Ο γερμανικός ηθικισμός ως αξίωση πολιτικής ισχύος

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Ποιες είναι οι συνέπειες των αµφιλεγοµένων σκληρών μέτρων που επιβάλλει η Γερµανία για το πολιτικό τοπίο της Ε.Ε.; Πώς μπορεί να επιλυθεί η διαμάχη ανάμεσα στους αρχιτέκτονες της Ευρώπης και στους υποστηρικτές των παραδοσιακών μοντέλων εθνικής κυριαρχίας; Και πώς μπορούν να συγκεραστούν οι κανόνες διαχείρισης της κρίσης µε τις αρχές της δηµοκρατίας σε µια Ε.Ε., της οποίας η σταθερότητα βρίσκεται εδώ και αρκετό καιρό σε κίνδυνο;
Το παραπάνω ερωτήματα προέρχονται από το βιβλίο ενός από τους πιο σημαντικούς γερμανούς κοινωνιολόγους, του Ούλριχ Μπεκ, ο οποίος πέθανε την 1η Ιανουαρίου 2015, «Από τον Μακιαβιέλλι στη Μερκιαβέλλι: Η γερμανική Ευρώπη και οι στρατηγικές εξουσίας της κρίσης» («Πατάκης», Αθήνα 2012, τίτλος πρωτοτύπου Das deutsche Europa, Berlin, 2012). Βεβαίως θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο πρωτότυπος γερμανικός τίτλος του βιβλίου δεν περιλαμβάνει το λογοπαίγνιο με τα ονόματα του μεγάλου ιταλού πολιτικού στοχαστή και της σημερινής γερμανίδας καγκελαρίου.
Ο Μπεκ αρχίζει το βιβλίο του με μία αναφορά σε ένα γεγονός με πρωταγωνιστή τον περίφημο γερμανό λογοτέχνη Τόμας Μαν. Σ’ ένα πολύ γνωστό του λόγο σε φοιτητικό ακροατήριο στο Αµβούργο το 1953, ο γερμανός διανοούμενος κάλεσε τους συμπατριώτες του να µην επιδιώξουν ποτέ τη δημιουργία μιας «γερμανικής Ευρώπης». Με αφορμή το γεγονός αυτό, ο Μπεκ κάνει ένα άλμα στο παρόν για να προβεί στη διαπίστωση ότι όσο επεκτείνεται χρονικώς η κρίση του ευρώ άλλο τόσο αυξάνονται οι φωνές αμφιβολίας σε σχέση με τη σοφία που η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, επιβάλλει όρους προκειμένου αδύνατες οικονομικά χώρες να μπορούν να δανείζονται. Οι αμφιβολίες αυτές έχουν να κάνουν με την εξόφθαλμη πλέον απώλεια της δημοκρατικής αυτονομίας των κοινοβουλίων κρατών όπως, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία.  Κατά το Μπεκ η γερμανική αρετολογική προσπάθεια σωτηρίας της Ε.Ε., η οποία αντικειμενοποιεί το γερμανικό ηθικισμό, για να επιτύχει μετά βεβαιότητας την δικαίωση αποτελεί την αιχμή του δόρατος της νέας γερμανικής πολιτικής επίλυση της κρίσης στην ευρωζώνη, πλην όμως, η πολιτική αυτή εμπεριέχει πολλά ρίσκα για τη Γερμανία.
Η Μπεκ διαπιστώνει ότι το βασικό λάθος της γερμανικής πολιτικής της λιτότητας «δεν έγκειται στο ότι ορίζει μονομερώς και εθνικώς το ευρωπαϊκό γενικό καλό αλλά, κυρίως, στην υπεροψία να ορίζει το εθνικό συμφέρον των άλλων ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Και όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική κρίση και την κρίση του ευρώ, αλλά και σε άλλα πεδία – από την οικολογία έως την πυρηνική ενέργεια – οι Γερμανοί βλέπουν τον εαυτό τους στο ρόλο της υπευθυνότητας. Έχουν την αίσθηση ότι περιβάλλονται από έθνη τσαπατσούληδων και χασομέρηδων. Οι Ισπανοί και οι Ιταλοί, οι Έλληνες και οι Πορτογάλοι μπορεί ενδεχομένως να υπερτερούν ως προς τη χαρά της ζωής. Αλλά αυτή η ελαφρομυαλιά τους! Η επιπολαιότητά τους! Πρέπει να μάθουν τι σημαίνει δημοσιονομική πειθαρχία, φορολογική ηθική, σεβασμός προς τη φύση. Πρέπει να μάθουν ότι στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο προτεραιότητα έχουν τα καθαρά ισοζύγια και το καθαρό περιβάλλον».
Ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι η σημερινή γερμανική κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι αυτό που ουσιαστικώς χρειάζονται τα κράτη της Νότιας Ευρώπη είναι ιδιαίτερα μαθήματα, ένα είδος επανεκπαίδευσης στα πεδία περιορισμού των δαπανών και της υπευθυνότητας. Διότι, υποστηρίζει ο Μπεκ, «για τους περισσότερους Γερμανούς, αυτό είναι κάτι που επιβάλλεται αναγκαστικά από τη σκληρή πραγματικότητα των αριθμών και μόνο· γι’ αυτό και θα αποτελούσε χονδροειδή παρανόηση να το εκλάβει κανείς μόνο ως γερμανική υπεροψία ή ως ανάγκη εξουσίας».
Τελικώς, αυτές οι διαπιστώσεις, μέσα από την οπτική των Γερμανών, το μόνο που επιδιώκουν είναι να εκπαιδεύσουν τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και τους Έλληνες για την παγκόσμια αγορά. Συνεπώς, αυτή τη στιγμή, οι Γερμανοί είναι πεπεισμένοι ότι έχουν μία μεσσιανική αποστολή ή ένα επιτακτικό ιστορικό καθήκον· Να σώσουν την Ευρώπη! Ο συγγραφέας προβληματίζεται ότι «ίσως αυτή η νέα αυτοαντίληψη των Γερμανών να είναι τόσο σημαντική ακριβώς επειδή καταφέρνει να τους απαλλάξει σε κάποιο βαθμό από το φορτίο του “Ποτέ ξανά” – ποτέ ξανά ολοκαύτωμα, ποτέ ξανά φασισμός, ποτέ ξανά μιλιταρισμός. Αυτή η παιδαγωγική ζέση που επιδεικνύουν σήμερα εξηγείται δηλαδή και από την ιστορία· η ιδέα μιας κοινής Ευρώπης γεννήθηκε μετά τον Β’ Π.Π., μετά τη μεγάλη στρατιωτική και ηθική καταστροφή […] Εν τω μεταξύ, οι Γερμανοί έμαθαν το μάθημά τους. Έγιναν υπόδειγμα δημοκρατών, υπόδειγμα αρνητών πυρηνικής ενέργειας, υπόδειγμα ειρηνιστών. Οι Γερμανοί διάνυσαν τον δρόμο τους σε μια μακρά και συχνά δύσκολη πορεία».
Ο Μπεκ όμως υποστηρίζει ότι τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν έχουν εξαφανιστεί πλήρως, μερικές φορές μάλιστα είναι εντυπωσιακώς ζωντανά. Αντίθετα απ’ ό,τι σε άλλα κράτη, εδώ ο «απολύτως φυσιολογικός, καθημερινός φασισμός» δεν έχει ακόμη και σήμερα ξεπεραστεί. Ωστόσο κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Γερμανία άλλαξε. Σε σχέση με του πρόσφατο παρελθόν της, ίσως να είναι η καλύτερη Γερμανία που είχαμε ποτέ. Εδώ ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι το υπόβαθρο αυτό μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι στην αυτοαντίληψη πολλών Γερμανών γίνεται σήμερα αισθητή μια νοσταλγία της κανονικότητας. Μετά από δεκαετίες με δημόσιες ομολογίες των αμαρτιών τους οι Γερμανοί δε θέλουν άλλο πια να τους θεωρούν ρατσιστές και πολεμοχαρείς. Αντιλαμβάνονται καλύτερα τον εαυτό τους ως δασκάλους και ηθικούς διαφωτιστές της Ευρώπης.
Ο Μπεκ καταλήγει ότι αν αυτή η διάγνωση είναι σωστή, τότε γιατί είναι πολιτικώς ανάρμοστο το να μιλά κανείς για μια «γερμανική Ευρώπη»; Η απάντηση είναι ότι απηχεί έντονα το παρελθόν. Η διατύπωση «γερμανική Ευρώπη» είναι ιστορικά επιβαρυμένη και παραβιάζει ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ταμπού επειδή εκφράζει με λόγια το νέο καθεστώς εξουσίας. Τελικώς ο Μπεκ μας δίδει μία εξαιρετική ανάλυση, από την οπτική της κοινωνιολογίας, για το μεταβαλλόμενο τοπίο ισχύος στην Ευρώπη.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ