Οι περιπέτειες του Φινόκιο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

wpid 20141211085132

(Παραμύθι που προέκυψε χριστουγεννιάτικα, για παιδιά μη παιδαριώδη, που δε φοβούνται τον Ηρώδη).
Χαρές και πανηγύρια έχουν αυτό τον καιρό στην Φρουτοπία του success .Επιτέλους οι δύσκολες μέρες πέρασαν. Μέσα στο τεράστιο τελάρο του μανάβη-που στην πραγματικότητα είναι καμουφλαρισμένος χασάπης-, τα μαντρωμένα ζαρζαβατικά περιδιάβαιναν γύρω από τα ξύλινα κιγκλιδώματα του τελάρου και τραγουδούσαν:
‘’Είναι μία, μόνο μία, η ονειρεμένη Φρουτοπία.
Εκεί τα βλήτα δεν είναι κουτά,
Και τα παντζάρια δεν είναι δειλά.
Κάθε κρεμμύδι μοσχοβολά,
Τα κολοκύθια είναι δυνατά.
Δεν υπάρχει άλλη καμία, από την ονειρεμένη Φρουτοπία’’.
(Στίχοι Ήβης Σοφιανού, μουσική Φαίδων Σοφιανός)
Προς τι όμως όλη αυτή η ιλαροκατάσταση; Γιατί όλα τα λάχανα αρχίσανε τα χάχανα; Γιατί άραγε οι πόες που ενδημούν πίσω από την μικρή οθόνη του χαζοκαφασιού, σείουν το εύκαμπτο κορμάκι τους όλο χαρά και νάζι;
Είναι η ανακούφιση που θέλει να ξεσπάσει έπειτα από τόσες εβδομάδες διεργασιών, συνεργασιών, αντιρρήσεων, άλλων πεποιθήσεων, απειλών και παρακλήσεων. Τα πράγματα για τα ζαρζαβατικά είναι αλήθεια ότι είχαν φτάσει σε ένα οριακό σημείο. Λίγο ακόμα και η υγρασία τους θα είχε στεγνώσει. Κινδύνευαν να μείνουν απούλητα, μαρατζιασμένα, παραπεταμένα μέσα στο καφάσι, ευτυχώς όμως την τελευταία στιγμή ο Φινόκιο έπειτα από την σοφή –μετά από πολύ καιρό- συμβουλή του χοντροπατάτα, έσωσε την παρτίδα των προς πώληση ζαρζαβατικών.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Την αρχή στην κοινωνία των ζαρζαβατικών την ασκούν τρεις μερίδες, θα λέγαμε τρεις πόλοι –το πο είναι το καμουφλαρισμένο π ω, ενώ το π είναι το γνωστό κ, το λοι ως έχει-, αλλά καλύτερα ας μην μπερδευόμαστε με την ορθογραφία, και ας μπούμε στην ουσία. Η μία μερίδα κείτεται στα δεξιά του τελάρου, ενώ η άλλη μερίδα παραμονεύει στα αριστερά, προς την έξοδο. Τέλος η τρίτη μερίδα, η καλύτερη, η πιο ευρεία και παραγωγική, έχει απλωθεί προς το κέντρο, απλώνεται, μαζεύεται, πρωτοστατεί και αποστατεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, μια και αποτελείται όλο από μαϊντανούς, χρήσιμους σε όλες τις συνταγές μαγειρικής.
Επικεφαλής όλων είναι ο γνωστός μας Φινόκιο. Τα ζαρζαβατικά δεν τον έχουν και τόσο σε υπόληψη, του έχουν αλλάξει και το όνομα και τον προσφωνούν Πινόκιο με την μεγάλη μύτη. Βέβαια αλλού έχει το πρόβλημα, αλλά ας μην μπερδευόμαστε, ας μπούμε στην ουσία. Η οποία είναι ότι ο Φινόκιο είναι το απλό γνωστό μας μάραθο, το μαραθιασμένο, έτσι όπως το καμαρώσαμε προσφάτως και στην φωτογραφία δίπλα στον επεκτατικό χουρμά.
Απλώς οι ξένοι σεφ για να του προσδώσουν αίγλη, τον ονόμασαν Φινόκιο. Το φινόκιο ή μάραθο, πάει πολύ με τις σουπιές για τους κρασομεζέδες, αλλά και με κιμά μαζί φτιάχνει τους μαραθοκεφτέδες. Να τρων οι εκλεκτοί της γης και να γλείφουν τα δάκτυλά τους, παρόλο που λεν ότι είναι χορτοφάγοι, μόνο που στην πραγματικότητα είναι σαρκοφάγοι, για να μην πούμε και πτωματοφάγοι ( σαράντα χρόνια στην έρημο, μάθανε να επιζούν).
Δεύτερος στην κατάταξη, σε αυτή την παλιοκατάσταση που πάει να μοιάσει με ξινισμένο μπριάμ, τουρλού τουρλού όπως λέμε, έρχεται το λαρδί, όλο στέαρ, ξύγκι και λίπος. Μα μήπως; Ναι, θα ρωτήσει κανείς τι δουλειά έχει ένα κρεατικό και μάλιστα γουρουνίσιο ανάμεσα σε τόσα λαχανικά, μαρούλια, βρούβες, λάπατα. Μα ότι δεν είναι χάπατα! Στο λαρδί έχουν σεβασμό κι εκτίμηση, τρέφουν ευγνωμοσύνη γιατί με τους νόμους που εφηύρε μένουν στο απυρόβλητο και δε τους τρώνε λάχανα.
Σ΄αυτή την γκουρμέ κατάσταση εντρυφεί και το κουκί μαζί με το ρεβύθι, που είναι εγγονόπαιδα του αρχαίου μανδραγόρα, καθώς ξεχάστηκε η συμβουλή: ’’Των κυάμων απέσχεσθαι!’’ του σοφού Σαμιώτη Πυθαγόρα. Καθότι όποιος φάει κουκιά αργεί να κακαρώσει, μένει την νύχτα ξυπνητός, μέχρι να ξημερώσει. Αν φάει δε και ρεβυθάδα, άνεργος μένει και αδρανής, ξαπλώνει στην λιακάδα.
Το πράσο τώρα, που ως γνωστό οι αρχαίοι το είχαν σε εκτίμηση, εξ ου και η φράση :’’μας πιάσανε στα πράσα’’, είναι το λαχανικό που βλέπουνε πιο συχνά τα ζαρζαβατικά στην οθόνη του χαζοκαφασιού. Κι όχι μόνο βλέπουν αλλά και ακούν τις τσιρίδες του, όταν πλασάρει έντυπα, κι είναι λες και φεύγουνε ηχηρώς τα αέρια. Τακίμι ταιριαστό έγινε με το ρύζι, και φτιάξαν το πρασόρυζο, κι ας λένε οι ζηλιάρηδες: ’’ Χμουυ, βράσε όρυζο!’’.
Κουμπάρος σ΄αυτή την τακιμιά ήτανε το κρεμμύδι με τις πολλές τις φλούδες. Στην αρχή έδωσε ελπίδες στον λαό των ζαρζαβατικών, αλλά αποδείχτηκαν όλες φρούδες. Όποιος απ΄τον λαό , χέρι με χέρι ακούμπησε, τον πιάσανε τα κλάματα από την κρεμμυδίλα, ενώ το πονηρό κρεμμύδι γέμισε εμβάσματα μαζί και μία (μόνο;) βίλα.
Μην ξεχάσουμε και το βλήτο, το απόβλητο, που δεν άφησε ούτε χώμα, γύρισε πάλι και ψάχνετε να φτιάξει νέο κόμμα.
Στο καφάσι τώρα δεν μπορεί να λείψει και ο μπιζέλης , χαμηλοβλεπούσης , μειλιχός, σαν σιγανοπαπαδιά ή σιγανοπαστόρισσα, το ίδιο είναι, έχων ελπίδες να ανέλθει στα ανώτερα στρώματα, αλλά έμεινε στα πρόθυρα. Το μπιζέλι όμως ως γνωστό έχει πολλά σποράκια, τα οποία αν βρουν πρόσφορο έδαφος χώνονται και βγαίνουν μπιζελάκια.
Από την άλλη την μεριά υπάρχει και ο φασολάκης ,( όχι φυσικά ο Μάικ, αυτός είναι από άλλο παραμύθι), ο δικός μας φασολάκης κράτησε όσο μπορούσε στα αναχώματα, αλλά με τα τόσα τα προσχώματα, προσάραξε το πλοίο και οι πρώην οι συντρόφοι του , τού λένε το αντίο. ‘’Μη φάτε τους λέει αυτός , σας έχω γλάρο σούπα’’. ‘’Άστα του απαντούν αυτοί, τα κάναμε από κούπα. Κάλλιο στο χέρι πέντε ν΄έχουμε, παρά να καρτεράμε. Αν πάμε στους από κει, λίγο να τους βοηθήσουμε, χαμένοι δε θα πάμε. Το λέει και το βαγγέλιο: ‘’εν τη παλάμη και ούτω βοήηησωμεεν’’.
Κάπου εκεί ανάμεσα, πάνω σε ένα τρίκυκλο, αγκομαχώντας ορθοποδεί και του ποταμιού το βρύο. Μα δε βλέπει ότι η εν γένει παρουσία του αποτελεί ένα αστείο κρύο, μη πούμε και γελοίο;
Το ραπανάκι στην σκηνή έρχεται ορεξάτο. Διαλέξεις κάνει συνεχώς, εντός και στο εξωτερικό, στα μέσα και στα έξω, δεν κρύβεται απ΄ τις λέξεις. Πρόσεχε λέει στο λαό, εις τον λαό των χόρτων. Πρόσεχε ποιον θα διαλέξεις, εγώ είμαι νέο και γερό, δεν είμαι κανένα σαπάκι.
‘’ Φαί , ψωμί δεν είχαμε, του απαντούν αυτοί, μας ήρθε για την όρεξη, κόκκινο ραπανάκι’’.
Τώρα όλος αυτός ο αναβρασμός έγινε για το κολοκύθι. Αφού σε όλους είναι γνωστό, πως σε τραπέζι γιορτινό, δεν λείπει η κολοκύθα. Αν θες την κάνεις γεμιστή, ή και τηγανισμένη, αν θέλεις βάλ ‘ της ρίγανη, έτσι κι αλλιώς θα΄ναι παροπλισμένη. Θ΄αράξει ψηλά στο πάτερο και θα μας αγναντεύει. Θα ορκίζει, θα βάζει υπογραφές, θα κάνει ταξιδάκια. Σωπάστε όμως βρε παιδιά, να μην ξυπνήσει η Κυρά, κι αρχίσουνε οι μαγκουριές ή σαν καλή νοικοκυρά (που ήταν), τον κάνει κρεμμυδάκια, γέμιση ντολμαδάκια.
Έτσι έχουνε τα πράγματα με τα λαχανικά, τα λάχανα, τις μάπες (όπως κι αν το πεις είναι το ίδιο , στην αράδα), όμως αλήθεια βρε παιδιά, πότε θά΄ρθουν κι οι ντομάτες; Μαζί μάλιστα μ΄αυγά, φτιάχνουμε ωραία στραπατσάδα. Μμμμ! Θα΄ναι μούρλια, τώρα που εμαράθηκαν οι βιόλες και τα γιούλια!
Με εκτίμηση
Αγγελική Π.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ