‘’Στο δρόμο, καθώς διέσχισαν μια μεγάλη πλατεία όπου υπήρχαν ομάδες τυφλών που άκουγαν τις ομιλίες άλλων τυφλών, με μια πρώτη ματιά ούτε οι μεν ούτε οι δε έμοιαζαν τυφλοί, αυτοί που μιλούσαν έστρεφαν πυρετωδώς το πρόσωπο προς αυτούς που άκουγαν, αυτοί που άκουγαν έστρεφαν το πρόσωπο προσηλωμένοι σ΄αυτούς που μιλούσαν.
Διακήρυσσαν το τέλος του κόσμου, τη σωτηρία διά της μετανοίας,, το όραμα της εβδόμης ημέρας, την άφιξη του αγγέλου, την κοσμική σύγκρουση, την εξαφάνιση του ήλιου, το πνεύμα της φυλής, το χυμό του μανδραγόρα, το κατάπλασμα της τίγρης, την αρετή του ζωδίου, την πειθαρχία του ανέμου, το άρωμα της σελήνης, την εκδίκηση του σκότους, την εξουσία του εξορκισμού, το σημάδι του αστραγάλου, τη σταύρωση του ρόδου, την αγνότητα της λέμφου, το αίμα του μαύρου γάτου, τη χαύνωση της σκιάς, την εξέγερση της πλημμύρας, τη λογική της ανθρωποφαγίας, τον ευνουχισμό χωρίς πόνο, τη θεϊκή δερματοστιξία, την εθελοντική τυφλότητα, την κυρτή σκέψη, την κοίλα, την επίπεδη, την κάθετη, την επικλινή, τη συμπυκνωμένη, τη διάχυτη, τη διαφυγούσα, την εκτομή των φωνητικών χορδών, το θάνατο της λέξης.
Εδώ δεν μιλάει κανείς για οργάνωση, είπε η γυναίκα του γιατρού στον άντρα της. Ίσως η οργάνωση να είναι σε άλλη πλατεία, απάντησε εκείνος.
Συνέχισαν να προχωρούν. Λίγο πιο κάτω η γυναίκα του γιατρού είπε: Στο δρόμο έχει περισσότερους νεκρούς απ΄ ό,τι συνήθως. Φτάνει στο τέλος της η αντίστασή μας, φτάνει το πλήρωμα του χρόνου. Η σαπίλα απλώνεται, οι αρρώστιες βρίσκουν τις πόρτες ανοιχτές, το νερό εξαντλείται, η τροφή έγινε δηλητήριο. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας.
Δεν μπορούμε, είμαστε τυφλοί, είπε ο γιατρός. Είναι μεγάλη αλήθεια αυτό που λένε, ότι ο χειρότερος τυφλός είναι αυτός που δεν θέλει να δει.
Η όψη των δρόμων χειροτέρευε κάθε ώρα που περνούσε. Τα σκουπίδια έμοιαζαν να πολλαπλασιάζονται τις νυχτερινές ώρες, ήταν λες και κάπου απ΄το εξωτερικό, από κάποια άγνωστη χώρα όπου ζούσαν ακόμα μια φυσιολογική ζωή, ήρθαν κρυφά και άδειασαν εδώ τους κάδους. Αν δεν ήμασταν στη γη των τυφλών θα βλέπαμε να προχωρούν μέσα σ΄αυτό το λευκό σκοτάδι οι καρότσες και τα φορτηγά, φαντάσματα φορτωμένα με απόβλητα, απορρίμματα, εκβράσματα, χημικά απόβλητα, στάχτες, καμένα λάδια, κόκαλα, μπουκάλια, σπλάχνα, άδειες μπαταρίες, πλαστικά, βουνά από χαρτί. Μόνο αποφάγια δεν μας φέρνουν, έστω μερικές φλούδες φρούτων να ξεγελάσουμε την πείνα μας, αναμένοντας εκείνες τις καλύτερες μέρες που διαρκώς φτάνουν.
Διέσχισαν μια πλατεία με ομάδες τυφλών που δεν έκαναν άλλο απ΄το ν΄ακούν τις ομιλίες άλλων τυφλών, με μια πρώτη ματιά ούτε οι μεν ούτε οι δε έμοιαζαν τυφλοί, αυτοί που μιλούσαν έστρεφαν πυρετωδώς το πρόσωπο προς αυτούς που άκουγαν, αυτοί που άκουγαν έστρεφαν το πρόσωπο προσηλωμένοι σ΄αυτούς που μιλούσαν.
Διακήρυσσαν τις θεμελιώδεις αρχές των μεγάλων οργανωμένων συστημάτων, την ατομική ιδιοκτησία, τις ελεύθερες συναλλαγές, την αγορά, το χρηματιστήριο, τη φορολογία, το επιτόκιο, την ιδιοποίηση, τη δήμευση, την παραγωγή, τη διανομή, την κατανάλωση, το πλεόνασμα, το έλλειμμα, τον πλούτο και τη φτώχεια, την επικοινωνία, την καταπίεση και την παραβατικότητα. Τα λαχεία, τα σωφρονιστικά καταστήματα, τον ποινικό κώδικα, τον αστικό κώδικα, τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, το λεξικό, τον τηλεφωνικό κατάλογο, τα δίκτυα πορνείας, τα εργοστάσια πολεμικού υλικού, τις ένοπλες δυνάμεις. Τα νεκροταφεία, την αστυνομία, το λαθρεμπόριο, τα ναρκωτικά, την επιτρεπόμενη παράνομη διακίνηση, τη φαρμακευτική έρευνα, τον τζόγο, την τιμή των θεραπειών και των κηδειών. Τη δικαιοσύνη, το δάνειο, τα πολιτικά κόμματα, τις εκλογές, τα κοινοβούλια, την κυρτή σκέψη, την κοίλα, την επίπεδη, την κάθετη, την επικλινή, τη συμπυκνωμένη, τη διάχυτη, τη διαφυγούσα, την εκτομή των φωνητικών χορδών, το θάνατο της λέξης.
Εδώ μιλάνε για οργάνωση, είπε η γυναίκα του γιατρού στον άντρα της. Το πρόσεξα, απάντησε εκείνος και σώπασε’’.
( Από το βιβλίο του Ζοζέ Σαραμάγκου ΄΄Περί τυφλότητας’’. Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ).
Ο νομπελίστας συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010) στο βιβλίο του αυτό, αναφέρεται σε μια κοινωνία, τα μέλη της οποίας ξαφνικά, ο ένας μετά τον άλλο, τυφλώνονται. Ενώ οργανικά η κατάσταση των ματιών τους δεν έχει καμία βλάβη, εντούτοις χάνουν την όρασή τους βυθιζόμενοι σε ένα γαλακτερό σκοτάδι.
Ο πρώτος που τυφλώνεται είναι ένας οδηγός, που περίμενε ν΄ανάψει το πράσινο. Η αδυναμία του να οδηγήσει προκάλεσε κυκλοφοριακό χάος. Η γυναίκα του τον πήγε στον οφθαλμίατρο, ο οποίος δεν μπόρεσε να του προσφέρει καμία βοήθεια. Το αποτέλεσμα ήταν να κολλήσουν όλοι οι ασθενείς του γιατρού, ο ίδιος ο γιατρός, όσοι βοήθησαν τον πρώτο ασθενή, η γυναίκα του οδηγού και συν τω χρόνω όλη η πόλη, η χώρα, οι ένοπλες δυνάμεις, οι αστυνομικοί, οι εργαζόμενοι. Οι τράπεζες καταρρέουν , εγκλωβίζοντας τους τραπεζίτες στα γραφεία και τα ακινητοποιημένα ασανσέρ, που πεθαίνουν λίγα βήματα μακριά από τα γεμάτα χρηματοκιβώτιά τους.
Στην αρχή η κυβέρνηση αυτής της φανταστικής χώρας, στην οποία αναφέρεται ο Σαραμάγκου, προσπάθησε να περιορίσει την επιδημία που εξαπλώνονταν με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς. Διέταξε να μπουν σε καραντίνα οι πρώτοι ασθενείς, περιορίζοντάς τους μέσα σε ένα εγκαταλειμμένο φρενοκομείο. Έβαλαν να τους φρουρούν στρατιώτες που πυροβολούσαν και σκότωναν τους τυφλούς σε κάθε απόπειρα να βγουν έξω από το κτήριο. Το συσσίτιο που τους πρόσφεραν ήταν λίγα τρόφιμα που γίνονταν όλο και λιγότερα καθώς οι τυφλοί αυξάνονταν ώρα την ώρα. Για καθαριότητα ή ιατρική φροντίδα ούτε λόγος. Τραυματίες πέθαιναν αβοήθητοι, οι υπόλοιποι τους έθαβαν όπως όπως, οι ζωντανοί περιφέρονταν μέσα στο φρενοκομείο, πεινασμένοι, διψασμένοι και αποπροσανατολισμένοι, αποπατώντας όπου έβρισκαν, χειροτερεύοντας έτσι την κατάσταση. Είχαν και άλλους κακούργους τυφλούς οι οποίοι έπαιρναν με την βία τα λιγοστά τρόφιμα, τρομοκρατώντας τους καλούς τυφλούς και βιάζοντας τις γυναίκες τους.
Μέσα σ΄αυτό το χαλασμό, παραδόξως η γυναίκα του οφθαλμίατρου δεν είχε κολλήσει την ασθένεια κι έτσι σαν ο μοναδικός άνθρωπος που έβλεπε ανέλαβε με όσες δυνάμεις είχε να βοηθήσει την κατάσταση. Φρόντιζε την καθαριότητα, έβρισκε τρόφιμα, τους έδινε θάρρος.
Με το πλεονέκτημα της όρασης και τις μικρές της δυνάμεις οργάνωσε αυτό το κοπάδι των απελπισμένων μισοζώντανων, πρώτα πρώτα να τιμωρήσει τους κακούργους τυφλούς σκοτώνοντας και καίγοντάς τους μέσα στους θαλάμους τους.
Οι στρατιώτες είχαν αποχωρήσει από την είσοδο του φρενοκομείου, μιας και είχαν κι αυτοί τυφλωθεί, η κυβέρνηση είχε καταρρεύσει τυφλή και ανήμπορη κι ίδια , τίποτε δεν λειτουργούσε, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, το ηλεκτρικό, η υδροδότηση, η καλλιέργεια της γης, η διανομή συσσιτίων, η ταφή των νεκρών.
Οι τυφλοί βγήκαν από την καραντίνα του φρενοκομείου και με την βοήθεια της γυναίκας του γιατρού προσπάθησαν να βρουν τα σπίτια τους. Δυστυχώς ήταν κατειλημμένα και λεηλατημένα από άλλους τυφλούς. Έτσι το βάρος της συντήρησή τους ανέλαβε η γυναίκα του γιατρού. Πρέπει να είμαστε όλοι μαζί ενωμένοι, τους είπε. Όποιος φύγει, θα χαθεί. Όλοι μαζί μπορούμε να αντέξουμε αυτή την κόλαση που ζούμε, πρέπει να έχουμε οργάνωση για να αντιμετωπίσουμε πρακτικά τις δυσκολίες που παρουσιάζονται. Όπως η εύρεση τροφής και νερού, η καθαριότητα και η περίθαλψη.
Κατά καιρούς οι ανθρώπινες κοινωνίες τείνουν να μοιάσουν με μπουλούκια τυφλών. Στην εποχή μας βλέπουμε στο εξωτερικό ,τυφλούς από θρησκευτικό φανατισμό κακούργους, να λεηλατούν, να βιάζουν, να αποκεφαλίζουν.
Στο εσωτερικό, στο δικό μας μικρό άσυλο, το βαλμένο σε καραντίνα, η τυφλότητα ενέσκηψε σιγά σιγά. Στην αρχή αλληθωρίζαμε δεξιά- αριστερά, έπειτα μια γκρούπα μεγαλόστομων ανοιχτομάτηδων , σκορποχέρηδων ,μας βύθισαν σ΄ένα χολερικό πράσινο σκοτάδι. Κάποιες μικρές γαλάζιες αναλαμπές μας έδωσαν την ψευδαίσθηση της όρασης. Τώρα περιμένουμε την ίαση που θα προκύψει μέσα από τις ροζ αναθυμιάσεις.
Προς το παρών έχουμε αναθέσει την πορεία μας, όλοι εμείς οι τυφλοί και αποπροσανατολισμένοι στα χέρια ενός μισότυφλου, ο οποίος κουτουλά και ο ίδιος στα εμπόδια που του βάζουν οι ανοιχτομάτηδες και απλοχέρηδες , ένθεν κακείθεν.
Το σκοτάδι τώρα δεν έχει ένα συγκεκριμένο χρώμα, λες και έχουν ανακατευτεί όλα τα χρώματα μαζί και αυτό που έχει προκύψει είναι το χρώμα της σαπίλας. Η μυρωδιά που εξαπλώνεται με τον αέρα, με τη βροχή, με τις πορείες και τις επετείους, είναι η μυρωδιά από νεκρά όνειρα, νεκρές ελπίδες.
Μπρος ο μισότυφλος με την παρέα του, να αποπατούν στην αξιοπρέπειά μας, πίσω εμείς να πατάμε την αποπατημένη αξιοπρέπεια, να σκοντάφτουμε σε σαπισμένες ελιές, να περνάμε γέφυρες που δεν βγάζουν πουθενά, να βυθιζόμαστε σε τελματωμένα ποτάμια, λιγδιασμένα και γελοία, ευτυχώς που δε βλέπουμε τον βυθό τους, να περδουκλωνόμαστε σε ρίζες που αρχίζουν να ξεπετάγονται μέσα από τους βόθρους.
Και τα σκουπίδια όλο να πολλαπλασιάζονται, είναι λες και κάπου απ΄το εξωτερικό, από κάποια άγνωστη χώρα όπου ζουν ακόμα μια φυσιολογική ζωή, να έρχονται κρυφά ή φανερά, τι σημασία έχει αφού είμαστε τυφλοί, και να αδειάζουν τους κάδους τους.
Αν δεν είμαστε στη γη των τυφλών θα βλέπαμε τις καρότσες και τα φορτηγά τους σαν φαντάσματα, ν΄αδειάζουν τα απόβλητα, τα απορρίμματα, τα εκβράσματα, τα αποβράσματα, τα εμβάσματα ,τις φωτιές και τις στάχτες, τα βουνά από χαρτί με διαταγές και μνημόνια, τα αναθεωρημένα συντάγματα, τις εκλογές, τους προέδρους τους τόσο σημαντικούς και απαραίτητους, τα κόμματα, τις τελείες, τα δεσμά, τις δεσμεύσεις, τις χειροπέδες, τους αγανακτισμένους παίδες, την λογική την άλογη, την παράλογη, την διαφυγούσα, την φίμωση των φωνών, τον θάνατο της δημοκρατίας.
Μόνο αποφάγια δεν μας φέρνουν, έστω μερικές φλούδες φρούτων να ξεγελάσουμε την πείνα μας, αναμένοντας εκείνες τις καλύτερες μέρες που διαρκώς φτάνουν.
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.