Βαρόμετρο βλασφημίας στην Τουρκία – Θυσιάζοντας την ελευθερία του λόγου
Στα μέσα Ιανουαρίου, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, παρέλασε ανάμεσα σε άλλους ηγέτες του κόσμου στο Παρίσι για να τιμήσει αυτούς που σκοτώθηκαν στην τρομοκρατική επίθεση στην σατιρική εφημερίδα Charlie Hebdo.
Μετά την επιστροφή του στην Άγκυρα, ο Νταβούτογλου κατέστησε σαφές ότι είχε πάει στο Παρίσι για να κάνει μια δήλωση ενάντια στην τρομοκρατία, όχι για να υποστηρίξει την Charlie Hebdo. Η εφημερίδα, όπως είπε, δεν είχε κανένα δικαίωμα να δημοσιεύει γελοιογραφίες που απεικονίζουν τον Προφήτη Μωάμεθ. Όταν κάποιο δικαστήριο στο Ντιγιαρμπακίρ, μια πόλη στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας, απαγόρευσε την πρόσβαση σε όλες τις ιστοσελίδες που φέρουν το εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους της, το οποίο παρουσίαζε μια γελοιογραφία του Μωάμεθ να κλαίει με λυγμούς και να λέει, «Όλα συγχωρούνται», ο Νταβούτογλου επικρότησε την απόφαση. «Ελευθερία της έκφρασης δεν σημαίνει ελευθερία της προσβολής», είπε, αναφερόμενος στην ισλαμική απαγόρευση της απεικόνισης του Μωάμεθ. «Η Τουρκία δεν θα επιτρέψει την προσβολή του προφήτη της».
Ο Νταβούτογλου κατήγγειλε επίσης την Cumhuriyet (Τσουμχουριέτ), μια κοσμική τουρκική εφημερίδα, η οποία δημοσίευσε μια συλλογή γελοιογραφιών της Τσάρλι Hebdo, συμπεριλαμβανομένου του τελευταίου εξωφύλλου με τον δακρυσμένο Μωάμεθ. Με δεδομένη την ανάγκη να σεβόμαστε τις ευαισθησίες των Μουσουλμάνων στην Τουρκία, δήλωσε ο Νταβούτογλου, η απόφαση να τυπωθούν «αυτές οι προσβλητικές καρικατούρες» ισοδυναμούσε με «ξεκάθαρη ανταρσία». Περισσότερο από το 90% του τουρκικού πληθυσμού είναι Μουσουλμάνοι.
Οι δύο αρθρογράφοι της Cumhuriyet που επέλεξαν να συμπεριλάβουν τις εικόνες του εξωφύλλου με τον Μωάμεθ δίπλα στα σχόλιά τους έχουν έκτοτε τεθεί υπό διερεύνηση με την υποψία της παραβίασης του τουρκικού νόμου περί βλασφημίας, ο οποίο τιμωρεί όσους «υποδαυλίζουν το μίσος και την εχθρότητα» και «προσβάλουν τις θρησκευτικές αξίες».
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο πρόεδρος της Τουρκίας και προκάτοχος του Νταβούτογλου στην πρωθυπουργία, προσέφερε επίσης τις απόψεις του σχετικά με τις επιθέσεις στην Charlie Hebdo, σκιαγραφώντας δυσάρεστους παραλληλισμούς μεταξύ των δολοφονημένων γελοιογράφων και των τρομοκρατών που τους σκότωσαν. «Η τρομοκρατία δεν διαπράττεται μόνο με όπλα», είπε. «Οι επιθέσεις σε ιερές αξίες και θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν πράξεις τρομοκρατίας».
Με μια κίνηση που φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς της Τουρκίας συχνά δέχονται υποδείξεις από εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία, κάποιο δικαστήριο στην Άγκυρα ανάγκασε το Facebook να εμποδίσει την πρόσβαση σε σελίδες που θεωρούνταν «προσβλητικές για τον προφήτη Μωάμεθ».
Φυσικά, το να σέβεται κανείς την ισλαμική εντολή κατά του σχεδιασμού ή της γελοιοποίησης του προφήτη Μωάμεθ είναι ένα πράγμα. Το να χρησιμοποιείται όμως η νομοθεσία για την πάταξη εκείνων που αγνοούν ή αψηφούν αυτήν την απαγόρευση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Η διαμάχη σχετικά με την Charlie Hebdo δεν αποτελεί την πρώτη φορά που τα τουρκικά δικαστήρια έχουν αναφέρει τον νόμο για την βλασφημία ή το άρθρο 216 του ποινικού κώδικα, για να προστατεύσουν τον προφήτη του Ισλάμ από την γελοιοποίηση. Το 2013,ο Sevan Nisanyan, ένας Τουρκο-αρμένιος δημοσιογράφος, καταδικάστηκε σε πάνω από έναν χρόνο φυλάκιση για άσκηση κριτικής κατά του Μωάμεθ και την υπεράσπιση του δικαιώματός του να το κάνει μέσω ενός blog post. Τον επόμενο χρόνο, 40 άνθρωποι συνελήφθησαν λόγω της συμμετοχής τους σε σειρά σχολίων για τον Μωάμεθ σε δημοφιλές online forum. Στον Sedat Kapanoglu, τον ιδρυτή του φόρουμ, επιδικάστηκε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών. Κάποιος άλλος καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλάκιση για την δημιουργία του λογαριασμού @Allah στο Twitter.
Ωστόσο, η τάση περιορισμού της ελευθερίας του λόγου έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο από αυτό που η κυβέρνηση αποκαλεί προστασία της εικόνας του Μωάμεθ. Η κυβέρνηση του Ερντογάν και τα δικαστήριά του δημιουργούν ζήτημα όχι μόνο για τις αναπαραστάσεις και τις επικρίσεις κατά του προφήτη, αλλά και με οποιαδήποτε κριτική κατά του Ισλάμ στο σύνολό του.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την εξελισσόμενη συζήτηση στην Τουρκία σχετικά με την σχέση μεταξύ της τρομοκρατίας και του ισλαμικού φανατισμού. Ή, μάλλον, ας το αφήσουμε καλύτερα –μιας και μια τέτοια συζήτηση δεν υπάρχει. Ο Ερντογάν -ο οποίος κάποτε απέρριψε την βία στο Νταρφούρ, λέγοντας, «οι Μουσουλμάνοι δεν διαπράττουν γενοκτονία»- επιμένει πως όσοι πραγματοποιούν τρομοκρατία στο όνομα του Ισλάμ δεν είναι πραγματικοί Μουσουλμάνοι. Οι όποιες προτάσεις για το αντίθετο, συμπεριλαμβανομένων όλων των αναφορών στην «ισλαμική τρομοκρατία», απαντώνται με κατηγορίες για ισλαμοφοβία. «Ως Μουσουλμάνοι, δεν έχουμε ποτέ λάβει μέρος σε τρομοκρατικές σφαγές», είχε πει ο Ερντογάν. «Πίσω από τέτοιους [ισχυρισμούς] βρίσκονται ο ρατσισμός, η ρητορική του μίσους και η ισλαμοφοβία. Παίζονται παιχνίδια με τον ισλαμικό κόσμο».
Στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες -αλλά και στην Τουρκία, όπου κάποιοι κοσμικοί κακολογούν κατ’ ιδίαν τους Μουσουλμάνους και το Ισλάμ με όρους που θα σόκαραν ακόμη και στην Γαλλία- η ισλαμοφοβία είναι ένα πραγματικό, αυξανόμενο πρόβλημα. Μέσα σε μια εβδομάδα από τις δολοφονίες στην Charlie Hebdo, 26 τζαμιά δέχθηκαν επίθεση σε όλη την Γαλλία, σύμφωνα με το French National Observatory Against Islamophobia. Μέχρι αυτήν την στιγμή, οι ερευνητές έψαχναν την πιθανότητα ύπαρξης υπόθεσης εγκλημάτων θρησκευτικού μίσους μετά την δολοφονία τριών νεαρών Μουσουλμάνων στο Chapel Hill στην Βόρεια Καρολίνα. Μεταξύ των Τούρκων αξιωματούχων και των φιλοκυβερνητικών σχολιαστών, ωστόσο, το φάντασμα της ισλαμοφοβίας γίνεται αντικείμενο επίκλησης όλο και περισσότερο με σκοπό να αναστείλουν την κριτική κατά του Ισλάμ, των θρησκευτικών αρχών, ακόμη και της ίδιας της Τουρκίας. Και ο νόμος περί βλασφημίας είναι το όχημα που χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο για να φιμώσουν τις διαφωνίες.
Το 2013, ο Fazil Say, ένας Τούρκος πιανίστας, δικάστηκε για μια σειρά από tweets στα οποία παρέθεσε τα έργα του Ομάρ Καγιάμ, του Πέρση ποιητή του 11ου αιώνα, και γελοιοποίησε έναν μουεζίνη, το πρόσωπο που καλεί τους Μουσουλμάνους σε προσευχή από τον μιναρέ του τζαμιού. Γι” αυτά τα tweets, ο Say καταδικάστηκε σε ποινή δέκα μηνών φυλάκισης με αναστολή.
Στα τέλη του περασμένου έτους, το Υπουργείο Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας, το Diyanet, απαίτησε να κοπεί μια τηλεοπτική σειρά φαντασίας για έναν μικροαπατεώνα που παριστάνει τον ιμάμη με το επιχείρημα ότι είναι ανήθικο να προβάλλεται ένας θρησκευτικός υπάλληλος με αρνητικό τρόπο. «Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι τόσο το κανάλι όσο και οι αρμόδιες Αρχές θα δείξουν την απαραίτητη ευαισθησία απέναντι σε τέτοιες στρεβλώσεις σχετικά με την θέση και τον ρόλο των ιμάμηδων στην κοινωνία», έγραψε το Υπουργείο σε δήλωση του. Η σειρά, που αποτελούσε υποπροϊόν μιας ιρανικής ταινίας, επιβίωσε, αλλά μόνο αφού οι παραγωγοί αποκάλυψαν το τέλος της, στο οποίο ο κλέφτης που παριστάνει τον ιμάμη μετανοεί για τις αμαρτίες του.
Αφήνοντας κατά μέρος την συζήτηση για το κατά πόσον οι απαγορεύσεις εναντίον της απεικόνισης ή της προσβολής του Μωάμεθ έπρεπε να αποκτήσει δικαστική υπόσταση σε μια χώρα που είναι κατά κύριο λόγο μουσουλμανική αλλά συνταγματικά κοσμική, η απαγόρευση έχει τουλάχιστον την επίφαση της θρησκευτικής και λαϊκής νομιμότητας. Σαφέστατα, όμως, δεν ισχύει το ίδιο και για τις αυθαίρετες απαγορεύσεις της γελοιοποίησης φανταστικών θρησκευτικών λειτουργών.
Όταν πρόκειται για τον καθορισμό του τι μπορεί και τι δεν μπορεί να λεχθεί στην Τουρκία, αντί να επιζητά μια ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας του λόγου και της βλασφημίας, η κυβέρνηση της Τουρκίας έχει επιλέξει να μετατοπίσει τους στόχους.
IOTR ZALEWSKI, ανεξάρτητος συγγραφέας με βάση στην Κωνσταντινούπολη που έχει γράψει μεταξύ άλλων για το Time, το Foreign Policy και το The National