του Παντελή Καρύκα
Στα τέλη της άνοιξης του 763 μ.Χ. ο Βούλγαρος τσάρος Τέλετς εισέβαλε στα βυζαντινά εδάφη στη Θράκη, καίγοντας και λεηλατώντας. Στο άκουσμα της είδησης ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ ο Ίσαυρος, συγκέντρωσε τα αυτοκρατορικά τάγματα και, από την Κωνσταντινούπολη, κινήθηκε προς συνάντηση των επιδρομέων, με τη βοήθεια του στόλου, στα πλοία του οποίου μεταφέρονταν ο στρατός, για να κερδηθεί χρόνος, αλλά και για να κατορθώσει να βρεθεί, αν αυτό ήταν δυνατό, στα νώτα του αντίπαλου στρατού.
Οι Βούλγαροι όμως πληροφορήθηκαν τις κινήσεις του αυτοκράτορα και αποσύρθηκαν στα βουνά, βορειοδυτικά της πόλης της Αγχιάλου, φρουρώντας όλα τα ορεινά περάσματα. Παρόλα αυτά η ματαιοδοξία του Βούλγαρου τσάρου τον έκανε να αφήσει τις ισχυρές του θέσεις και να διακινδυνεύσει να δώσει μάχη στον κάμπο έξω από την Αγχίαλο με τον Κωνσταντίνο. Είχε από ότι φαίνεται, ενισχυθεί και με τμήματα Σλάβων πεζών υπηκόων του.
Η μάχη που δόθηκε ήταν ιδιαίτερα πολύωρη και αιματηρή. Άρχισε γύρω στις 10.00 το πρωί και έληξε ύστερα από 10 σχεδόν ώρες. Βυζαντινοί και Βούλγαροι πολέμησαν σκληρά, αλλά στο τέλος ο στρατός του Τέλετς συντρίφθηκε και ο ίδιος μόλις πρόλαβε να ξεφύγει, αντίθετα με τους περισσότερους από τους αξιωματούχους του που είτε σκοτώθηκαν, είτε αιχμαλωτίσθηκαν.
Ο Κωνσταντίνος έλαβε, πρώτος αυτός, τον τίτλο του Βουλγαροκτόνου.