Θεέ μου! Δώσε μας φώτιση, μέρες που είναι…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

wpid 20150106091641

Σε μια φανταστική χώρα γίνονται εκλογές. Οι υποψήφιοι ξεδιπλώνοντας όλο το εύρος του ταλέντου τους, αρχίζουν την προεκλογική τους εκστρατεία ανά την επικράτεια αυτής της φανταστικής χώρας, απαγγέλλοντας τους θεατρ…. ουπς! τους προεκλογικούς τους λόγους.
Τα καφέ μπαρ, τα θέατρα, τα περίπτερα κι αυτά ακόμη τα ασανσέρ γεμίζουν από τους πολίτες που σπεύδουν ως βορειοκορεάτες, να ακούσουν τους αγαπημένους τους πολιτικούς. Μια τέτοια σύναξη παρακολουθήσαμε κι εμείς από την τηλεόραση, του υπερμεγέθους ,στωμύλου πολιτικού μας σε κάποιο καφενέ, ή κάτι τέτοιο….. Οι παρευρισκόμενοι, δεν ξέρω, αλλά έδιναν την εντύπωση απελπισμένων ανθρώπων, ένας μάλιστα με σκουφί και φθαρμένα ρούχα, έκανε μπαμ ότι ήταν άστεγος και είχε μπει εκεί μέσα για να ζεσταθεί. Τα μάγουλα των γυναικείων φιγούρων της σύναξης, κρέμονταν μαραμένα, ρουφηγμένα, ρυτιδιασμένα, τα μάτια απλανή, η σκέψη έτρεχε στον καφέ, το κονιάκ και το κουλούρι που θα μοιράζονταν μετά τον λόγο.
Ο στωμύλος πολιτικός εκείνη την στιγμή, τόνιζε ότι το να είσαι Έλληνας είναι απόφαση της μοίρας, του κισμέτ, του ριζικού, κι ότι το κόμμα του, μπορεί να έγινε απόκομμα, να μισιέται από πολλούς, να ενοχοποιείται για την καταστροφή, αλλά στέκεται όρθιο στις επάλξεις για να συνεχίσει το έργο του.
Ο έτερος πολιτικός πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια, έφτασε μέχρι τα σύνορα, ακούμπησε τον φράχτη, τον φράχτη που εμποδίζει τους γηγενείς να το σκάσουν για να μην πληρώσουν τους φόρους, αλλά επιτρέπει στους λάθρο , από άλλες ασφαλέστερες ατραπούς, να εισέρχονται ανενόχλητοι. Κατηγόρησε τον αντίπαλό του –τρόπος του λέγειν-, νεαρό πολιτικό, ότι τάχα θέλει να νομιμοποιήσει τους λάθρο, παίρνοντάς του την δουλειά μέσα από τα χέρια.
Από ότι είδαμε λίγο στα φευγάτα πλάνα- όχι τίποτε σπουδαίο, κάποιες πλάτες, λίγα φαλακρά κεφάλια-, έλειπε κι εδώ ο ενθουσιασμός, περίσσευε η αμφιβολία και η κατήφεια, για τα λεγόμενα περί αλήθειας, επιτυχιών και πλεονάσματος.
Μέσα σ΄αυτό το κλίμα της αμφιβολίας, είχαμε και την αναμενόμενη,- όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις-, επανεμφάνιση του τρομοκράτη. Του τρομοκράτη, για όσους δεν θυμούνται, που είχαν αφήσει να φύγει με άδεια. Εκείνος από ότι είδαμε, ο οποίος ανήκει τώρα στην οργάνωση ‘’ντεκαπάζ του θανάτου’’, κρυβόταν από κομμωτηρίου σε κομμωτήριο. Την ώρα της σύλληψης, τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αιμ…οξυζενέ, κρατούσε πιστολάκια και ψαλίδια ισιώματος – ουχί της κοινωνίας, αλλά της πλούσιας κόμης-, έφερε στις τσέπες του σπρέι – όχι πιπεριού, αλλά λακ-, εκτόξευε αφρό καταστρέφοντας το όζον, έσπερνε στον δρόμο τσιμπιδάκια για να ντεραπάρουν οι αστυνομικοί, έκανε ποδήλατο για να μπει στο μάτι του ΓΚΑΠ, και πάνω που θα ορθοπετάλιαζε με το τρίκυκλο, κάνοντας αντίπραξη στην ΠΟΤΑΜΙΑ, τον επανέφεραν στο προσκήνιο, ίνα θαυμάσει το πόπολο την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και την αποφασιστικότητα ότι θα πατάξει την τρομοκρατία. Κουράγιο δολοφόνε της μόδας! Οι μέρες που θα πάρεις άδεια για να πας να σπουδάσεις δεν είναι μακριά. Με τα ξανθιά ατίθασα αναρχικά τσουλούφια μάλιστα, πάει ασορτί και το βραχιολάκι. Οι μπαγάσηδες! Μετά τους αναρχικούς, απομυθοποίησαν και τους τρομοκράτες.
Από την άλλη, στο άρτι δημιουργηθέν κόμμα του γαιδουράγκαθου, μα τι λέω; του ροδάγκαθου ήθελα να πω, του αναγεννημένου και απολεπισμένου, φτου… του αποκαθαρμένου- είναι το σωστό-, γινόταν της τρελής. Ο ενθουσιασμός, η ελπίδα, το γυάλισμα των ματιών, – για ένα ακόμη γύρω αρπαγής-, αλλαγής,- (άτιμα πλήκτρα!) -φαίνονταν καθαρά στα λιμασμένα πρόσωπα των συνεργών.
Πολλά επιφανή στελέχη από το κόμμα του στωμύλου, όλος ο καλός ο κόσμος, που χάρη στους νόμους του στωμύλου βρίσκονται έξω από τα κάγκελα, πήραν των ομματιών τους, με τις άδειες σακούλες, τους κενούς χαρτοφύλακες, τα ρημαγμένα παγκάρια, τα αφυδατωμένα πορτοφόλια, τα καμένα άδεια μυαλά τους και με την ελπίδα της πλήρωσης και της γιόμισης , βρέθηκαν πάλι στο στρατόπεδο του φέρελπι ροδόσταυρου – μα τι έχω πάθει;-του ροδάγκαθου ήθελα να πω.
Βλέποντας όλη αυτή την κατάντια, αναρωτιέται κανείς αν όντως είναι φανταστική αυτή η χώρα, αν όλα αυτά είναι ένα κακό όνειρο, αν εμείς είμαστε αυτοί που έχουν παραφρονήσει και ο θίασος που βλέπουμε είναι το σωστό, αν τελικά είναι στραβός ο γιαλός, ή στραβά αρμενίζουμε. Έχουμε άραγε ελπίδα, ή μας κατατρώγει σιγά σιγά νόσημα καταστροφικό και αυτοάνοσο και η κατάσταση είναι πια μη αναστρέψιμη;
Μα τι έχω πάθει; Είμαι άραγε εγώ η απαισιόδοξη ή ο κόσμος είναι απαίσιος;
‘’Είμαι εγώ ο απαισιόδοξος; Ή ο κόσμος είναι απαίσιος;’’ Αναρωτιέται κι ο Ζοζέ Σαραμάγκου στο βιβλίο του ‘’Περί φωτίσεως’’. Σ΄αυτό το βιβλίο αναφέρεται σε μια φανταστική χώρα όπου γίνονται εκλογές. Την πρώτη Κυριακή, το λευκό παίρνει 70%. Οι πολιτικοί ανησύχησαν λιγάκι, αλλά το θεώρησαν σύμπτωση. Την επόμενη Κυριακή το λευκό παίρνει 80% και οι εκλογές είναι άκυρες. Οι πολιτικοί ανησυχούν τώρα πολύ και πιστεύουν ότι υπάρχει συνωμοσία των πολιτών. Φεύγουν από την πόλη και ετοιμάζουν την αντεπίθεσή τους. Κυκλώνουν την πόλη με τανκς, αρχίζουν τρομοκρατικές επιθέσεις και ψυχολογική βία.
Εν τω μεταξύ οι πολίτες μοιάζουν να φωτίζονται ξαφνικά, αφυπνίζονται ,οργανώνονται, ανακαλύπτουν τις αξίες της προσωπικής ευθύνης, της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης μεταξύ τους και συνεχίζουν την ζωή τους κανονικά, ωσάν να μην έχουν ανάγκη πια τους πολιτικούς .
Για να υπάρξει ανάλογη αποτελεσματικότητα και στην δική μας περίπτωση, πρέπει πρώτον να ανακαλύψουμε την προσωπική μας ευθύνη και η αποχή και το λευκό να είναι καθολική στάση. Δεύτερον πρέπει να αναπτύξουμε το αίσθημα της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης. Πριν από αυτά όμως πρέπει να ξεφύγουμε από την τυφλότητά μας και να φωτιστούμε.
Δυστυχώς όμως, βλέποντας τους αυριανούς ψηφοφόρους-συνεργούς και τους κάθε λογής αρχηγίσκους-σωτήρες, αμφότερους μέσα στην φαιδρότητα, δεν υπάρχει ελπίδα για ανάκαμψη. Βρισκόμαστε ακόμη στο πρώτο στάδιο που περιγράφει ο Σαραμάγκου στο βιβλίο του ‘’Περί τυφλότητας’’.
Όλοι μαζί μοιάζουμε να είμαστε περιχαρακωμένοι στο προσωπικό μας κελί και περιμένουμε σωτηρία από έναν γκαβό, έναν χοντρό, έναν ζαβό, ένα όμορφο τεκνό, έναν μειλιχό, έναν τρελό, έναν σανό, έναν ποταμό και για τι όχι και τον Γκοντό;
‘’Τίποτε δεν συμβαίνει, κανένας δεν έρχεται, κανένας δεν φεύγει. Είναι απαίσιο’’.
( Σάμιουλ Μπέκετ Περιμένοντας τον Γκοντό)
Με εκτίμηση
Αγγελική Π.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ