«Ιμερτά Μυθαναγνώσματα» Διαύγασμα Ζ΄- Ο Ορφέας και οι μαινάδες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ορφεασΤα «Ιμερτά Μυθαναγνώσματα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από ελληνικούς μύθους, διατυπωμένους υπό μορφή τερπνών παραμυθιών, που σκοπεύουν να διδάξουν ευχάριστα τους αναγνώστες και τους ακροατές τους.

Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διαυγασμάτων.

«Επισφαλές, όμως, είναι και να πιστεύουμε σφοδρά και να απιστούμε εντελώς προς αυτά, επειδή η ανθρώπινη ασθένεια δεν έχει όριο ούτε συγκρατεί τον εαυτό της, αλλά κάποτε καταλήγει στην δεισιδαιμονία και στην αλαζονεία, κάποτε στην ολιγωρία και στην περιφρόνηση προς τους Θεούς. Η ευλάβεια, ωστόσο, και η μηδενική υπερβολή είναι το άριστο» (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κάμιλλος, στ΄).

Ο Ορφέας και οι μαινάδες

Στην παλιά, την μακρινή την εποχή, στην ηρωική χώρα των γενναίων Μακεδόνων και των ατρόμητων Θρακών, βασίλευε ο σοφός και ανδρείος Ορφέας, γιός τού συνετού ηγέτη Οιάγρου και τής πανέμορφης μούσας Καλλιόπης. Ο νεαρός άρχοντας ήταν μαθητής τού περίλαμπρου θεού Απόλλωνα και εξασκούσε με περισσό ταλέντο την μουσική τέχνη, όντας ένας έξοχος τραγουδιστής και ένας απαράμιλλος κιθαρωδός. Ολόκληρη η φύση αγαλλίαζε γύρω του, όταν άκουγε τις θεσπέσιες μελωδίες και τους γλυκούς ύμνους του. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά, αλλά και τα άψυχα αντικείμενα, ευφραίνονταν από την ανυπέρβλητη καλλιτεχνική ικανότητά του, ενώ οι φιλόμουσοι Μακεδόνες και Θράκες αισθάνονταν ιδιαίτερα υπερήφανοι γιά τον ταλαντούχο ηγεμόνα τους.

Η φήμη, ωστόσο, τού προικισμένου Ορφέα εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο όταν πήρε την ηρωική απόφαση να κατέλθει στον πένθιμο Άδη και να αναζητήσει θαρραλέα την αδικοχαμένη γυναίκα του, την λατρευτή Ευρυδίκη, που είχε πεθάνει από ένα ύπουλο δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού. Μέσα στο ζοφερό βασίλειο των νεκρών, ο υπέροχος Ορφέας κατόρθωσε να γοητεύσει τους πάντες με την αναγεννητική μουσική του και να αποσπάσει από την γλυκύτατη θεά Περσεφόνη την ευγενική άδεια να επαναφέρει στο φως τού ήλιου την αγαπημένη σύζυγό του. Η μεγαλειώδης χαρά τής ανάστασης, όμως, παρέσυρε τον ερωτευμένο καλλιτέχνη, που δεν ακολούθησε πιστά τις σαφείς εντολές τής αξιοσέβαστης θεάς τού υποχθόνιου βασιλείου, με τραγικό αποτέλεσμα να μην κατορθώσει τελικά να αποκτήσει ξανά την ποθητή Ευρυδίκη του. Τότε, αθεράπευτα θλιμμένος από την αστοχία και την αποτυχία του, ο Ορφέας παραιτήθηκε από τον θρόνο του, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και αποσύρθηκε στα πυκνά δάση, όπου αφιερώθηκε εξολοκλήρου στην μελέτη τής φιλοσοφίας, τής θεολογίας και τής μουσικής.

Με το πέρασμα των ετών, λοιπόν, ο αγνός Ορφέας έγινε ένας βαθύς γνώστης των θεϊκών αποκαλύψεων και κατέστη μέγας μύστης και ύψιστος ιερουργός. Τότε, μία ζωηρή ψυχική παρόρμηση, ένας ασίγαστος ένθεος ζήλος, τον ώθησε να επανέλθει στον κόσμο των ανθρώπων, να διδάξει στους θνητούς τις αιώνιες πνευματικές αλήθειες των μακάριων θεών και να τους κοινωνήσει τα ιερά μυστήρια, που από τον ίδιο ονομάστηκαν ορφικά. Σε προκαθορισμένες, λοιπόν, ημέρες, ο θεϊκός Ορφέας επισκεπτόταν τα σεπτά Λίβηθρα, μία ονειρική πόλη, στους νοτιοανατολικούς πρόποδες τού αγέρωχου Ολύμπου, όπου συγκεντρώνονταν πολλοί Μακεδόνες και Θράκες γιά να ακούσουν την σαγηνευτική διδασκαλία του, να αφυπνισθούν, να εξαγνισθούν, να φωτισθούν και να μυηθούν. Οι θεοφιλείς τελετές εκτυλίσσονταν μέσα σε ένα περικαλλές οίκημα, ήσυχο και απομονωμένο, ασφαλές και προστατευμένο από αδιάκριτα βλέμματα, όπου συναθροίζονταν μόνον άνδρες, επειδή ο σεβάσμιος διδάσκαλος δεν επιθυμούσε να ταράζονται από την γυναικεία παρουσία τα συναισθήματα και οι σκέψεις των εταίρων και των μαθητών του. Οι προσερχόμενοι, πάλι, είχαν την υποχρέωση να αφήνουν τον οπλισμό τους στην είσοδο τού κτιρίου, ώστε να εισέρχονται στον καθαγιασμένο χώρο ειρηνικοί και απαλλαγμένοι από βάρη.

Κάποια χρονιά, λοιπόν, αφού τελέσθηκαν τα αγιότατα ορφικά μυστήρια και οι άνδρες ετοιμάζονταν γιά τον αποχαιρετιστήριο δείπνο, μία ομάδα γυναικών από την Μακεδονία και την Θράκη, που είχαν επιμείνει να μυηθούν και οι ίδιες, αλλά έλαβαν την καθιερωμένη αρνητική απάντηση, έκλεψαν τα όπλα των μαθητών τού Ορφέα και κρύφτηκαν στο κοντινό δάσος καιροφυλακτώντας. Όταν ο διδάσκαλος βγήκε από το οίκημα των συναθροίσεων, γιά να βαδίσει προς τον χώρο τού συμποσίου, οι ασεβείς γυναίκες τού επετέθησαν με αδικαιολόγητη οργή και ακατανόητη μανία, τον χτύπησαν, τον πλήγωσαν, τον τραυμάτισαν, τον θανάτωσαν και τον τεμάχισαν μαινόμενες. Έπειτα, μεθυσμένες από τον στυγερό φόνο που είχαν διαπράξει, καθώς και από την θέα τού τίμιου αίματος που είχε ποτίσει την μακεδονική γη, διέσπειραν τα μέλη τού Ορφέα στην θάλασσα και έσπευσαν να εξαφανιστούν μέσα στην νύχτα, τρέχοντας μανιωδώς προς τους γύρω λόφους.

Οι μαθητές τού μεγάλου μύστη, τότε, αφού αντιλήφθηκαν το ασυγχώρητο έγκλημα, προσπάθησαν να καταδιώξουν τις μαινάδες, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά γιά να τις συλλάβουν. Οι παρανοϊκές γυναίκες είχαν πλέον χαθεί μέσα στα σκοτεινά φαράγγια και στις αφιλόξενες χαράδρες τής ορεινής και δύσβατης περιοχής. Εγκαταλείποντας, λοιπόν, το μάταιο εγχείρημά τους, οι θλιμμένοι άνδρες στράφηκαν προς την κοντινή ακτή, επιθυμώντας να περισυλλέξουν τα κομμάτια τού σώματος τού Ορφέα, αλλά και εκεί ατύχησαν, διότι το θαλασσινό ρεύμα τα είχε παρασύρει και τα είχε διασκορπίσει στα βαθιά νερά. Φανερά καταπτοημένοι από την κακή έκβαση των γεγονότων, οι περίλυποι μαθητές απευθύνθηκαν στους μάντεις, με σκοπό να λάβουν χρησμό και σαφείς οδηγίες γιά το τι έπρεπε να πράξουν. Έμαθαν, έτσι, ότι οι αθάνατοι θεοί απαιτούσαν από αυτούς να αναζητήσουν την κεφαλή τού Ορφέα και να την τιμήσουν μεγαλοπρεπώς.

Έπειτα από κάμποσο καιρό, λοιπόν, στις εκβολές τού ποταμού Μέλητα, στην Ιωνία, οι ντόπιοι ψαράδες εντόπισαν την κεφαλή τού περίφημου διδασκάλου και έμειναν άφωνοι μπροστά στο απίστευτο θέαμα: η σεπτή κεφαλή ήταν ανέγγιχτη από τον χρόνο και την φυσική φθορά, έλαμπε ολόφωτη και ακτινοβόλα, διατηρούσε μία πρόσχαρη έκφραση, είχε τα μάτια ανοιχτά και τραγουδούσε μελωδικά. Η είδηση τού ανεπανάληπτου θαύματος διαδόθηκε παντού και η σεβαστή κεφαλή – ζωντανή, ακμάζουσα και αθάνατη – μεταφέρθηκε από τους μαθητές τού Ορφέα στο πανέμορφο νησί τής Λέσβου και τοποθετήθηκε σε περίκλειστο τάφο χωρίς, παρ’ όλ’ αυτά, να σταματήσει το τραγούδι. Αργότερα, γύρω από τον τάφο κτίσθηκε ένας περικαλλής ναός, άβατος γιά τις γυναίκες, όπου ένα πλήθος ανδρών συναθροιζόταν τακτικά γιά να τιμήσει τον μεγάλο διδάσκαλο και να του προσφέρει αντάξιες τής μνήμης του ιεροπρεπείς θυσίες.

Λένε ότι, μέχρι σήμερα, οι αγαθές ψυχές των ενάρετων ανθρώπων ακούν το χαρμόσυνο τραγούδι τού θεϊκού Ορφέα, όταν πλησιάζουν την όμορφη Λέσβο, και ευφραίνεται ο νους και σαγηνεύεται η καρδιά τους. Κ’ εκείνοι, που το λένε, κάτι παραπάνω από εμάς θα ξέρουν…

Αθανάσιος Τσακνάκης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ