Εγώ καρφώνω, εσύ προδίδεις, αυτός χαφιεδίζει
‘’Η ανακοίνωση του Υπουργείου Αφθονίας τελείωσε μ΄ένα ακόμη σάλπισμα. Ο Πάρσονς, κατενθουσιασμένος από τον καταιγισμό των αριθμητικών στοιχείων, έβγαλε την πίπα από το στόμα.
‘’Το Υπουργείο Αφθονίας έκανε σίγουρα καλή δουλειά φέτος’’, είπε με ύφος πολύξερου. ‘’Αλήθεια, Γουίνστον παλιόφιλε, δεν φαντάζομαι να έχεις κανένα ξυραφάκι να μου δώσεις;’’
‘’Ούτε ένα’’, είπε ο Γουίνστον. ‘’Χρησιμοποιώ το ίδιο ξυραφάκι επί έξι βδομάδες’’.
‘’Α καλά – είπα κι εγώ μήπως ήμουν τυχερός και είχες κανένα’’.
‘’Λυπάμαι’’, είπε ο Γουίνστον.
Ο Γουίνστον έπιασε ξαφνικά τον εαυτό του να σκέφτεται την κυρία Πάρσονς, ξανάφερνε στο νου του τις αραιές τούφες των μαλλιών της και τη σκόνη στις ρυτίδες του προσώπου της. Μέσα σε δύο χρόνια το πολύ, τα παιδιά της θα την κατάγγελλαν στην Αστυνομία Σκέψης. Η κυρία Πάρσονς θα εξατμιζόταν. Ο Σάιμ επίσης. Κι ο Γουίνστον. Κι ο Ο’Μπράιεν. Ο Πάρσονς, από την άλλη, δεν θα εξατμιζόταν ποτέ. Το αόμματο πλάσμα , από το διπλανό τραπέζι, με τη φωνή σαν κρώξιμο δεν θα εξατμιζόταν ποτέ. Τα μικρόσωμα ανθρωπάκια, που έμοιαζαν με σκαθάρια κι έτρεχαν με τόση σβελτάδα μες στο λαβύρινθο των διαδρόμων των Υπουργείων, δεν θα εξατμίζονταν κι αυτά ποτέ. Και η μελαχρινή κοπέλα, εκείνη από το Τμήμα Φαντασίας, ούτε αυτή θα εξατμιζόταν ποτέ. Του φαινόταν ότι ήξερε από ένστικτο ποιος θα επιζούσε και ποιος θα χανόταν, μολονότι δεν μπορούσε να πει ποιο ήταν ακριβώς το στοιχείο που έφερνε την επιβίωση.
Εκείνη τη στιγμή βγήκε από την ονειροπόλησή του μ΄ένα απότομο πήδημα. Η κοπέλα του διπλανού τραπεζιού είχε γυρίσει λίγο προς το μέρος του και τον κοίταζε. Ήταν η μελαχρινή. Τον κοίταζε μ΄ένα λοξό βλέμμα αλλά με μια περίεργη ένταση. Τη στιγμή που είδε ότι την κοίταζε κι αυτός, γύρισε απότομα αλλού τα μάτια της.
Ο ιδρώτας ανάβλυσε από τη ραχοκοκαλιά του Γουίνστον. Ένα σκίρτημα τρόμου τον διαπέρασε. Του έφυγε σχεδόν αμέσως, αλλά του άφησε μια εκνευριστική ανησυχία.
Γιατί τον κοίταζε; Γιατί τον παρακολουθούσε συνεχώς; Δυστυχώς, δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε έρθει πριν ή μετά απ΄αυτόν. Αλλά σίγουρα, χτες, στο Δίλεπτο Μίσους, κάθισε ακριβώς πίσω του, ενώ δεν υπήρχε κανένας λόγος. Πολύ πιθανόν ο αντικειμενικός της σκοπός να ήταν να τον ακούσει για να βεβαιωθεί αν φώναζε αρκετά δυνατά.
Του ξαναήρθε η προηγούμενη σκέψη του: πιθανόν να μην ήταν μέλος της Αστυνομίας Σκέψης αλλά ερασιτέχνης κατάσκοπος, δηλαδή το πιο επικίνδυνο είδος. Δεν ήξερε πόση ώρα καθόταν και τον κοίταζε, αλλά μπορεί να ΄ταν και πέντε ολόκληρα λεπτά, και ίσως να μην έλεγχε εντελώς την έκφρασή του. Ήταν τρομερά επικίνδυνο ν΄αφήνεις τις σκέψεις σου να πλανιούνται όταν βρίσκεσαι σε δημόσιο χώρο ή μέσα στο πεδίο ορατότητας της τηλεόρασης. Το παραμικρό μπορούσε να σε προδώσει. Ένα νευρικό τικ, ένα ασυναίσθητο βλέμμα αγωνίας, η συνήθεια να μουρμουρίζεις μόνος σου – καθετί που μπορούσε να φανεί αφύσικο ή να εγείρει την υποψία ότι πας να κρύψεις κάτι. Το να μην έχεις την πρέπουσα έκφραση στην οποιαδήποτε περίπτωση (να δείξεις δυσπιστία όταν ανάγγελναν μια νίκη, φερ΄ειπείν) ήταν αξιόποινη παράβαση. Μέχρι που υπήρχε και όρος γι αυτή στη Νέα Ομιλία: έγκλημα έκφρασης την ονόμαζαν.
Το τσιγάρο του είχε σβήσει, το ακούμπησε με προσοχή στην άκρη του τραπεζιού. Μπορεί η κοπέλα του διπλανού τραπεζιού να ήταν κατάσκοπος της Αστυνομίας Σκέψης, μπορεί αυτός σε τρεις μέρες να βρισκόταν στα κελιά του Υπουργείου Αγάπης, αλλά το υπόλοιπο του τσιγάρου του δεν έπρεπε να πάει χαμένο. Ο Πάρσονς ξανάρχισε να μιλάει.
‘’Σου έχω ποτέ διηγηθεί, παλιόφιλε’’, είπε σκαλίζοντας την πίπα του, ‘’για τότε που τα παμπόνηρα πιτσιρίκια μου, έβαλαν φωτιά στη φούστα μιας γριάς στην αγορά, γιατί την είδαν να τυλίγει λουκάνικα σε μια αφίσα του Μ(εγάλου) Α(δελφού); Γλίστρησαν κρυφά πίσω της και της έβαλαν φωτιά μ΄ένα κουτί σπίρτα. Την έκαψαν πολύ άσχημα, νομίζω. Αλητάκια, ε; Αλλά πονηρά σαν αλεπούδες! Τους κάνουν πρώτης τάξεως εκπαίδευση στους Κατασκόπους σήμερα –πολύ καλύτερη απ΄τις μέρες μου. Τι νομίζεις ότι τους έδωσαν τώρα; Ακουστικά για ν΄ακούνε μέσ΄από τις κλειδαρότρυπες! Η κορούλα μου τα έφερε στο σπίτι προχτές, τα δοκίμασε στην πόρτα του σαλονιού και υπολογίζει ότι μ΄αυτά μπορεί να ακούσει δυο φορές καλύτερα απ΄ότι με τ΄αφτιά της.
Εκείνη τη στιγμή, η τηλεοθόνη έβγαλε ένα διαπεραστικό σφύριγμα. Ήταν το σήμα να γυρίσουν στη δουλειά.’’
(Αποσπάσματα από τον ΜΕΓΑΛΟ ΑΔΕΛΦΟ του Τζώρτζ Όργουελ)
Σκηνές απείρου κάλλους αρχίζουν να εκτυλίσσονται στην Φρουτοπία του success, τόσο που κάνουν τους κοινωνιολόγους όλου του κόσμου, μέσα από επανειλημμένες συσκέψεις, να προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα γεγονότα . Μια χώρα με σχεδόν καθολική ανεργία , κατόρθωσε, με μια κίνηση ματ, θα λέγαμε, να κάνει τους κατοίκους της να απασχολούνται, χωρίς να παράγουν έργο, αλλά τουλάχιστον να έχουν τα προς το ζην. Και να πως! Η κυβέρνηση της Φρουτοπίας, μετά από σοβαρή σκέψη, καθόσον το ζήτημα δεν είναι αυτό που λέμε: στεφάνωσε και μπλέτσωσε και βάφτισε και φεύγα, -το παίδεψαν το ζήτημα-έβαλαν τους μισούς κατοίκους, να κατασκοπεύουν τους άλλους μισούς, δίνοντάς τους κάποιο χαρτζιλίκι. Έπειτα έβαλαν τους δεύτερους μισούς, να χαφιεδίζουν τους πρώτους μισούς, δίνοντάς τους κάποιο μπόνους. Έτσι όλοι είχαν την απασχόλησή τους, και έβγαζαν και το ψωμί της ημέρας. Προσέτρεξαν και στην ξένη αρωγή, για να έχουν σίγουρα αποτελέσματα. Ας παρακολουθήσουμε μερικά παραδείγματα, όπως καταγράφηκαν τις πρώτες μέρες του πειράματος.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ένας Άγγλος τουρίστας φορτωμένος το σακίδιο στην πλάτη, φορώντας το ξεφτισμένο σορτσάκι του, καλωδιωμένος κατάσαρκα κάτω από το λερό μπλουζάκι, περιδιαβαίνει τα γραφικά δρομάκια της Πλάκας. Στο χέρι του κρατά το τάμπλετ με τις μικρές μαύρες τρύπες της κάμερας, μπροστά και πίσω, σε εγρήγορση, για να μη χάσει καμία κίνηση. Σταματά σε ένα μαγαζάκι με μπιζού, χαϊμαλιά και σκουλαρίκια. Κάνει πως κοιτά τις χάντρες, αλλά κρυφά κόβει κίνηση στο ταμείο, βιντεοσκοπεί την ιδιοκτήτρια, όταν ό άντρας της τον παίρνει είδηση.
-Τι καταγράφεις εκεί βρε χλεχλέ, της γυναίκας μου τον μπούστο;
-Νο εγκώ χλεχλέ, εγώ χαφιέ, νο μπούστο, αν έχεις κανένα π@@@@ο, εγκώ oh yes!. Με έστειλαν να ντω αν κόβει αποντείξεις.
-Πάρε δρόμο από δω, πάγαινε στους πεζόδρομους να δεις τους λάθρο , αν κόβουν αποδείξεις στα σεντόνια και μετά έλα πες μου. Και που΄σαι τρελό αγόρι, αν πας κατά κει, μπορεί να δεις και χαρά στα σκ@λια σου, μαζί και η ζαρωμένη που τους ξαμόλησε.
Σε ένα σμαραγδένιο κυκλαδίτικο νησί ένας Ιταλός, με μαύρα γυαλιά, μαφιόζικα, καπέλο, σαγιονάρα, την φωτό στα χέρια, στ΄αυτιά ακουστικά, είπε να σεργιανίσει στις ταβέρνες της παραλίας. Τον πήρε είδηση ο ταβερνιάρης την ώρα που κατέγραφε την κίνηση, τον βουτάει από τον γιακά αγριεμένος.
-Τι καταγράφεις εκεί ωρέ ζαγάρι; Ποιός σ΄έβαλε , ο διά΄λος να τον πάρει;
-Ίο άτυπο εφοριακό, ήρθα για διακοπές, αλλά με στρώσαν στην δουλειά, να καταγράφω διευθύνσεις και ονόματα και για τον κόπο μου θα μου δώσουν ένα σουβλάκι γύρο.
– Βρε άτιμο σαφριακιό, δεν φτάνει η αναδουλειά, έχουμε κι αυτά τα γελοία καμώματα, πάρε από μας ένα σοπάκι ξύλο.
Στο Μοναστηράκι τώρα, πίσω από τα σουβλατζίδικα, μια παρέα τουριστών έχουν πέσει με τα μούτρα μέσα στους σκουπιδοτενεκέδες και ψάχνουν , ψάχνουν… ποιος ξέρει τι.
Βγαίνει ο Μπαϊραχτάρης τους βλέπει κι απορεί. ‘’Τι κάνουν αυτοί οι κανάγιες εκεί μέσα;’’ ρωτάει το γκαρσόνι του. ‘’ Δεν ξέρω ακριβώς αφεντικό, μου φαίνεται ότι είναι Λετονοί ή Λιθουανοί, μπορεί και Σλοβάκοι, μαζεύουν ότι χαρτάκι βρουν, λένε ότι θα το παν στο γιούρο γκρουπ’’.
‘’ Πες τους να μην κουράζονται, βάλτους μια μερίδα κοντοσούβλι να στανιάρουν θα ‘ρθει κι η ώρα , που και στην πατρίδα τους στα σκουπίδια θα ψάχνουν’’.
Ήταν απόγευμα Καλοκαιριού, όταν στο σταθμό του οδοντωτού, στα Καλάβρυτα, εμφανίστηκε μια παρέα Γερμανών. Φορώντας πολύχρωμα μακριά σορτσάκια , λευκές κάλτσες και πέδιλα, κρατώντας τις κάμερες στα χέρια, ξαμολήθηκαν στα μαγαζιά για να κάψ….αγοράσουν διάφορα αναμνηστικά. Μπαίνει ο ένας σ΄ένα μαγαζί με παραδοσιακά προϊόντα. Αφού αγόρασε κουραμπιέδες, χυλοπίτες και τραχανά περιμένει την απόδειξη που του κόβει η ιδιοκτήτρια. Βλέπει το ποσό και εξαγριώνεται.
‘’ Nein, nein, εγκώ ντεν πληρώνω τους απατεώνες Έλληνες που μας έχουν στοιχίσει τόσα εκατομμύρια ευρώ. ‘’Αν θέλεις να ξέρεις’’, λέει στην ιδιοκτήτρια, που τον κοιτάει εμβρόντητη, ‘’αν θέλεις να ξέρεις, χάρις σε μας το χωριό σου έχει γίνει τουριστικός προορισμός, για να χρεώνεις τώρα εσύ δεκάευρα τους κουραμπιέδες. Αλλά έτσι αχάριστοι είσαστε όλοι οι Έλληνες, δεν εκτιμάτε την δωρεάν διαφήμιση που σας έχουμε κάνει στα διάφορα χωριά σας. Ποιος θα ήξερε τα Καλάβρυτα, αν δεν το φωτίζαμε εμείς στα πέρατα; Ποιος θα ήξερε το Δίστομο; Ένα ασήμαντο χωριό. Αμ την Βιάννο και την Κάντανο; Που κουραστήκαμε να σκαρφαλώνουμε στα κατσάβραχα, κυνηγώντας αυτούς τους απείθαρχους; Αλλά εδώ δεν εκτιμήσατε ούτε τον δικό σας, τον συνεργό μας, για την δωρεάν διαφήμιση του Καστελόριζου .Θα σας καταγγείλω στον χερ Σόιμπλε’’.
Ο Γερμαναράς φεύγει, και η γυναίκα παίρνει από το ράφι μια οικογενειακή φωτογραφία, κάθεται κατάχαμα και κλαίγοντας μονολογεί: ‘’Αχ! Πατέρα μου, αχ παππού μου και θείοι μου. Αχ! αδερφούλη μου και ξαδελφάκια μου. Ότι άφησαν τότε μισοτελειωμένο, έρχονται τώρα να το αποτελειώσουν. Κι όπως τότε, την κουκούλα την δίνουν οι δικοί μας’’.
Στο πολυτελέστατο σαλόνι ενός ρετιρέ, γύρω από το τραπέζι από ακριβό μαόνι, μια παρέα καλοβαλμένων γυναικών παίζει μπιρίμπα, πίνοντας κοκτέιλς σε κρυστάλλινα ποτήρια, και κουβεντιάζοντας ανάλαφρα.
‘’Αχ! Κορίτσια’’ λέει η μια. ‘’ Μαύρα μάτια έκανα να δω τον άντρα μου τα προηγούμενα χρόνια. Έβαζα το νεγκλιζέ μου, περίμενα…, αλλά αυτός τίποτα. Έπαιρνα τηλέφωνο στο γραφείο του, αγάπη μου έλα τον παρακαλούσα, θα κρυώσει το μαξιλάρι. ‘’Μωρό μου’’, μου έλεγε εκείνος, ’’αφού το ξέρεις ότι βγάζω τα μάτια μου για την πατρίδα. Το χέρι μου έχει παραλύσει, πάνω κάτω, πάνω κάτω να υπογράφω, με τρελαίνουν κι κάλοι στα γόνατά μου, κάνε λίγη υπομονή’’.
‘’Εγώ τότε τι να πω χρυσή μου’’, λέει η άλλη ‘’που μπορεί ο άντρας μου να ήταν στο σπίτι, αλλά ξενυχτούσε πάνω από το λάπτοπ του, να στέλνει τα λεφτά μας λίγα λίγα- γιατί έπεφτε το σύστημα από την ποσότητα-, σε ένα εξωτικό νησί στην μέση του Ειρηνικού. Στραβώθηκε να γράφει ποσά, ούτε στην δουλειά δεν πήγαινε, επικοινωνούσε με email’’. ‘’Έλα τζουτζούκο μου, του έλεγα, να κάνουμε γούτσου γούτσου.’’ ‘’Αν δεν ασφαλίσω όλα τα λεφτά μου, ούτε γούτσου, ούτε κούκου μπορώ να κάνω. Κι είναι πολλά τα άτιμα! Αχ! κακούργα ξενιτειά, με γέμισες δολάρ… φαρμάκια…
‘’Χρυσή μου εγώ να δεις τι τραβήγματα είχα με τον άντρα μου που δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα από λάπτοπ και υπολογιστές, λέει μια άλλη. ‘’ Έρχεται μια μέρα η γραμματέας και μας φέρνει ένα στικάκι. Το παίρνει αφηρημένα ο άντρας μου και το πετάει σε ένα συρτάρι. Έπειτα από δυο χρόνια πάω εγώ να καθαρίσω το συρτάρι , ανάμεσα από μια ξεχασμένη πίτσα, ένα μπουτάκι αρνίσιο σε λαδόκολλα, ένα μουχλιασμένο γαλακτομπούρεκο, βλέπω το στικάκι. ‘’Γιουβαρλάκι μου’’, του λέω- τρελαίνεται όταν ακούει τέτοια-, νομίζω ότι αυτό το στικ που ήταν ανάμεσα στα πατατάκια, είναι για σένα. Εκείνη την στιγμή έτρωγε ένα ταψί μουσακά, παίρνει το στικάκι και νομίζοντας ότι είναι fish stick, πάει να το καταπιεί, και τώρα έχουμε τραβήγματα’’.
‘’Εγώ φιλενάδες μου είχα ετοιμάσει τις βαλίτσες μας’’ λέει η άλλη, ‘’γιατί ο μπουμπούκος μου έλεγε ότι θα ξενιτευτούμε. Είχα αμπαλάρει με προσοχή το βιολί και το κλαρίνο, αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. ‘’Τρελός είμαι μου λέει που θα φύγουμε από δω;’’ ‘’Από τότε, φορά ένα καπέλο του Ναπολέοντα, κρατά την μπαγκέτα μου στο χέρι και σπαθίζει τον αέρα, φωνάζοντας, φωνάζοντας… Τα έχει βάλει μ΄αυτήν την αριστεράτζα, που….Oh mon dieu, πως πήγε έτσι στην Ιταλία…tres banal! Ο μπουμπούκος μου δεν πάει χωρίς γραβάτα ούτε στο φαρμακείο για τα χάπια του’’.
‘’Άσε χρυσή μου τον τρελό στην τρέλα του κι ας ετοιμαστούμε κορίτσια να πάμε στα Β.Π. για shopping therapy’’.
‘’Αα, εγώ δεν πάω στα Π.Δ του μπουμπούκο μου για θεραπεία. Εκεί πηγαίνει ο λαουτζίκος για να πεθάνει’’.
‘’Μαρήήή, μήπως είσαι και συ βλαμμένη; Τι Π.Δ. μας λες. Εγώ λέω να πάμε για ψώνια στα Βόρεια Προάστια. You know;
‘’Κορίτσια, άσχετο, αλλά το ξέρατε ότι το Κολωνάκι παλαιότερα ονομαζόταν Κατσικάδικα;’’
‘’Oh, tres sic!’’
Υπομονή. Το 2030 θα έχουμε αποπληρώσει τους τόκους. Θ΄αρχίσουμε να βρίσκουμε τον βηματισμό μας.
‘’Εγώ δεν έχω να ψωνίσω. Ο άντρας μου είναι άνεργος και τα βγάζουμε δύσκολα πέρα. Πήγα δίπλα στο μίνι μάρκετ να πάρω βερεσέ ένα πακέτο μακαρόνια. Ο κυρΠαντελής μου το έβαλε στην σακούλα χωρίς να μου κόψει απόδειξη. Τις προάλλες μου έβαλε με τρόπο στην τσάντα ένα κουτί γάλα για το μωρό. Ούτε γι αυτό έκοψε απόδειξη. Σήμερα πήγα και τον κάρφωσα στην Υπηρεσία. Ίσως έτσι μπούμε στην λοταρία και πάρουν μόνιμο στην δουλειά τον άντρα μου. Τώρα τον απασχολούν περιστασιακά να επιτηρεί τους περιπτεράδες και τους λαχειοπώλες. Τον πληρώνουν με το κομμάτι, αλλά με μαύρα και χωρίς ασφάλεια. Ο άντρας μου σκέφτεται να καρφώσει και την Υπηρεσία σ΄αυτόν τον Γερούνδιο’’.
‘‘ Εχτές το πρωί πέρασα από την γιαγιά μου για κανένα χαρτζιλίκι. ’’Πάρε βλαστάρι μου’’ μου είπε, ‘’για τα γενέθλιά σου’’ και μου έβαλε στην τσέπη 200 ευρώ. Η παλιόγρια δεν λέει που τα βρίσκει και αν τα έχει δηλώσει. Σήμερα πήγα και την κατήγγειλα στην Υπηρεσία. Με την ευκαιρία κάρφωσα και τους φίλους μου. Όλη μέρα, παρότι άνεργοι, κάθονται στην καφετέρια και πίνουν φραπέδες. Που τα βρίσκουν τα λεφτά; Τουλάχιστον εγώ έχω την γιαγιά μου. Την είχα….’’
‘’Προχτές οι μανάβηδες της λαϊκής έσπασαν στο ξύλο τον κύριο Πέτρο. Τον έβλεπαν να πηγαίνει πάνω κάτω , να κοιτά τα λαχανικά και να σημειώνει σε ένα μπλοκάκι, τον πέρασαν για καρφί. Ο φουκαράς! Κοίταζε τις τιμές και περίμενε να πέσουν’’.
Ώρες ολόκληρες καθόταν η κυρά Μαριγώ μπροστά στην βιτρίνα του αρτοποιείου, κοιτάζοντας με λαχτάρα τα ζεστά ψωμάκια και τα κουλούρια. Πολλές φορές ο κυρ Αποστόλης, έβγαινε και της έδινε πότε μια φραντζόλα ,πότε μια τυρόπιτα. Μια μέρα ξέχασε να κόψει απόδειξη σε έναν πελάτη για ένα τυρόψωμο. Σε δέκα λεπτά τον είχαν πάει στην Υπηρεσία. Εκεί έμαθε ότι τον κάρφωνε η κυρά Μαριγώ’’.
Κουράγιο. Το 2060 θα έχουμε ξεπληρώσει και τα χρεολύσια . Θα έχουμε χάσει όμως οριστικά τον ανθρωπισμό μας.
Εμείς καρφώνουμε, εσείς προδίδεται, αυτοί χαφιεδίζουν….
Με εκτίμηση,Αγγελική Π.