‘’Θα προτιμούσα να ζήσω όλη μου τη ζωή κάτω από σκηνή, παρά να προσκυνήσω το γερμανικό είδωλο."
Οι παίχτες
‘’Θα προτιμούσα να ζήσω όλη μου τη ζωή κάτω από μια τσερκέζικη σκηνή, παρά να προσκυνήσω το γερμανικό είδωλο.
-Ποιο είδωλο; Φώναξε ο στρατηγός, που είχε αρχίσει να θυμώνει.
-Το γερμανικό τρόπο, για να πλουτίσει κανείς, διευκρίνισε ο Αλέξης. Είμαι δω μόλις λίγο καιρό, κι όμως, όσα μπόρεσα μέχρι τώρα να παρατηρήσω, κάνουν την ταταρική φύση μου ν΄αγανακτεί. Μα την αλήθεια, μακριά από κάτι τέτοιες αρετές! Χτες περπάτησα καμιά δεκαριά χιλιόμετρα, γύρω στα περίχωρα. Λοιπόν, είναι ακριβώς όπως στα ηθικοπλαστικά βιβλία, ξέρετε αυτά τα μικρά εικονογραφημένα βιβλία που κυκλοφορούν στη Γερμανία. Όλα τα σπίτια έχουν το μπαμπά τους, τον vater τους ( φάτερ, γερμανικά ο πατέρας), πάρα πολύ ενάρετο και τίμιο. Μια τιμιότητα που φοβάται κανείς να την πλησιάσει.
Το βράδυ, όλοι στο σπίτι διαβάζουν βιβλία που διδάσκουν την αρετή. Γύρω από το σπιτάκι ακούγεται το θρόισμα του ανέμου στις καστανιές και τις καρυδιές.
‘’Ο ήλιος στο βασίλεμά του χρυσώνει τη σκεπή, όπου κουρνιάζει κάποιο λελέκι, θέαμα υπέροχα ποιητικό και συγκινητικό. Μην κακιώνεται, στρατηγέ μου, συνέχισε ο Αλέξης, απευθυνόμενος και στα υπόλοιπα μέλη των παιχτών, που βρίσκονταν γύρω από το τραπέζι της πόκας. Αφήστε με να διηγηθώ τα πράγματα μ΄ένα τόνο συγκινητικό. Θυμάμαι ότι ο μακαρίτης ο πατέρας μου μας διάβαζε τα βράδια, στη μητέρα μου και μένα, τέτοια βιβλία, επίσης κάτω από τις φλαμουριές, στον κήπο μας…. Θα μπορούσα να πω ότι το έκανε επίτηδες. Λοιπόν , εδώ κάθε οικογένεια είναι υποταγμένη, τυφλά υποταγμένη στον φάτερ. Όλοι δουλεύουν σαν ζώα και κάνουν οικονομία σαν τους τσιφούτηδες. Όταν ο φάτερ συγκεντρώσει κάποιο σημαντικό ποσό, μεταβιβάζει στο μεγαλύτερο γυιό του τη δουλειά ή τα χτήματά του. Μ΄αυτό τον σκοπό αρνιέται να δώσει προίκα στην κόρη του, που έτσι καταδικάζεται να μείνει γεροντοκόρη.
Ο μικρότερος γυιός είναι αναγκασμένος να δουλέψει σκληρά κι όσα κερδίζει τα προσθέτει στο κεφάλαιο της οικογένειας που όσο πάει κι αυξάνει. Ναι, σας λέω αυτό γίνεται δω, το΄χω πληροφορηθεί. Όλ΄αυτά που σας λέω δεν έχουν κανένα άλλο κίνητρο από την τιμιότητα, μια τιμιότητα που φτάνει στο απροχώρητο, κι ο μικρότερος γυιός φαντάζεται ότι τον εκμεταλλεύονται από τιμιότητα. Και δεν είναι ιδανικό, όταν το θύμα από μόνο του χαίρεται που το στέλνουν στο θυσιαστήριο; Κι ύστερα; Θα μου πείτε. Μα κι ο μεγαλύτερος γυιός δεν είναι καθόλου πιο ευτυχισμένος. Υπάρχει κάπου μια Amalchen (Αμάλχεν, όνομα γυναίκας που συνδέεται με κάποιον παλιό ερωτικό θρύλο, η αγαπημένη) ,η εκλεκτή της καρδιάς του, αλλά δε μπορεί να την παντρευτεί, μιας και δεν έχει λεφτά.
Κι αυτοί περιμένουν επίσης με την καρδιά γεμάτη αρετή, και τραβάνε το δρόμο της θυσίας τους με το χαμόγελο. Τα μάγουλα της Αμάλχεν με τα χρόνια βαθουλώνουν. Το κακόμοιρο το κορίτσι αποξεραίνεται, αδυνατίζει. Στο τέλος, σαν περάσουν καμιά εικοσαριά χρόνια, η περιουσία θα΄χει μεγαλώσει. Τα φιορίνια συνάχτηκαν με αρετή και τιμιότητα. Και τότε ο φάτερ δίνει την ευχή του να παντρευτεί ο μεγαλύτερος γυιός του, που έχει πια πατήσει τα σαράντα, με την Αμάλχεν, κοπέλα τριανταπέντε χρονών, με μαραμένα στήθεια και κόκκινη μύτη…. Ο πατέρας δακρύζει, δίνει τις τελευταίες του οδηγίες για τον καλό δρόμο στη ζωή και πεθαίνει ευχαριστημένος.
Με τη σειρά του ο μεγαλύτερος γυιός γίνεται κι αυτός ένας φάτερ γεμάτος αρετή και η ίδια ιστορία ξαναρχίζει. Μέσα σε καμιά πενηνταριά-εξήντα χρόνια, ο εγγονός του πρώτου φάτερ θα΄χει πια δημιουργήσει ένα μεγάλο κεφάλαιο και θα το μεταβιβάσει στο γυιό του, αυτός θα το μεταβιβάσει στον δικό του γυιό και ύστερα από πέντε-έξη γενιές, παρουσιάζεται στο τέλος η προσωποποίηση του βαρώνου Ρότσιλντ ή του Χόπ και κόμπανυ (τράπεζα του Άμστερνταμ, από την οποία πήρε πολλά δάνεια η Ρωσία), ή ο θεός ξέρει τίνος άλλου.
Λοιπόν δεν είναι ένα θέαμα μεγαλόπρεπο; Να η επιβράβευση ενός ή δύο αιώνων μόχθου, υπομονής και τιμιότητας. Να που οδηγούν η σταθερότητα του χαρακτήρα, η οικονομία, το λελέκι πάνω στη στέγη! Τι άλλο θέλετε παραπάνω; Αυτό είναι το άκρο άωτο κι αυτοί, μαργαριτάρια της ηθικής, κρίνουν τον κόσμο ολόκληρο σύμφωνα με τη δική τους άποψη, ρίχνοντας το ανάθεμα σε όλους εκείνους που δεν τους ακολουθούν. Ε, λοιπόν , προτιμώ να γλεντώ ρούσικα ή στη ρουλέτα. Δεν έχω σκοπό να γίνω Χοπ και κόμπανυ (τοκογλύφοι)…. ύστερα από πέντε γενιές. Έχω ανάγκη από χρήματα για τον εαυτό μου, και δεν σκοπεύω να ζήσω μόνο και μόνο για να δημιουργήσω κεφάλαια. Ξέρω καλά ότι μεγαλοποιώ τα πράγματα, αλλά τόσο το χειρότερο. Αυτές είναι οι πεποιθήσεις μου.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας στα λεγόμενά σας, είπε σκεφτικός ο στρατηγός, αλλά όταν κανείς σας δώσει κάποια ελευθερία να εκφραστείτε, δείχνετε μια ανυπόφορη αλαζονεία….
Έπειτα από αυτό, η συντροφιά που την αποτελούσαν ένας Εγγλέζος, ένας Φραντσέζος, ο στρατηγός και ο νεαρός Αλέξης Ιβάνοβιτς, συνέχισαν το σκληρό πόκερ, που διεξάγονταν στην πολυτελή αίθουσα του ξενοδοχείου που βρισκόταν στο Ρουλέττενμπουργκ.
Στις αίθουσες του παιχνιδιού επικρατούσε οχλαγωγία. Τι ξεδιάντροπες και διψασμένες φάτσες πού ΄βλεπε κανείς κει μέσα!
Ο Άγγλος ήταν ένας αλλόκοτος άνθρωπος, δειλός μέχρι βλακείας, ενώ ο Γάλλος που ήταν πιο όμορφος από τον Άγγλο, ήταν πολύ πρόστυχος και φλερτάριζε με τις γυναίκες της παρέας. Ο νεαρός Αλέξης έπαιζε ρουλέτα και πόκερ με τα χρήματα που του έδιναν οι άλλοι, μιας και αυτός δεν έχει περιουσία. Είναι κρυφά ερωτευμένος με μια Ρωσίδα, που το όνομά της αρχίζει από Π… Παυλίνα…Πρασκόβια ή κάτι τέτοιο. Η Ρωσίδα θα ήθελε να τον βοηθήσει, αλλά έχει και η ίδια οικονομικά προβλήματα και είναι αναγκασμένη να πάρει τον Άγγλο, ενώ γλυκοκοιτάει και τον Γάλλο.
Τα χρήματα εν τω μεταξύ πάνω στον μπάγκο έρχονται και φεύγουν. Ξαναμμένοι οι παίχτες πόνταραν δυνατά και έβαζαν τις μίζες τους στο τραπέζι. Άλλοι κέρδιζαν και συσσώρευαν τις μίζες μπροστά τους , κι άλλοι έχαναν, όπως ο Αλέξης. Συχνά πυκνά η μικρή μπάλα έπεφτε στο ζερό και τότε ο κρουπιέρης, ένας ψηλός κατσαρομάλλης, μάζευε όλα τα χρήματα από το τραπέζι, μια και ανήκαν στον μπάγκο. Για όποιον δεν ξέρει από παιχνίδι ρουλέτας, το μηχανισμό των πολυάριθμων συνδυασμών, κόκκινο και μαύρο, μονά και ζυγά, μαν και πας και τέλος τις αδιάφορες αποχρώσεις στο σύστημα των αριθμών και αν δεν έχει και τύχη, είναι χαμένος από χέρι.
Στο ξενοδοχείο τώρα κυκλοφορεί κι ένα ζευγάρι Γερμανών βαρώνων. Η σύζυγος, η βαρώνη Βούρμερχελμ, είναι κοντή και χοντρή, με πηγούνι που της σκεπάζει τον λαιμό, πρόσωπο πορφυρένιο, μικρά ματάκια, κακά και αδιάντροπα και περπάτημα γεμάτο συγκατάβαση. Ο βαρώνος είναι ξερακιανός, με πόδια που αρχίζουν λες από το στήθος του, σημάδι της ράτσας του, το πρόσωπό του, όπως συμβαίνει συνήθως με τους Γερμανούς, είναι λοξό κι αυλακωμένο από μικρές ρυτίδες. Αυτός ο δυσκίνητος άνθρωπος είναι περήφανος σαν το παγώνι.
Πως του ήρθε τώρα του Αλέξη και πήγε να τα βάλει και να προσβάλει το ζευγάρι των Γερμανών βαρώνων, ένας θεός ξέρει. Γι αυτή την προσβολή όμως έχασε την δουλειά του και παραλίγο να έλθουν σε μονομαχία με τον Γερμανό. Μην νομίσετε όμως ότι η προσβολή ήταν τίποτε σπουδαίο. Απλώς απηύθυνε τον λόγο στην βαρώνη γαλλιστί, χωρίς κιόλας βερολινέζικη προφορά.
Κανείς φυσικά δεν προσέτρεξε να βοηθήσει τον Αλέξη Ιβάνοβιτς στην διαμάχη του με τον Γερμανό, μιας και όλοι αυτοί είναι μια κλίκα. Χαρτοπαίχτες και τοκογλύφοι, κράχτες και αβανταδόροι. Ακόμη και οι δικοί του άνθρωποι, μπλεγμένοι με τις μίζες, έχοντας στοιχηματίσει για τον χαμό, εκβιαζόμενοι ή δωροδοκούμενοι, χαρτοκλέφτες και παραχαράκτες, όλο το καλό συνάφι , το μόνο που εύχονταν ήταν η καταστροφή του Αλέξη, γιατί τους χαλούσε το παιχνίδι’’.
Αυτά ήταν μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Φεοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι ‘’Ο ΠΑΙΧΤΗΣ’’.
Ο Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε το 1821 σ΄ένα νοσοκομείο της Μόσχας, όπου πέρασε και τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ο πατέρας του κατάγονταν από οικογένεια ευγενών, ξεπεσμένη όμως, κι ήταν στρατιωτικός γιατρός, ενώ η μητέρα του κατάγονταν από χωρικούς. Όλη του την ζωή την πέρασε μέσα στην φτώχεια, τη αθλιότητα και τις στερήσεις. Αυτό θα του εμπνεύσει το 1844 τον ΦΤΩΧΌΚΟΣΜΟ. Στα 1849 η τσαρική αστυνομία τον συλλαμβάνει και τον κλείνει στο φρούριο Πετροπαβλόσκι, με την κατηγορία του συνωμότη. Καταδικάζεται σε θάνατο, γλυτώνει όμως την κρεμάλα και φυλακίζεται για τέσσερα χρόνια στη Σιβηρία. Η ζωή του ανάμεσα σε εγκληματίες και δολοφόνους θα του εμπνεύσει το ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΕΝΩΝ. Βγαίνει από το κάτεργο με κλονισμένη υγεία, πεθαίνει η γυναίκα του, ο αδερφός του, ενώ τα χρέη σωριάζονται το ΄να πάνω στο άλλο και τον αναγκάζουν να σέρνεται από πόλη σε πόλη.
Το πάθος της χαρτοπαιξίας του τσακίζει τα νεύρα. Τότε θα γράψει τον ΠΑΙΧΤΗ του.
Στην εκατοστή επέτειο από την γέννηση του Πούσκιν κάλεσαν όλους τους μεγάλους συγγραφείς, μαζί και τον Ντοστογιέφσκι, να μιλήσουν για το έργο του ποιητή. Όταν ανέβηκε στο βήμα ο Ντοστογιέφσκι , με μια θέρμη εκστατική, με τη χαμηλή και βραχνιασμένη φωνή του εξαγγέλλει την ιερή αποστολή της Ρωσίας, για μια πανανθρώπινη συμφιλίωση. Το πλήθος γονατίζει κι όλοι ξεσπούν σ΄ένα ατέλειωτο χειροκρότημα. Τρέχουν τον αγκαλιάζουν και τον φιλούνε κι οι άλλοι ομιλητές δηλώνουν πως παραιτούνται από την ομιλία τους. Τι τάχα να προσθέσουν; Ο Ντοστογιέφσκι τα είχε πει όλα.
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1881, ο άνθρωπος που τυραννίστηκε τόσο πολύ στην ζωή του, έφευγε από την ζωή, στο τέταρτο πάτωμα μιας φτωχικής πολυκατοικίας, αφήνοντάς μας τα αριστουργήματά του: Φτωχόκοσμος, Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι, Το Υπόγειο, Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Παίχτης, Ο Ηλίθιος, Ο Αιώνιος Σύζυγος, Οι Δαιμονισμένοι, Ο Έφηβος, Οι Αδελφοί Καραμαζώφ.
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.