3. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 4ο ΑΙΩΝΑ
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι αναταραχές που προκάλεσε σε όλο τον ελληνικό κόσμο ο Πελοποννησιακός πόλεμος είχαν αντίκτυπο στη λειτουργία της πολιτικής ζωής στο εσωτερικό των πόλεων. Όπως ήταν αναμενόμενο, θα ασχοληθούμε και πάλι με το αθηναϊκό παράδειγμα, θα μπορέσουμε όμως να επεκτείνουμε ορισμένα από τα συμπεράσματά μας και σε άλλες πόλεις.
Διάβασε το πρώτο μέρος: Η πολιτική αρχαία ελλάδα [1]
3.1 Οι μεταμορφώσεις των στρατευμάτων των πόλεων: Μία από τις πρώτες ενδείξεις της εξέλιξης αυτής κατά τον 4ο αιώνα είναι η σταδιακή εξαφάνιση των στρατών των πόλεων. Ήδη κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι περισσότεροι από τους εμπόλεμους -περιλαμβανομένων και των Σπαρτιατών – αναγκάστηκαν να καλέσουν μισθοφορικούς στρατούς, επαγγελματίες στρατιώτες, ξένους για την πόλη.
Κατά τον 4ο αιώνα, το φαινόμενο γενικεύεται, καθώς συνδέεται με την ανάπτυξη νέων μορφών μάχης που σχετίζονται περισσότερο με τον ανταρτοπόλεμο παρά με την αντιπαράθεση των οπλιτών. Στα στρατεύματα των ελληνικών πόλεων, τα σώματα του πεζικού με ελαφρύ εξοπλισμό αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία: ο πολίτης – οπλίτης παραχωρεί τη θέση του στον μισθοφόρο πελταστή.
Η προσφυγή στους μισθοφόρους επιτρέπει εξάλλου στους στρατηγούς να ηγούνται πιο μακροχρόνιων εκστρατειών, χωρίς να χρειάζεται να ανησυχούν για την επιστροφή και την ενασχόληση με τις γεωργικές εργασίες. Ο πόλεμος παύει να είναι εποχιακός. Επιπλέον, ο στρατηγός που διοικεί έναν στρατό μισθοφόρων δεν φοβάται ότι θα τον κατακρίνουν οι στρατιώτες του: όσο μπορεί να τους πληρώνει τον υπακούουν. Ο στρατηγός γίνεται και ο ίδιος επαγγελματίας του πολέμου, και βλέπουμε Αθηναίους στρατηγούς ή Σπαρτιάτες βασιλείς να προσφέρουν τι; υπηρεσίες τους σε βάρβαρους βασιλίσκους ή Πέρσες σατράπες, για να μπορέσουν να πληρώσουν τους στρατιώτες τους.
Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη τα σώματα των πολιτών-οπλιτών, αλλά συμμετέχουν όλο και λιγότερο στις μακρινές εκστρατείες. Γι’ αυτό ακριβώς παραπονείται ο Δημοσθένης στην Αθήνα: έχοντας επίγνωση των νέων συνθηκών πολέμου, επιθυμεί κι αυτός τη συμμετοχή ενός ελάχιστου αριθμού πολιτών στις αποστολές της Αθήνας με σκοπό τη διαφύλαξη των θέσεών της στο Αιγαίο, ενώ ο στρατηγός να είναι υπεύθυνος έναντι των πολιτών αυτών και να μην μπορεί πλέον να ενεργεί κατά βούληση.
Εξάλλου, η ολοένα και μεγαλύτερη χρησιμοποίηση μισθοφορικών στρατευμάτων επιβάρυνε υπερβολικά τον προϋπολογισμό της πόλης. Και σε περίπτωση που η πόλη δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσει τις μακρινές εκστρατείες, είτε διαλυόταν ατάκτως ο στρατός και κατέφευγε στην υπηρεσία όποιου μπορούσε να πληρώσει, είτε ο στρατηγό! αναγκαζόταν να επιδοθεί σε λεηλασίες και αρπαγές για να κρατήσει τους στρατιώτες του. γεγονός που επέφερε σοβαρές δυσχέρειες στην πόλη. Η σταδιακή εξαφάνιση του πολίτη – οπλίτη είχε λοιπόν σοβαρές επιπτώσεις.
Χωρίς αμφιβολία αυτή ήταν η αιτία που η Αθήνα προσπάθησε, κατά το δεύτερο μισό του αιώνα – και ίσως μόνο μετά την ήττα της Χαιρώνειας, υπό την επιρροή του Λυκούργου – να μετατρέψει την Εφηβεία σε πραγματική «στρατιωτική θητεία», κατά την οποία όλοι οι νεαροί Αθηναίοι, χωρίς διάκριση, εκπαιδεύονταν όχι μόνο στην οπλιτική τακτική, αλλά και σε πιο κινητικές μορφές μάχης του ελαφρού πεζικού. Στη Σπάρτη, μόνο κατά τον 3ο αιώνα οι μεταρρυθμιστές βασιλείς θα επιχειρήσουν την ανασυγκρότηση του στρατού της πόλης, που είχε στο μεταξύ γίνει σκιώδης, μέσω της αναδιανομής των γαιών.
Φωτογραφίες Eos Aurora
3.2 Ο «επαγγελματικός» χαρακτήρας της πολιτικής ζωής: Μία από τις συνέπειες τού ολοένα και πιο επαγγελματικού χαρακτήρα των στρατευμάτων των πόλεων ήταν η αναγκαιότητα διάθεσης χρηματικών πόρων για την πληρωμή των στράτευμά των αυτών. Στην περίπτωση της Αθήνας, η αναγκαιότητα αυτή επιδεινώθηκε από τις συνέπειες της ήττας που υπέστη η πόλη με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, η απώλεια της ηγεμονίας και του φόρου υποτέλειας που κατέβαλλαν οι σύμμαχοι, η επιβράδυνση της εκμετάλλευσης των αργυρωρυχείων του Λαυρίου και ίσως επίσης -τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του αιώνα- ίων συναλλαγών, επίκεντρο των οποίων ήταν ο Πειραιάς, δημιουργούν πραγματικό οικονομικό πρόβλημα για την πόλη.
Το πρόβλημα αυτό δεν θα επιλυθεί με την ανασύσταση, το 378/7, μιας νέας ναυτικής ομοσπονδίας γύρω από την Αθήνα, εφόσον με την καταστατική πράξη της ομοσπονδίας αυτής οι Αθηναίοι δεσμεύονταν να μην εισπράττουν φόρο υποτέλειας από τους συμμάχους τους.
Γι’ αυτό και καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα γίνονται διάφορες απόπειρες με σκοπό την οργάνωση της είσπραξης της πολεμικής φορολογίας, της εισφοράς, που ήταν έκτακτος φόρος αλλά έτεινε να μεταβληθεί σε μόνιμο, καθώς και τη ρύθμιση της πιο σημαντικής για την πόλη λειτουργίας, της τριηραρχίας. Με τις διάφορες αυτές απόπειρες συνδέονται τα ονόματα ορισμένων ανδρών, όπως του Καλλίστρατου και του Εύβουλου, αργότερα του Λυκούργου, οι οποίοι εμφανίζονται ως ειδικοί σε οικονομικά ζητήματα, και οι δύο τελευταίοι τουλάχιστον αναλαμβάνουν με την ιδιότητα αυτή μια πολύ πιο μακροχρόνια αρχή σε σχέση με τις συνήθεις ετήσιες αρχές ο Εύβουλος την αρχή του «υπεύθυνου για το θεωρικό», ο Λυκούργος «την αρχή της διοίκησης».
Καθώς ο πόλεμος μεταβαλλόταν σε επάγγελμα, η διοίκηση της πόλης έτεινε κι αυτή να μεταβληθεί από μια ορισμένη μορφή αυτοδιοίκησης σε μια πιο εξειδικευμένη διοίκηση, που απαιτούσε συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η επιλογή οικονομικής πολιτικής μπορούσε να αφορά περισσότερο σ’ αυτούς τους «ειδικούς» παρά στη μάζα των πολιτών, γεγονός που μπορούσε να έχει ως συνέπεια μια ακόμη μεγαλύτερη αδιαφορία εκ μέρους των πολιτών για συζητήσεις των οποίων τις λεπτομέρειες αγνοούσαν.
Αυτό ήθελαν άραγε να πουν οι ρήτορες, όπως ο Δημοσθένης ή ο Υπερείδης, όταν κατηγορούσαν τους απλούς πολίτες, τους ιδιώτες, ότι ασχολούνταν περισσότερο με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, με τα ίδια. παρά με τις υποθέσεις της πόλης; Δεν θα πρέπει, βέβαια, να λαμβάνουμε κατά γράμμα τα επιχειρήματα που σκοπό είχαν να ξυπνήσουν το ενδιαφέρον των ακροατών εκείνων που αρκούνταν στο να ακούν χωρίς να παρεμβαίνουν. Αλλά δεν μπορούμε και να τα αγνοήσουμε.
3.3 Νέα επίκεντρα ενδιαφέροντος: Εξάλλου, η βελτιωμένη τεχνική των συζητήσεων δεν αρκεί ίσως από μόνη της για να ερμηνεύσει την αδιαφορία αυτή. Το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα χαρακτηρίζεται στην Αθήνα από την ανάκαμψη των οικονομικών δραστηριοτήτων. Τα ορυχεία του Λαυρίου γνωρίζουν νέα εκμετάλλευση και ο Πειραιάς βρίσκεται εκ νέου στο επίκεντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως μαρτυρούν ορισμένοι δικανικοί λόγοι, δραστηριότητες που ευνοούνται και από συγκεκριμένα μέτρα που «φορούν στους εμπόρους, ειδικά τους ξένους.
Μπορούμε να παραδεχτούμε ότι για τους εύπορους Αθηναίους είχαν μεγαλύτερη σημασία τα κέρδη που μπορούσε να τους αποφέρει ο δανεισμός χρημάτων σε εμπόρους με υψηλό επιτόκιο ή η ενοικίαση της εκμετάλλευσης των ορυχείων τους, παρά ο λεγόμενος μακεδονικός κίνδυνος, στον οποίο, σύμφωνα με τον Δημοσθένη, δεν πίστευαν καθόλου. Έτσι εξηγείται η επιθυμία τους να διατηρήσουν με κάθε τίμημα την ειρήνη, απαραίτητη για την ανάπτυξη των ιδιωτικών τους επιχειρήσεων και για την άσκηση λιγότερο βαριάς φορολογικής πίεσης.
Όμως οι «πλούσιοι» δεν ήταν οι μόνοι που προωθούσαν περισσότερο τα ιδιωτικά τους συμφέροντα από τα συμφέροντα της πόλης. Για την πλειοψηφία των φτωχών πολιτών, ο πόλεμος δεν σήμαινε πλέον την παροχή μισθών και την ελπίδα για λάφυρα αλλά τη στέρηση της διανομής του θεωρικού, το οποίο ο Δημοσθένης επιθυμούσε να κατατίθεται στο πολεμικό ταμείο.
Και για εκείνους, οι στείρες λογομαχίες στις οποίες επιδίδονταν οι ρήτορες, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο ότι έχει πουληθεί στον Φίλιππο, φαίνονταν εντελώς μάταιες και επειδή ο μόνος λόγος που συνέχιζαν να πηγαίνουν στις συνελεύσεις ήταν για να μη χάσουν τον μισθό, είχαν μεταβληθεί σε παθητικούς ακροατές, γεγονός για το οποίο παραπονούνταν ορισμένοι πολιτικοί άνδρες όπως ο Δημοσθένης.
Όλα αυτά ισχύουν βέβαια για την περίπτωση της Αθήνας, τη μόνη πόλη για την οποία διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες και μαρτυρίες από τους συγχρόνους. Όμως, μέσα από τα λόγια ενός Δημοσθένη ή ενός Υπερείδη, μαντεύουμε ότι το ίδιο ίσχυε και αλλού και ότι αυτή η αδιαφορία των πολιτών για τις δημόσιες υποθέσειςδιευκόλυνε τις πλεκτάνες ενός άνδρα όπως ήταν ο Φίλιππος της Μακεδονίας, ήταν αρκετό να πάρει με το μέρος του ορισμένους πολιτικούς για να κερδίσει όλη την πόλη.
Ίσως με τον τρόπο αυτό αμαυρώνουμε κάπως υπερβολικά την εικόνα. Δεν θα μπορούσαμε, ωστόσο, να αρνηθούμε ότι κατά το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα η πολιτική ιδιότητα περνά κρίση. Βέβαια οι πολιτικοί θεσμοί συνεχίζουν να λειτουργούν, και ειδικά για το τέλος του 4ου και για τον 3ο αιώνα διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες και για άλλες πόλεις εκτός από την Αθήνα.
Αυτοί όμως οι πολιτικοί θεσμοί, σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν τα μεγάλα βασίλεια που προήλθαν από τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου, χάνουν πλέον σ’ ένα βαθμό το περιεχόμενό τους και η πολιτική ιδιότητα τείνει να μετατραπεί σε μια κατάσταση που αποφέρει κάποια πλεονεκτήματα, αλλά για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δεν σημαίνει μια ενεργό συμμετοχή.
Η ψηφοφορία για την εκστρατεία στη Σικελία το 415
Καί ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι. Τοῖς μέν γάρ πρεσβυτέροις ὡς ἤ καταστρεψομένοις ἐφ ἅ ἔπλεαν ἤ οὐδέν ἄν σφαλεῖσαν μεγάλην δύναμιν, τοῖς δ’ ἐν τῇ ἡλικίᾳ τῆς τέ ἀπούσης πόθῳ ὄψεως καί θεωρίας, καί εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι. ὁ δέ πολύς ὅμιλος καί στρατιώτης ἐν τέ τῷ παρόντι ἀργύριον οἴσειν καί προσκτήσεσθαι δύναμιν ὅθεν ἀίδιον μισθοφοράν ὑπάρξειν. ὥστε διά τήν ἄγαν τῶν πλεόνων ἐπιθυμίαν, εἰ τῷ ἄρα καί μή ἤρεσκε, δεδιώς μή ἀντιχειροτονῶν κακόνους δδξειεν εἶναι τή πόλει ἡσυχίαν ἦγεν.
Απόδοση [Όλους τους κατέλαβε εξίσου η επιθυμία να αποπλεύσουν. Τους πιο ηλικιωμένους διότι πίστευαν η ότι θα υποτάξουν τα μέρη εναντίον των οποίων έπλεαν ή τουλάχιστον, ότι δεν θα καταστρεφόταν μια τόσο μεγάλη δύναμη. Εκείνους που βρίσκονταν σε ώριμη ηλικία, διότι αφ” ενός μεν επιθυμούσαν να δουν και να γνωρίσουν τη μακρινή αυτή χώρα. και αφ” ετέρου διότι είχαν την ελπίδα ότι θα σωθούν.
Τέλος, το μεγάλο πλήθος και τους στρατιώτες, διότι πίστευαν ότι υπό τις παρούσες περιστάσεις θα κέρδιζαν χρήματα και ότι μελλοντικά η πόλη θα αποκτούσε πρόσθετη ηγεμονία, που θα τους απέφερε ατελείωτη μισθοδοσία. Έτσι. λόγω της υπερβολικής επιθυμίας των περισσοτέρων, ακόμη και αν τυχόν κάποιος δεν επιθυμούσε την εκστρατεία, από φόβο μήπως φανεί εχθρικά διακείμενος προς την πόλη. δεν ψήφιζε κατά της εκστρατείας και σώπαινε.] Θουκυδίδου, Ιστοριών, ΣΤ. 24. 3-4
Ο Δημοσθένης καταγγέλλει την παθητικότητα του δήμου
Βούλομαι τοίνυν [ὑμᾶς] μετά παρρησίας ἐξετάσαι τά παρόντα πράγματα τῇ πόλει, καί σκέψασθαι τί ποιοῦμεν αὐτοί νῦν καί ὅπως χρώμεθ’ αὐτοῖς. ἠμεῖς οὔτε χρήματ’ εἰσφέρειν βουλόμεθα, οὔτ’ αὐτοί στρατεύεσθαι, οὔτε τῶν κοινῶν ἀπέχεσθαι δυνάμεθα, οὔτε τάς συντάξεις Διοπείθει δίδομεν, οὔθ’ ὅσ’ ἄν αὐτός αὐτῷ πορίσηται ἐπαινοῦμεν, ἀλλά βασκαίνομεν καί σκοποῦμεν πόθεν, καί τί μέλλει ποιεῖν, καί πάντα τά τοιαυτί, οὔτ’, ἐπειδήπερ οὕτως ἔχομεν, τά ἡμέτερ’ αὐτῶν πράττειν ἐθέλομεν, ἀλλ’ ἐν μέν τοῖς λόγοις τούς τῆς πόλεως λέγοντας ἄξι’ ἐπαινοῦμεν, ἐν δέ τοῖς ἔργοις τοῖς ἐναντιουμένοις τούτοις συναγωνιζόμεθα. ὑμεῖς μέν τοίνυν εἰώθαθ’ ἑκάστοτε τόν παριόντ’ ἐρωτᾶν, τί οὖν χρή ποιεῖν; ἐγώ δ’ ὑμᾶς ἐρωτῆσαι βούλομαι, τί οὖν χρή λέγειν; εἰ γάρ μήτ’ εἰσοίσετε, μήτ’ αὐτοί στρατεύεσθε, μήτε τῶν κοινῶν ἀφέξεσθε, μήτε τάς συντάξεις δώσετε, μήθ’ ὅσ’ ἄν αὐτός αὐτῷ πορίσηται ἐάσετε, μήτε τά ὑμέτερ’ αὐτῶν πράττειν ἐθελήσετε, οὐκ ἔχω τί λέγω. Οἱ γάρ ἤδη τοσαύτην ἐξουσίαν τοῖς αἰτιᾶσθαι καί διαβάλλειν βουλομένοις διδόντες, ὥστε καί περί ὧν φασι μέλλειν αὐτόν ποιεῖν, καί περί τούτων προκατηγορούντων ἀκροᾶσθαι, -τί ἄν τις λέγοι;
Απόδοση [Θέλω, λοιπόν, να εξετάσετε με ελεύθερο πνεύμα την παρούσα κατάσταση της πόλης και να σκεφτείτε τι θα κάνουμε τώρα και πώς θα χειριστούμε τα πράγματα. Εμείς ούτε χρήματα θέλουμε να δώσουμε, ούτε οι ίδιοι να εκστρατεύσουμε, ούτε μπορούμε να απέχουμε από τα κοινά, ούτε δίνουμε στον Διοπείθη τα ποσά που συμφωνήσαμε. Ούτε όμως εγκρίνουμε τους πόρους που τυχόν βρίσκει, αλλά τον κακολογούμε και εξετάζουμε την προέλευση των χρημάτων του, τι σκοπεύει να κάνει με αυτά και όλα τα σχετικά.
Και ενώ τηρούμε αυτή τη στάση, δεν θέλουμε να κάνουμε ό, τι μας συμφέρει, αλλά, ενώ με τα λόγια επαινούμε εκείνους που μιλούν επάξια για την πόλη μας, στην πράξη όμως συμπράττουμε με εκείνους που εναντιώνονται σ” αυτά. Εσείς λοιπόν συνηθίζετε να ρωτάτε κάθε φορά αυτόν που εμφανίζεται στο βήμα: τι πρέπει να κάνουμε; Εγώ όμως θέλω να ρωτήσω εσάς: τι πρέπει να πούμε; Διότι αν δεν δίνετε χρήματα, αν δεν πηγαίνετε οι ίδιοι στον πόλεμο, ούτε απέχετε από τα κοινά, ούτε δίνετε στον Διοπείθη τα συμφωνημένα ποσά. ούτε εγκρίνετε όσα τυχόν ο ίδιος συγκεντρώνει, ούτε επιθυμείτε να κάνετε ό,τι σας συμφέρει, εγώ δεν ξέρω τι να σας πιο.
Υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν τόσα δικαιώματα σ” εκείνους που θέλουν να κατακρίνουν και να διαβάλλουν, ώστε ο Διοπείθης να μαθαίνει ότι τον κατηγορούν προκαταβολικά για πράγματα που λένε ότι πρόκειται να κάνει – τι μπορεί. λοιπόν, να πει κανείς;] Δημοσθένους, Περί τῶν ἐν Χερρονήσῳ, 21 -23
Ἀξιῶ δ’ ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἄν τί τῶν ἀληθῶν μετά παρρησίας λέγω, μηδεμίαν μοι διά τοῦτο παρ’ ὑμῶν ὀργήν γενέσθαι. Σκοπεῖτε γάρ ὡδί. Ὑμεῖς τήν παρρησίαν ἐπί μέν τῶν ἄλλων οὕτω κοινήν οἴεσθε δεῖν εἶναι πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει ὥστε καί τοῖς ξένοις καί τοῖς δούλοις αὐτῆς μεταδεδώκατε, καί πολλούς ἄν τις οἰκέτας ἴδοι παρ’ ὑμῖν μετά πλείονος ἐξουσίας ὅτι βούλονται λέγοντας ἤ πολίτας ἐν ἐνίαις τῶν ἄλλων πόλεων, ἐκ δέ τοῦ συμβουλεύειν παντάπασιν ἐξεληλάκατε. Εἴθ’ ὑμῖν συμβέβηκεν ἐκ τούτου ἐν μέν ταῖς ἐκκλησίαις τρυφᾶν καί κολακεύεσθαι πάντα πρός ἡδονήν ἀκούουσιν, ἐν δέ τοῖς πράγμασι καί τοῖς γιγνομένοις περί τῶν ἐσχάτων ἤδη κινδυνεύειν, εἰ μέν οὖν καί νῦν οὕτω διάκεισθε, οὐκ ἔχω τί λέγω· εἰ δ’ ἅ συμφέρει χωρίς κολακείας ἐθελήσετ’ ἀκούειν, ἕτοιμος λέγειν.
Απόδοση: [Έχω την αξίωση, άνδρες Αθηναίοι, αν πω με παρρησία κάποιες αλήθειες, να μην οργιστείτε για τούτο εναντίον μου. Εξετάστε το εξής: Εσείς πιστεύετε ότι η ελευθερία του λόγου, για κάθε άλλο θέμα, πρέπει να είναι σε τέτοιο βαθμό κοινή για όλους όσους βρίσκονται στην πόλη, ώστε την έχετε παραχωρήσει και στους ξένους και στους δούλους. Και μπορεί να δει κανείς πολλούς δούλους να λένε ό,τι θέλουν ενώπιον σας με μεγαλύτερη ελευθερία από τους πολίτες των άλλων πόλεων.
Αλλά την ελευθερία από τις συσκέψεις σας την έχετε αποκλείσει εντελώς. Συνέπεια αυτού είναι ότι στις μεν συνελεύσεις ευφραίνεστε εστε ακούγοντας πάντα ευχάριστους λόγους, όταν ( νότα πραγματοποιούνται, διατρέχετε τους έσχατοι Εάν, λοιπόν και τώρα τις ίδιες έχετε διαθέσεις, δε να σας πω. Εάν αντίθετα, θέλετε να ακούσετε τ συμφέρον σας χωρίς κολακείες, είμαι έτοιμος να μιλήσω] Δημοσθένους, Κατά Φιλίππου, Γ΄, 3-4
***
Claude Mossé