Ερασινώδυνα Ανάλεκτα – Διατριβή Α΄
Τα «Ερασινώδυνα Ανάλεκτα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό, εκλεκτά κείμενα, κυρίως τής Ελληνικής, τής Λατινικής, τής Ιταλικής, τής Ισπανικής και τής Πορτογαλικής Γραμματείας
μεταφρασμένα – όπου κρίνεται απαραίτητο – ή μεταγλωττισμένα, αναλόγως, στην νέα ελληνική γλώσσα, και εμπλουτισμένα με κατατοπιστικές εισαγωγές, διευκρινιστικά σχόλια και βοηθητικά παραρτήματα. Σκοπός τους είναι η τέρψη των αναγνωστών, αλλά και η αφύπνιση τής διάνοιάς τους, η γνωριμία των Ελλήνων και των ελληνομαθών με τον πλούτο τού ευρωπαϊκού μεσογειακού πνεύματος, αλλά και η έμπρακτη αποδόμηση τής υστερόβουλης θεωρίας περί τού «ανεπίκαιρου» ή «δυσπρόσιτου» χαρακτήρα αυτών των κειμένων. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διατριβών.
Πρόλογος
Τα «Ερασινώδυνα Ανάλεκτα» αφιερώνουν την πρώτη Διατριβή σε δύο εξέχουσες προσωπικότητες τής ελληνικής φιλοσοφίας: τον Διογένη τον Κυνικό και τον Δίωνα Χρυσόστομο. Μέσα από τον «Ισθμικό Λόγο» τού Δίωνα θα προσεγγίσουμε την γνώμη τού Διογένη γιά τους «αθλητές» και τους «εξαθλιωμένους», ειδικά όταν οι πρώτοι αναδεικνύονται «πρωταθλητές» και οι δεύτεροι υποκρίνονται τους «φιλάθλους». Το αρχαίο κείμενο, που μεταφράστηκε εδώ, προέρχεται από την στερεότυπη έκδοση τής Loeb Classical Library (1932). Τού «Ισθμικού Λόγου» προηγούνται σύντομες βιογραφίες τού Δίωνα και τού Διογένη, καθώς και μία κατατοπιστική Εισαγωγή.
Δίων Χρυσόστομος
Ο Δίων ο Κοκκηιανός γεννήθηκε στην Προύσα τής Βιθυνίας, γύρω στα 40 μ.Χ., από αρχοντική οικογένεια. Σπούδασε στην Ρώμη, έχοντας διδάσκαλό του τον Λατίνο Στωικό φιλόσοφο Μουσώνιο. Η ρητορική δεινότητά του τον κατέστησε πολύ δημοφιλή και τον τίμησε με το παρωνύμιο «Χρυσόστομος». Ως φιλόσοφος, κινήθηκε αρχικά στον ιδεολογικό χώρο τού Στωικισμού, ενώ αργότερα, εξαιτίας των πολιτικών περιπετειών του, προσέγγισε επιτυχώς και τον Κυνισμό.
Στα 82 μ.Χ. καταδικάστηκε σε εξορία από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Δομιτιανό, ο οποίος τού απαγόρευσε να ζει στην Ιταλία και στην γενέτειρά του. Υπέστη, τότε, πολυχρόνιες περιπλανήσεις και οδυνηρές δοκιμασίες, αλλά τελικά επέστρεψε εκ νέου στην Ρώμη και συνδέθηκε φιλικά με τους αυτοκράτορες Νέρβα και Τραϊανό, κατά την βασιλεία των οποίων ανέλαβε σημαντικές διπλωματικές αποστολές γιά την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Το κύρος και η σοβαρότητά του, καθώς και η μεγάλη αγάπη και εκτίμηση των λαϊκών στρωμάτων προς το πρόσωπό του, προκάλεσαν την εχθρότητα μερίδας των συμπολιτών του, που τον ταλαιπώρησε με δικαστικούς αγώνες κατά τα τέλη τής ζωής του. Απεβίωσε γύρω στα 120 μ.Χ.
Το σωζόμενο έργο του συμπεριλαμβάνει 80 εξαίρετους Λόγους, στην πλειονοψηφία των οποίων εξυμνείται, είτε έμμεσα είτε άμεσα, το παντοτινά γονιμοποιό πνεύμα και το λαμπρό ψυχικό μεγαλείο τού αρχαίου ελληνισμού, ενώ παραδίδονται και χρήσιμες πληροφορίες γιά την ζωή στην εποχή τού συγγραφέα. Τμήμα τού έργου του είναι αφιερωμένο στην δράση και στην διδασκαλία τού Διογένη τού Κυνικού.
Διογένης ο Κυνικός
Ο Διογένης γεννήθηκε γύρω στα 400 π.Χ. στην Σινώπη τού Εύξεινου Πόντου και έφτασε στην περικλεή Αθήνα εξόριστος, μαζί με τον πατέρα του, επειδή είχαν κατηγορηθεί γιά παραχάραξη τού νομίσματος τής ιδιαίτερης πατρίδας τους. Ο ιδιόρρυθμος φιλόσοφος έζησε κυρίως στην Αθήνα και στην Κόρινθο, απορρίπτοντας όλους τους συμβατικούς κανόνες και θεσμούς, περιφρονώντας την κοινωνική ευπρέπεια και τυπικότητα, επιδιώκοντας την αυτάρκεια μέσω τής συνεχούς άσκησης και απαξιώνοντας πλήρως την υποκριτική αστική συμπεριφορά.
Θεμελιώδη χαρακτηριστικά τής λιτής ζωής του ήταν ο καθημερινός έλεγχος τής συμπεριφοράς των συνανθρώπων του, ο χλευασμός των καθιερωμένων αξιών, η απόλυτη πενία και η σκληρή κριτική προς την εξουσία. Κατάλυμά του ήταν ένα πιθάρι και μοναδικό ένδυμά του ο τρίβωνας. Την περιουσία του αποτελούσε ένα ραβδί και ένα παλιό σακκούλι, μέσα στο οποίο συγκέντρωνε ελάχιστα τρόφιμα, απαραίτητα γιά την συντήρησή του. Ο απόλυτος σεβασμός προς την φύση και τους νόμους της, καθώς και ο ευκολότερος και οικονομικότερος τρόπος κάλυψης των φυσικών αναγκών υπήρξαν το βασικό συστατικό τής ηθικής πλευράς τής φιλοσοφικής διδασκαλίας του.
Πιθανολογείται ότι συνέγραψε Διαλόγους και Τραγωδίες, αλλά κανένα έργο του δεν έφτασε μέχρι την εποχή μας. Ο Διογένης και ο βίος του καλύφθηκαν τάχιστα από τον θρύλο και εμπλουτίστηκαν από πολλά φανταστικά στοιχεία. Η σχετική με αυτόν αρχαία βιβλιογραφία φιλοξενεί μεγάλο πλήθος διηγήσεων, ευφυολογημάτων και ρητών τού φιλοσόφου, των οποίων το περιεχόμενο είναι απολαυστικά καυστικό και δηκτικά αφυπνιστικό.
Στην διάδοση τής διδασκαλίας του, θεμέλιας λίθου τού Κυνισμού αλλά και βασικής παραμέτρου τής μετεξέλιξης τού Στωικισμού, συνέβαλλε κυρίως ο πιστός μαθητής του, Κράτης, γόνος εύπορης οικογένειας, ο οποίος άκμασε κατά το 330 π.Χ., περίπου πέντε έτη μετά τον θάνατο τού Διογένη.
Εισαγωγή
Όσοι αθλούνται είναι αθλούμενοι. Όσοι αθλούνται τακτικά και συστηματικά είναι αθλητές. Οι αθλητές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους ερασιτέχνες και στους επαγγελματίες. Τόσο οι πρώτοι, όσο και οι δεύτεροι, αναδεικνύουν τους πρωταθλητές τους.
Όσοι αγαπούν τον αθλητισμό είναι φίλαθλοι. Κάθε αθλητής είναι φίλαθλος, αλλά κάθε φίλαθλος δεν είναι αθλητής και ίσως να μην είναι ούτε καν αθλούμενος, είτε επειδή δεν δύναται είτε επειδή δεν επιθυμεί να είναι. Εδώ ακριβώς ανακύπτει ένα θεμελιώδες ερώτημα: γιατί ένας φίλαθλος να μην επιθυμεί να είναι αθλητής;
Ο αθλητισμός, ως πρακτική, περιποιείται το σώμα. Απώτερος σκοπός τού αθλητή, ο οποίος αθλείται επειδή επιθυμεί να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, είναι να συνδυάσει μία καλλιεργημένη ψυχή με ένα φροντισμένο σώμα. Απώτερος σκοπός τού αθλητή, ο οποίος αδιαφορεί γιά την ανωτέρω σύζευξη σώματος και ψυχής, είναι να εκμεταλλευτεί το σώμα του γιά διασκέδαση ή γιά βιοπορισμό.
Ο φίλαθλος συναντά τον αθλητή στους χώρους όπου ο αθλητισμός προσλαμβάνει και την μορφή τού δημόσιου θεάματος. Εδώ το τοπίο ξεκαθαρίζεται. Ο φίλαθλος, που είναι και αθλητής, αναζητά πρότυπα και τεχνικές ώστε να βελτιωθεί ως αθλητής. Ο φίλαθλος, που δεν δύναται να είναι αθλητής, ικανοποιεί μία βασική ψυχική ανάγκη του. Ο αθλητής, που επιθυμεί να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, αγωνίζεται απερίσπαστος προς αυτόν τον στόχο. Ο αθλητής, που αθλείται γιά διασκέδαση ή γιά βιοπορισμό, προβάλλει και διαφημίζει τις σωματικές ικανότητές του.
Τοποθετώντας τον φίλαθλο, που δεν επιθυμεί να είναι αθλητής, μέσα σε έναν από τους προαναφερθέντες χώρους, οφείλουμε να τοποθετήσουμε και τον όρο φίλαθλος μέσα σε εισαγωγικά: «φίλαθλος». Αυτός ο άνθρωπος δεν αναζητά ούτε πρότυπα ούτε τεχνικές βελτίωσης των επιδόσεών του στην άθληση, επειδή ακριβώς δεν επιθυμεί να είναι αθλητής. Επίσης, δεν ικανοποιεί την ίδια βασική ανάγκη με τον φίλαθλο που επιθυμεί αλλά δεν δύναται να είναι αθλητής. Συνεπώς, δεν ενδιαφέρεται ούτε γιά εκείνον τον αθλητή, ο οποίος αθλείται ώστε να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, αλλά ακόμη και αν ενδιαφερθεί γιά εκείνον, ένας τέτοιος αθλητής δεν θα του επιτρέψει να τον προσεγγίσει. Ο «φίλαθλος», λοιπόν, αναζητά τον αθλητή που αθλείται γιά διασκέδαση ή γιά βιοπορισμό, ώστε να γίνει συνεργάτης του στην πρώτη ή καταναλωτής του στην δεύτερη δραστηριότητα.
Αυτή, η τελευταία μορφή σχέσης μεταξύ «φιλάθλου» και αθλητή απέχει ήδη πολύ από τους κύριους σκοπούς τού αθλητισμού και μας αναγκάζει να τοποθετήσουμε μέσα σε εισαγωγικά και τον όρο «αθλητής». Σε αυτήν την περίπτωση βρισκόμαστε, ουσιαστικά, ενώπιον ενός φιλοθεάμωνα καταναλωτή και ενός διαφημιζόμενου εμπόρου, ή έστω ενώπιον δύο φιλέορτων ή φιλήδονων ανθρώπων.
Η συμπεριφορά τού ανθρώπου, όπως έχει αποδείξει η ψυχολογία και η κοινωνιολογία, αλλάζει όταν αυτός ενταχθεί σε σύνολο. Η μάζα συγκαλύπτει και προστατεύει. Εάν παρατηρήσουμε την δράση μίας μάζας ανθρώπων, που αποτελείται από «φιλάθλους» και «αθλητές», θα διακρίνουμε ένα πλήθος χαρακτηριστικών, τα οποία αρμόζουν σε εξαθλιωμένα υποκείμενα: αλλοφροσύνη και μανία, έπαρση και υπεροψία, αυθάδεια και ιταμότητα, παρορμητισμός και αποχαλίνωση, θράσος και προπέτεια, ταπεινά ένστικτα και ειδωλολατρία. Η πνευματική και ψυχική εξαθλίωση, μέσα σε τέτοιο περιβάλλον, αυξάνεται και επιδεινώνεται, επειδή λείπει ο ηθικός έλεγχος και αυτοέλεγχος, ενώ περισσεύει ο παραλογισμός και η εξ αυτού προερχόμενη έκλυση ηθών.
Εντός τής εξαθλιωμένης μάζας, επίσης, ο άνθρωπος «ξεδιψά» χωρίς νερό και «χορταίνει» χωρίς φαγητό, λησμονεί και λησμονείται, απολαμβάνει την εξαχρείωσή του χωρίς να την αντιλαμβάνεται, θαυμάζει την υποδούλωσή του εκλαμβάνοντάς την ως απελευθέρωση και, τελικά, χειραγωγείται πλήρως από όσους έντεχνα και υστερόβουλα ελέγχουν τις μάζες. Αρκεί μία απλή, αλλά όχι απλοϊκή, θεώρηση τής πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας, γιά να οδηγηθεί ο ενδιαφερόμενος στην ανακάλυψη τής πραγματικής σχέσης μεταξύ τού «αθλητισμού», τής μάζας και τής εξουσίας, καθώς και τής πραγματικής χρήσης, εκ μέρους τυραννικών καθεστώτων (κομμουνιστικών, ναζιστικών, φασιστικών, όπως και άλλων) και προς ίδιον όφελος, τού αναιδούς και επικίνδυνου διδύμου «φιλάθλου» και «αθλητή».
Η ελληνική φιλοσοφία, αναγνωρίζοντας στον αθλητισμό την ετέρα συνιστώσα τού «ευ ζην» και διδάσκοντας το «νους υγιής εν σώματι υγιεί», δεν θα μπορούσε να μην αποφανθεί σχετικά με όσα θλιβερά φαινόμενα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους. Η ακλόνητη παρρησία τού σκληρού αλλά και ορθού λόγου τού Διογένη τού Κυνικού, όπως καταγράφεται από τον θαυμάσιο Δίωνα Χρυσόστομο, μάς προτρέπει πρώτα να στοχαστούμε και έπειτα να επιλέξουμε συνειδητά.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
Amato, E., Xenophontis imitator fidelissimus. Studi su tradizione e fortuna erudite di Dione Crisostomo tra XVI e XIX secolo, Edizioni dell’Orso, Alessandria, 2011.
Canetti, Elias, Massa e potere, trad. it. di Furio Jesi, Adelphi, Rizzoli, 1972.
Cutler, Ian, Cynicism from Diogenes to Dilbert, McFarland & Company Inc.
Dion de Prusa, Discursos, Obra completa, Editorial Gredos, Madrid, 1988-2000.
Dudley, Donald, A History of Cynism, Editora Methuen, London, 1937.
García Gual, Carlos, La secta del perro: vidas de los filósofos cínicos, Alianza, Madrid, 2005.
Laursen, John Christian, Cynicism and Cosmopolitanism at the Roots of Freedom of the Press, 2007.
Le Bon, Gustave, Psicología de las masas, Morata, Madrid, 2000.
Mazella, David, The making of modern cynicism, University of Virginia Press, Charlottesville, 2007.
Navia, Luis E., Classical cynicism : a critical study, Greenwood Press, Westport, 1996.
Navia, Luis E., Diogenes of Sinope : the man in the tub, Greenwood Press, Westport, 1998.
Sayre, Farrand, Diogenes of Sinope: A Study of Greek Cynicism, J.H. Furst, Baltimore, 1938.
Shea, Louisa, The cynic enlightenment : Diogenes in the salon, Johns Hopkins University Press, Baltimore, 2010.
Taylor, P. M., Munitions of the Mind: A History of Propaganda from the Ancient World to the Present Day, Manchester University Press, 2003.
Δίων Χρυσόστομος
Ισθμικός
Κατά την διάρκεια των Ισθμίων, ο Διογένης κατέβηκε στον Ισθμό, όπως συνήθιζε τότε που έμενε στην Κόρινθο. Παρευρισκόταν στα πανηγύρια, όχι όμως γιά τον λόγο γιά τον οποίο παρευρίσκονται οι πολλοί, οι οποίοι επιθυμούν να δουν τους αθλητές και να χορτάσουν, αλλά γιά να παρατηρήσει, νομίζω, τους ανθρώπους και την ανοησία τους, επειδή γνώριζε ότι αυτοί εκδηλώνονται εμφανέστερα στις γιορτές και στα πανηγύρια, ενώ κατά τον πόλεμο και μέσα στο στρατόπεδο κρύβονται καλύτερα, εξαιτίας τού κινδύνου και τού φόβου, καθώς και επειδή θεωρούσε ότι δύνανται να θεραπευθούν καλύτερα, αφού τα νοσήματα τού σώματος θεραπεύονται ευκολότερα από τους γιατρούς όταν καταστούν έκδηλα, παρά όταν καλύπτονται. Όσοι, όμως, από τους ανθρώπους δείχνουν αμέλεια σε αυτές τις ενέργειες, τάχιστα χάνονται. Γι’ αυτό, λοιπόν, εμφανιζόταν στα πανηγύρια και έλεγε σκωπτικά, σε όσους τον επέπλητταν σαν σκυλί, ότι τα σκυλιά ακολουθούν τα πανηγύρια, και τίποτε από όσα συμβαίνουν εκεί δεν τους ξεφεύγει, αλλά γαβγίζουν και αντιμάχονται τους κακούργους και τους ληστές, και όταν οι άνθρωποι μεθύσουν και αποκοιμηθούν, τα σκυλιά ξαγρυπνούν και τους φυλάσσουν.
Όταν, όμως, παρουσιάστηκε στο πανηγύρι, κανένας από τους Κορίνθιους δεν του έδωσε σημασία, επειδή πολλές φορές τον έβλεπαν στην πόλη και γύρω από το Κράνειο. Οι άνθρωποι δεν νοιάζονται πολύ γιά όσους βλέπουν συνεχώς και γιά όσους θεωρούν ότι δύνανται να πλησιάσουν όποτε θελήσουν, ενώ τρέχουν προς εκείνους που βλέπουν ανά διαστήματα ή που ποτέ δεν έχουν ξαναδεί. Γι’ αυτό, λοιπόν, ελάχιστα ωφελούνταν οι Κορίνθιοι από τον Διογένη, σαν τους αρρώστους που δεν προσέρχονται στον επισκέπτη γιατρό, αλλά θεωρούν ότι είναι αρκετό και μόνο που τον βλέπουν μέσα στην πόλη.
Από τους λοιπούς, όσοι έρχονταν από μακριά τον πλησίαζαν αμέσως, όσοι παρευρίσκονταν εκεί από την Ιωνία, την Σικελία, την Ιταλία, καθώς και μερικοί από την Λιβύη, την Μασσαλία και την Βορυσθένη. Όλοι αυτοί επιθυμούσαν να δουν κυρίως αυτόν και να ακούσουν να τους λέει κάτι σύντομο, γιά να έχουν κάτι να αναγγείλουν σε άλλους, παρά γιά να βελτιωθούν οι ίδιοι, επειδή είχε την φήμη τού ικανού να λοιδορεί και κατευθείαν να απαντά σε όσους τον ρωτούσαν. Όπως ακριβώς οι άπειροι επιχειρούν να γευθούν το ποντικό μέλι και, αφού το γευθούν, δυσανασχετούν και αμέσως το φτύνουν, επειδή είναι πικρό και αηδιαστικό, έτσι και με τον Διογένη: ήθελαν να τον πειράξουν εξαιτίας τής μάταιης περιέργειάς τους, αλλά μόλις ελέγχονταν, στρέφονταν αλλού και έφευγαν. Ευχαριστιούνταν, βέβαια, να βλέπουν άλλους να λοιδορούνται, αλλά οι ίδιοι φοβούνταν και αποχωρούσαν. Εάν εκείνος περιγελούσε και περιέπαιζε, όπως ενίοτε συνήθιζε, χαίρονταν υπερβολικά, εάν όμως ορθωνόταν και σοβαρευόταν, δεν ανέχονταν την παρρησία του, όπως, νομίζω, τα παιδιά, που ευχαριστιούνται όταν περιπαίζουν τα γενναία σκυλιά, αλλά όταν τα σκυλιά θυμώσουν και γαβγίσουν περισσότερο, τα παιδιά εκπλήσσονται και πεθαίνουν από τον φόβο τους.
Εκείνος, λοιπόν, τέτοια έκανε, χωρίς να αλλάζει συμπεριφορά και χωρίς να ενδιαφέρεται εάν κάποιος από τους παρόντες τον επαινούσε ή τον έψεγε, ούτε εάν προσερχόταν γιά να συνομιλήσει μαζί του κάποιος από τους πλούσιους και ένδοξους ή στρατηγός ή δυνάστης ή από τους πλέον εξαθλιωμένους και φτωχούς. Όταν μερικοί από αυτούς φλυαρούσαν, ενίοτε τους καταφρονούσε, ενώ όσους επιθυμούσαν να είναι υπερόπτες και είχαν μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό τους, είτε εξαιτίας τού πλούτου τους είτε εξαιτίας τής γενιάς τους είτε εξαιτίας άλλης δύναμής τους, αυτούς κατ’ εξοχήν πίεζε και τιμωρούσε με κάθε τρόπο. Κάποιοι, λοιπόν, τον θαύμαζαν, ως το σοφότερο όλων, σε κάποιους φαινόταν να είναι μανιακός, πολλοί τον καταφρονούσαν ως φτωχό και ανάξιο λόγου, άλλοι τον λοιδορούσαν, άλλοι επιχειρούσαν να τον προπηλακίσουν, ρίχνοντας κόκκαλα μπροστά στα πόδια του, όπως κάνουν στα σκυλιά, ενώ άλλοι έρχονταν και του τραβούσαν τον τρίβωνα, και πολλοί δεν άντεχαν και αγανακτούσαν, όπως ακριβώς διηγείται ο Όμηρος ότι οι μνηστήρες περιέπαιζαν τον Οδυσσέα, που και εκείνος, γιά λίγες μέρες, ανεχόταν την ακολασία και την ύβρη τους. Ο Διογένης τού έμοιαζε σε όλα. Πράγματι, έμοιαζε σε βασιλιά ή δεσπότη, που έχει στολή φτωχού και περιφέρεται μεταξύ ανδραπόδων και δούλων, οι οποίοι διασκεδάζουν και αγνοούν ποιός είναι, και τους υπομένει, ανθρώπους μεθυσμένους και μαινόμενους από την άγνοια και την αμάθειά τους.
Γενικά, λοιπόν, οι αθλοθέτες των Ισθμίων, καθώς και όσοι από τους λοιπούς ήταν διάσημοι και είχαν εξουσία, έπεφταν σε μεγάλη αμηχανία και σε συστολή όποτε τον συναντούσαν, και όλοι αυτοί σιωπηλά τον προσπερνούσαν και τον κοιτούσαν άγρια. Όταν, μάλιστα, στεφάνωσε τον εαυτό του με κλαδί πεύκου, οι Κορίνθιοι έστειλαν μερικούς υπηρέτες ζητώντας του να αποθέσει το στεφάνι και να μην κάνει τίποτε παράνομο. Εκείνος, λοιπόν, τους ρώτησε γιατί είναι παράνομο να στεφανώνει τον εαυτό του με κλαδί πεύκου, ενώ γιά άλλους δεν είναι. Τότε τού είπε κάποιος από αυτούς: «Επειδή δεν έχεις νικήσει σε αγώνα, Διογένη». Και εκείνος απάντησε: «Πολλούς και μεγάλους ανταγωνιστές έχω νικήσει, και όχι τέτοιους – σαν αυτά τα ανδράποδα, που εδώ παλεύουν και ρίχνουν δίσκο και τρέχουν – αλλά σκληρότερους σε όλα, δηλαδή την φτώχια, την εξορία, την ασημαντότητα, καθώς και την οργή και την λύπη και την επιθυμία και τον φόβο, αλλά και το πλέον ακαταμάχητο θηρίο, το ύπουλο και μαλθακό, την ηδονή. Αυτήν κανείς από τους Έλληνες και τους βάρβαρους δεν θα ισχυριζόταν ότι πολέμησε και κατάκτησε με την δύναμη τής ψυχής, αλλά όλοι ηττώνται και αποτυγχάνουν σε τούτον τον αγώνα, οι Πέρσες και οι Μήδοι και οι Σύροι και οι Μακεδόνες και οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, εκτός από εμένα. Εγώ, λοιπόν, δεν σας φαίνομαι άξιος τού πεύκου και θα μου το πάρετε γιά να το δώσετε στον πλέον παραγεμισμένο από κρέατα; Αυτά να αναφέρετε σε εκείνους που σας έστειλαν, καθώς και ότι αυτοί οι ίδιοι παρανομούν, επειδή τριγυρίζουν φορώντας στεφάνια χωρίς να έχουν νικήσει σε κανέναν αγώνα, αλλά και ότι έκανα ενδοξότερα τα Ίσθμια κρατώντας το στεφάνι γιά τον εαυτό μου. Αυτό θα έπρεπε πραγματικά να ήταν περιζήτητο από τις γίδες και όχι από τους ανθρώπους».
Μετά από αυτό, είδε κάποιον άνδρα να φεύγει από το στάδιο μαζί με πολύ πλήθος και ούτε καν να πατά στην γη, αλλά ψηλά να μεταφέρεται από τον όχλο. Όταν κατάφερε να πλησιάσει, ρώτησε κάποιους – από εκείνους που ακολουθούσαν τον άνδρα και φώναζαν, καθώς και όσους χοροπηδούσαν από χαρά και σήκωναν τα χέρια τους προς τον ουρανό, και όσους τού φορούσαν στεφάνια και ταινίες – γιατί γίνεται τόσος θόρυβος γιά εκείνον και τι συνέβη.
Ο άνδρας είπε:
– Νικάμε, Διογένη, στο στάδιο των ανδρών!
Και ο Διογένης απάντησε:
– Και τι μ’ αυτό; Ούτε κατ’ ελάχιστο δεν έγινες εξυπνότερος ξεπερνώντας όσους έτρεχαν μαζί σου, ούτε είσαι τώρα συνετότερος από πριν, ούτε λιγότερο δειλός, ούτε πονάς λιγότερο, ούτε θα έχεις ανάγκη από λιγότερα πράγματα στο εξής, ούτε θα ζήσεις με λιγότερη λύπη.
– Αλλά, μα τον Δία, είμαι ο ταχύτερος από όλους τους άλλους Έλληνες!
– Όχι, όμως, και από τους λαγούς, ούτε από τα ελάφια. Αυτά τα θηράματα, αν και είναι ταχύτερα όλων, είναι και πολύ δειλά, και φοβούνται τους ανθρώπους και τα σκυλιά και τους αετούς, και ζουν έναν άθλιο βίο. Δεν γνωρίζεις ότι η ταχύτητα είναι σημάδι δειλίας; Στα ίδια ζώα συμβαίνει να είναι και τάχιστα και πολύ δειλά. Ο Ηρακλής, ωστόσο, επειδή ήταν βραδύτερος από πολλούς και δεν μπορούσε να τρέξει γιά να συλλάβει τους κακούργους, έφερε τόξα και τα χρησιμοποιούσε εναντίον όσων έτρεχαν μακριά του.
– Ο Αχιλλεύς, όμως, ήταν ταχύς, όπως λέει ο ποιητής, αλλά και πολύ ανδρείος.
– Και πώς γνωρίζεις ότι ο Αχιλλεύς ήταν ταχύς; Τον Έκτορα δεν μπορούσε να τον συλλάβει, αν και τον καταδίωκε επί μία ολόκληρη ημέρα! Δεν ντρέπεσαι να υπερηφανεύεσαι γιά πράγματα στα οποία εκ φύσεως είσαι χειρότερος και από τα πλέον φαύλα θηράματα; Νομίζω, λοιπόν, ότι δεν δύνασαι να ξεπεράσεις ούτε αλεπού! Και γιά πόσο ξεπέρασες τους άλλους;
– Γιά λίγο, Διογένη, και γι’ αυτό κατέστη θαυμαστή η νίκη μου.
– Ώστε έγινες ευδαίμων γιά ένα βήμα.
– Αφού τρέχαμε όλοι οι καλύτεροι.
– Και οι κορυδαλλοί πόσο γρηγορότερα από εσάς διέρχονται το στάδιο;
– Επειδή είναι πτηνά.
– Άρα, εάν το ταχύτερο είναι και το καλύτερο, ίσως να είναι πολύ καλύτερο να είσαι κορυδαλλός παρά άνθρωπος. Οπότε, ούτε τα αηδόνια ούτε τους θαμνοπετεινούς χρειάζεται να λυπόμαστε, που ήταν άνθρωποι και έγιναν πτηνά, όπως λέει και ο μύθος.
– Εγώ, όμως, όντας άνθρωπος είμαι ο ταχύτερος των ανθρώπων!
– Ε, και; Μήπως και μεταξύ των μερμηγκιών δεν συνηθίζεται κάποιο να είναι ταχύτερο κάποιου άλλου; Μήπως το θαυμάζουν; Ή μήπως δεν σου φαίνεται γελοίο να θαυμάζει κάποιος ένα μερμήγκι γιά την ταχύτητά του; Λοιπόν; Εάν όλοι οι δρομείς ήταν χωλοί, εσύ θα έπρεπε να υπερηφανεύεσαι που, όντας και ο ίδιος χωλός, προσπέρασες χωλούς;
Τέτοια λέγοντας προς τον άνθρωπο, έκανε πολλούς από τους παρόντες να καταφρονήσουν το συμβάν, ενώ εκείνον τον έκανε να απέλθει λυπημένος και πολύ ταπεινότερος. Και αυτό δεν ήταν μικρή υπηρεσία προς τους ανθρώπους, το να προκαλεί, δηλαδή, μία μικρή συστολή και το να αφαιρεί λίγη από την ανοησία κάποιου, όποτε τον έβλεπε να επαίρεται μάταια και να υπερηφανεύεται γιά πράγματα καμμίας αξίας, όπως ακριβώς κάποιοι χτυπούν ή κεντρίζουν τα φουσκωμένα και πρησμένα μέρη.
Τότε, επίσης, παρατήρησε δύο ίππους, που ήταν δεμένοι μαζί, να αντιμάχονται και να λακτίζουν ο ένας τον άλλον, καθώς και πολύ όχλο να στέκεται ολόγυρα και να τους κοιτάζει, μέχρι που ο ένας ίππος απόκαμε, λύθηκε και έφυγε. Ο Διογένης πλησίασε, στεφάνωσε εκείνον που παρέμεινε και τον ανακήρυξε ισθμιονίκη, επειδή νίκησε στο λάκτισμα. Γι’ αυτή την πράξη προκλήθηκε σε όλους γέλιο και θόρυβος, ενώ πολλοί θαύμαζαν τον Διογένη και περιγελούσαν τους αθλητές. Λένε ότι ορισμένοι έφυγαν χωρίς να δουν τους αθλητές, κυρίως εκείνοι που είχαν κακό κατάλυμα ή που δεν είχαν καθόλου.
Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
Θεολόγος – Φιλόλογος