Το Λονδίνο κατασκόπευε τα e-mail των δημοσιογράφων
Η υπηρεσία της Βρετανίας η οποία είναι αρμόδια για τις υποκλοπές επικοινωνιών, η GCHQ, έχει αποθηκεύσει δεκάδες χιλιάδες μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δημοσιογράφων που εργάζονται για μεγάλα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης
σύμφωνα με έγγραφα που δημοσιοποιήθηκαν από τον πληροφορικό και πρώην σύμβουλο της αμερικανικής NSA, τον Έντουαρντ Σνόουντεν, αναφέρει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Guardian.
Τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από στελέχη μέσων ενημέρωσης όπως οι εφημερίδες New York Times, Washington Post, Guardian, Sun, Le Monde, τηλεοπτικά δίκτυα όπως τα NBC, BBC ή πρακτορεία ειδήσεων όπως το Reuters είναι ανάμεσα στα περίπου 70.000 που συγκέντρωσε μέσα σε 10 λεπτά μία ημέρα του Νοεμβρίου του 2008 η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών ως μέρος μιας άσκησης, γράφει η εφημερίδα.
Οι ανταλλαγές ηλεκτρονικών μηνυμάτων που έχει στη διάθεσή της η GCHQ ξεκινούν από απλά δελτία τύπου και φτάνουν έως τις συνεννοήσεις των δημοσιογράφων με τους διευθυντές τους για διάφορα ρεπορτάζ.
Σύμφωνα με την Γκάρντιαν τα στοιχεία που διαθέτουν οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών και τα οποία αποκαλύφτηκαν από τον Σνόουντεν αποδεικνύουν ότι η βρετανική υπηρεσία εθνικής ασφάλειας αντιμετωπίζει δημοσιογράφους που διεξάγουν έρευνες ως απειλή, όπως αυτή των τρομοκρατών ή των χάκερ.
Η GCHQ αρνήθηκε να κάνει οποιονδήποτε σχολιασμό όταν της τέθηκε το ζήτημα της συλλογής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από το Ρόιτερς, επισημαίνοντας ότι δεν αναφέρεται δημόσια σε επιχειρησιακά θέματα.
«Όλο το έργο της GCHQ διεξάγεται σύμφωνα με ένα αυστηρό νομικό και πολιτικό πλαίσιο, το οποίο διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητές μας επιτρέπονται, είναι αναγκαίες και αναλογικές, καθώς και ότι υπάρχει αυστηρή εποπτεία» αναφέρει σχετική ανακοίνωσή της.
Ο Σνόουντεν προκάλεσε διεθνή σάλο το 2013 όταν αποκάλυψε λεπτομέρειες σχετικά με την έκταση των ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών (NSA) αλλά και την αντίστοιχη βρετανική υπηρεσία (GCHQ).
Ο Σνόουντεν, ο οποίος αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες στις ΗΠΑ, κατέφυγε στη Ρωσία, όπου του παραχωρήθηκε πολιτικό άσυλο και συνεχίζει να ζει σήμερα.