται ὁ λαός. Αὐτή ἡ ἀφυδάτωσις καί ὁ ἐκβαρβαρισμός τῆς ἐλληνικῆς γλῶσσης στοχεύουν στόν εὐνουχισμό τῆς σκέψεως τῶν λαϊκῶν στρωμάτων. Με ἄλλα λόγια, ὁ λαός καί ἡ ἐργατική τάξις δέχεται ὀλομέτωπη ἐπίθεσιν ἀλλοιώσεως τῶν πολιτισμικῶν-πολιστικῶν-κοινωνικῶν χαρακτηριστικῶν της μέσω τῆς γλώσσης. Φυσικά, ἡ ἐπίθεσις δέν ἀφορά μόνον τήν γλῶσσα, ἀλλά αὐτή ἡ πτυχή της εἶναι ἡ πιό καίρια καί ἡ πιό ἀποτελεσματική.Μέ αὐτόν τόν τρόπον μειώνουν τήν ἐκφραστική ἰκανότητα τοῦ λαοῦ καί κατακρεουργοῦν τίς κοινωνικές του ἀξίες καί τοῦ ἀφαιροῦν τήν κάθε δυνάτοτητα ποῦ θά εἶχε νἀ ἀνελιχθή κοινωνικά γιατί ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνα σπουδαῖο ὄχημα γιά κοινωνικήν ἀνέλιξιν.Μέ τήν γλῶσσα μπορεῖ κανεῖς να φιλοτεχνήση μιάν πιό ἐκλεπτυσμένη εἰκόνα γιά τόν ἐαυτόν του.

ἄνθρωπος γιά νά φθάση σέ ἕνα ἀνώτερο πνευματικό ἐπίπεδο πρέπει νά ποκοπῆ ἀπό το ποίμνιον καί γιά νά ἀποκοπῆ ἁπό τό ποίμνιον πρέπει νά ἔχη ὄλες αὐτές τίς ἰδιὀτητες καί τά προσόντα πού τόν κάνουν νά ξεχωρίζη. Καί μιά ἀπό από αὐτές τίς ἰδιότητες καί προσόντα εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὀποῖον χειρίζεται τόν λόγον, εἶναι ἡ καλλιέπεια τοῦ λόγου. Γλῶσσα εἶναι ἡ ἰκανότητα νά ἐκφράζης ό,τι πιό εὐγενές καί ἀνώτερο κρύβει μέσα μας ἡ ἀνθρωπίνη φύσις μας. Πρός αὐτήν τήν κατεύθυνσιν θά ἔπρεπε νά ἔχη προσανατολιστῆ κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Ἡ ἰκανότητα νά ἐκφράζεται τό ἄτομο μέ ἕναν ἀνώτερον λόγο,  διαφοροποιεῖται ἀπό τήν μάζα. Ἔτσι τό ἄτομο δέν συντάσσεται μέ τήν μάζα. Ὄταν ἔνας πολίτης συντάσσεται μέ τήν μᾶζα, χάνει τήν κριτικήν του ἰκανότητα, καί τήν ἀνεξαρτησία τῆς σκέψεως του. Σήμερα, ὄμως, χωρίς ίδιαίτερον κόπο ἐντοπίζει κανεῖς στόν προφορικό καί γραπτόν λόγο τῆς καθημερινότητάς μας λεξιπενία, ἀκαλαισθησία, συντακτική ἀκαμψία, ἄλωσιν ἀπό ξενισμούς καί ίσοπέδωσιν τῶν ἐπιπέδων τοῦ λόγου.

Η νέα έλληνική ἥ ἡ δημοτική δέν άποτελεῖ προϊον ἐξελίξεως. Δέν ὑπῆρξε ποτέ σέ γραπτή μορφή καί συνεπῶς δεν εἶχε κανόνες. Μιά γλῶσσα δέν μπορεῖ νά έξελιχθῆ ἐαν δέν διέπεται άπό κανόνες.Η μόνη γραπτή γλωσσική μορφή πού ὑπῆρξε ἧταν ἡ ἀρχαϊζουσα ἡ ὀποῖα ἔπαψε νά ὀμιλῆται μετἀ τήν ἄλωσιν τοῦ Βυζαντίου. Ἡ μόνη ζωντανή γλῶσσα τοῦ λαοῦ ἧταν ἠ γλὦσσα τῶν ἀμορφώτων καί σέ  αὐτήν τήν γλῶσσα μποροῦσαν να παρεισφρήσουν πολλές ξένες λέξεις, καί ὄπως ἔγινε, καί να διαμορφωθῆ μιά ποικιλία «γραμματικῶν κανόνων» , δηλαδή να προκληθῆ μιά ἀναρχία. Εάν δέν εῖχε ὑπάρξει ἡ καθαρεύουσα δἐν θά ὑπῆρχαν στήν δημοτική ἔννοιες ὄπως άμφισβητῶ, διανοούμαι, διαισθάνομαι, μέμφομαι, άπαιτῶ, κλπ, διότι θά εἶχαν ξεχασθῆ σάν ἔννοιες.Πολλές λέξεις θά ἐκλείψουν μέ την πάροδον τοῦ χρόνου, ὄπως τό «διερωτῶμαι» διότι ὁ μαθητής δέν θά μπορῆ να ξεχωρίση τὀ «διερωτᾶμε  ἀπό το διερωτῶμαι. Ακοῦμε τόν λαό άκόμα καί τελειοφοίτους λυκείου να ἀναφέρωνται στόν παπά ὧς «ο πάτερ» ἀντἰ ὀ πατήρ, νά λέγουν οί πατεράδες άντί οί πατέρες καί νά μήν τούς διορθώνει κανεῖς διότι τό πατήρ εἶναι ἀρχαιοπρεπῆς τῦπος, οἰ γείτονοι ἀντί τοῦ γείτονες, κ.ο.κ. Πολλοί λίγοι γνωρίζουν ὄτι ὀ πατήρ εἶναι ἠ ὀνομαστική τοῦ πατρός καί τό «πάτερ» εἶναι ἡ κλητική τοῦ πατρός καί ὄχι ὀνομαστική. Μάλλον πιστεὐουν εἶναι μόνον ίερατικός βαθμός. Μέ τήν κατάργησιν τῶν συλλαβικῶν καί χρονικῶν αὐξήσεων θά ἐκλείψουν χρόνοι τῶν ρημάτων. Παραδείγμα, τό ρῆμα «νομίζω», τὀ τρίτο πρόσωπο στόν ἀόριστο τὼρα γράφεται «νόμιζε», αντί ἐνόμιζε, τό οποῖον εῖναι τό ἴδιο μέ την προστακτική, καθῶς καί «πέρασε» καί πολλές ἄλλες. Αν ἀπαλείψωμε τέτοιους κανόνες ὄπως τίς συλλαβικές καί χρονικές αύξήσεις, αὐτομάτως διαγράφουμε μερικές χιλιάδες λέξεις ἀπό τήν ἑλληνική γλῶσσα. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος πχ να ποῦμε «πεπραγμένα» ή «βεβαρυμένο» διότι ἀλλο το βαρύ καί ἄλλο τό βεβαρυμένο. Ετσι σταδιακά προκαλεῖται μιά ἀλλοίωσις τῆς γλώσσης πού ἐαν ἡ κατάστασις δέν ἀνασχεθῆ ἡ γλῶσσα θά ὑποστῆ τεράστια φθορά καθῶς καί ἡ ἐκφραστική ἰκανότητα τοῦ λαοῦ..Πρίν τήν εἰσβολή τῆς δημοτικῆς ούδεῖς μαθητῆς λυκείου καί πολύ περισσοτερο ἕνας άπόφοιτος πανεπιστημίου θά ἔλεγε «άπό άνέκαθεν», «τῆς μετρητῆς» ἀντί τοίς μετρητοίς καί δέν θά ἔγραφε  «εφορία» αντί ἐφορεῖα «τρένο» αντί τραῖνο, «Ρομιὀς» αντί Ρωμηος, κ.ο.κ.  .Και μόνον πού μποροῦμε νά βροῦμε κυριολεκτικῶς χιλιάδες τέτοια παραδείγματα δείχνει ὄτι ἡ γλῶσσα μας βρίσκεται σέ παρακμή. Διότι ἡ γλῶσσα παρόλο πού τρόπον τινά εἶναι ζωντανός όργανισμός ἄρα δικαιολογεῖται καί νά έξελίσσεται, άντί νά έξελίσσεται παρακμάζει καί αὐτό ἐπειδή τήν χρησιμοποιοῦν άγράμματοι.

 

Μέ τήν ὑποβάθμισιν τῆς γλώσσης καί τήν ὑιοθέτησιν, ξενικῶν λέξεων καί τήν «απλούστευσιν» τῆς γλώσσης, οἱ νέοι μποροῦν ἐυκολώτερα νά διαμορφώνουν τούς δικούς τους κώδικες συμπεριφοράς καί νά διαφοροποιούνται ἀπό το «κατεστημένο». Σάν ἀποτέλεσμα ἕχει διαμορφωθεἶ ἕνας στερεότυπος, συνοπτικός καί τυποποιημένος τρόπος ὀμιλίας μεταξύ τῶν νέων. Αὐτός ὁ τυποποιημένος, συνοπτικός καί στερεότυπος τρόπος ὀμιλίας καί ἐπικοινωνίας τῶν νέων ἔχει σάν ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία ὀμοιομορφία ζωῆς καί τήν μαζοποίησιν καί  ἰσοπέδωσιν τῶν ίδιαιτέρων ἀτομικῶν χαρακτηριστικῶν τῶν ἀνθρώπων. Αυτά τα ἀρνητικά κοινωνικά φαινόμενα ἀποτυπώνονται στήν όμιλία τῶν νέων πού βιώνουν ἐντονώτερα τίς σύγχρονες κοινωνικές συνθῆκες.

 

Τό μονοτονικό θά ἔχει μιάν τραγική εξέλιξι γιά τήν γλῶσσα, Οἰ λέξεις  έχουν χάσει τήν γραπτή, ὀπτική τους ταυτότητά. Ὑπάρχει πλέον λόγος να βαρύνονται με ἕναν α-σήμαντο τόνο; Το μονοτονικό καθίσταται πλέον όλωσδιόλου περιττόν. Η Επιβολή του μονοτονικού, ἐκτός τοῦ ὄτι εἶναι μιά ένέργεια πού στρέφεται κατά τοῦ ἐλληνισμοῦ, εἶναι καί μιά ἀντιεπιστημονική πράξις. Οι τόνοι εἶμαι μέρος τῆς ὀρθογραφίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης.,Το φτωχό και άντιεπιστημονικό έπιχείρημα ὄτι ταλαιπωροῦνται οἱ νέοι στήν ἐκμάθησιν άχρήστων πραγμάτων ἀρμόζει σέ ἀγράμματους καί φανατικούς καί δέν ἀπεδείχθη ἡ χρησιμότης του. Μικρή εἶναι ἡ διαφορά καταργήσεως τῶν τόνων ἀπό τήν κατάργησιν τῆς ὀρθογραφίας. Ὄσο δέ ἡ ἀπαιδεῖα ἐμπεδώνεται, ὄσον τά γκρίνγκλις ἀντικαθιστοῦν εύχερῶς τήν Ελληνική γραφή, ὄσον τό ἐκπαιδευτικό μας σύστημα παράγει ἀγράμματους χωρίς ἀγάπη στήν Ελληνική γραμματεῖα καί γλῶσσα, δηλαδή ἐραστές τοῦ Ελληνικοῦ πνεύματος μήν αὐταπατάστε.Η φωνητική γραφή θά φανῆ πρό τῶν πυλῶν καί τά ἐπιχειρήματα έναντίον της θά μοιάζουν ὄπως καί τά σημερινά ὑπέρ τοῦ πολυτονικοῦ.

Η κανόνες τῆς γλῶσσης ἐξ αίτίας τῶν ὀποίων «ἀπλοποιήθηκε» γιά νά καταστῆ προσιτή στήν διανοητική ἐμβέλεια τῶν μαθητῶν, συμβάλλουν στήν ἄνοδον τοῦ μορφωτικοῦ έπι­πέδου τῶν ἀτόμων, γιατί διευρύνει τούς πνευματικούς τους ορίζοντες με την ἀνάλυσιν τῶν γλωσσικών κανόνων καί τήν ἐκμάθησιν τῶν γραμματικῶν κανόνων, πού συνιστοῦν άσκησιν τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν.Τά ἄτομα καθίστανται ικανά να ἐκφράζωνται μέ σαφήνεια, άκριβολογία καί λι­τότητα, άποφεύγοντας τούς ἀνούσιους πλατειασμούς καί τίς περιττές ἀναφορές. Αναπτύσσουν τήν συλλογιστική τους ίκανότητα καί τήν δυνατότητα τους νά ἐπιχειρηματολογοῦν με εὐκρίνεια καί πειθώ. Σημαντικός ο ρόλος της στήν πολιτική ζωή ἡ βαθιά γνώσις της βοηθά στήν ἀποκάλυψιν τῆς δη­μαγωγικῆς πολιτικῆς καί τῆς λαϊκιστικῆς ρητορεῖας, πού χρησιμο­ποιεῖ τήν γλῶσσα ὧς μέσον χειραγωγήσεως καί ἐξαπατή­σεως τῶν πολιτῶν.Ἡ διαδικασία κοινωνικοποιήσεως τῶν ἀτόμων στηρίζεται στήν γλῶσ­σα. Όσο πιό πλούσια σε περιεχόμενο, ἔκφρασι σκέψεων, συναι­σθημάτων εῖναι μιά γλώσσα, ἀνάλογη εῖναι καί ἡ ποιότητα της κοινωνικοποιήσεως.

Ἡ καθαρεύουσα εἶναι ἀναπόσπαστό μέρος τῆς ἐλληνικῆς, τῆς ἐθνικής γλώσσης καί εἶναι ἀδιανόητο νά μήν διδάσκεται ὧς τέτοια καί νά μήν ἀποτελεῖ μιά ἀκόμη μορφή γλωσσικῆς ἐκφράσεως. Ἠ κατάργησις της προκαλεῖ καί ἔχει προκαλέσειγλωσσική κρίσι. Γενικώτερα, κρίσις τῆς γλῶσσας σημαίνει κρίσι τοῦ πολιτισμοῦ, έφόσον ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο τμῆμα του, εῖναι ἡ ίδια πολιτισμός. Από τήν στιγμή πού φθείρεται ἡ γλῶσσα όδηγεῖται, ταυτόχρονα, σέ παρακμή καί ὁ πολιτισμός, άφοῦ σέ έθνική κλίμακα ἡ γλῶσσα άποτελεῖ μέρος τοῦ έθνικοῦ πολιτισμοῦ. Σέ έθνικό έπίπεδο λοιπόν, καταστροφή τῆς έθνικῆς γλῶσσας σημαίνει άδυναμία διατηρήσεως καί μεταδόσεως τῆς πολιτιστικῆς παραδόσεως, γεγονός πού άμβλύνει τήν ἐθνική ταυτότητα καί συνείδησι.Οί λέξεις στά ελληνικά ἐκπέμπουν μηνύματα ἥ ἐκφράζουν ἔννοιες πού δέν μποροῦν νά εκφράσουν οί ἀγγλικές λέξεις. Δέν ὑπῆρχε λόγος καί δέν ἔπρεπε νά ἐκτοπισθοῦν λεκτικοί τύποι τῆς καθαρευούσης, ὄπως «ούτως ἥ ἄλλως», , «ἐν ἀγαστῆ συμπνοία», «Θέτων ἀμφιβόλω», «Ενναντία περιπτώσει»,  κ.λ,π.  .Αὐτά τά λένε ανθρωποι πού πάσχουν ἀπό κάποιες ιδεοληψίες, πού ἔχουν δόλιους σκοπούς, ὄπως ἀλλοίωσιν τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος.Επἰσης εἶναι μέγα λάθος ὁ περιορισμός διδασκαλίας τῆς ἀρχαῖας καί ὁ πλημελῆς τρόπος διδασκαλίας της. Εἶναι ἀφελῆς ὁ ἰσχυρισμός ὄτι ἡ ἀρχαῖα εἶναι μιά νεκρή γλῶσσα καί διαφορετική ἀπό τήν νέα Ελληνική. Τά ἀρχαῖα ἐλληνικά στήν πραγματικότητα εἶναι μιά ζωντανή γλῶσσα, τήν ὀποῖαν σήμερα ὀμιλοῦν οἱ ἔλληνες, ἀσχέτως μορφωτικοῦ ἐπιπέδου.Ὑπἀρχουν στόν καθημερινόν λόγον τοῦ ἐλληνικοῦ λαοῦ, εἶτε σέ σύνθεσι, εἶτε σάν παράγωγα καί συνήθως σάν άπλά ἥ πρωτότυπα. Αὐτά ζοῦν καί ἐκφράζουν τίς σκέψεις τῶν ἑλλήνων. Η δομική φυσιογνωμία τῆς ἐλληνικῆς γλῶσσας παραμένει οὐσιαστικά ἀμετάβλητη ἐδῶ καί 40 αἰῶνες καί τό λεξιλόγιο της δέν ἔχει ἀλλοιωθῆ σημαντικά, πρᾶγμα πού εὔκολα διαπιστώνει κανεῖς ἀν ἀναλογιστῆ ὄτι ἕνα κείμενο τῆς ἀρχαῖας γλῶσσας, με λίγη προσοχή, μπορεῖ νά γίνη κατανοητό ἀκόμη καί σήμερα, κάτι πού δέν συμβαίνει σέ ἄλλες γλῶσσες τῆς ίνδοευρωπαϊκῆς οίκογένειας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ