Τοῦ Γιώργου Νικολακάκου, Μ.Α.
Ο λαϊκισμός στήν ἑλλάδα ἀνέκαθεν χρησιμοποίηθηκε μεθοδικά και με μαεστρία ὧς πολιτικό εργαλείο καί ἰδιαίτερα ἀπό τόν Ανδρέα Παπανδρέου. Σήμερα ἔχει καταστῆ το κύριο μέσον έκφορᾶς τοῦ πολιτικοῦ λόγου. Τόν καλλλίτερο όρισμό γιά τόν λαϊκισμό τόν ἔδωσε ο Αλβέρτος Αϊνστάιν, ο ὀποῖος συβούλευε «να κάνεις τα πράγματα όσο πιο απλά γίνεται, αλλά όχι ἀπλούστερα». Εκεῖ, στό «άπλούστερα», εἶναι ἡ μεγάλη ἐπικοινωνιακή δύναμις τῶν λαϊκιστῶν καί ἡ καταστροφική τους διακυβέρνησις. Ο λαϊκιστικός λόγος ἀφαιρεῖ παραμέτρους από τη σύνθετη πραγματικότητα καί γιά αὐτό γίνεται κατανοητός καἰ ἐλκυστικός ἀπό τίς μάζες – ἀλλά ἡ ἀφαίρεσις αὐτῶν τῶν παραμέτρων, στήν πράξι, ὀδηγεῖ σε καταστροφές. Στήν προσπάθεια του νά άποδομήση τόν Θεοδωρακη καί τό Ποτάμι ὁ κύριος Μπογιόπουλος χρησιμοποίησε τήν πιό λαϊκιστικη ρητορεῖα καί ἐπιχειρηματολογία. Γράφει λοιπόν τά ἐξῆς:
«Στο προ μηνός χάπενινγκ που διοργάνωσε το «Ποτάμι» με πρωταγωνιστές τον κ.Θεοδωράκη και τον φιλόσοφο κ.Στέλιο Ράμφο, ακούσαμε τον δεύτερο να λέει με στόμφο ότι «το ’74 όταν έφυγε η χούντα άφησε μηδέν δημόσιο χρέος. Απολύτως μηδέν!»
Δεδομένο 1ο:
Το 1966 το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα ήταν 32 δισ. δραχμές.
Το 1973 το δημόσιο χρέος ήταν 87 δισ. δραχμές.
Το 1974 το δημόσιο χρέος ήταν 114 δισ. δραχμές
Με άλλα λόγια: Η χούντα όχι μόνο δεν άφησε «μηδέν» δημόσιο χρέος, αλλά αύξησε το χρέος κατά 172% (μέχρι το 1973) και κατά 356% (μέχρι το 1974), δηλαδή σχεδόν το τετραπλασίασε!
Δεδομένο 2ο:
Τα «κατορθώματα» των συνταγματαρχών, ειδικά όσον αφορά το χρέος, ήταν τέτοια που ακόμα και καταμεσής της χούντας ήταν αδύνατον να κρυφτούν. Η εφημερίδα «Βήμα» (20/10/1973), έγραφε:
«Το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας όπως είχε διαµορφωθεί µε τις ρυθµίσεις των προπολεµικών χρεών ανερχόταν από το 1821 µέχρι και το 1966 σε 1.110 εκατ. δολάρια περίπου. Μέσα σε έξι χρόνια το χρέος αυτό ξεπέρασε τα 2.700 εκατ. δολάρια, χωρίς να υπολογίζονται οι καταθέσεις σε συνάλλαγµα από το εξωτερικό. Ήρκεσαν, δηλαδή, έξι χρόνια για να γίνει το εξωτερικό χρέος της χώρας 1,5 φορά µεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων»!
Αυτό ήταν το «μηδέν» χρέος που άφησε η χούντα: Μέσα σε έξι χρόνια η χούντα δημιούργησε ένα χρέος που ήταν «1,5 φορά µεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων»!
Ως εκ τούτου επιστρέφουμε στον φιλόσοφο κ.Ράμφο και στα χάπενινγκ του «Ποταμιού» με δυο παρατηρήσεις:
Παρατήρηση 1η: «Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας», που θα πει: «Αγαπάμε το ωραίο με απλότητα και φιλοσοφούμε χωρίς μαλθακότητα» (ρητορική φράση του Περικλή που εκφώνησε στον Επιτάφιο λόγο του στον Κεραμεικό, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης).»
Εγῶ θά συνιστοῦσα στόν κύριο Μπαγιὸπουλο νά φιλοσοφῆ καί αὐτός ἄνευ μαλακίας καί να μήν λαϊκίζει τόσο πολύ. Ας πάρωμε τό δημόσιο χρέος το 1974 πού εῖναι τό μεγαλύτερο. Τό χρέος, σύμφωνα μέ τά δικά του στοιχεῖα, ἀνήρχετο σέ 114 δισ. Δραχμές. Ἑάν οί ίσοτιμία τοῦ δολλαρίου—δραχμῆς ἧταν 60/1 τό δημόσιο χρέος θά ἀνήρχετο σέ περίπου δῦο δίς δολλάρια ὄπερ σημαίνει ὄτι σε απόλυτους ἀριθμούς ἧταν ἕνα μηδαμινό ποσόν, ἔστω καί μέ τά δεδομένα τῆς περιόδου αὐτῆς καί ἰδιαίτερα σέ σύγκρισι μέ τό σημερινο δημόσιο χρέος. Λέγει ὄτι ἡ χούντα όχι μόνο δέν ἄφησε «μηδέν» δημόσιο χρέος, ἀλλά αὔξησε τό χρέος κατά 172% (μέχρι το 1973) καί κατά 356% (μέχρι το 1974), δηλαδή σχεδόν το τετραπλασίασε! Εάν ἡ Χούντα εἶχε παραλάβει ἕνα χρέος τῆς τάξεως τοῦ 50 δις δολλαρίων καί τό εἶχε τετραπλασιάσει θά εἴχαμε νά κάνωμε με μιά τελείως διαφορετική κατάστασι.Θα εἴχαμε να κάνωμε με την διασπάθησι 150 δις δολλαρίων. Θά εἴχαμε ἕνα ἐτήσιο ἔλλειμμα τῆς τάξεως τῶν 25 δις. Ενῶ, σύμφωνα μέ τά στοιχεῖα πού παραθέτει ὀ ἴδιος ὁ κύριος Μπογιόπουλος, τό ἐτήσιο ἔλλειμμα δέν εῖναι παρά μερικά ἐκατομμύρια. Ὅταν τό χρέος ἔχει αὐξηθῆ κατά δῦο δις, μπορεῖ να ὀφείλεται στήν ἀντιμετώπισι μιᾶς ἐκτάκτου καταστασεως, ἥ στόν δανεισμό γιά κάποια έπένδυσι ἥ γιά τήν κατασκευή ἕνός ἔργου ὑποδομῆς. Σύμφωνα, λοιπόν μέ αὐτούς τούς ἀριθμούς, τούς ὀποίους οῦτε ἀμφισβητῶ οὖτε ἀποδέχομαι, δικαιοῦται κανεῖς νά ἰσχυριστῆ ὄτι ἠ Χούντα ἀφησε «μηδἐν» χρέος. Δηλαδή ἥταν τόσο ἀσήμαντο που μπορεῖ να χαρακτηριστῆ «μηδαμινό»
Εδῶ βλέπομε ἕνα εἶδος λαϊκισμοῦ πού μποροῦμε νά άποκαλέσωμε «αντιλαϊκισμό» τεχνοκρατικῆς-μεταμοντέρνας ὑφῆς. Αὐτοί πού τόν ἔκφράζουν ἀπλῶς ἀντιστρέφουν τά στοιχεῖα τῶν ἄλλων λαϊκισμῶν προκειμένου νά ἀποκτήσουν μιά συγκεκριμένη κἀτεύθυνσιν: ἔτσι, γιά νά μήν γίνη μιά καθαγιασμένη είκόνα μιᾶς ἀγαθῆς καί χρηστῆς ἐποχής ἠ πολιτική ἠγεσία τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, ὄπως προσπαθοῦν πολλοί νά ἐμφανίσουν τήν ἐποχή πού κυβέρνησε ἡ Χούντα, ἐμφανίζονται οἰ ἀποδομητές της καί μέ κάθε τρόπον διαστρεβλώνουν, παραποιοῦν καί ἀπαξιώνουν ὄτι θετικό συνέβη στήν χῶρα τήν ἐποχή αὐτή. Εδῶ βλέπομε ὄτι ὁ μαρξιστῆς κύριος Μπογιόπουλος ἐπιδίδεται σέ οίκονομικές ἐρμηνεῖες διαφόρων περιόδων μέ τό να ποσοστικοποιῆ οίκονομικά μεγέθη ἐπειδή μέ αὐτόν τόν τρόπο παραποιοῦνται οἱ πραγματικές ἐπιδόσεις τῶν κυβερνήσεων μιᾶς συγκεκριμένης ἐποχῆς άπό φόβο ὄτι ἄν προβληθῆ ἡ πραγματική εἰκόνα αύτές θά καταξιωθοῦν. «Ο αντιλαϊκιστικός λόγος διεκδικεῖ πιά με τήν μεγαλύτερη ἔνταση τό μονοπώλιο τῆς ὀρθής χρήσεως τοῦ δημόσιου λόγου καί τῆς πρακτικῆς πολιτικῆς φρονήσεως. Εκδηλώνεται συγχρόνως ὧς ἡ αὐταπόδεικτη ἀλήθεια τοῦ πραγματικοῦ, τῶν ὄρων ύπαρξης και συγκροτήσεως τῆς πραγματικῆς ζωῆς ἀπέναντι στίς «ονειροβασίες» τῶν άντιπάλων του.. (Νικόλας Σεβαστάκης) Καί οἱ ὀνειροβασίες τοῦ ἄλλου εἶναι νά θέλη ὁ Θοδωράκης να προσαιτερισθῆ τούς ὀπαδούς τῆς Χουντας, διότι αυτό εἶναι προφανῶς αὐτό πού κάνει με το νά «υμνεῖ» τήν Χουντα, μέ τό νά λέει ὄτι ἡ Χοῦντα ἄφησε μηδέν χρέος.