Η Ελλάδα το 1902 βρισκόταν σε δεινή οικονομική, ηθική και κοινωνική κατάσταση. Λίγα χρόνια πριν, το 1897 είχε υποστεί μια ταπεινωτική στρατιωτική ήττα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
που ίσως δεν είχε εδαφικό αντίκτυποπλην μικρών αλλαγών στην μεθοριακή γραμμή, αλλά είχε ως επίπτωση την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου υπό την αιγίδα της Γερμανίας. Ο Δ.Ο.Ε. είχε ως αποστολή την απευθείας είσπραξη των προσόδων του Ελληνικού κράτους προς ικανοποίηση των πιστωτών της Χώρας που είχαν μείνει ξεκρέμαστοι μετά την χρεοκοπία του 1896. Οι πρόσοδοι αυτοί προέρχονταν από τα κρατικά μονοπώλια (φωταέριο, οινόπνευμα κτλ) και από τα έσοδα των τελωνείων. Αναμφίβολα ο οικονομικός αντίκτυπος ήταν μεγάλος για την χώρα, καθώς το δημόσιο κατάφερνε να πληρώνει τους υπαλλήλους του, όμως δεν είχε χρήματα για δημόσια έργα και για τις ένοπλες δυνάμεις που αποτελούσαν την μόνη ελπίδα της Ελλάδας να “μεγαλώσει” προς Βορρά και να καταστεί βιώσιμη. Οι οικονομικές επιπτώσεις στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν μικρές καθώς εκείνη την εποχή λίγοι φορολογούμενοι είχαν οικονομική σχέση εξάρτησης με το δημόσιο και δεν υπήρχαν συνταξιούχοι. Το πλήγμα όμως ήταν κυρίως ηθικό, καθώς οι Έλληνες ένιωθαν ταπεινωμένοι και εξευτελισμένοι στα μάτια της Διεθνούς κοινότητας. Τον Νοέμβριο του 1901 είχαν γίνει τα αιματηρά γεγονότα των “Ευαγγελικών” που επέφεραν την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη, ενώ η μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια για την οικονομική δυσπραγία και τους πολλούς φόρους είχε φέρει προ των πυλών της εξουσία τον Θεόδωρο Δεληγιάννη.
Μέσα σε αυτό το καταθλιπτικό κλίμα συνέβη το συνταρακτικό έγκλημα του “Λωρελάυ”. Τον Οκτώβριο του 1902, η Γερμανική θαλαμηγός Λωρελάυ που ανήκε στην Γερμανική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, κατέπλευσε στον Πειραιά για να επισκευαστεί από τα ναυπηγεία Βασιλειάδη. Όλα τα κιβώτια που υπήρχαν στο πλοίο μεταφέρθηκαν και αποθηκεύτηκαν στα ναυπηγεία, εκτός ενός κιβωτίου που έμεινε στο πλοίο όπου είχε τοποθετηθεί μόνιμη φρουρά από ένα υπαξιωματικό κι έναν ναύτη. Το πρωινό της 3ης Νοεμβρίου 1902, ένας αξιωματικός του πλοίου ανήλθε για να κάνει τον προβλεπόμενο έλεγχο, όταν διαπίστωσε ότι το κιβώτιο είχε κλαπεί, ενώ είχαν εξαφανιστεί ο υπαξιωματικός Μπρίτσκι και ο ναύτης Κόλλερ. Η αίθουσα που βρισκόταν το κιβώτιο αλλά και οι χώροι γύρω από αυτήν ήταν γεμάτοι από λίμνες αίματος, ενώ επίσης ύποπτο ήταν ότι έλειπε και η βάρκα του πλοίου, ενώ το σκοινί που ήταν δεμένη είχε στάλες από αίμα πάνω του.
Αλέξανδρος Ζαΐμης |
Το νέο θορύβησε την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη που ευλόγως φοβόταν τυχόν διεθνείς επιπλοκές. Η Ελληνική κοινή γνώμη αναστατώθηκε καθώς τα αιματηρά εγκλήματα ήταν πολύ σπάνια εκείνα τα χρόνια (ακόμη και οι ληστές σπανίως σκότωναν), ενώ ελλόχευε ο κίνδυνος η δολοφονία Ευρωπαίων και η κλοπή διπλωματικών εγγράφων να δυσφυμούσε την Χώρα διεθνώς, όπως είχε γίνει στην περίπτωση της δολοφονίας των Άγγλων περιηγητών στο Δήλεσι τρεις δεκαετίες πριν. Αμέσως οι Ελληνικές Αρχές ξεκίνησαν έρευνες με επικεφαλής τον αστυνόμο Μήτσα και τον Λιμενάρχη Ανδριόπουλο που ανέλαβαν την εξιχνίαση του εγκλήματος. Η πρώτη εύλογη σκέψη του Ανδριόπουλου ήταν να ψάξει τον βυθό της περιοχής που άραζε το πλοίο θεωρώντας ότι θα βρίσκονταν – πιθανότατα – τα θύματα. Ρώσοι δύτες έψαξαν αυθημερόν την περιοχή και λίγες ώρες μετά ανέσυραν το άψυχο σώμα του Μπρίτσκι, αλλά δεν βρέθηκε πουθενά το πτώμα του Κόλλερ. Η άποψη του κυβερνήτη του πλοίου φον Ρόϋτερ και της Γερμανικής πρεσβείας ήταν ότι η ληστεία του πλοίου έγινε από Έλληνες που δολοφόνησαν τους δύο Γερμανούς αποκομίζοντας το κιβώτιο. Από Ελληνικής πλευράς, τις έρευνες ανέλαβε ο διευθυντής της αστυνομίας Γενίσερλης, που κατά την άποψη των περισσοτέρων, ήταν ο εξυπνότερος και εμπειρότερος εγκληματολόγος που διέθετε η Ελλάδα τότε.
Ιωάννης Γενίσερλης |
Μετά από έρευνα στο τόπο του εγκλήματος ο Γενίσερλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί έκαναν λάθος στις εκτιμήσεις τους. Θεωρούσε πολύ δύσκολο Έλληνες να πλησιάσουν το πλοίο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, ενώ επίσης δύσκολο θα τους ήταν να βρουν τον προσανατολισμό τους καθώς δεν γνώριζαν τους χώρους του πλοίου. Επίσης ήταν ακατανόητο γιατί διέφυγαν με την βάρκα του πλοίου αφού θα είχαν πλησιάσει από την στεριά με την δική τους. Η πιθανότερη εκδοχή των αρχών ήταν ότι το έγκλημα το είχαν διαπράξει Γερμανοί ναύτες του πληρώματος που γνώριζαν τα θύματα, γνώριζαν πως να κινηθούν και που βρισκόταν το κιβώτιο.
Οι Γερμανοί όμως επέμεναν καθώς θεωρούσαν απίθανο Γερμανοί ναύτες να σκότωναν για ένα κιβώτιο που γνώριζαν ότι περιείχε μόνο έγγραφα και ο Γερμανό πρέσβης τηλεγράφησε στην κυβέρνηση του ότι οι δολοφόνοι ήταν Έλληνες ζητώντας την άδεια να τους επικηρύξει. Το νέο των δολοφονιών έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στην Γερμανική κοινή γνώμη, ενώ ο Γερμανικός Τύπος φιλοξενούσε ανθελληνικά δημοσιεύματα χαρακτηρίζοντας τους Έλληνες ως έθνος ληστών και δολοφόνων. Την διεθνή κατακραυγή κατά της Ελλάδας υποδαύλιζαν οι ξένοι ανταποκριτές εφημερίδων που βρίσκονταν στην Αθήνα και οι οποίοι υιοθετούσαν πλήρως το σκεπτικό του Γερμανού κυβερνήτη. Ήταν τόσο σίγουροι οι Γερμανοί για την ενοχή των Ελλήνων ώστε να επικηρύξουν τους Έλληνες εγκληματίες έναντι 1000ων μάρκων. Η επικήρυξη έθιξε τους Έλληνες καθώς θεωρήθηκε ότι οι Γερμανοί θεωρούσαν ότι οι Ελληνικές αρχές δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν το έγκλημα και είχαν ανάγκη της οικονομικής αρωγής των Γερμανών.
Το πολεμικό πλοίο “Lorelei” |
Οι Ελληνικές εφημερίδες προσπάθησαν να υπερασπιστούν τις Ελληνικές θέσεις περί αθωότητας των Ελλήνων, όμως το ηθικό της Ελληνικής κοινωνίας είχε τρωθεί από το αποτρόπαιο έγκλημα και στους δρόμους, στην αγορά και στα καφενεία της Αθήνας το κλίμα ήταν βαρύ και όλοι ήταν ιδιαίτερα κατηφείς. Όσο απίστευτο και αν ακούγεται σήμερα, υπήρχε μια πάνδημος αγωνία να αποδειχθεί ότι οι εγκληματίες δεν ήταν Έλληνες, που έφτανε τα όρια της ομαδικής υστερίας. Η λύση του δράματος όμως ήρθε εντελώς απρόσμενα το απόγευμα της 5ης Νοεμβρίου από τον νεαρό εύζωνα Δημήτριο Σαούτη που υπηρετούσε στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιθέας. Ο Σαούτης είχε δει σκίτσα του Γερμανού ναύτη Κόλλερ που αναζητούσε εναγωνίως η αστυνομία. Ένα απόγευμα που γύριζε σπίτι του με το τρένο, είδε έναν άνδρα με ξενικά χαρακτηριστικά και ναυτική περιβολή να περπατάει στον δρόμο. Ο Σαούτης πίστεψε ότι ίσως ήταν ο Κόλλερ και κατεβαίνοντας αμέσως στην επόμενη στάση κατάφερε να τον συλλάβει και να ειδοποιήσει τις αρχές.
Στις ανακρίσεις που ακολούθησαν ο Κόλλερ δεν άργησε να παραδεχθεί την ενοχή του: αυτός είχε αιφνιδιάσει τον Μπρίτσκι και τον είχε σκοτώσει πισώπλατα ρίχνοντας το άψυχο σώμα του στην θάλασσα. Αμέσως μετακίνησε με δυσκολία το κιβώτιο στην βάρκα πιστεύοντας ότι περιείχε κάτι πολύτιμο καθώς δεν γνώριζε γράμματα για να διαβάσει την επιγραφή απέξω ότι περιείχε έγγραφα. Τελικώς απέτυχε να ανοίξει το κιβώτιο και το εγκατέλειψε. Αυτό που έκανε εντύπωση στους Έλληνες αστυνομικούς ήταν η απάθεια του Κόλλερ και η ευκολία με την οποία περιέγραφε το φρικαλέο έγκλημα του. Από τον συνδυασμό των καταθέσεων του Κόλλερ και των υπολοίπων ναυτών, ανακαλύφθηκε ότι ο Μπρίτσκι είχε γίνει υπαίτιος να τιμωρηθεί ο Κόλλερ και αυτό είχε εξοργίσει τον δολοφόνο και είχε διευκολύνει την τελική του απόφαση.
Οδός Αθηνάς 1900 |