Η Ελληνική Επανάσταση προέκυψε ως αποτέλεσμα της αποσύνθεσης και διάλυσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, διαδικασία που στις περιοχές της Νότιας Ελλάδας, όπου ξέσπασε κυρίως η Επανάσταση, συναρθρώθηκε με τη δημιουργία και κυριαρχία καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Οι δημιουργούμενες και σταδιακά επεκτεινόμενες αστικές σχέσεις προσέλαβαν, αναγκαστικά, ένα εθνικό ιδεολογικό πρόσημο. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε με τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, πράγμα που με τη σειρά του επιτάχυνε τη δημιουργία σχέσεων ατομικής ιδιοκτησίας και την επέκταση του χώρου κυριαρχίας του (εμπορικού και εφοπλιστικού) κεφαλαίου.
Λίγο μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, τον Ιανουάριο του 1822, συγκλήθηκε στην Επίδαυρο η πρώτη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων, η οποία εξέλεξε την πρώτη δημοκρατική κυβέρνηση της Ελλάδας και επικύρωσε το πρώτο Σύνταγμα. Με το Σύνταγμα κατοχυρώνεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, καταργείται το ασιατικό (οθωμανικό και εκκλησιαστικό) δίκαιο, υιοθετείται το γαλλικό εμπορικό δίκαιο, θεσμοθετείται η διάκριση ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία κ.λπ. Διαμορφώνεται δηλαδή το τυπικό αστικό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο και αποτελεί το κοινό στρατηγικό έδαφος όλων των πολιτικο-κοινωνικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην Επανάσταση.
Στο πλαίσιο της νέας θεσμικής-κρατικής τάξης και συγκρότησης διαμορφώνονται αρχικά τρία πολιτικά ρεύματα: Το πρώτο, υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, στοχεύει στην πολιτική ενοποίηση των απελευθερούμενων περιοχών με βάση τους νεοεισαγόμενους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς. Επρόκειτο για την πολιτικά φιλελεύθερη πτέρυγα της Επανάστασης, στην οποία εντάσσονται οι ηγετικές κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις των νησιών (κυρίως Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) και οι στρατιωτικοί ηγέτες της Στερεάς Ελλάδας. Στην πρώτη Εθνοσυνέλευση η πτέρυγα αυτή ελέγχει το Εκτελεστικό.
Το δεύτερο, βραχύβιο όπως αποδείχθηκε, πολιτικό ρεύμα της Επανάστασης τασσόταν υπέρ της διατήρησης των τοπικών εξουσιών. Το εκπροσωπούσαν οι προεστοί της Πελοποννήσου, οι οποίοι είχαν ήδη πριν από την πρώτη Εθνοσυνέλευση συγκροτήσει ένα δικό τους αντιπροσωπευτικό σώμα, την Πελοποννησιακή Γερουσία. Το ρεύμα αυτό έλεγχε κατά την πρώτη Εθνοσυνέλευση το νομοθετικό (Βουλευτικόν). Η πολιτική στρατηγική των Πελοποννήσιων προεστών προσέβλεπε σε μια ομοσπονδιακού τύπου αστική κρατική συγκρότηση, στο πλαίσιο της οποίας η Πελοποννησιακή Γερουσία θα διατηρούσε μια αυξημένη αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση. Κεντρική φυσιογνωμία αυτού του συντηρητικού-ομοσπονδιακού ρεύματος ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Στη διάρκεια του πολέμου αναδεικνύεται όμως και μια τρίτη πολιτική δύναμη: Η ηγεσία του στρατού υπό τον Κολοκοτρώνη, η οποία αντιτασσόταν στον κατακερματισμό της πολιτικής εξουσίας που επιδίωκαν οι προεστοί. Η διεξαγωγή του πολέμου ευνοούσε την πτέρυγα αυτή, και έτσι ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να κυριαρχήσει στον πελοποννησιακό χώρο σε σύντομο χρονικό διάστημα περιορίζοντας την εξουσία των προεστών. Η πολιτική στοχοθεσία αυτού του πολιτικού ρεύματος περιελάμβανε τον περιορισμό των φιλελεύθερων θεσμών του αστικού αντιπροσωπευτικού συστήματος που εισήγαγε η πρώτη Εθνοσυνέλευση. Επρόκειτο για την συγκεντρωτική-συντηρητική πτέρυγα της Επανάστασης (σε διάκριση με τη συντηρητική-ομοσπονδιακή πτέρυγα των προεστών).
Οι ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά την πρώτη Εθνοσυνέλευση επικυρώθηκαν στη δεύτερη Εθνοσυνέλευση τον Μάρτιο του 1823 στο Άστρος, η οποία κατήργησε όλες τις τοπικές εξουσίες συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Ταυτόχρονα η Εθνοσυνέλευση αναγνωρίζει την ελευθερία του τύπου, ενώ απαγορεύει τη δουλοπαροικία, τη δουλεία και τα βασανιστήρια. Επιπλέον ενισχύεται το Βουλευτικόν, που τώρα περνάει στα χέρια της φιλελεύθερης πτέρυγας υπό τον Μαυροκορδάτο (στην πτέρυγα αυτή ανήκουν επίσης οι Κουντουριώτης, Θ. Νέγρης, Κωλέττης). Το Εκτελεστικό ελέγχεται από τη συντηρητική-συγκεντρωτική πτέρυγα υπό τον Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης επιχειρεί, όμως, σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη δεύτερη Εθνοσυνέλευση να ελέγξει με πραξικοπηματικό τρόπο και το Βουλευτικό. Ο Μαυροκορδάτος καταφεύγει στην Ύδρα και το 1823 ξεσπάει ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος. Ο Κολοκοτρώνης ηττάται, εξασφαλίζοντας πάντως αμνηστία για τον εαυτό του και τους οπαδούς του. Τον Μάρτιο ου 1824 ξεσπά ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος. Η φιλελεύθερη πτέρυγα, που ελέγχει την κυβέρνηση, καταφέρνει να επιβληθεί και πάλι χάρη στην παρέμβαση των οπλαρχηγών της Στερεάς (Καρατάσος, Γκούρας, Καραϊσκάκης. Δράκος, Τζαβέλας). Ο Κολοκοτρώνης φυλακίζεται τον Φλεβάρη του 1825 στην Ύδρα, φρούραρχος της οποίας ήταν ο Μακρυγιάννης.
Με την εισβολή του αιγυπτιακού στρατού υπό τον Ιμπραήμ-πασά αποφυλακίζεται ο Κολοκοτρώνης και ενισχύεται σημαντικά ο πολιτικός ρόλος των ενόπλων. Εντούτοις στην τρίτη Εθνοσυνέλευση που συγκαλείται τον Μάιο του 1827 στην Τροιζήνα επιβεβαιώνεται και πάλι η ιδεολογική ηγεμονία της φιλελεύθερης πτέρυγας. Το Σύνταγμα που ψηφίζει η Εθνοσυνέλευση είναι το δημοκρατικότερο της εποχής σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Περί το τέλος της Επανάστασης αποκρυσταλλώνονται τελικά τρία πολιτικά κόμματα: Η πολιτικά φιλελεύθερη πτέρυγα της Επανάστασης (Μαυροκορδάτος- Κουντουριώτης, κ.ά.) ιδρύει το λεγόμενο «αγγλικό» κόμμα. Η συγκεντρωτική-συντηρητική πτέρυγα (Κολοκοτρώνης, Ανδρέας Μεταξάς κ.ά.) ιδρύει το ονομαζόμενο «ρωσικό» κόμμα. Παράλληλα, από τη φιλελεύθερη πτέρυγα είχε από το τέλος του 1825 διασπαστεί μία μερίδα υπό τον Κωλέττη, η οποία ιδρύει το λεγόμενο «γαλλικό» κόμμα. Το κόμμα αυτό θα εξασφαλίσει εξαρχής την υποστήριξη των οπλαρχηγών της Στερεάς Ελλάδας και μετά την Ανεξαρτησία, ιδίως κατά την πρώτη φάση της συνταγματικής μοναρχίας μετά το 1843, θα αναδειχθεί στην ηγετική πολιτική δύναμη της χώρας.
Τα ονόματα υπό τα οποία παρέμειναν στην ιστορία τα πρώτα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν αντιστοιχούσαν σε «επιρροές» των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά στα κυρίαρχα ιδεολογικά προτάγματα των κομμάτων αυτών: Το «αγγλικό» κόμμα πρότασσε την προσήλωσή του στη συνταγματική-κοινοβουλευτική τάξη που χαρακτήριζε τη Βρετανία, το «ρωσικό» κόμμα την επαγγελία ενός ισχυρού χριστιανορθοδόξου κράτους που θα εκτόπιζε τους Οθωμανούς από την Ευρώπη. Ο ιδεολογικός προσανατολισμός του «γαλλικού» κόμματος συνέκλινε με εκείνον του ρωσικού σε ό,τι αφορά την προσήλωση στον εδαφικό επεκτατισμό. Δεν ακολουθούσε όμως το «ρωσικό» κόμμα στον χριστιανορθόδοξο ιδεολογικό προσανατολισμό του και στις αντίστοιχες ασιατικές καθηλώσεις του (όπως ήταν π.χ. οι σχέσεις του «ρωσικού» κόμματος με τα υπολείμματα του «παλιού καθεστώτος», τους «ιππότες των ορέων», δηλαδή τους ληστές).
Βεβαίως η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, όπως επίσης και η εμμονή στην αναγκαιότητα της συνταγματικής διακυβέρνησης, αποτελούσαν κοινές ιδεολογικοπολιτικές σταθερές και των τριών κομμάτων. Οι διαφορές έγκειντο κυρίως στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων και στον ιδιαίτερο ιδεολογικό χρωματισμό της κοινής στρατηγικής. Δεν θα πρέπει, δηλαδή, να αντιλαμβανόμαστε μηχανιστικά τις διαφορές αυτές, ως έκφραση της διαφοροποίησης των κυρίαρχων τάξεων σε κάποιες αντίστοιχες μερίδες. Τα πολιτικά κόμματα είναι λιγότερο οι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων και πολύ περισσότερο οι οργανωτές της κοινωνικής συναίνεσης προς την εξουσία, δηλαδή οργανικά τμήματα ενός ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους. Ο πραγματικός οργανωτής του μπλοκ της εξουσίας, το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης είναι το καπιταλιστικό κράτος ως σύνολο. Με την Επανάσταση και τα γεγονότα που τη συνόδευσαν καθ’ όλη την περίοδο 1821-1827 η ελληνική αστική τάξη κατάφερε να θέσει τα θεμέλια του δικού της «κόμματος».