ΠΩΣ ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ;
Τοῦ Γιώργου Νικολακάκου
Η οικονομική κρίσις τῆς χῶρας τήν ἔφερε ἀντιμέτωπη ὄχι μόνον μέ τούς δανειστές της ἀλλά καί μέ τούς ἐταίρους. Τό συνέβη στίς διαπραγματεύσεις μέ τούς ἐταίρους ἔφερε στό προσκήνιο τό θέμα ἐάν ἡ Ελλάδα ἔχει συμφέρον νά παραμείνη μέλος αὐτοῦ τοῦ μορφώματος πού ἀποκαλοῦμε Εὐρωπαϊκη Ἔνωση καί ἀνἐδειξε τόν τρόπο λειτουργίας τῶν θεσμικῶν ὀργανων της ἀλλά καί τό πῶς λειτουργοῦν τά μέλη αυτῆς τῆς Ενώσεως.
Στα πρῶτα μεταπολεμικά χρόνια, ὄπου οἱ πληγές τῆς Ευρώπης ἥταν ἀκόμη ἀνοικτές, προτιμήθηκε να γίνουν ἀρχικά μικρά βήματα μέ σκοπό ἀργότερα νά ὑπάρξη διάχυσις (το λεγόμενο «spillover») τῶν θετικῶν οἰκονομικῶν δεδομένων σέ παράπλευρους τομεῖς ἐνοποιήσεως. Προτάχθηκε ἡ οίκονομική ὀλοκλήρωσις καί ἡ ἐγκαθίδρυσις κοινῶν βάσεων οίκονομικῆς ἀναπτύξεως ὧς τό πρῶτο στάδιο γιά τήν δημιουργία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ομοσπονδίας. Στήν βάσι αὐτή συνετάγη καί υλοποιήθηκε τό ὄραμα τοῦ J. Monnet καί τὀ Σχέδιο Schuman γιά τήν ἴδρυσιν τοῦ Ευρωπαϊκοῦ ὀμοσπονδιακοῦ κράτους. Ἡ ἰδέα ἀποσκοποῦσε στήν δημιουργία ἑνός ὀμοσπονδιακοῦ προτύπου καί ἡ κοινή ἀγορά ἐδραιωνόταν στήν ἀρχή τοῦ ελεύθερου ανταγωνισμού. Εκεῖνο πού παρατηροῦμε ἔκτοτε εἶναι ὄτι τά κράτη-μελη εἶναι ἀπρόθυμα νά εκχωρήσουν τίς κυριαρχικές τους ἀρμοδιότητες καί τούς πολίτες νά ἀπαιτοῦν δημοκρατία καί συμμετοχή, είδη πού σήμερα εῖναι σέ μεγάλη ἀνεπάρκεια στό Εὐρωπαϊκό οίκοδόμημα.
Αὐτοί πού συνέλλαβαν τήν ἰδέα τῆς δημιουργίας τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐνώσεως πίστεψαν ὄτι ἡ δημιουργία ἕνός ὀμοσπονδιακοῦ Εὐρωπαϊκοῦ κράτους θά μποροῦσε νά συντελεσθῆ μέ μιά σταδιακή ὑποβάθμισι τῆς θέσεως τοῦ ἐθνικοῦ κράτους. Σταδιακά θά ἐλάμβανε χῶρα μιά ίσχυροποίησις τῶν ὑφιστάμενων θεσμῶν καί ἡ συγκρότησις ὑπερεθνικῶν ὀλοκληρώσεων. Υποστηρίζετο, δηλαδή, πῶς ἡ ἐνδυνάμωσις τῶν πεδίων δράσεως θά εἶχε ὧς συνέπεια τήν σταδιακή ἀφαίρεσιν ἀρμοδιοτήτων ἀπό το έθνος-κράτος καί θά ἀνατίθεντο σέ ὑπερεθνικά ὄργανα τά ὀποῖα θά λειτουργοῦσαν με γνώμονα τό κοινό συμφέρον καί τό κοινό καλό. Γιά τήν δημιουργία ἑνός ὀμοσπονδιακοῦ κράτους θά πρέπη να ἐπιτευχῆ ὑπέρβασις τῶν ἐθνικῶν θεσμικῶν πλαισίων καί νά ἀναδειχθῆ ἡ ἔννοια τῆς ὑπερεθνικότητας.Ὅμως στήν «Εὐρωπαϊκη Ἔνωσιν», ὄπως ἔχει ἐξελιχθῆ, ὑπάρχουν χώροι ἰδιαίτερα ἰεραρχημένοι: στό εσωτερικό τους διαπιστώνεται μιά ἐσωτερική ίεράρχησις ἀνάλογα μέ τήν ίδιαίτερη οίκονομική, στρατιωτική, γεωγραφική, γεωφυσική καί διπλωματική ἰσχύ τῆς κάθε χώρς-μέλους. Tό κύριο γνώρισμα τῆς Εὐρωπαϊκῆς ἐνώσεως εἶναι ὄτι οἱ θεσμοί αὐτῆς τῆς πολιτικῆς ὀντότητος δέν εῖναι, καί δέν θά μπορέσουν νά εἶναι, ὑπερεθνικοί ἀλλά εἶναι εντολοδόχοι τῶν κρατῶν-μελῶν, καί στεροῦνται καί τῆς παραμικρῆς ἀνθρωπολογικῆς βάσεως. Δέν ὑπάρχει πιθανότητα νά δημιουργηθῆ ἕνα πολιτικό σύστημα πού θά ἀντικαθιστοῦσε τους πολιτισμούς, τίς ταυτότητες, τίς ἰστορικές μνῆμες καί τίς ἐθνικές κοσμοθεωρίες.
Ἀπό τήν ἠμερα ἱδρύσεως τῆς Ἑνώσεως καί μέ ὄσα συνετελέσθηκαν ἔως τῶρα, οί διακυβερνητικές ἀποφάσεις διατήρησαν τό προνόμιο τῶν κρατῶν μελῶν νά εἶναι ὕστεροι καί ὑπέρτατοι ἐντολεῖς τῶν ὑπερεθνικῶν θεσμῶν. Η τάσις εἶχε ἤδη άρχίσει ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1960 καί ἐδραιώθηκε ἀνεπίστροφα μέ τήν πρωτοκαθεδρία, ἔκτοτε, τῶν διακυβερνητικῶν θεσμῶν σέ ὄλα τά ἐπίπεδα. Ήδη από το 1966 ἡ Γαλλία ἀποστέρησε τήν δυνατότητα μιᾶς αὐτοτροφοδοτούμενης ὑπερεθνικότητας, πού θά ἀναπτύσσετο μέ πλειοψηφικές ἀποφάσεις μεταξῦ τῶν ἀντιπροσώπων τῶν ἐθνῶν-κρατῶν. Το Συμβούλιο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ένωσης καί οἱ διακυβερνητικές διασκέψεις ἐπικύρωσαν αὐτές τίς θεμελιακές ἐπιλογές.
Σε ὕστατο καί ὑπέρτατο ἐπίπεδο οἱ ὑπερεθνικοί θεσμοί εἶναι ἐξαρτημένες μεταβλητές τῶν ἐθνοκρατοκεντρικῶν θεσμῶν. Ὁ ρόλος τους δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά μόνον λειτουργικός ὑπό τήν ὑψηλή ἐποπτεῖα τῶν ἐντολέων-κρατῶν. Οἱ ἐντολοδόχοι ὑπερεθνικοί θεσμοί συντονίζουν καί μεγιστοποιοῦν τἀ ἐθνικά συμφέροντα τῶν κρατῶν κατόπιν ἐντολῆς τῶν διακυβερνητικῶν ὀργάνων καί ἡ λειτουργία τους βρίσκεται ὑπό τήν αἴρεσιν τους καί τήν ὑψηλή ἐποπτεῖα τους.
Τἀ κράτη-μέλη παραμένουν οἱ ὑπέρτατοι καί ὀριστικοί κριτές γιατί θέλουν νά διαφύλαξουν τό δικαίωμα τῶν ἐθνοκρατοκεντρικών-διακυβερνητικών θεσμών καί τήν αρμοδιότητα να διατηρούν, να αλλάζουν, να μετασχηματίζουν, να καταργοῦν, να δημιουργοῦν νέους, νά αὐξάνουν καί νά μειώνουν τούς ρόλους καί τίς δικαιοδοσίες τῶν ὑπερεθνικῶν θεσμῶν. Γιά τούς ἄπιστους «Θωμάδες» πού ἐπηρεάζονται ἀπό τήν συμβατική προπαγανδιστική ρητορεῖα παρασιτικῶν διανοουμένων δέν ἔχουν παρά να παρακολουθήσουν κάθε διακυβερνητική διάσκεψι ἀλλά καί τήν περιπέτεια συντάξεως ἑνός «Ευρωπαϊκοῦ Συντάγματος» τίς δεκαετίες τοῦ 1990 καί 2000 γιά να κατανοήσουν πλήρως τόν ἐθνοκρατοκεντρικό χαρακτῆρα τῆς ΕΕ.
Οἱ ὑπηρετοῦντες τούς ὑπερεθνικούς θεσμούς στερούνται και της παραμικρῆς πολιτικῆς νομιμοποιήσεως –οὐσιαστικά μιλῶντας αὐτό ίσχύει και για το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που περισσότερο σύγχυση προκαλεί παρά νομιμοποιεῖ τήν λήψιν ἀποφάσεων– καί γιἀ αὐτό δέν εἶναι νομιμοποιημένοι να αποφαίνονται κοσμοπλαστικά, ηθικοπαιδαγωγικά και με πολιτική ἀσέβεια, ὄσον άφορᾶ τόν θεμελιώδη ἐθνοκρατοκεντρικό χαρακτῆρα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτικοῦ συστήματος καί τίς ἐθνικές κοσμοθεωρίες τῶν μελῶν. Κάθε τέτοια στάση είναι με όρους πολιτικού πολιτισμοῦ ἀνεπίτρεπτη πολιτική ἐκτροπή. Κάθε ἐξωπολιτική καί ἐξωκοινωνική κοσμοπλαστική ἰδεολογία εἶναι βασικά, οὕτως ἥ ἄλλως, πολιτική ἐκτροπή. Ακόμα καί ἡ λεγόμενη ἐνίσχυσις τοῦ Ευρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου περισσότερο δικαιολογεῖ τόν ἐκφυλισμό τῶν κοινοβουλίων τῶν κρατῶν-μελῶν σέ ὄργανα ἐπικύρωσης, παρά φέρνει στοιχεία λαϊκής κυριαρχίας στήν Ένωση.
Ὁ τρόπος μέ τόν ὀποῖον εἶναι δομημένοι οἱ θεσμοί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐνώσεως ἀποσκοποῦν στήν δημιουργία τῶν ὄρων καί τῶν προϋποθέσεων ἐξυπηρετήσεως τῶν οἰκονομικῶν ἐκείνων δυνάμεων πού ἐπιθυμοῦν νά διευρύνουν τίς δραστηριότητές τους καί ἐκτός τῶν ἐθνικῶν τους συνόρων. Θά πρέπη ἐπίσης νά σημειωθῆ ὄτι όλες οι συνθῆκες ὑπογράφονται ἀπό κυρίαρχα κράτη καί οι αποφάσεις πού λαμβάνονται, αρκετές φορές χωρίς ὀμοφωνία, εἶναι δεσμευτικές ὄχι μόνον γιά ὄλα τα κράτη ἀλλά καί γιά τούς πολίτες τῶν κρατῶν-μελῶν Το αποτέλεσμα εἶναι ἡ Εὐρωπαϊκη Ἔνωσις νά ἐξελίσσεται σέ ένα μόρφωμα τό ὀποῖον δέν μπορεῖ να ταξινομηθῆ σέ καμία κατηγορία. Ἠ ΕΕ ἀποτελεῖ ἕνα πρωτοφανές ίστορικά μόρφωμα. Αποτελεῖ μιά πολυεπίπεδη σύμπραξι μεταξῦ συνολικῶν-κοινωνικῶν κεφαλαίων καί ἐθνικῶν συλλογικῶν κεφαλαιοκρατῶν (κράτη). Αὐτό σημαίνει πῶς δημιουργοῦνται πολλά ἀλληλοδιαπλεκόμενα δίκτυα κοινωνικῶν (οικονομικῶν, πολιτικῶν, ίδεολογικών) διασυνδέσεων μέ διαφορετικούς κάθε φορά συμμετέχοντες φορεῖς πού μπορεῖ νἀ εἶναι ὑπερεθνικοί μηχανισμοί, ἐθνικά κράτη, περιφερειακές διοικήσεις, πολυεθνικοί ἐπιχειρηματικοί ὄμιλοι, ὀμᾶδες συμφερόντων μέ διεθνές βεληνεκές κ.λπ. Δηλαδή εἶναι ἕνας λαβύρινθος μέσα στόν ὀποῖον χῶρες σάν τήν Ελλάδα χάνονται κυριολεκτικά. Βλέπομε στό ἐσωτερικό τῆς ΕΕ μιά πληθῶρα κρατῶν μέ ἀνισομερή ἰσχύ, διαφορετικές ἰεραρχήσεις καί προτεραιότητες καθῶς και διαφορετικά ἐπίπεδα παραγωγικότητας. Οἱ αντιφάσεις αύτές, πολύ ἐπιεικῶς, καθιστοῦν ἀδύνατη τήν ὄποια μετεξέλιξιν σέ ἐνιαῖο κρατικό μόρφωμα μέ σαφή ὀμοσπονδιακόν χαρακτῆρα.
Ο θεμελιακός σκοπός τῆς Ευρωπαϊκής Ένώσεως εἶναι ἡ ὑποστήριξις τῶν συμφερόντων τῶν πιό ἱσχυρῶν κεφαλαιοκρατικῶν μερίδων μέςῳ τοῦ σχηματισμοῦ μιᾶς ἐνιαίας ἀγορᾶς, ἡ λειτουργία τῆς ὀποῖας βασίζεται στήν ὕπαρξιν καί τόν συντονισμό μιᾶς σειρᾶς θεσμῶν καί στήν συνεργασία αὐτῶν με τα κράτη-μέλη, για να επιτευχθῆ εἶναι ἀναγκαῖα ἡ χρησιμοποίησις ἑνός συνόλου μηχανισμῶν οἱ ὁποίοι ἀναπαράγουν καί διαχέουν τήν ταξική ὑλικότητα τῶν δομῶν δημιουργίας τους. Στό επίπεδο τῆς κρατικῆς διοικήσεως σημαντικό ρόλο ἀσκοῦν τά τμήματα ἐκείνα τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ πού ἔχουν ἀναλάβει τήν διαχείρισιν τῶν ἐπαφῶν καί τῶν διασυνδέσεων μέ τούς ὑπερεθνικούς θεσμούς, τήν ἴδια στιγμή πού παρατηρεῖται καί μία συνεχῆς μεταφορά ἀρμοδιοτήτων σε τμήματα στεγανά καί ἀδιαφανή ἀπό τόν δημόσιον ἔλεγχο. Τά κράτη-μέλη σάν την Ἑλλάδα εἶναι ἀναγκασμένα να ασκούν τήν ἐσωτερική πολιτική τους με βάση τα κελεύσματα αὐτῶν τῶν τμημάτων ἀδιαφορῶντας γιά τίς κατακλυσμιαίες κοινωνικές, οίκονομικές καί πολιτικές συνέπειες τῶν πολιτικῶν τους γιά τά ἀδύναμα μέλη.
Ἡ Ευρωπαϊκή Ένωσις ἔχει γίνει τό πιό αὐταρχικό καί ἀντιδημοκρατικό θεσμικό μόρφωμα ἀπό τήν ἐποχή τῆς ναζιστικῆς κατοχῆς. Στήν ἐπιβολή ἀντικειμενικά, μέσα ἀπό τήν ἴδια τήν διαδικασία τῆς ὀλοκληρώσεως, συνθήκης μειωμένης λαϊκῆς κυριαρχίας, στίς κάθε λογῆς προκλητικές παρεμβάσεις ἔρχεται νά προστεθῆ ἕνα ἐντυπωσιακό κῦμα περιορισμῶν στήν μαζική κινητοποίησιν καί δράση, ἀπό τόν πρωτοφανή πρόσφατο ίσπανικό νόμο πού σπεύδει να ποινικοποιήση τίς πρακτικές τοῦ κινήματος.Ἡ Γερμανία ἔχει καταστῆ ἡ κυρίαρχη δύναμις μέσα στήν Ἔνωση.Η γερμανική ἠγεμονία εἶναι μιά πραγματικότητα, πού πλέον σχολιάζεται μέ τα πιό μελανά χρώματα, άκόμα καί ἀπό τόν γερμανικό δεξιό Τύπο. Κανείς δεν πρόκειται νά περισώση τήν ασφαλή θέσι του ἀν δέν ἀντιληφθῆ ὄτι ο έλεγχος πού ἐπιδιώκει τό Βερολίνο τρέφεται συνεχῶς ἀπό μιάν ἀκόμα έπικράτησι. Καί ἡ Γερμανία, σάν δύναμις έγκλωβισμένη σέ ἕναν νέο μεγαλοϊδεατισμό, προκειμένου νά μήν ταπεινωθῆ ἡ ἴδια, έξευτελίζει σπασμωδικά εὐρωπαϊκούς θεσμούς πού χρειάστηκαν δεκαετίες πολιτικῆς ἡρεμίας γιά να ἀποκτήσουν τό κῦρος καί τήν ἐπιρροή πού εἶχαν κάποτε.
Ἡ δημιουργία τοῦ ἐνιαίου νομίσματος ὄχι μόνον δέν συντελεῖ στήν δημιουργία ἑνός ὀμοσπονδιακοῦ κράτους ἀλλά περιπλέκει ἀκόμα περισσότερο τήν κατάστασιν, Αντίθετα μέ αὐτά πού ἰσχυρίζονται ὡρισμένοι ὄτι κοινό νόμισμα άποτελεί μργάλο βῆμα πρός τήν πολιτική ἐνοποίησιν,ο νέος αυτός θεσμός έχει σάν σκοπό ένα στόχο, σε θεσμικό επίπεδο, τόν ἔλεγχον τῶν νομισματικῶν ίσοτιμιών και που στην ουσία σημαίνει τη τήρηση της κοινής απόφασης όλων των κρατών πως δεν θα υπάρχει τεχνητή νόθευσις τοῦ ἀνταγωνισμοῦ μέσω τῆς ὑποτιμήσεως ἥ τῆς ἐπιλογῆς τῆς ὑιοθετήσεως πληθωριστικῆς πολιτικῆς (Carchedi G., 1999, «Η Ο.Ν.Ε., Οι Νομισματικές Κρίσεις, και το Ενιαίο Ευρωπαϊκό Νόμισμα», 159) Με άλλα λόγια, ἡ κατάργησις τῶν ἐθνικῶν νομισμάτων ὑποχρεώνει τίς πιό ἀδύναμες παραγωγικά οίκονομίες νά καλύπτουν τήν διαφορά παραγωγικότητας ἀπό τίς πιό ἱσχυρές χῶρες ὄχι πιά μέσῳ τῆς ἐφαρμογῆς ἀντιπληθωριστικῶν πολιτικῶν καί ὑποτιμήσεων ἀλλά μέσῳ τῆς ἀποσπάσεως μεγαλύτερης ὑπεραξίας στόν χῶρο τῆς ἄμεσης παραγωγῆς (Carchedi 1999: 155).Χῶρες σάν τήν Ελλάδα,δέν μποροῦν να παραμείνουν άνταγωνιστικές ἑντός τοῦ πολιτικοῦ καί οἰκονομικούευρωπαϊκοῦ πλαισίου, μέσα στόὀποίον ἔχουν χάσει ἤδη σημαντικά στοιχεῖα τῆς πολιτικῆς καί οικονομικῆς τους κυριαρχίας. Ὄσον αὐτές οἱ χῶρες παραμένουν ἀνίκανες νά διατηρήσουν τήν οίκονομικήν τους ἀνταγωνιστικότητα μέσα στά πλαίσια τῆς εὐρωζώνης καί ὄσο καμία δομική βελτίωσις στά πλαίσια τῆς εὑρωπαϊκῆς οίκονομικῆς διακυβερνήσεως δέν παρατηρεῖται, τόσο ἐνδεχομένως τὀ εὐρωπαϊκό νομισματικό πλαίσιο να μετασχηματίζεται σε πολιτική καί εὐρωπαϊκή παγίδα γιά τά ἴδια τά μέλη. Αποδεικνύεται σήμερα ὄτι τό εὐρώ εἶναι μιά ἐπιθετική άστική ταξική στρατηγική πού μέσα στήν συγκυρία τῆς κρίσεως παρόξυνε τήν κρίσι χρέους, ὄξυνε τίς περιφερειακές ἀνισότητες, διαμόρφωσε ὄρους ἑνός φαύλου κύκλου ύφέσεως – λιτότητας καί ἀνεργίας, ἀλλά καί μέ τήν προσπάθεια ἐπιβολῆς γενικευμένα μιᾶς αὐταρχικῆς συνθήκης ἐπιτήρησης καί καταλύσεως ἀκόμη περισσότερο στοιχειωδῶν πλευρῶν λαϊκῆς κυριαρχίας,