βλέπουμε ότι πολλά τέρατα είχαν την μορφή σκύλου, όπως η Σκύλλα και η Χάρυβδη, ο Κέρβερος κ.ά. Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι την εποχή δημιουργίας της μυθολογίας, ο σκύλος να ήταν ακόμα άγριο και μη εξημερωμένο ζώο.Με την πάροδο όμως του χρόνου, ο σκύλος εξημερώθηκε και αποτέλεσε πολύτιμο και χρήσιμο συνοδό σε αρκετές εργασίες.
Υπάρχουν δύο μύθοι που εξηγούν το λόγο που ο σκύλος αποτελεί εδώ και χιλιάδες χρόνια τον πιο πιστό σύντροφο του ανθρώπου.Ο πρώτος μύθος, μας λέει πως ο κύν ήταν δημιούργημα του θεού Ήφαιστου. Για το λόγο αυτό, απολάμβανε μεγάλης εκτίμησης σε σημείο σχεδόν ισότητας με τους ανθρώπους, σε αντίθεση με τους αρχαίους Αιγυπτίους που είχαν μια πιο απόμακρη σχέση με τα ζώα (τα λάτρευαν μεν αλλά χωρίς να έχουν καθημερινή επαφή μαζί τους). Ο θεός Απόλλων εξημέρωσε το σκύλο και τον δώρισε στην αδελφή του θεά Αρτέμιδα, προκειμένου να τη συνοδεύει στο κυνήγι (κύναν άγω).Ενας άλλος μύθος αναφέρει ότι ο σκύλος είναι αποτέλεσμα αναπαραγωγής του Κέρβερου (του σκύλου που φύλαγε τον Άδη), την οποία επέτυχε ο Μολοσσός, ο εγγονός του Αχιλλέα. Για την ιστορία, τον Κέρβερο τον αιχμαλώτισε ο Ηρακλής και τον πήγε στον Ευρυσθέα, από τον οποίο τον έκλεψε ο Μολοσσός.
Πέραν όμως, από τους μύθους, οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν με τα ζώα και στο επιστημονικό πεδίο. Ο πανεπιστήμονας και φιλόσοφος Αριστοτέλης, στο έργο του «περί ζώων ιστορία», κάνει μια λεπτομερή μελέτη γύρω από τα είδη και τη φύση των σκύλων δείχνοντας έτσι τη σημασία που έδιναν οι αρχαίοι στο ζώο αυτό. Συγκεκριμένα, κατατάσσει του Μολοττικούς κύνες και τους Ινδικούς κύνες στην κατηγορία βραχυκεφάλων κυνών. Υπενθυμίζουμε ότι η λέξη Μολοσσός είναι η αρχαία ονομασία της Ηπείρου. Ακόμα και στην καθημερινή ζωή των μεγάλων ανδρών ο κύνας έπαιξε σημαντικό ρόλο. Ο Μέγας Αλέξανδρος ως μαθητής του Αριστοτέλη, ήταν κυνόφιλος.Όσο ήταν στην Πέλλα είχε μια θηλυκή σκυλίτσα (Μολοττικός κύων) και αργότερα στην Περσία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά του Πέρση Δαρείου, αγόρασε έναν αρσενικό σκύλο (Ινδικός κύων) και μάλιστα έναντι αδρής αμοιβής, ονόματι Περίττα. Αργότερα, έδωσε το όνομά του σε μια πόλη που ίδρυσε εκεί.Ανάγλυφο στο Μουσείο Λούβρου που απεικονίζει την συνάντηση του Αλέξανδρου με τον Διογένη, δεξιά απο το άλογο του διακρίνεται ένας σκύλος, πιθανόν του ιδίου.
Mία απο τις σημαντικότερες ενδείξεις για αυτήν την σχέση αγάπης και συντροφιάς μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων με τους σκύλους, που διαρκεί πάνω απο 3.000 χρόνια, μας την δίνει ο πατέρας της Ελληνικής ιστορίας Όμηρος στην Οδύσσεια (ραψωδία ρ΄300-309), όπου περιγράφει το γνωστό και συγκινητικό περιστατικό του θανάτου του σκύλου του Οδυσσέα (ονόματι Άργος) τη στιγμή που αναγνωρίζει τον αφέντη του ντυμένο ζητιάνο, που γύρισε μετά από 10 έτη απουσίας.Σχέση μοναδική. Συντροφικότητα που προκαλεί συγκίνηση.Ο κατάκοιτος σκύλος Άργος, παρ’ όλα τα χρόνια απουσίας του αφέντη του, μπόρεσε να τον αναγνωρίσει αφήνοντας σε εμάς, όπως και στον Οδυσσέα το δάκρυ να κυλήσει και να αγγίξει την καρδιά μας. Αβίαστα ερωτήματα έρχονται στο νου μας: Τι δέσιμο είχαν ο αφέντης με το σκύλο του, κάνοντας τον πολυταξιδεμένο και σκληρό από τις κακουχίες Οδυσσέα να δακρύσει; Τι είναι αυτό που μπορεί να οδηγήσει ένα άλογο ον να δεθεί συγκινησιακά με ένα λογικό; Μήπως η επικοινωνία αυτή δηλώνει την ύπαρξη της ψυχής; Μήπως, ως άνθρωποι πρέπει να δώσουμε μεγάλη βαρύτητα στη ψυχή μας και στην επικοινωνία με τη φύση, στην οποία άλλως τε είμαστε συγκάτοικοι με τα άλλα ζώα;
Οι αρχαίοι Έλληνες αντιλήφθηκαν από πολύ νωρίς τη διαφορετική σχέση που έχει ο σκύλος με τον άνθρωπο. Σχέση φιλική, σχέση συνεργασίας. Σχέση πάνω απ’ όλα εμπιστοσύνης, όπως επίσης και φιλοσοφικής συντροφιάς. Πριν από τον μεγάλο φιλόσοφο Σωκράτη, που άλλαξε τα δεδομένα της σκέψης πάνω σε βαθειά και αιώνια προβλήματα τη ανθρωπότητας, υπήρχαν οι λεγόμενοι κυνικοί φιλόσοφοι. Αυτοί, γύριζαν στους δρόμους των πόλεων και μιμούνταν τη ζωή των σκύλων. Ζούσαν σε πιθάρια ή σε βράχους προκειμένου να ταπεινωθούν και να φιλοσοφήσουν. Άλλως τε, μη ξεχνάμε την εικόνα που μας έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό με τον μεγάλο αρχαίο φιλόσοφο Διογένη να περιφέρεται μέρα μεσημέρι στους δρόμους της Αθήνας κρατώντας φανάρι και έχοντας συντροφιά έναν σκύλο, αναζητώντας άνθρωπο, όπως έλεγε, υπονοώντας την ποιοτική έννοια της λέξης.Ο σκύλος λοιπόν, τιμήθηκε από όλους τους Έλληνες της αρχαίας εποχής, τοποθετώντας τον ακόμα και στο σύμπαν (αστερισμός του κυνός), εκφράζοντας έτσι την υπέρτατη αγάπη τους για το ζώο. Το γεγονός αυτό αν μη τι άλλο, δείχνει ότι ο σκύλος αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας της ζωής τους. Η καθημερινότητα δεν άλλαξε στο πέρασμα των αιώνων και ο σκύλος παραμένει γύρω μας, δίπλα μας. Είναι ανάγκη να δούμε μέσα από την παρουσία του τη σταθερή κοινωνική σχέση του με τον άνθρωπο, καταδικάζοντας και αποτρέποντας την κακοποίησή τους από μερίδα συνανθρώπων μας.
Ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του αναφέρει ότι η Εκάβη, αφού πρώτα είδε όλα τα παιδιά της νεκρά ή αρπαγμένα, μεταμορφώθηκε από τους θεούς, που τη λυπήθηκαν, σε σκυλί. Μία παραλλαγή λέει ότι η Εκάβη μεταμορφώθηκε σε σκύλο όταν την κατεδίωξαν για εκδίκηση οι σύντροφοι του Πολυμήστορα. η Εκάβη λατρεύθηκε σαν θεά με ιερό ζώο το σκυλί.Άλλος ένα Ελληνικός μύθος της αρχαιότητας έκανε αναφορά σε μηχανικούς σκύλους που είχαν σταλεί να προστατέψουν το παλάτι του Αλκίνοου. Οι Θεοί ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι με τον βασιλιά Αλκίνοο και μέσω της τέχνης του Ήφαιστου, του χάρισαν χρυσούς και ασημένιους, αθάνατους και πανίσχυρους μηχανικούς σκύλους για την προστασία του παλατιού του.
Η σημασία του ονόματος ήταν επίσης σημαντική για το ηθικό τόσο του ιδιοκτήτη όσο και του σκύλου: ονόματα που είχαν σχέση με την ταχύτητα, τη γενναιότητα, τη δύναμη, την εμφάνιση και άλλες αρετές ήταν προτιμητέα. Ο Ξενοφώντας για παράδειγμα φώναζε το σκύλο του Ορμή. Η μυθική κυνηγός Αταλάντη φώναζε το σκύλο της Αύρα. Σε ένα αρχαίο Ελληνικό αγγείο του 560π.Κ.Ε. απεικονίζεται η Αταλάντη και άλλοι ήρωες μαζί με τα κυνηγόσκυλά τους κυνηγώντας τον περίφημο Καλυδώνιο Κάπρο. Πάνω στο αγγείο ο αγγειογράφος κατέγραψε τα ονόματα επτά σκύλων: Ορμένος, Μεθέπων, Εγέρτης, Κόραξ, Μάρψας, Λάβρος και Εύβολος.
Στην κλασσική αρχαιότητα το κυνήγι (λαγού, ελαφιού, αρκούδας, αγριογούρουνου) για τροφή και για διασκέδαση ήταν αρκετά διαδεδομένο, και όσοι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν σκύλους για αυτό το σκοπό τους φρόντιζαν ιδιαίτερα. Δύο εγχειρίδια κυνηγιού της αρχαίας Ελλάδας που σώζονται σήμερα είναι γραμμένα από δύο Έλληνες ιστορικούς, τον Ξενοφώντα και τον Αρριανό και έχουν αρκετές πληροφορίες και συμβουλές για την σωστή ανατροφή των κυνηγόσκυλων.
– See more at: http://ift.tt/1AmT2Gk
Ο Ξενοφώντας, ο Έλληνας ιστορικός που έγραψε για τα κυνηγόσκυλα τον 4ο αιώνα π.X. υποστήριζε ότι τα πιο καλά ονόματα είναι τα σύντομα, μονοσύλλαβα ή δισύλλαβα, για να μπορεί κάποιος να τα προφέρει με ευκολία.Η σημασία του ονόματος ήταν επίσης σημαντική για το ηθικό τόσο του ιδιοκτήτη όσο και του σκύλου: ονόματα που είχαν σχέση με την ταχύτητα, τη γενναιότητα, τη δύναμη, την εμφάνιση και άλλες αρετές ήταν προτιμητέα. Ο Ξενοφώντας για παράδειγμα φώναζε το σκύλο του Ορμή. Η μυθική κυνηγός Αταλάντη φώναζε το σκύλο της Αύρα. Σε ένα αρχαίο Ελληνικό αγγείο του 560π.Κ.Ε. απεικονίζεται η Αταλάντη και άλλοι ήρωες μαζί με τα κυνηγόσκυλά τους κυνηγώντας τον περίφημο Καλυδώνιο Κάπρο. Πάνω στο αγγείο ο αγγειογράφος κατέγραψε τα ονόματα επτά σκύλων: Ορμένος, Μεθέπων, Εγέρτης, Κόραξ, Μάρψας, Λάβρος και Εύβολος.Στην κλασσική αρχαιότητα το κυνήγι (λαγού, ελαφιού, αρκούδας, αγριογούρουνου) για τροφή και για διασκέδαση ήταν αρκετά διαδεδομένο, και όσοι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν σκύλους για αυτό το σκοπό τους φρόντιζαν ιδιαίτερα. Δύο εγχειρίδια κυνηγιού της αρχαίας Ελλάδας που σώζονται σήμερα είναι γραμμένα από δύο Έλληνες ιστορικούς, τον Ξενοφώντα και τον Αρριανό και έχουν αρκετές πληροφορίες και συμβουλές για την σωστή ανατροφή των κυνηγόσκυλων.Οι σκύλοι συνόδευαν τους Αρχαίους Έλληνες όχι μόνο στο κυνήγι αλλά και στο τραπέζι που ετοίμαζαν μετά. Εκεί μοιράζονταν με τους τετράποδους φίλους τους κομμάτια από τα θηράματα όπως κουνέλια, ελάφια ,και αγριογούρουνα.Μετά το τραπέζι, ο ιδιοκτήτης σκούπιζε τα χέρια του με ένα κομμάτι ψωμί και το έδινε στον σκύλο του μαζί με μία ιδιαίτερη λιχουδιά, βοδινό συκώτι ψημένο στα κάρβουνα πασπαλισμένο με κριθάρι. Αν ο σκύλος του υπέφερε από παράσιτα στο έντερο, του έδινε το φλοιό από το σιτάρι.
Από τους αρχαιολόγους που έχουν μελετήσει τα ταφικά έθιμα των αρχαίων Ελλήνων λίγοι έχουν ασχοληθεί με αυτή την ιδιαίτερη σχέση ανθρώπου και ζώου. Οπωσδήποτε όμως όσοι έτυχε να «πέσουν» επάνω σε ταφή ζώου, είτε μαζί είτε χώρια από το αφεντικό του, ανατρέχουν στις αρχαίες γραπτές μαρτυρίες και θυμούνται και τους σχετικούς μύθους. Ο Αιλιανός όσο και ο Πολυδεύκης στο Ονομαστικό του αναφέρουν παραδείγματα για ταφές σκύλων ή για σκύλους που ακολούθησαν το αφεντικό τους στον θάνατο αρνούμενοι τον αποχωρισμό. Μια άλλη μαρτυρία προέρχεται από τον Αιλιανό και αναφέρεται στον Εύπολη ο οποίος πέθανε στην Αίγινα και επάνω στον τάφο του πέθανε ο πιστός του σκύλος. Η θέση ονομάστηκε Κυνός Σήμα.
Μετά το τραπέζι, ο ιδιοκτήτης σκούπιζε τα χέρια του με ένα κομμάτι ψωμί και το έδινε στον σκύλο του μαζί με μία ιδιαίτερη λιχουδιά, βοδινό συκώτι ψημένο στα κάρβουνα πασπαλισμένο με κριθάρι. Αν ο σκύλος του υπέφερε από παράσιτα στο έντερο, του έδινε το φλοιό από το σιτάρι.