Η ταφή στην αρχαία Ελλάδα. Η περιποίηση του νεκρού, οι μοιρολογίστρες, οι βραδινές κηδείες, τα νεκρόδειπνα…
Η Ταφή
Η ταφή ή καύση ή ενταφιασμός στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων, επιβάλλεται από θρησκευτική ανάγκη και όχι μόνο για λόγους υγιεινής. Αρκεί απλώς ένα ράντισμα του νεκρού με χώμα, ώστε να εξευμενισθεί και να μη γίνει ον που επιτίθεται και τιμωρεί. Αυτό το καθήκον εκτελεί η Αντιγόνη στο νεκρό σώμα του αδερφού της Πολυνείκη και αψηφά τη θανατική ποινή που της επιβάλλει ο Κρέων (Σοφοκλέους, Αντιγόνη) Ο Ομηρικός κόσμος των νεκρών εντυπώθηκε τόσο βαθιά στην συνείδησή των Ελλήνων, ώστε ούτε οι φιλοσοφικές θεωρίες (Ορφικοί, Πυθαγόρειοι και Πλατωνικοί), μήτε καν ο Χριστιανισμός, κατόρθωσαν να τον ξεριζώσουν από τις ψυχές τους.
Στη λαϊκή μας παράδοση, ο Άδης των σημερινών Ελλήνων είναι ο υποχθόνιος κόσμος του Ομήρου, ο κόσμος εκείνος χωρίς παρηγοριά… Η περιποίηση του νεκρού ήταν πράξη τελετουργική. Έπλεναν κι έντυναν τον νεκρό με ρούχα καθαρά, συνήθως λευκά, και τον τοποθετούσαν πάνω σε ένα τραπέζι ή κρεββάτι, έχοντας τα πόδια γυρισμένα προς την έξοδο.
Το κεφάλι του ακουμπούσε πάνω σε ένα μαξιλάρι με λουλούδια. Τον
νεκρό συντρόφευαν οι γυναίκες του πολύ στενού του οικογενειακού περιβάλλοντος και άρρενες συγγενείς και φίλοι. Γύρω του, μοιρολογίστρες, λουλούδια, λήκυθοι και άλλα αγγεία με αρώματα, συμπλήρωναν τη σκηνή που συναντάμε πολύ συχνά πάνω στα ταφικά αγγεία της αρχαιότητας. Σκηνές που επαναλαμβάνονται ζωντανές στις μέρες μας σε όλο τον ελλαδικό χώρο….
Πολλές φορές έβαζαν στο στόμα του νεκρού ένα νόμισμα. Ήταν τα βαρκάτικα, ο οβολός που έπρεπε να πληρώσει στον Χάροντα που τον περνούσε με τη βάρκα στον ποταμό Άδη (οι λαϊκοί άνθρωποι της αρχαιότητας χρησιμοποιήσουν το στόμα τους για πορτοφόλι). Άλλες φορές πάλι, έβαζαν κοντά στον νεκρό ένα γλυκό από μέλι, διότι πίστευαν πως με αυτό θα μπορέσει να κολακέψει τον Κέρβερο, τον σκύλο-φύλακα του Άδη.
Η κηδεία γινόταν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, πριν βγει η πρώτη αχτίδα του ήλιου και μολυνθεί από τον νεκρό, που θεωρείτο μιασμένος. Έκαναν τελετές εξαγνισμού, ενώ οι συγγενείς πλένονταν με νερό φερμένο από άλλο σπίτι κι έπειτα έτρωγαν όλοι μαζί (νεκρόδειπνα). Την επόμενη, γίνονταν εξαγνισμός του σπιτιού με θαλασσινό νερό.
Την τρίτη μέρα, την ένατη, την τριακοστή και στο χρόνιασμα, έκαναν προσφορές, θυσίες και συμπόσια στη μνήμη του νεκρού.
Η τελευταία μέρα των Ανθεστήριων, στα τέλη Φεβρουαρίου λέγονταν Χύτροι και ήταν ημεγάλη γιορτή στη μνήμη των νεκρών (συγγενεύει με τα σημερινά Ψυχοσάββατα). Μέσα σε πήλινες χύτρες, ετοίμαζαν ένα χυλό από σπόρους (πανσπερμία), που έπρεπε να φάνε πριν νυχτώσει.
Όλοι έρχονταν στο κοιμητήρι για να τιμήσουν τους νεκρούς τους και θυσίαζαν στον Ερμή Ψυχοπομπό, τον οδηγητή των νεκρών στον Άδη. Στο τέλος της ημέρας, για να εξορκίσουν την κακή τύχη έλεγαν: «Στην πόρτα (έξω) οι Κήρες, τέλειωσαν τα Ανθεστήρια». Οι Κήρες ήταν θεές του θανάτου.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι, σύμφωνα με τους νόμους τους Σόλωνα, ήταν υποχρεωμένοι να φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους και ακόμα να φροντίζουν τα της ταφή τους. Όποιος πολίτης παρέβαινε αυτά τα καθήκοντα, πλήρωνε πρόστιμο και έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα, δηλαδή εθεωρείτο «άτιμος», ή και τον εξόριζαν από την πόλη. Αθηναίοι και Έλληνες, στην αρχαιότητα, πίστευαν πως οι θεοί προσφέρουν απλόχερα τα αγαθά στους θνητούς και αυτοί, σεβόμενοι τους αθάνατους ευεργέτες, οφείλουν να τα απολαύσουν μέχρι τελευταίας ευκαιρίας. Διαφορετικά, θα προσβάλλουν τους γενναιόδωρους θεούς. Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές, λοιπόν, εκτιμούν, αγαπούν και απολαμβάνουν την επίγεια ζωή. Αντιμετωπίζουν τον θάνατο με δέος, φόβο και θλίψη, συνεπώς φοβούνται τον νεκρό, που θεωρούν «μιασμένο» (μολυσμένο).
Ο θάνατος ήταν η συντέλεια, καθώς ελάχιστοι πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο Όμηρος διαχωρίζει την ψυχή (από το ρήμα ψύχω > πνέω – αναπνέω) σε κυρίως ψυχή ( ζωή -ανάσα – πνοή) και σε θυμό… που είναι η ψυχή μας ως φορέας ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων. Κατά τον Όμηρο, το σώμα είναι ο άνθρωπος καθαυτόν, που φθείρεται με τον θάνατο. Η ψυχή μετά θάνατον γίνεται σκιά ωχρή, χωρίς αξία, που πλανάται στον Άδη κι ύστερα εξανεμίζεται, χάνεται. Παρόμοιες ιδέες έχει και ο Αριστοτέλης, ο οποίος δηλώνει πως ο άνθρωπος είναι σώμα και ύλη, ψυχή και είδος. Κατά τον Αριστοτέλη η ψύχη είναι ενδιάμεσο μεταξύ ανθρώπων και θεού, γεννιέται και σβήνει με το σώμα. Μονάχα ο νους έρχεται απ΄ έξω («θύραθεν»), είναι «το ανώτερον μέρος της ψυχής, προγενέστερον και κύριον, απλούν και απαθές» και είναι ύλη….
Η αθανασία της ψυχής
Υπέρ της αθανασίας της ψυχής τάσσονται οι Ορφικοί, οι Πυθαγόρειοι και οι Πλατωνικοί. Οι θεωρίες τους συγγενεύουν πολύ με τη μεταγενέστερη χριστιανική θεωρία περί ψυχής. Κοινή σε όλους είναι η άποψη ότι η ψυχή «ουσία άυλη, άφθαρτη και αθάνατη», «κάτι το άορατον, ασώματον, πάγκαλον και θείον», γι” αυτό είναι αθάνατη. Ενώ το σώμα είναι «ορατόν και σύνθετον και γαιώδες και ανθρώπινον», γι” αυτό είναι θνητό και πιθανόν να παραλογίζεται (Πλάτωνος, Φαίδων).
Ο Σωκράτης στις τελευταίες στιγμές νιώθει πως με τον θάνατό του θεραπεύεται από τη νόσο (δηλαδή το κλείσιμο της ψυχής, μέσα στο φθαρτό σώμα).
Για να εκφράσει, λοιπόν, την ευγνωμοσύνη του προς τον θεό Ασκληπιό, δίνει εντολή στον Κρίτωνα να θυσιάσει για λογαριασμό του έναν κόκορα. Την ίδια ερμηνεία, που θέλει το σώμα να είναι φυλακή της ψυχής, υποστηρίζουν οι Ορφικοί. Χαρακτηριστικά πρεσβεύουν πως «η ψυχή εγκαταλείπει προσωρινά το σώμα την ώρα του ονείρου και για πάντοτε την ώρα του θανάτου». Όλοι τους, επίσης, ομιλούν για δικαιοσύνη, ηθική αγνότητα και τιμωρία ή δικαίωση στον άλλο κόσμο….
Η επικούρεια άποψη…
Ο Επίκουρος πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά… |
Αντίποδας των προηγούμενων είναι η Επικούρεια άποψη. Ο Επίκουρος δέχεται τον πλατωνοαριστοτελικό διαχωρισμό της ψυχής σε: άλογο (ψυχή – anima) και σε λογικό (νους – animus). Όμως διαφέρει από τους άλλους, διότι πιστεύει πως και τα δύο μέρη της ψυχής είναι φθαρτά και υλικά. Βασίζεται στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου, δηλαδή ερμηνεύει την ψυχή και τον νου ως συμπτώματα, εκδηλώσεις της ύλης. Κατά τον Επίκουρο, η ψυχή αποτελείται από λεπτότατα άτομα, διάχυτα στο σώμα, και πεθαίνει μαζί με το σώμα.
Ενδιαφέρουσα είναι η άποψή του περί θανάτου: «… Άρα το πιο φρικιαστικό απ” όλα τα δεινά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας. Απλούστατα επειδή, ενόσω εμείς θα ζούμε, εκείνος θα είναι απών, ενώ, όταν θα εμφανιστεί, εμείς δεν θα υπάρχουμε. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τους ζωντανούς, ούτε με τους πεθαμένους, αφού όσο οι ζωντανοί είναι ζωντανοί δεν υπάρχει, και οι πεθαμένοι, δεν θα ζουν όταν φανεί… » (Επίκουρου, Επιστολή προς Μενοικέα, Περί Ευτυχίας).
Η αρχαία ελληνική θρησκεία άφηνε απόλυτη ελευθερία σκέψης και έκφρασης, είχε δοξασίες με καθαρά πνευματικό περιεχόμενο και υψηλές ηθικές αξίες. Όπως λόγου χάριν, στα Ηλύσια Πεδία βασιλεύουν -μετά θάνατον- οι θνητοί που διακρίθηκαν για τις αρετές τους. Αντιθέτως, στα σκοτεινά παλάτια του Άδη οδηγούνται οι νεκροί θνητοί, όσοι δεν αξιοποίησαν τα προσόντα τους και τις δυνατότητες που τους χάρισαν οι θεοί κατά τη διάρκεια του βίου. Σε αυτούς συγκαταλέγεται αυτός που λαθέν βιώσας, όπως αναφέρει ο Όμηρος.
Δηλαδή αυτός που πέρασε από τον εφήμερο βίο χωρίς να γίνει αντιληπτός, χωρίς να αξιοποιήσει τα χαρίσματα των θεών. Στο κατώτατο σημείο του Άδη, στα Τάρταρα, καταλήγουν όσοι έχουν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα. Ο Τάνταλος, ο Σίσυφος, οι κόρες του Δαναού τιμωρούνται από τους θεούς και υποβάλλονται σε χωρίς τέλος μαρτυρία….