Γράφει ο Ι. Ν. ΦΙΛΙΠΠΑΚΗΣ
Στη διετία που ακολούθησε, η πολιτική που ασκήθηκε κάθε άλλο παρά φιλελεύθερη και δεξιά μπορεί να χαρακτηρισθεί.
Η συζήτηση για το μέλλον της ευρύτερης φιλελεύθερης (όπως αρέσκεται να αυτοχαρακτηρίζεται) παράταξης έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρονιά. Ισως η
ουσιαστική έναρξή της να τοποθετείται μετά την ήττα στις εκλογές του 2009. Μια ήττα που τότε θεωρήθηκε καταστροφική. Με τα δεδομένα των επόμενων εκλογικών αναμετρήσεων μπορεί να θεωρείται «αξιοπρεπής». Δυστυχώς, αν και η συζήτηση άρχισε προ μίας εξαετίας, στη δε περίοδο αυτή δόθηκαν πολλές αφορμές (συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου, εκλογική συντριβή του Μαΐου του 2012, επιλογή συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ κ.λπ.), ουδέποτε ολοκληρώθηκε.
Συνέπεια αυτής της ατέρμονης ιδεολογικής αναζήτησης αποτελεί το σημερινό συνονθύλευμα προσώπων, ιδεολογιών, εκφράσεων, ερμηνειών, δηλώσεων που «οχυρώνονται» καλά πίσω από την ταμπέλα του βασικού αλλά πολύπαθου, πλέον, κόμματος της Κεντροδεξιάς. Τι σχέση, όμως, μπορεί να έχει η σημερινή Νέα Δημοκρατία με το κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής; Υπάρχει συνεκτικός κρίκος της μεγαλύτερης παράταξης με το σημερινό «φαινόμενο» που εμφανίζεται ως συνεχιστής της; Κάποτε θα πρέπει τόσο τα ηγετικά όσο και τα υπόλοιπα στελέχη να αντιληφθούν ότι κόμμα, παράταξη χωρίς ιδεολογική ταυτότητα δεν υφίσταται. Θα πρέπει έπειτα από κάθε γεγονός-σταθμό (μερικά προαναφέρθηκαν) να υπάρχει αυτοκριτική, να εξάγονται τα σωστά συμπεράσματα και όχι εκείνα που «εξυπηρετούν» τη δεδομένη στιγμή.
Το 2009 η βάση της Ν.Δ., σε μια άνευ προηγουμένου συστράτευση και συμμετοχική διάθεση, εξέλεξε ως αρχηγό τον κ. Αντώνη Σαμαρά. Ποια ήταν η εξήγηση; Μα, προφανώς, δεν υπήρχε επιθυμία να δει την κυρία Ντόρα Μπακογιάννη ως ηγέτιδα της παράταξης. Τι κατάλαβαν ο κ. Σαμαράς και οι συν αυτώ; Οτι -περίπου- 500.000 δεξιοί έσπευσαν να του επιδείξουν τη λατρεία τους. Τον Δεκέμβριο του 2011 ο κ. Σαμαράς με μία, ακόμη και σήμερα, εντελώς ανεξήγητη στροφή, και ενώ ήταν πασιφανές ότι στην όποια επόμενη αναμέτρηση θα πετύχαινε εκλογικό θρίαμβο, αποφάσισε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση που έμελλε να πάρει μια σειρά μέτρων και αποφάσεων.
Συνέπεια για την ταλαιπωρημένη παράταξη ήταν τον Μάιο του 2012 να συγκεντρώσει το ταπεινωτικότερο ποσοστό της, ΑΛΛΑ -και το πιο βασικό, που ποτέ δεν αξιολογήθηκε σωστά- και να ανοίξει την πόρτα της εξόδου για το συντηρητικό κοινό της, το οποίο ποσοστιαία ήταν, είναι και θα είναι το μεγαλύτερο. Την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν οι ΑΝ.ΕΛ., εκτινάχθηκε η Χρυσή Αυγή και μια σειρά άλλων μικρότερων κομμάτων έγιναν αποδέκτες μέρους του συγκεκριμένου κοινού. Για ακόμη μία φορά η λαθεμένη ανάγνωση των δεδομένων, συνεπικουρούμενη από την αλαζονική προσέγγιση μιας αυλής συμβούλων, οδήγησε σε μια περαιτέρω συρρίκνωση, αλλά κυρίως σε έναν τραυματισμό του DNA της Παράταξης – ας ελπίσουμε όχι θανατηφόρο.
Στη διετία που ακολούθησε, η πολιτική που ασκήθηκε κάθε άλλο παρά φιλελεύθερη και δεξιά μπορεί να χαρακτηρισθεί. Ηταν ένα συνονθύλευμα σημιτικής πολιτικής, εμπλουτισμένης από ακατανόητες πρακτικές, οι οποίες, τις περισσότερες φορές, εκπορεύονταν από στελέχη που εντάχθηκαν με «ποδοσφαιρικού τύπου» μεταγραφές ή από στελέχη που είχαν ως μοναδικό γνώμονα την προσωπική τους επιβίωση και προβολή. Σήμερα, λοιπόν, ανοίγει ξανά η συζήτηση για το μέλλον (;) της Παράταξης. Τα αίτια είναι πολλά και ευδιάκριτα. Η άνοδος στην εξουσία ενός καθαρά αριστερού κόμματος, που, ας μην ξεχνάμε, πριν από μία τετραετία αποτελούσε μια σχεδόν περιθωριακή έκφραση του 3%-4%. Η επί δυόμισι χρόνια συμπόρευση με το πιο διεφθαρμένο κόμμα στην ελληνική πολιτική ιστορία, το ΠΑΣΟΚ. Μια συμπόρευση που έφτασε στην αλγεινή εικόνα να συνοδεύονται οι ομιλίες του -συχνά εκτελούντος χρέη πρωθυπουργού στη Βουλή- κ. Βενιζέλου από ξεσπάσματα ενθουσιωδών χειροκροτημάτων από μέρος βουλευτών της Ν.Δ.! Η άσκηση μιας πολιτικής η οποία είχε ως βασικό αποτέλεσμα την εξουθένωση κοινωνικών τάξεων που αποτελούσαν τον κορμό της Συντηρητικής Παράταξης. Παράλληλα η δήθεν υπεράσπιση των αρχών της Παράταξης επικεντρωνόταν σε διεφθαρμένες, παλαιοκομματικές και αυταρχικού τύπου πολιτικές, που πολλώ απέχουν από τα «πιστεύω» του συντηρητικού κομματιού της κοινωνίας. Και βέβαια ας μην παραμυθιαζόμαστε από την ύπαρξη στελεχών που οι αντίπαλοί μας χαρακτηρίζουν «ακροδεξιά», αλλά που οι πολιτικές τοποθετήσεις τους ήταν και είναι νεοφιλελεύθερες και ίσως πιο ταιριαστές σε κομματίδια-επιχειρήσεις τύπου «Ποτάμι & ΣΙΑ».
Ποια είναι η επόμενη μέρα; Πού πρέπει να στραφούν η αναζήτηση των αιτιών αλλά και η χάραξη μιας νέας στρατηγικής; Ας μη γελιόμαστε! Η Ν.Δ. ηττήθηκε όχι από την απώλεια του Κέντρου. Δόξα τω Θεώ, μέσα στις τάξεις της εμφανείς ή μεταμφιεσμένοι εκφραστές της κεντρώας -ποτέ δεν την κατάλαβα- πολιτικής υπάρχουν άφθονοι. Τα αποτελέσματα της πολιτικής τους, ολοφάνερα. Η Ν.Δ. έχασε από τα δεξιά! Η Ν.Δ. έχασε από την απομάκρυνση του συντηρητικού κοινού της! Η Ν.Δ. έχασε από την υιοθέτηση πολιτικών που στόχευσαν στην «καρδιά» της. Και αν τα ποσοστά που απώλεσε δεν ήταν ακόμη μεγαλύτερα, αυτό οφείλεται στο ότι, σε αντίθεση με το -εξαφανισμένο πλέον- ΠΑΣΟΚ, έχει στιβαρή βάση, που στηρίζεται σε Αρχές και Ιδεολογία. Και τη στηρίζει σταθερά ακόμη και όταν πολιτικές της ενίοτε ηγετικής ομάδας βάλλουν εναντίον της. Θα μπορέσει η μέχρι σήμερα ηγεσία να σβήσει με «σφουγγάρι» -κατά την προσφιλή της έκφραση- τις πολιτικές αυτές και τα πρόσωπα από τα οποία εκπορεύτηκαν και τα οποία τις προώθησαν; Θα μπορέσει να φτάσει σε τέτοιον βαθμό αυτοκριτικής ώστε να «καταργήσει» ουσιαστικά τον εαυτό της; Και αν το πετύχει, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο, θα μπορέσει να κερδίσει τη χαμένη εμπιστοσύνη των παραδοσιακών ψηφοφόρων που είτε «δραπέτευσαν» σε άλλα κόμματα είτε με κρύα καρδιά, τονίζω, την εμπιστεύθηκαν, ίσως όμως για τελευταία φορά; Στις επόμενες ημέρες, εβδομάδες θα φανεί. Σίγουρα θα χρειαστούν περίσσιο θάρρος, τόλμη και διάθεση αυτοκριτικής – στα όρια του αυτομαστιγώματος. Θα χρειαστεί να εφαρμόσει μια έννοια την οποία, αν και «λάνσαρε» στην πολιτική σκηνή, σπανίως υπηρέτησε: Υπέρβαση! Αν πιστεύουμε ότι θα το κάνει; Οι μέχρι σήμερα δηλώσεις και πράξεις δεν μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε. Η ελπίδα όμως πεθαίνει πάντα τελευταία!