Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

wpid 20150308021420

Στις 25 Γενάρη του 2015, ο λαός γι’ ακόμα μια φορά, ψήφισε μια κυβέρνηση με εντολή να δώσει τέλος στις μνημονιακές πολιτικές που τον καταδίκασαν στην εξαθλίωση και στην παγίδευσή του σ’ ένα φαύλο κύκλο υπανάπτυξης και υπερχρέωσης, πέραν βεβαίως της μετατροπής της χώρας του σε μια αποικία όχι χρέους, μα κανονικότατη, στην οποία η ουσιαστική εξουσία περιήλθε στους ξένους δανειστές, δηλαδή στη Γερμανία.
Η προηγούμενη ψήφος δόθηκε στις διπλές εκλογές του 2012, στη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, (με τη συμμετοχή και της Δημοκρατικής Αριστεράς αρχικά), πλην όμως, εκείνη η εντολή του δεν λήφθηκε υπόψη, για την ακρίβεια η ψήφος του λαού υπεκλάπη, κι έτσι η τότε κυβέρνηση αντί να τιμήσει την ψήφο δυνάμει της οποίας κυβερνούσε, έπραξε το αντίθετο, βαθαίνοντας τη λιτότητα, διατηρώντας κι αυξάνοντας το χρέος σε επίπεδα που το μόνο που υπόσχονταν ήταν -και είναι- η διαιώνιση της ξένης κυριαρχίας, και γενικά ασκώντας μιας πολιτική ακριβώς αντίθετη εκείνης που ο λαός επικύρωσε με τη ψήφο του.
Στην ουσία, το 2015, δεν έχουμε παρά μια επανάληψη της εντολής του 2012, μονάχα που τώρα, ο εντολοδόχος, είναι ο κυρίως ΣΥΡΙΖΑ και οι συμπράττοντες Ανεξάρτητοι Έλληνες.
Όμως, τούτη η ψήφος του Γενάρη του 2015, έχει κι ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό : έφερε στη κυβέρνηση για πρώτη φορά μεταπολεμικά την Αριστερά στην εξουσία.
Αυτό είναι ένα κομβικό σημείο, όχι τόσο για την εσωτερική πολιτική εξέλιξη της χώρας, όσο για την Ευρώπη, αφού συμβαίνει σε μια περίοδο όπου σ’ αυτή κυριαρχούν οι πλέον συντηρητικές και κυρίως νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, με τις οποίες έχουν συμμαχήσει -εκόντες άκοντες, αδιάφορο-, και οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις μα και άλλες αριστερές δυνάμεις που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις επί της ουσίας τι τις διακρίνει από τη σοσιαλδημοκρατία, που κι αυτή είναι δύσκολο στη πράξη να διακρίνεις τι τη χωρίζει από την νεοφιλελεύθερη κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη, πέραν των όποιων δημοσίων μεμψιμοιριών, για ό,τι μας συμβαίνει, που όμως, υποστηρίζεται εν τέλει ως «μονόδρομος».
Η άνοδος ενός Αριστερού κόμματος στην εξουσία ενός κράτους μέλους της Ευρωζώνης, (πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αν συνέβαινε εκτός ευρωζώνης αλλά εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης), που θεωρείται «ριζοσπαστικό», δηλαδή, φέρει τη ταμπέλα της γνησιότητας της αριστεροσύνης του, αδιάφορα αν για το ακόμα πιο «ορθόδοξο» ΚΚΕ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρει και πολύ από τα λοιπά «αστικά» κόμματα, είναι κάτι που την Ευρωζώνη τη τάραξε, διότι γνωρίζει πολύ καλά τη δύναμη ενός «σάπιου μήλου» μέσα σ’ ένα καλάθι με «υγιή μήλα». Ενώ τα «υγιή μήλα» δεν πρόκειται να ιάσουν το «σάπιο μήλο», αντίθετα, είναι βέβαιο ότι το τελευταίο, αν παραμείνει για αρκετό χρόνο στο ίδιο καλάθι, θα «σαπίσει» και τα υπόλοιπα «υγιή μήλα».
Η προοπτική ότι θα ήταν δυνατό μια ολόκληρη Ευρωζώνη να υποχωρήσει μπρος στις απαιτήσεις μιας Αριστερής κυβέρνησης, η οποία ισχυρίζεται δημοσίως ότι πρόκειται να πρωτοτυπήσει σεβόμενη τις προεκλογικές της υποσχέσεις, είναι σαν τη μύγα μέσα στο γάλα στην μόλις προ ολίγου σύνθεση της Ευρωζώνης με κυβερνήσεις που αποτελούνταν από πολιτικές δυνάμεις μα και πρόσωπα αμοιβαίως «οικεία», τόσο διότι αμφισβητεί την ορθότητα μιας πολιτικής που έχει επιβληθεί στη χώρα της από τους δανειστές της, αλλά και διότι, υπόσχεται ότι θα τιμήσει τη λαϊκή εντολή που έλαβε.
Φυσικά, περισσότερο κι από το ζήτημα της κατάργησης των μνημονίων και της Τρόϊκα, και την αντικατάστασή τους με κάτι άλλο που θα μπορούσε να συζητηθεί και ενδεχομένως να συμφωνηθεί ως «αμοιβαίως επωφελές», αυτό που επείγει να λυθεί εδώ και τώρα, ως ένα σοβαρότατο πρόβλημα, είναι η «πολιτική περιπλοκή», δηλαδή, η Αριστερή ελληνική κυβέρνηση είτε να αποτελέσει το συντομότερο μια «παρένθεση», κάτι άλλωστε που είχαν ήδη προσχεδιάσει όσο και αν μέχρι στιγμής δεν τους βγήκε, δηλαδή, με το να ναρκοθετήσουν από την προεκλογική περίοδο το έδαφος της νέας «ανεπιθύμητης» κυβέρνησης που θα προέκυπτε από τις κάλπες της 25ης Γενάρη, αφού ήταν φανερό ποιος θα ήταν ο νικητής των εκλογών, και μάλιστα να το ναρκοθετήσουν σε κάθε εκατοστό και όχι απλά σε κάθε μέτρο της διαδρομής της, είτε να υποταχθεί πλήρως -κι αν όχι πλήρως σε τέτοιο βαθμό ώστε να απωλέσει εσωτερικά στη χώρα την πλειοψηφία που στήριξε πάνω της μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες- οπότε εδώ το αποτέλεσμα θα είναι πολλαπλό : πρώτον, διότι αυτή καθ’ αυτή η υποταγή είναι σημαντική ως τέτοια, δεύτερον, διότι μια Αριστερή υποταγμένη κυβέρνησης έχει πολύ μεγαλύτερη πολιτική και σημειολογική σημασία από την κυβίστηση μιας ιδεολογικά και πολιτικά «φίλιας» προς την νέα ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων κυβέρνηση που προς στιγμή θα αισθάνονταν ότι θάπρεπε να τιμήσει την εντολή που έλαβε από το λαό, τρίτον διότι θα συνέβαινε το μη αναμενόμενο, δηλαδή το «σάπιο μήλο» να «ιαθεί» από τα υγιή μήλα του ίδιου καλαθιού, και τέταρτον, και ίσως σπουδαιότερο για τη χρονική συγκυρία που αναφερόμαστε, δίνεται ένα ισχυρό μήνυμα σε λαούς της ευρωζώνης που τούτο το χρόνο βρίσκονται οι χώρες τους σε προεκλογική περίοδο, σε ορισμένες από τις οποίες, ήδη οι ευρωσκεπτικιστές φαίνεται να απειλούν βάσιμα να έλθουν στην εξουσία, πράγμα που όχι μονάχα, αν αυτό συμβεί, τα «σάπια μήλα» να αυγατίσουν στο καλάθι της ευρωζώνης, μα και ενδεχομένως άλλα, που δεν είναι μήτε «σάπια» μα μήτε και εντελώς «υγιή», (σκέφτομαι εδώ χώρες όπως π.χ την Ιταλία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και όχι μόνο) να συμμαχήσουν κι αυτά με τη «σαπίλα» εναντίον της «υγείας» που έχει επιβάλει ως modus vivendi μα και ως modus operendi, η γερμανοκρατούμενη Ευρωζώνη και η ομοίως γερμανοκρατούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα.
Αυτό το τελευταίο, ελάχιστα έχει να κάνει με τις τρέχουσες εξελίξεις της ελληνικής κρίσης, και έχει να κάνει κυρίως, με τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές ηγεμονικές βλέψεις του Βερολίνου.
Το παιχνίδι παίζεται στη στρατηγική και γεωστρατηγική σκακιέρα, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι παίζεται στη τρέχουσα διαχείριση της ελληνικής κρίσης στην οικονομική της διάσταση. Αυτός είναι και ο λόγος, που σχεδόν με την έναρξη των Μνημονίων στη χώρα μας, ήδη από το 2010 επεσήμαινα σε άρθρα μου ότι η Ελλάδα, ανάμεσα σε λίγα μα βασικά που έπρεπε τότε αν επιδιώξει ως πρώτα άμεσα προαπαιτούμενα, ήταν η ρύθμιση του χρέους της ώστε να ήταν βιώσιμη η εξυπηρέτησή του (τότε, που ήταν γύρω στο 120% του ΑΕΠ!!), ότι σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να γίνει δεκτή η λιτότητα που θα μας οδηγούσε με ασφάλεια σε ύφεση, ό,τι το χειρότερο δηλαδή, και επίσης, ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει η χώρα μας το σύνολο των γεωστρατηγικών της πλεονεκτημάτων.
Ατυχώς, όχι μονάχα δεν έγινε τίποτα από τις παραπάνω λίγες μα ουσιαστικές όσο και καθοριστικές εκείνη τη στιγμή επιλογές, μα οι μνημονιακές κυβερνήσεις, σύρθηκαν σε πολιτικές των οποίων τα αποτελέσματα (προγραμματισμένα και καλά σχεδιασμένα, και σε καμία περίπτωση «εκ λάθους»), δεν είναι ανάγκη να τα περιγράφουμε εμείς οι ίδιοι, όταν πλέον είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο, εκτός Ελλάδας.
Για να το πω ευθέως, αν στις εκλογές της 25ης Γενάρη έβγαινε μια συγκυβέρνηση οικείων πολιτικών προσώπων, το ναρκοθετημένο από την προεκλογική περίοδο έδαφος θα «καθαρίζονταν», και μέσα από τις επίσης «οικείες» «αντιπαραθέσεις» και τις «σκληρές διαπραγματεύσεις» των μνημονιακών μας κυβερνήσεων με τους «εταίρους» της, μια χαρά θα λαμβάναμε τις δόσεις, βεβαίως, μια χαρά θα συνέχιζε και το «εξυγιαντικό» γδάρσιμο των συνήθων υποζυγίων με νέες «εξυγιαντικές» περικοπές μισθών και συντάξεων, νέα «εξυγιαντική» εμβάθυνση του εργασιακού μεσαίωνα, νέα «εξυγιαντικά» λουκέτα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, νέα «εξυγιαντική» ατιμωρησία και προστασία των διαχρονικά προστατευμένων γνωστών – αγνώστων ελίτ.
Άλλωστε, ο νεοφιλελευθερισμός, είναι ειδικός στο να δημιουργεί εύρωστες αγορές, πάνω σε κοινωνικά κουφάρια, πάνω στην κοινωνική εξαθλίωση και πάνω στον αφανισμό της μικρομεσαίας επιχειρηματικής τάξης.
Σήμερα λοιπόν, είμαστε μάρτυρες της συντονισμένης προσπάθειας των «εταίρων» μας, να ταπεινώσουν τη κυβέρνηση και το λαό και να συνεχίσουν το «καλό έργο» της εξαθλίωσης του τελευταίου.
Δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση να αντιπαρέλθουμε χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό την, όχι πια υφέρπουσα, μα κανονικώς «έρπουσα» φασιστική αντίληψη, ότι οι εκλογές και η βούληση ενός λαού, έχει τόση σημασία, όση απαιτείται ώστε να μην ανατρέπονται συμφωνίες που δηλώνουν τη «συνέχεια του Κράτους» και να μην αντιτίθεται στις βουλήσεις άλλων λαών.
Σέβονται τη βούληση του κάθε λαού, αρκεί να μην αντικρούει στη βούληση ενός άλλου λαού, και ερχόμαστε τώρα να αθροίσουμε πόσες λαϊκές βουλήσεις συμπίπτουν μεταξύ τους, πώς καταμετρώνται, πώς ποσοτικοποιούνται και κυρίως, τι έχει υπόψη του ο κάθε λαός, ως πληροφόρηση τουλάχιστον, όταν διαμορφώνει την δική του αντίληψη πάνω σε ένα θέμα.
Αυτή η προσέγγιση, οδηγεί με ασφάλεια στον μη σεβασμό καμίας βούλησης κανενός λαού, ή καλύτερα, οδηγεί στην αγαπημένη τακτική -και στρατηγική- των λαϊκών αυτοματισμών, στρέφοντας τον ένα λαό ενάντια στον άλλο, όπως στον κοινωνικό αυτοματισμό, στρέφεις τη μια τάξη ενάντια στην άλλη.
Αυτοί οι ίδιοι που παραπέμπουν στις «βουλήσεις» των «άλλων λαών», είναι οι ίδιοι που ουδόλως ερώτησαν τους «άλλους» λαούς, γιατί επέβαλαν στην Ελλάδα την υποκατάσταση δημοσίου χρέους της προς ιδιώτες, με διακρατικά δάνεια.
Ποια συμφέροντα εξυπηρετούσαν;
Ποιος τους ενημέρωσε γιατί δεν απέδωσαν οι πολιτικές που μας απέβαλαν οι ίδιοι και επόπτευαν την εφαρμογή τους;
Από την άλλη, δεν μπορώ να αφήσω ασχολίαστο αυτό το : «συνέχεια του Κράτους».
Από πότε μια πολιτική που συνάφθηκε από προηγούμενη ή προηγούμενες κυβερνήσεις την οποία ποτέ δεν είχε εγκρίνει ο λαός, ή κι όταν διαπίστωσε στη συνέχεια ότι ακόμα κι αν υπήρχε μια τέτοια έγκριση εν τούτοις αποδείχτηκε λάθος και επαχθής για το γενικό συμφέρον, δεν μπορεί να μεταβληθεί όταν συντρέχουν λόγοι όπως ενδεικτικά οι αμέσως ανωτέρω παρατιθέμενοι; Κι ακόμα, από πότε πολιτικές που επιβλήθηκαν κατά παράβαση συνταγματικών ἠ άλλων νόμων, δεν μπορεί μια επόμενη κυβέρνηση να τις αλλάξει;
Φυσικά, εδώ η υποκρισία περισσεύει : οι «εταίροι» μας, δεν αξιώνουν «συνέχεια του Κράτους», μα «συνέχεια της κρατικής παρανομίας» πάνω στην οποία στηρίχθηκαν οι πολιτικές που μας επέβαλαν, διότι όχι μονάχα το περιεχόμενο των Μνημονίων είναι μνημεία συνταγματικών και νομικών αυθαιρεσιών και κατάχρησης της ισχύος του δανειστή, που θα ήταν -και είναι- αδιανόητο και αδύνατο να επιβληθούν σε οποιοδήποτε άλλο αναπτυγμένο οικονομικά και κοινωνικά Κράτος της Γης, πόσο μάλλον της Ευρώπης, μα και οι ίδιες οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες που εφαρμόστηκαν, αποτελούν πολιτικό και νομικό όνειδος στην ιστορία του κοινοβουλευτισμού εδώ και στην Ευρώπη!
Όμως, η γερμανική Ευρώπη, που αναβιώνει μια ηγεμονική φιλοσοφία που προσωπικά την ερμηνεύω άνετα μονάχα μέσα στα πλαίσια της ανάδυσης της ίδιας ηγεμονίας στη περίοδο του Μεσοπολέμου τον προηγούμενο αιώνα, δεν εξεδήλωσε καμία ανησυχία ούτε και διαμαρτυρήθηκε για το τσαλάκωμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, διότι εμφανώς, η στρατηγική της στόχευε και στο στοιχείο αυτό.
Και μιλώντας για τη Γερμανία, δεν μπορώ να μην ανακαλέσω στη μνήμη μου, ότι το διαχρονικά μεγαλύτερο Κράτος – Μπαταχτσής στην Ευρώπη, μεταπολεμικά, θεωρούσε ότι το Νέο Γερμανικό Κράτος (η τότε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), περίπου προήλθε από παρθενογένεση, καμία σχέση δεν είχε με το Γ’ Ράϊχ, και επομένως, εδώ είναι η ουσία, δεν όφειλε δα και τίποτα για όσα δεινά (το ενδιαφέρον εδώ ήταν προφανώς η οικονομική διάσταση αυτών των δεινών) είχε επιφέρει στα Κράτη και λαούς – θύματά του.
Όσοι συγκροτούσαν το Γ΄ Ράϊχ, εξαϋλώθηκαν και αναγεννήθηκαν στιγμιαία ως κάτι το εντελώς νέο, που τίποτα δεν γνώριζαν για το παρελθόν τους!
Την ίδια στιγμή, ὀταν ομιλούν οι «θεσμοί» της Ευρώπης, αναφέρονται στο «συμφέρον της Ευρώπης», στις «αξιώσεις» της Ευρώπης, στις «δεσμεύσεις που θέτει η Ευρώπη», (όλα αυτά πάνω σε διάφορα θέματα), όμως, εδώ, αξίζει να τεθεί το ακόλουθο ερώτημα :
Ποια ενιαία και γενική βούληση εκπροσωπούν οι θεμελιώδεις θεσμοί της Ευρώπης, όπως το ευρωκοινοβούλιο, η ευρωπαϊκή επιτροπή, η ΕΚΤ;
Τίνος «λαού», ποιού «έθνους» και κυρίως ποιού «Κράτους» είναι θεσμοί;
Κανενός!
Σε ποιο ενιαίο έθνος ή λαό, ή σε ποια ενιαία κρατική οντότητα λογοδοτούν;
Σε κανένα ενιαίο λαό και σε καμία ενιαία κρατική οντότητα!
Ο «ευρωπαϊκός λαό» ή η «ευρωπαϊκή εθνότητα», δεν υπάρχουν καν στο λεξιλόγιο!
Αν η βαρουφάκειος «δημιουργική ασάφεια» έχει κάποια εφαρμογή, αυτή θα τη βρείτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη.
Αυτή η «ασάφεια», εξυπηρετεί μονάχα ό,τι κινείται στο ημίφως ή καλύτερα στο σκοτάδι.
Και αυτή η «ασάφεια», ασφαλώς συμφέρει σε όποιο κράτος – μέλος έχει την μεγαλύτερη ισχύ, να επιβάλει σ’ αυτή την μη ενιαία πολιτικά, κοινωνικά και κυρίως ενιαία κρατική οντότητα, την δική του θέληση, αντιμετωπίζοντας από τη θέση ισχύος του, έναν – έναν τους λοιπούς «εταίρους», δίνοντας έτσι ουσιαστικό νόημα και αποτελεσματικότητα στην ισχύ.
Αυτό κάνει αυτή τη στιγμή η Γερμανία.
Διότι αν οι παραπάνω «θεσμοί» δεν εκπροσωπούν καμία ενιαία εθνική η λαϊκή οντότητα, κανένα ενιαίο Κράτος, φυσικά, δεν βρίσκονται εκεί για να εξυπηρετούν τον Κανένα!
Εξυπηρετούν προνομιούχες ελίτ συμφερόντων, κυρίως οικονομικών, στις οποίες και λογοδοτούν : ιδού η αποστολή τους!
Σε ένα οποιοδήποτε ενιαίο Κράτος, η κυβέρνησή του, μπορεί ανά πάσα στιγμή αν ανατραπεί εφόσον υπάρξουν λαϊκές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις τέτοιας έντασης και κρισιμότητας, ώστε να αμφισβητηθεί η κοινωνική νομιμοποίηση της λειτουργίας της κυβέρνησης.
Μπορεί κανείς να διανοηθεί μια εικόνα παρόμοια σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Υπό ποιες προϋποθέσεις η ευρωπαϊκή «κυβέρνηση», (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή), μπορεί να υποχρεωθεί σε παραίτηση, σε ποια υπερκείμενη Αρχή θα την υποβάλει, πώς το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να διαλυθεί νωρίτερα, ποια Αρχή θα εκδώσει το σχετικό διάταγμα;
Η απάντηση είναι απλή : καμία εξέλιξη από τις παραπάνω δεν μπορεί να λάβει χώρα, διότι η Ανώτατη Αρχή προς την οποία λογοδοτεί κάθε δημοκρατική Αρχή, είναι ο λαός που απαρτίζει ένα συγκροτημένο και ενιαίο Κράτος, ακόμα κι αν πρόκειται για Κράτος ομόσπονδο εντός μιας ευρύτερης κρατικής ομοσπονδίας. Εδώ όμως, δεν ισχύει τίποτα από όλα αυτά.
Επανέρχομαι λοιπόν, από εκεί που ξεκινήσαμε : Από τις εκλογές της 25ης Γενάρη στη χώρα μας.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, καλούνται να διαχειριστούν εξόν από μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση, που έγινε πιο δύσκολη ακριβώς διότι αποτελείται αυτή η κυβέρνηση και από «πρόσωπα μη οικεία» στο Βερολίνο και τους δορυφόρους του, και μια εξαιρετικά δύσκολη πολιτική κατάσταση.
Δεν γνωρίζω πόσο τελικά θα αντέξει στις πιέσεις, ελπίζω να αντέξει.
Δεν γνωρίζω πόσο αποτελεσματικά θα χειριστεί το σύνολο του οπλοστασίου της (πολιτικού, γεωστρατηγικού, κ.λπ.) εναντίον των παραπάνω πιέσεων, ελπίζω να το χειριστεί αποτελεσματικά.
Σε κάθε όμως περίπτωση, ένα είναι βέβαιο, πράγμα που το γνωρίζουν κι έξω, κι επομένως, αυξάνονται έτσι οι δυνατοί συνδυασμοί των κινήσεων πάνω στο σκάκι : κυβίστηση της συγκεκριμένης κυβέρνησης, θα σημάνει την θεματική και γρήγορη κατάρρευσή της, ΧΩΡΙΣ όμως να είναι βέβαιο ότι θα αντικατασταθεί από «οικεία πρόσωπα», ίσως μάλιστα βέβαιο να είναι ότι τη θέση της θα την καταλάβουν δυνάμεις ακόμα πιο ριζοσπαστικές, πιθανώς όμως, από την άλλη πλευρά του ιδεολογικού φάσματος.
Η παρούσα συγκυβέρνηση, έχει να λύσει ένα δύσκολο πρόβλημα : πώς θα δώσει τόσα στους δανειστές, ώστε να διασφαλίσει στο εσωτερικό μέτωπο τις πλέον «κόκκινες» από τις «κόκκινες» γραμμές της, που είναι : [1] Τέρμα στη λιτότητα και σταδιακή επαναφορά μισθών και συντάξεων στα προ κρίσης επίπεδά τους, [2] Ανάπτυξη, [3] Βιώσιμο χρέος (με οποιοδήποτε τρόπο), [4] Πάταξη Μεγαλοφορο-εισφορο-διαφυγής και Μεγαλοδιαπλοκής και [5] Λογοδοσία όσων ευθύνονται για το πώς φτάσαμε εδώ.
Αν ΟΛΕΣ αυτές οι «πιο κόκκινες» από τις «κόκκινες γραμμές» δεν υλοποιηθούν, η συγκυβέρνηση δεν έχει προοπτική μακροημέρευσης.
Κι επειδή έχει και τη ταμπέλα της «Αριστερής» κυβέρνησης, και εφόσον επιθυμεί να διαφυλάξει και τον αντιμνημονιακό της χαρακτήρα, η δική μου πρόταση είναι ότι δεν θα πρέπει να προβεί σε καμία κυβίστηση τουλάχιστον στις παραπάνω «πιο κόκκινες» από τις «κόκκινες γραμμές» της, διότι η πτώση της δεν θα είναι μονάχα βέβαιη μα και ατιμωτική.
Οφείλει σε περίπτωση αδιεξόδου, να προσφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία, κατά την άποψή μου, μέσω δημοψηφίσματος, εκτός αν πρόκειται για μείζονος έκτασης σημασίας ανατροπή των προσδοκιών, οπότε, μέσω ενός νέου προγράμματος, να επαναζητηθεί η έγκριση του λαού μέσω εκλογών.
Σε κάθε περίπτωση, οφείλει να τιμήσει την εντολή που έλαβε στις 25 Γενάρη.
Ή θα πορευθεί μαζί της κρατώντας την ζωντανή, ή θα την επιστρέψει αφού προηγούμενα θα την έχει υπερασπιστεί με τη μέγιστη δυνατή αγωνιστικότητα και αξιοπρέπεια.
Με λίγα λόγια : Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ